
Ὁ πατέρας μου – διηγήθηκε μία γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σίψα – ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ διακόνησε τὸν Γέροντα καὶ εὐλαβικὰ κοιμήθηκε, στὴν ἀρχὴ δὲν πίστευε, ἦταν ἄπιστος. Πήγαινε ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο. Τὰ πρῶτα του παιδιὰ δὲν ἔζησαν, πέθαναν.
Τότε ἦταν ποὺ πρωτοῆρθε ἐδῶ στὸ χωριὸ ὁ Ἅγιος Γέροντας καὶ νονός μου. Ἦταν σχεδὸν παράλυτος καὶ ἔμενε σὲ κάποιο σπίτι, τοῦ κ. Σπυριδόπουλου. Ὅλο τὸ χωριὸ πήγαινε κοντά του, νὰ πάρει τὴν εὐχή του.
Πῆγε καὶ ὁ πατέρας μου, κρατῶντας μία καντήλα καὶ λίγο λάδι, γιὰ νὰ τὴν ἀνάβει ἐκεῖ ποὺ ἔμενε. Ὅταν ὅμως ξαναπῆγε, εἶδε τὴν καντήλα σβηστῇ καὶ ρώτησε τὸν Γέροντα, γιατί δὲν τὴν ἀνάβει. Τότε ἐκεῖνος τοῦ διηγήθηκε τὸ ὄνειρο ποὺ εἶχε δεῖ:
«Ἤμουν ἐπάνω σ’ ἕνα ἄλογο, πέρασα πολλὰ δύσβατα μέρη καὶ πάνω σ’ ἕνα ὕψωμα σᾶς εἶδα μπροστὰ σὲ μία ἐκκλησία. Εἴχατε ἕνα τραπέζι καὶ τρώγατε καὶ ἡ καντήλα ἦταν ἐκεῖ ἀναμμένη. Τότε σᾶς ρώτησα, γιατί αὐτὴ εἶναι ἐδῶ, ἐνῷ ἐσεῖς τὴν φέρατε σὲ μένα; Ἀμέσως ἀπὸ τὴν ἐκκλησία βγῆκε ἕνας ἀσπρογένης γέροντας καὶ μοῦ εἶπε· “μὴ ἀγγίξεις, αὐτοὶ δὲν τὴν ἔφεραν, ἐγὼ τὴν πῆρα, ἐσὺ ἔχεις, ἐγὼ εἶμαι πολὺ φτωχός”.
Ἦταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος στὰ Δενδράκια, ἕνα γειτονικὸ χωριό. Γι’ αὐτὸ ἐδῶ σ’ ἐμένα ἡ καντήλα σου δὲν ἀνάβει. Θὰ τὴν πάρεις λοιπὸν καὶ θὰ τὴν πᾶς ἐκεῖ».
Οἱ καϋμένοι οἱ γονεῖς μου – σὰν πρόσφυγες ποὺ ἦρθαν – οὔτε τὸν δρόμο ἤξεραν, πῶς νὰ πᾶνε. Πῆραν τὸ ζῶο καὶ ἀφοῦ ταλαιπωρήθηκαν πολύ, κάποτε ἔφτασαν. Ἡ μητέρα μου ἔλεγε πὼς παρ’ ὅλη τὴν ταλαιπωρία δὲν ἔνιωσε καθόλου κούραση, ἦταν ἀνάλαφρη. Τὴν ἄφησαν ἐκεῖ στὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ ἀπὸ τότε τὰ ἄλλα πέντε παιδιὰ ποὺ γεννηθήκαμε ζήσαμε ὅλα. Τὸ πρῶτο μάλιστα παιδὶ τὸ ὀνόμασαν Νικόλαο.
Κάθε χρόνο τοῦ Ἀγίου Νικολάου πήγαιναν ἐκεῖ, λειτουργοῦσαν καὶ ἔκαναν ἀρτοκλασία. Ὁ Γέροντας ζήτησε νὰ βαφτίσει τὸ πρῶτο ἀπὸ τ’ ἀδέλφια μου. Στὴν ἀρχὴ ὁ παπποῦς ἔφερε τὶς ἀντιρρήσεις του καὶ δὲν τὸν ἄφησε νὰ βαφτίσει κανένα ἀπὸ τ’ ἀγόρια. Τελευταῖα γεννήθηκα ἐγὼ καὶ ἤμουν πολὺ τυχερή, ποὺ μὲ βάφτισε ὁ Γέροντας.
Ὁ πατέρας μου, μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὸν Θεό, ἦταν πολὺ αὐστηρός. Ἔκανε ὅλα του τὰ καθήκοντα καὶ προπαντὸς τὴν προσευχή του δὲν τὴν ἄφηνε καὶ αὐτὸ ζητοῦσε καὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅταν γυρνοῦσε ἀργὰ τὸ βράδυ ἀπὸ τὸ χωράφι, ὅλο μᾶς ρωτοῦσε ἂν κάναμε προσευχή.
«Ὅποιος δὲν ἔκανε, ἀμέσως στὸ εἰκονοστάσι καὶ τὴν προσευχή του», φώναζε. Ὅταν μὲ ρωτοῦσε καὶ μένα ἂν ἔκανα προσευχή, ἔλεγα ναί, ὅμως δὲν ἦταν αὐτὴ ἡ ἀλήθεια.
Ὅταν ἀρρώστησα, μὲ ἔστειλε ἡ μητέρα μου στὸν νονό μου, νὰ μὲ διαβάσει μία εὐχή. Μὲ διάβασε μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη μία εὐχὴ καὶ μετὰ ἀπὸ τὸ σταμνάκι, ποὺ εἶχε νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, μὲ ἔριξε λίγο στὴν πλάτη μου. Τότε βλέποντάς με κατάματα, με εἶπε: «Ἐσὺ τὸ βράδυ προσευχὴ δὲν κάνεις. Γιατί; Παιδί μου, ἡ προσευχὴ εἶναι ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου, μὴ τὴν ἀφήσεις ποτέ».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, «Ὁ Ὅσιος Γεώργιος τῆς Δράμας», Ἔκδοσις Ι. Μ. Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δρᾶμα 2016, σελ. 235
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου