Ανάμεσα στις μορφές πού φώτισαν καί
συνεχίζουν να φωτίζουν καί να εμπνέουν τη ζωή μας είναι ό γέρων Φιλόθεος
Ζερβάκος.
Οι αναμνήσεις μου από αυτόν αρχίζουν
μέ την πρώτη μου εξομολόγηση στην ηλικία των 8 ετών, στην Μονή Αγίου Νικολάου Γαλατάκη
στην Εύβοια. Ήταν ή πανήγυρης της Μονής, κι εκείνος καθόταν στο ιερό, κι εγώ στο
λεγόμενο διακονικό - δωμάτιο πού βρίσκεται παραπλεύρους τού ιερού. Τότε ζήτησαν
τού φωνάξουν τον Χριστοδουλάκη. Τού είπαν βέβαια ότι δεν υπάρχει κάποιος μέ
τέτοιο όνομα. Εκείνος επέμενε να τού φωνάξουν τον Χριστοδουλάκη από τό διακονικό.
Φαντάζομαι ότι τού είπαν ότι υπάρχει εκεί μόνο ένα μικρό παιδί μέ άλλο όνομα.
Αλλά τελικώς με έφεραν κοντά του. Ήταν μια μορφή σεβαστική, σοβαρή, καί ταυτόχρονα
φωτεινή. Τού είπα ότι με έλεγαν Γιώργο. Καί μου απάντησε ότι Χριστόδουλο θα μέ
έλεγαν αργότερα. Κάτι πού ξεχάστηκε εντελώς, καί ήρθε στη μνήμη μου όταν έλαβα,
χωρίς να τό θέλω, χωρίς να τό έχει κανείς επιλέξει, το μοναχικό αυτό όνομα.
Έκτοτε ό γέρων Φιλόθεος επισκεπτόταν την
Χαλκίδα καί την Λίμνη δύο φορές τό χρόνο, για να εξομολογήσει τούς πιστούς, καί
πρώτον απ’ όλους τον επίσκοπο, Μητροπολίτη Γρηγόριο.
Παρότι δεν ζούσα μαζί του, έγινα
δέκτης τών αρετών του καί αυτόπτης τών χαρισμάτων του. Χαρίσματα βεβαίως -καί
μεγαλύτερα χαρίσματα - είναι οι αρετές.
Μεγάλη ήταν ή Αγάπη του προς όλους,
μεγάλη ή υπομονή του, έντονο τό ασκητικό του φρόνημα, βαθειά ή λειτουργική του
ζωή. Αυτά τον έφερναν κοντά σε άλλες μορφές πού γνώρισα, όπως ό Όσιος Πορφύριος
καί ο Όσιος Πάίσιος, αλλά καί ό γέρων Αμφιλόχιος της Πάτμου, μέ τον όποιον
διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις. _
Ήμουν ήδη νεαρός κληρικός, όταν μέ
πήρε ένα καλοκαίρι καί μέ ανέβασε σε ένα εκκλησάκι στην Πάρο (άφιερωμένο νομίζω
στούς αγίους Πάντες). Εκεί επρόκειτο να νηστέψουμε καί να συγκεντρωθούμε στην προσευχή.
Την πρώτη μέρα, μήτε ψωμί, μήτε νερό, μήτε τίποτα. Τη δεύτερη μέρα τό ίδιο. Τον
ρώτησα τι είχε κατά νου. Μου είπε ότι επρόκειτο να περάσει έτσι σαράντα μέρες. Για
μένα είπε ότι δεν μπορώ να τό κάνω, αφού είχα ενορία καί ευθύνες. Έτσι, πήρα ευλογία
καί την τρίτη μέρα έφυγα. Πληροφορήθηκα από τον διοικητή τού στρατοπέδου πού
γειτόνευε μέ τό εκκλησάκι, ότι έβαζαν στην πύλη καθημερινά νερό καί ψωμί, αλλά την
επομένη τό έπαιρναν άθικτο. Ό γέρων παρέμενε νηστεύων καί προσευχόμενος για
σαράντα μέρες μία ή καί δύο φορές κάθε καλοκαίρι.
Ό γέρων ήταν αυστηρός στον εαυτό του,
αλλά επιεικής προς τούς άλλους. Γι’ αυτό καί τόνισε ότι ό πνευματικός πατέρας πρέπει
να αναλαμβάνει ευθύνες έναντι τών πνευματικών του τέκνων. Πολύ συχνά είχε
σημεία προοράσεως καί διοράσεως. Γί αυτό καί όταν ώς νέος δυσκολευόμουν να έξαγορεύσω
κάτι στην εξομολόγηση, μου τό έλεγε ό ίδιος. Παρόλα αυτά ζητούσε να το επαναλάβω,
γιατί, όπως έλεγε, έπρεπε εγώ να μάθω να εξομολογούμαι.
Πριν ξεκινήσω μια Θεία Λειτουργία έξω
από την Χαλκίδα, σε εκκλησάκι της Μυρτιδιώτισσας καί του αγίου Νεκταρίου, μου
είπαν ότι ξαφνικά καί αναπάντεχα είχε έρθει ό γέρων Φιλόθεος. Ομολόγησε ότι ένώ
κατευθυνόταν προς την Κομοτηνή, πληροφορήθηκε μέσα του ότι έπρεπε να έρθει εκεί,
στη Μυρτιδιώτισσα καί στον άγιο Νεκτάριο.
Κάποια στιγμή μου έλυσε εμπειρικά μια
απορία πού είχα ώς νεαρός. Πώς θα ήταν τά σώματά μας στην άλλη ζωή, μετά την
ανάσταση; Μου είχε απαντήσει: «άποπνευματοποιημένα σώματα». Αλλά εγώ δεν μπορούσα
να τό καταλάβω. «Κάποια στιγμή θα τό καταλάβεις», μου είπε. Αργότερα, μετά από μια
εξομολόγηση, φρόντισε ό ίδιος καί επέτρεψε ό Θεός να πάρω μια ιδέα για τό τί
σημαίνει «άποπνευματοποιημένα» σώμα.
Προχωρώ όμως παρακάτω, για να τονίσω την
αγάπη του για τό μοναστικό βίο. Τόνιζε την άξια της παρθενίας καί, όπως όλοι οι
Πατέρες, την θεωρούσε ανώτερη του γάμου. Έλεγε μάλιστα, ακολουθώντας καί πάλι την
πατερική θεολογία, ότι ό γάμος ορίσθηκε μετά την πτώση προς παρηγοριάν αλλά καί
για τη συνέχεια τού ανθρωπίνου γένους, ώστόσο, τό «αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε» ίσχυε
καί προ της πτώσεως, αλλά μέ τον τρόπο πού μόνον ό Θεός γνώριζε, ή, όπως λέει ό
άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής, μέ τον καινό τρόπο πού ή ίδια ή Μητέρα τού Θεού
συνέλαβε.
Για τον γέροντα ή μοναχική ζωή ήταν
μεγάλη καί προνομιακή, αλλά όχι αστεία. Γι’ αυτό καί όταν του εμπιστεύτηκα τον
πόθο μου να γίνω μοναχός, άπλωσε τό χέρι καί μου έδειξε τό μανίκι του ράσου
του. «Τί είναι αυτό;», μου είπε. «Ράσο», απάντησα. «Καί τί χρώμα έχει;» «Μαύρο».
«Έτσι, να είσαι αποφασισμένος ότι ή καρδιά σου θα γίνει τό ίδιο μαύρη από τους πειρασμούς
καί τις δοκιμασίες».
Δεν μου είπε ποτέ «γίνε» η «μη
γίνεις» μοναχός. Όπως τό πνεύμα του ήταν ελεύθερο, έτσι ήθελε καί τα πνευματικά
του τέκνα να καλλιεργούν την ελευθερία καί την προσωπική ευθύνη. Ώς αληθινός
μοναχός δεν είχε καμιά σχέση μέ τό φαινόμενο τού γεροντισμού, πού έχει
προσβάλλει σήμερα τό εκκλησιαστικό περιβάλλον κυρίως στον κόσμο.
Όσο βαθιά ήταν ή αρετή, ή άσκηση, ό εσωτερικός
του αγώνας, τόση ήταν καί ή θεολογική - δογματική του ευαισθησία. Συνήθιζε να
γράφει προς τούς επισκόπους καί πατριάρχες, όταν προέκυπτε κάποιο θέμα πού τον ανησυχούσε.
Για τά κανονικά όμως θέματα συμβουλευόταν τον πνευματικό του αδελφό Έπιφάνιο
Θεοδωρόπουλο. Παρά τον ζήλο του ή καλύτερα
εξαιτίας τού κατ' έπίγνωσιν ζήλου του - τόνιζε ότι ό αγώνας πρέπει να γίνεται
έντός τών κόλπων της Εκκλησίας, κι όχι απ' έξω. Όταν αναχώρησα για τό Άγιον Όρος, μου είπε: «Να προσέξεις, μήπως για
τό δόγμα, τό τυπικό η την παράδοση ή καρδιά σου σκληρύνει. Ό μοναχός πρέπει να
έχει μαλακή καρδιά, να τό θυμάσαι πάντοτε αυτό».
Οι όσιοι αυτοί γέροντες βρίσκονταν σε
συνεχή πνευματική επαφή. Ό γέρων Φιλόθεος, οι όσιοι Πορφύριος καί Παΐσιος, ό
γέρων Εύμένιος από την Αθήνα, ό π. Εύσέβιος Βίττης από την Φαιά Πέτρα, ό γέρων Αμφιλόχιος
της Πάτμου, καί μαζί τους άλλοι ανώνυμοι της Αθωνικής Πολιτείας, κοινωνοϋσαν στις
ίδιες αρετές, στά ίδια πνευματικά χαρίσματα, αλλά καί στην ίδια ταπείνωση. Γι’ αυτό
καί πάντοτε ό ένας σε παρέπεμπε στον άλλο. Καί συναντούσαν ό ένας τον άλλον,
άλλοτε διά ζώσης, άλλοτε μέσα στην προσευχή, πάντοτε έν Άνίω Πνεύματι. Έτσι
μπορούσε καί ό γέρων Εύμένιος να μέ φωνάξει μέ τό όνομά μου καί να γνωρίζει πράγματα
της ζωής μου.
Κάποιο πρωινό, μόλις ό πορτάρης της
Μονής άνοιξε την πύλη μέ τά χαράματα, βρήκε ένα μοναχό να κάνει κομποσκοίνι
καθισμένος στη βρύση έξω από την πύλη. Τού φάνηκε περίεργο καί μέ ενημέρωσε.
Κατέβηκα καί είδα πώς ήταν ό π. Ευσέβιος. Συνήθιζε να έρχεται μέ τά πόδια από τη
Φαιά Πέτρα στο Άγιον Όρος, για να συναντήσει τον γέρο - Παΐσιο. Καί είχε
καθίσει τη νύχτα έξω από την πύλη της μονής, κάνοντας κομποσκοίνι, ειρηνικός
καί ουράνιος, μόνος μένω Θεώ.
Οι άνθρωποι αυτοί εκφράζουν την ενότητα
της εν Χριστώ ζωής. Καί είναι
λυπηρό αυτό πού ακούγεται από μερικούς σήμερα,
ότι δεν πρέπει οι θεολόγοι, δάσκαλοι καί εκκλησιαστικοί να μιλούν για τούς
γέροντες, γιατί τάχα ή αλήθεια καί ή εμπειρία της Εκκλησίας δεν βρίσκεται σε
μεμονωμένα πρόσωπα αλλά στην κοινότητα. Είναι οι παγκόσμιοι, καθολικοί
άνθρωποι, πού φέρουν μέσα τους όλη την ανθρωπότητα αγιασμένη από την θεοποιό
χάρη, καί μυσταγωγούν έμας, τά πνευματικά τους παιδιά, στο μυστήριο της αγάπης
τού Θεού, στο μυστήριο της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει κοινότητα χωρίς τούς Αγίους.
Όπως καί δεν υπάρχει σύνοδος πού να εκφράζει την συνείδηση τού πληρώματος της
Εκκλησίας χωρίς τούς Αγίους. Γιατί άραγε γίνονται όλες αυτές οι συνάξεις για τους
αγίους γέροντες; Καί για ποιο λόγο υπάρχει τόση ανταπόκριση;
Μήπως ή αναφορά στούς σύγχρονους αυτούς
Αγίους είναι μια ανάγκη να βεβαιώσουμε την αλήθεια της πίστης μας;
Μήπως γιατί τά θαυμαστά σημεία
πάντοτε εντυπωσιάζουν καί ανταποκρίνονται στο ενδιαφέρον τού , ανθρώπου για ότι
τον υπερβαίνει; |
Μήπως για να δίνεται μια ευκαιρία
ψυχικής παρηγοριάς η καί επικοινωνίας;
Αυτά καί άλλα, λίγο ώς πολύ, ισχύουν.
Ύπάχει όμως καί κάτι πού δεν τού δίνουμε τόση σημασία. Είναι ό κύριος λόγος, για
τον όποιον καί ή Εκκλησία θέσπισε τις πανηγύρεις, τά συναξάρια καί τά εγκώμια
των Αγίων. Καί αυτός ό λόγος είναι ή μίμηση, ή άκολούθησή τους. Όχι απλά ή
γνωριμία καί συνάντηση. Αλλά ή άκολούθηση. Μπορεί να συναντήσω κάποιον, να συζητήσω
μαζί του, αλλά μετά να τραβήξω τό δικό μου δρόμο.
Άκολούθηση όμως σημαίνει αύταπάρνηση,
πράξη, κόπο, φιλότιμο. Αυτή τη βαριά καί πολύτιμη κληρονομιά της πνευματικής ζωής
παραλάβαμε από τούς άληθινούς πατέρες μας. Ό καθένας έζησε διαφορετικά, αλλά
όλοι συγκλίνουν στο ένα, πού είναι ή ολοκληρωτική αφιέρωση στον Θεό. Μάς
διδάσκουν αυτό πού έλεγε ό όσιος Παίσιος: ότι ή χάρις τού Θεού για νάρθει να εγκατασταθεί
μέσα στον άνθρωπο πρέπει να βρει τον άνθρωπο να συμφωνεί κατά πνεύμα μέ τον
Θεό, καί ό άνθρωπος να εξασκήσει όλο τό ανθρώπινο. Για να κατοικήσει στον
άνθρωπο τό Άγιον Πνεύμα χρειάζεται αυταπάρνηση, φιλότιμο, ταπείνωση, αρχοντιά,
θυσία.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου