Ο κοιμώμενος Βασιλιάς, ομολογεί ο Δανιήλ, ότι διατηρείται ζωντανός κάπου κάτω από την Πόλη!
Στίς 18 Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1764 πήγα στην αγορά, αγόρασα δύο κεριά κι επέστρεψα στην κατοικία μου.
οΑγωνίστηκα την νύκτα εκείνη προσευχόμενος εκτενέστερα, μέχρι την ενάτη ώρα της νυκτός μετά δακρύων, οπότε από την κούραση αποκοιμήθηκα. Βλέπω λοιπόν τότε κατ’ εύδοκίαν Θεού έναν αστραπό-μορφο νέο, πού με ρώτησε:
- Τί έχεις Δανιήλ καί λυπάσαι; Θα έπρεπε μάλιστα νά χαίρεσαι.
-
Ποιος είσαι σύ, πού μου λες νά χαίρομαι; τόν ρώτησα κι έγώ μέ τήν σειρά μου.
-
Δέν μέ γνωρίζεις, ώ φίλε, ποιος είμαι; μέ ξαναρώτησε ό νέος.
-
Όχι, δέν σε γνωρίζω.
-
Δέν είμαι ό Αναστάσιος, πού ο πατέρας σου μέ έστειλε διά τοϋ μαρτυρίου στην βασιλεία των ουρανών, έστω και χωρίς νά θέλει;
-
Καί πώς, άνθρωπε του Θεού, καταδέχθηκες νά έρθεις σε μένα τόν ταλαίπωρο καί αμαρτωλό; Ρώτησα εγώ τόν μάρτυρα γεμάτος χαρά.
-
Πίστεψε με, μου απάντησε, ότι από τήν ώρα πού αναχώρησες άπό τό
πατρικό σου σπίτι, δέν παρέλειψα ούτε αμέλησα νά εύχομαι στον Θεό γιά
σένα. Χαίρε λοιπόν καί ευφραίνου, γιατί σήμερα θ’ αξιωθείς νά δεις
μεγάλα μυστήρια.
- Έλα μαζί μου…
- Βλέπεις αυτό τό τζαμί; Αυτός ήταν κάποτε ό ναός των Αγίων Πάντων, μου είπε.
Όταν πλησιάσαμε πιό κοντά, βγήκε ένας άνθρωπος από τήν θύρα του ναού καί μας είπε: - Ελάτε γρήγορα, γιατί σας περιμένουν. Μπαίνοντας μέσα είδαμε πλήθος ανθρώπων, νέους καί γέρους, κι εγώ ρώτησα τόν Αναστάσιο:
-
Ποιοί είναι αυτοί;
-
Οι Άγιοι Πάντες, μου αποκρίθηκε.
- Ήρθες, Δανιήλ;
-
Ήρθα ό αμαρτωλός, του απάντησα …
Ρώτησα τόν μάρτυρα Αναστάσιο καί μου είπε πώς αυτός, πού έστεκε στά δεξιά ήταν ό πρωτομάρτυς Στέφανος καί στ’ αριστερά ό αρχιδιάκονος Λαυρέντιος. Κι ενώ αυτοί θύμιαζαν τόν Τίμιο Σταυρό κι όλους τους Αγίους κι εμάς τελευταία, εισήλθαμε στον ναό καί πλησιάσαμε προς τό άγιο Βήμα. Έκεί στό δεξιό μέρος ήταν μιά πύλη κλειστή, πού άνοιξε ξαφνικά. Μόλις μπήκε μέσα ό Τίμιος Σταυρός μέ όλους τους αγίους, αντικρύσαμε ενα θαύμα εξαίσιο:
Πίσω από τήν κλειστή πύλη υπήρχε ένας περικαλλέστατος ναός, άξιοθαυμαστός, με ολόχρυσες εικόνες, καντήλια, μανουάλια κι αλλά Ιερά σκεύη, όλα χρυσά, πού λαμποκοπούσαν. Στό σημείο πού έπρεπε νά είναι ή εικόνα της Θεοτόκου, δεν υπήρχε εικόνα, αλλά θρόνος βασιλικός, όπου καθόταν ή ίδια ή άειπάρθενος Παντάνασσα, στην οποία είναι αφιερωμένη ή Βασιλεύουσα, ενώ γύρω της παράστεκε πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων. Στ’ αριστερά του θρόνου, λίγο παρακάτω, ήταν ένας άλλος θρόνος, όπου καθόταν κάποιος γηραλέος (δεν ξέρω άν κοιμόταν ή αν ήταν ξύπνιος)• στην κεφαλή του είχε διάδημα και στά χέρια του κρατούσε ευαγγέλιο κλειστό, πού ήταν καταστόλιστο. Κυκλικά μέσα στον ναό υπήρχαν κι άλλοι θρόνοι.
Ρώτησα τόν Αναστάσιο:
- Τί θρόνοι είναι αυτοί;
-
Σ’ αυτούς τους θρόνους, πού βλέπεις, μου αποκρίθηκε, κάθονταν οί
αρχιερείς, πού συγκρότησαν τίς επτά οικουμενικές Συνόδους. Είναι
ετοιμασμένοι γιά νά καθίσουν πάλι καί νά καταπολεμήσουν όλες τίς
αιρέσεις καί τά σχίσματα καί νά διαφυλάξουν την ενότητα της Εκκλησίας,
γιά νά είναι στό έξης ανενόχλητη.
Την ίδια στιγμή βλέπουμε μέ δέος νά εξέρχεται ό Δεσπότης Χριστός συνοδευόμενος άπό πλήθος αγγέλων, φορώντας μιά ύπερθαύμαστη αρχιερατική στολή κι έχοντας στην κεφαλή στέφανο αστραφτερό. Πλησίασε κι ανέβηκε στον ετοιμασμένο αρχιερατικό θρόνο. Αμέσως ό άγιος Ιάκωβος ό Αδελφόθεος του έβαλε μετάνοια καί πήρε καιρό γιά ν’ αρχίσει την ιερή μυσταγωγία.
Στην Μικρή Είσοδο ό Μέγας Αρχιερεύς Ίησούς Χριστός εισόδευσε στό άγιο Βήμα μαζί μέ όλους τους παριστάμενους. “Οταν ήρθε η ώρα τοΰ Αποστόλου, τόν άνέγνωσε ό άγιος Λαυρέντιος• ή περικοπή έλεγε: «Αδελφοί, οι άγιοι Πάντες διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας…».
Τό ιερό Ευαγγέλιο άνέγνωσε άπό τόν άμβωνα ό πρωτομάρτυς Στέφανος• ή περικοπή έλεγε: «Εγώ ειμί ή Άμπελος, υμείς τά κλήματα…».
Κατά τήν Μεγάλη Είσοδο των Τιμίων Δώρων ό Δεσπότης Χριστός στάθηκε στην Ωραία Πύλη καί τά ευλογούσε, καθώς επίσης καί κατά τήν τοποθέτηση τους έπί της άγιας Τραπέζης. “Οταν ολοκληρώθηκε τό Κοινωνικό ο άγιος Στέφανος εξήλθε του ιερού Βήματος κι εκφώνησε τό «Μετά φόβον Θεού, πίστεως καί αγάπης προσέλθετε».
Τότε ό Κύριος έλαβε τό άγιο Ποτήριο στά χέρια του καί στάθηκε πάλι στην Ωραία Πύλη. Καί αφού κοινώνησαν όλοι οι Άγιοι, αμέσως οι δύο πατριάρχες τής Κωνσταντινουπόλεως, άγιος Μητροφάνης καί άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, πήγαν καί ξύπνησαν τόν γηραλέο εκείνο, πού κοιμόταν στον θρόνο• καί ό μέν Μητροφάνης πήρε από τήν κεφαλή του τό διάδημα, ό δέ Χρυσόστομος άπό τά χέρια του τό ιερό Ευαγγέλιο. Τόν σήκωσαν, τόν οδήγησαν στην Θεοτόκο καί ασπάστηκε ευλαβικά τά άγια κράσπεδα τών ιματίων της. “Επειτα πλησίασαν στην Ωραία Πύλη, όπου έστεκε ό Κύριος. Ό γηραλέος προσκύνησε μέ κατάνυξη καί ό Κύριος του μετέδωσε τά άχραντα μυστήρια άπό τό άγιο Ποτήριο. Ακολούθως πήρε τό Ευαγγέλιο άπό τά χέρια του Χρυσοστόμου καί τό παρέδωσε στά χέρια του• επίσης καί τήν κορώνα άπό τά χέρια του Μητροφάνη καί του τήν τοποθέτησε στην κεφαλή…
* Γιά τό μυστηριώδες αυτό πρόσωπο του εστεμμένου γηραλέου τό χειρόγραφο μεταξύ άλλων αναφέρει τά έξης: «Σημείωσε ότι αυτός ό γηραιός ήταν ό μέλλων νά βασιλεύσει, περί τον οποίου ό Άγιος Ταράσιος λέει: Θά εγερθεί ό βασιλεύς, πού στην αρχή του ονόματός του έχει τό Ι καί στό τέλος τό ς δηλαδή Ιωάννης».
http://www.elgreko.gr/showthread.php?9989-%CE%97-%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CE%BF%CF%80%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%9F%CF%83%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%94%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%AE%CE%BB-%CE%B5%CE%BE-%CE%91%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%B7%CE%BD%CF%8E%CE%BD
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου