Από το νέο βιβλίο της Νίνας Πάβλοβα με τον τίτλο ''Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ''Ιστορίες από τον κήπο της Όπτινα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις''ΠΟΡΦΥΡΑ''
– Φτάνει, δεν θα φιλοξενήσεις κανέναν πια στο σπίτι,μου είπε μία μέρα αυστηρά ο γέροντας.
– Πάτερ, εσείς μου δώσατε ευλογία να δέχομαι προσκυνητές.
– Κάποτε έδινα ευλογία, μόνο που η κοινή συγκατοίκηση δεν σας ωφελεί πια και από σήμερα απαγορεύεται να ξαναφιλοξενήσετε.
Πρέπει να ακούσω τον γέροντα. Πόση ντροπή όμως αισθάνθηκα που δεν μπόρεσα να φιλοξενήσω για ένα βράδυ μια οικογένεια με πολλά παιδιά. Το μωρό κλαίει στην αγκαλιά της μάνας του. Είναι αργά και τα παιδιά νυστάζουν, ενώ στο ξενοδοχείο των προσκυνητών απαγόρευονται τα μικρά παιδιά. Τους εξηγώ μπερδεμένη ότι ο στάρετς δεν μου δίνει ευλογία να φιλοξενήσω προσκυνητές και νιώθοντας ενοχή τους ζητώ να με συγχωρήσουν.
– Σωστά, πρέπει να ακούμε τον στάρετς, λέει η κουρασμένη μητέρα. Να, παιδιά, ένα μάθημα σημαντικό από το άγιο μοναστήρι. Σε κάποιους από σας δεν αρέσει η υπακοή. Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα για τους μοναχούς και τα μικρά παιδιά;
– Πάτερ, εσείς μου δώσατε ευλογία να δέχομαι προσκυνητές.
– Κάποτε έδινα ευλογία, μόνο που η κοινή συγκατοίκηση δεν σας ωφελεί πια και από σήμερα απαγορεύεται να ξαναφιλοξενήσετε.
Πρέπει να ακούσω τον γέροντα. Πόση ντροπή όμως αισθάνθηκα που δεν μπόρεσα να φιλοξενήσω για ένα βράδυ μια οικογένεια με πολλά παιδιά. Το μωρό κλαίει στην αγκαλιά της μάνας του. Είναι αργά και τα παιδιά νυστάζουν, ενώ στο ξενοδοχείο των προσκυνητών απαγόρευονται τα μικρά παιδιά. Τους εξηγώ μπερδεμένη ότι ο στάρετς δεν μου δίνει ευλογία να φιλοξενήσω προσκυνητές και νιώθοντας ενοχή τους ζητώ να με συγχωρήσουν.
– Σωστά, πρέπει να ακούμε τον στάρετς, λέει η κουρασμένη μητέρα. Να, παιδιά, ένα μάθημα σημαντικό από το άγιο μοναστήρι. Σε κάποιους από σας δεν αρέσει η υπακοή. Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα για τους μοναχούς και τα μικρά παιδιά;
– Η υπακοή!
Το
αισθάνεσαι πως πρόκειται για μια πιστή οικογένεια. Γι’ αυτή τους την
πίστη ο Κύριος τους έδωσε μερικούς καλούς φίλους κι ένα καταφύγιο.
Επέστρεψε από το μοναστήρι η φίλη μου η Γκαλίνα και δέχτηκε την
οικογένεια σπίτι της.
– Το σπίτι μου είναι μεγάλο, υπάρχει χώρος για όλους και πολλά σμέουρα ώριμα. Μήπως δεν σας αρέσουν τα σμέουρα;
– Δεν είμαστε από αυτούς! φώναξαν τα παιδιά διασκεδάζοντας και ανέβηκαν στο αυτοκίνητο της Γκαλίνας.
***
Ο
στάρετς έχει δίκιο όταν λέει πως πως η κοινή διαβίωση στο σπίτι δεν με
ωφελεί επειδή, όσο και να προσπαθήσω, δεν μπορώ να γλιτώσω από το πάθος
της ικανοποίησης των ανθρώπων. Αυτό είναι κάτι που έχω κληρονομήσει από
τους συγγενείς μου στην Σιβηρία, οι οποίοι πιστεύουν πως ο μουσαφίρης
είναι σταλμένος από το Θεό και ό,τι έχεις στο φούρνο πρέπει να το βάλεις
στο
τραπέζι.
Τότε αφήνεις τα πάντα στην άκρη, αφού πρέπει να φροντίσεις τους
φιλοξενούμενους. Τους μαγειρεύω κάτι νόστιμο, έπειτα τους ξεναγώ στο
μοναστήρι, τους διηγούμαι, τους εξηγώ και τους κανονίζω μια εξομολόγηση
στον στάρετς. Οι προσκυνητές φεύγουν ευχαριστημένοι ενώ εγω μένω σαν
στυμμένη λεμονόκουπα.
Τον
καιρό που μπορούσα να φιλοξενήσω σταματούσαν στο σπίτι μου διάφοροι
άνθρωποι, ξένοι μοναχοί, μοναχές και φίλοι από την Μόσχα που μόλις είχαν
γνωρίσει την πίστη, αλλά και μια μαχητική άθεη.
Γι’
αυτήν τη φιλοξενούμενή μου θα σας μιλήσω. Είναι ψυχολόγος από τη
Δημοκρατία της Μολδαβίας και ονομάζεται Τατιάνα. Έχει δύο παιδιά, είναι
άνεργη όπως και ο σύζυγός της και ζουν στα όρια της φτώχιας πουλώντας
ό,τι πολύτιμο έχουν στο σπίτι.
– Πούλησα το τελευταίο μου δαχτυλίδι, ανέβηκα στο τρένο και ήλθα σε σας, μου εξηγεί για την εμφάνισή της στο σπίτι μου.
Τότε
άρχισα να θυμάμαι πως πριν από τρία χρόνια η Μολδαβή φίλη μου, η Λυδία
Μιχαήλοβνα, με παρακάλεσε πριν πεθάνει να φιλοξενήσω κάποια Τάνια και να
την βαπτίσω οπωσδήποτε.
–
Όχι, όχι, κατηγορηματικά το λέω, δεν επιθυμώ να βαπτιστώ, προλαμβάνει
την ερώτησή μου η Τατιάνα. Το είπα και στη Λυδία Μιχαήλοβνα: «Πώς μπορεί
να περιοριστεί όλος ο πλούτος της πνευματικής ζωής στο επίπεδο κάποιων
στενοκέφαλων δογμάτων; Δεν είμαστε εχθροί του χριστιανισμού, προσπαθούμε μόνο να τον εμπλουτίσουμε και να τον βγάλουμε από το πλαίσιο του ορθόδοξου γκέτο.
Η
Τατιάνα λέει «εμείς» επειδή σπουδάζει στην Ακαδημία Κοσμικών Επιστημών
(ή Καρμικών). Θυμάμαι με νοσταλγία τους καιρούς εκείνους όταν τα
μαθήματα ραπτικής λέγονταν μόνο μαθήματα και όχι ακαδημία δημιουργών
μόδας. Η Τατιάνα λοιπόν κάνει κάποια μαθήματα, τα οποία φυσικά πληρώνει,
γι’ αυτό και πούλησε την γούνα της και άρχισε να έχει χρέη. Ο σύζυγός
της έξαλλος
την απειλεί με διαζύγιο, αλλά η Τατιάνα μόνο μουρμουρίζει με αυταπάρνηση: «κάρμα», «τσάκρα», «έξοδος στον αστρικό κόσμο».
–
Σας έφερα για δώρο τα εγχειρίδιά μας, μου λέει και βγάζει έναν σωρό
βιβλία με απόκρυφη λογοτεχνία. Μη γυρνάτε με αηδία από αυτές τις πηγές
της σοφίας, αλλά προσπαθήστε να πλατύνετε τον περιορισμένο ορίζοντά σας!
Άραγε
να διευρύνω την σκέψη μου τόσο πολύ ώστε να πω στην ομιλητική κυρία:
παρακαλώ, μπορείτε να περάσετε έξω; Με σταματάει μόνο η παράκληση της
φίλης μου πριν πεθάνει, η οποία με ικέτευε να βοηθήσω την Τανετσίκα.
Πώς
όμως θα μπορούσα να την βοηθήσω, αφού και στην πιο απλή αναφορά περί
Ορθοδοξίας αυτή η μαχητική άθεη αρχίζει να μας ονομάζει «στενόμυαλο
γκέτο»;
Θυμάμαι
τη συμβουλή του στάρετς της Όπτινα του Αγίου Νεκταρίου που έλεγε να
έχουμε καλές κοσμικές σχέσεις με τους άπιστους αλλά να αποφεύγουμε τις
συζητήσεις και τις διαφωνίες όσον αφορά τη θρησκεία, για να μη
βλασφημείται το όνομα του Θεού. Ο στάρετς προειδοποιούσε μάλιστα πως
τέτοιου είδους συζητήσεις μπορεί να πληγώσουν την καρδιά ανεπανόρθωτα.
Γι’ αυτό και
προσπαθώ
να αλλάξω θέμα συζήτησης αναφερόμενη σε εγκόσμια θέματα: τι κάνει ο
σύζυγος, τα παιδιά, πώς είναι η ζωή στην Μολδαβία; Τη στιγμή εκείνη όμως
η Τατιάνα αρχίζει να κλαίει:
– Δεν έχουμε δουλειά, ο σύζυγός μου είναι καταθλιπτικός και εγώ πούλησα το τελευταίο δαχτυλίδι μου!
Τα
δάκρυα τρέχουν ποτάμι και ακούγονται λόγια απελπισίας, πως αν δεν ήταν
τα παιδιά καλύτερα να κρεμιόνταν και ο σύζυγος την απειλεί με διαζύγιο.
Πρόκειται
για μια συνηθισμένη σκηνή. Πριν από λίγο καιρό το ίδιο έκλαιγε μια
γυναίκα που ήρθε στο μοναστήρι να πάρει ευλογία για να χωρίσει:
–
Δεκαπέντε χρόνια αγαπούσα τον σύζυγό μου και τον πρόσεχα σαν τα μάτια
μου! Τώρα όμως ώρες ολόκληρες κάθεται σε στάση γιόγκα και απαγγέλλει τις
μάντρες μπροστά στα παιδιά: «Εγώ είμαι το κέντρο του σύμπαντος. Γύρω
μου γυρίζει ο κόσμος μου». Θου Κύριε, τώρα είναι ο ομφαλός της γης! Το
χειρότερο είναι πως την κόρη μας την ονομάζει Ρμαχαντράν. Το βαπτιστικό
της όνομα είναι Βέρα, αλλά δεν με αφήνει να την ονομάζω έτσι.
–
Καταραμένη να είναι αυτή η γιόγκα! είπε τότε ο στάρετς, αλλά την
συμβούλεψε να μη χωρίσει και να προσεύχεται μαζί με τα παιδιά της για
τον σύζυγό της.
Διηγούμαι στην Τάνια πώς είχα γνωρίσει, πριν ακόμη βαπτιστώ, τον φημισμένο μοσχοβίτη «γκουρού» Γκάρι.
Στο
διαβατήριο ήταν γραμμένος με το όνομα Ιγκόρ. Μετά την αποφοίτησή του
από το πανεπιστήμιο εργάστηκε στο Ινστιτούτο Επιστημονικών Ερευνών της
βιομηχανίας τροφίμων, όπου αισθανόταν αφόρητη βαριεστημάρα, αφού
πληρωνόταν και με πολύ λίγα χρήματα.
Κοντά
στο Ινστιτούτο Επιστημονικών Ερευνών άνοιξε ένα εργαστήρι όπου
μελετούσαν την αύρα, τη γιόγκα, την τηλεπάθεια και περιοδικά έβγαιναν
στον αστρικό κόσμο. Οι μισθοί σ’αυτό το εργαστήρι ήταν παραμυθένιοι και ο Γκάρι γρήγορα μετακινήθηκε στους «αστρικούς».
Μετά
από μόλις ένα χρόνο έκανε συνεδρίες θεραπευτικές στα σαλόνια της
Μόσχας. Μια μέρα με καλεσαν κι εμένα σε μία συνεδρία υπό την ιδιότητα
της μαγείρισσας.
Η
ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος ήξερε την αρνητική μου στάση σε σχέση με
αυτούς τους «θεραπευτές», αλλά με παρακάλεσε να την βοηθήσω στον μπουφέ,
αφού θα έρχονταν για τη συνεδρία και άνθρωποι επιφανείς, όπως ο
συγγραφέας Λ. και ο νομικός Σ. Δηλαδή, όπως λεει και η παροιμία,
κάλεσαν τον γάιδαρο στο γάμο να κουβαλήσει νερό, δέχτηκα όμως το ρόλο
της μαγείρισσας, επειδή είχα το σκοπό μου. Την περίοδο εκείνη έκανα το
μάστερ μου και έπρεπε να ετοιμάσω μια εργασία για τις μεθόδους
χειραγώγησης της συνείδησης και εδώ είχα ένα ζωντανό πειραματικό υλικό.
Στη
συνεδρία ο Γκάρι ήταν άψογος. Βελούδινη φωνή αριστοκρατική στάση και
ελκυστικά λόγια. Φαίνεται πως κατείχε τις μεθόδους του νευρογλωσσικού
προγραμματισμού, εντυπώνοντας στη συνείδηση τις σαγηνευτικές μορφές της
μαγείας σε αντιπαράθεση με την άθλια μοίρα
των αμαθών – αρρώστιες, γεράματα και θάνατος. Ο Γκάρι τους καλούσε όλους στην πνευματική χαρά
των ουτοπικών Ιμαλαΐων, όπου από τους πανάρχαιους χρόνους κατοικούσαν
οι σοφοί, αιώνια νέοι, ήδη αθάνατοι και ικανοί να θεραπεύσουν μέχρι και
τον καρκίνο.
Παρόλο που
ο Γκάρι δεν πήγε κάπου μακρύτερα από την Ανάπα έδινε με μετριοφροσύνη
την εντύπωση πως είχε αστρικές σχέσεις με τα ουτοπικά Ιμαλάϊα.
Ο
Γκάρι μετέτρεψε την συνεδρία «θεραπείας» σε ένα ιατρικό στριπτίζ.
Αποκάλυψε μπροστά σε όλους πως ο φημισμένος Σ. υπέφερε από χρόνια
δυσκοιλιότητα την οποία διαδεχόταν μια ατέλειωτη διάρροια. Εαν όμως θα
εξάγνιζε τα τσάκρα του με τη Γιόγκα, θα μπορούσε να φτάσει στην αθανασία
και θα γλίτωνε από τις ρυτίδες το πρόσωπο. Ο Γκάρι αφήνιασε όταν έγινε
κουβέντα για τα όργανα αναπαραγωγής, τόσο που ντράπηκα! Ο Γκάρι κατάλαβε
ότι αγανακτώ κι, άρχισε τις επιθέσεις προς το πρόσωπό μου.
– Ω, η αύρα σας είναι πολύ δυνατή και έχετε μεγάλη οξυδέρκεια. Δεν θέλετε να αναπτύξετε αυτό το χάρισμά σας;
– Μην αγγίζεις την αύρα μου! του απάντησα σκληρά και επανήλθα στην διαδικασία προετοιμασίας των σαλατών.
Παρατήρησα
με έκπληξη πως άτομα μορφωμένα και με επιρροή στην κοινωνία γέμιζαν τα
μπουκάλια τους με νερό από την βρύση, το οποίο ‘’φόρτωνε’’ο Γκάρι,
μεταμορφώνοντας το σκληρό, χλωριωμένο μοσχοβίτικο νερό σε θαυματουργό
φάρμακο.
Το
αποκορύφωμα του σώου όμως συνέβη την ώρα του τσιμπουσιού. Πρέπει να πω
ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που είχαν έρθει εδώ δεν έπιναν αλκοόλ,
αλλά πώς μπορούσαν να έρθουν επίσκεψη χωρίς να φέρουν ένα δώρο; Έτσι οι
«θεραπευμένοι» αμέσως έβαλαν στο τραπέζι είτε κονιάκ Hennessy είτε
βότκα, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα: «Εμένα δεν μου επιτρέπει ο γιατρός να
πιω».
– Τι ξέρουν οι γιατροί, αυτοί είναι άσχετοι, αναφώνησε ο Γκάρι. Ενώ στα Ιμαλάϊα…
Συνεπώς
ο Γκάρυ «φόρτωσε» αμέσως τα μπουκάλια,μετατρέποντας το κονιάκ και τη
βότκα σ’ ένα θαυματουργό ιμαλαϊανό νέκταρ. Έτσι οι πάσχοντες από
υπερτονία, γαστρικό έλκος και καρδιακές παθήσεις κατάπιναν ολόκληρα
ποτήρια βότκας. Πως εξελίχθηκαν τα πράγματα παραπέρα είναι ήδη ξεκάθαρο.
Πιο πολύ απ’όλους υπέφερε ο κακομοίρης ο Γκάρι. Μπροστά στους
καλεσμένους συγκρατήθηκε κάπως, έπειτα πρασίνισε και έτρεξε στην λεκάνη.
Βασανίζονταν πολύ και βογγούσε, ρωτώντας με:
– Με περιφρονείς;
– Μα τι λες, Γκάρι; Τέτοιο τσίρκο και μάλιστα δωρεάν! Ενδιαφέρον αλλά από πού γνωρίζεις τον νευρολογικό προγραμματισμό;
– Δεν γνωρίζω τίποτα, μιλάω τυχαία.
Αργότερα
ο Γκάρι έθεσε ως όρο να μην συμμετέχω εγώ στις συνεδρίες αφού η ατίθαση
αύρα μου εμποδίζει την έξοδο στον αστρικό κόσμο.
Για
πολλά χρόνια δεν είχα ακούσει τίποτα για τον Γκάρι, ώσπου κάποιοι
γνωστοί, μου είπαν πως έχασε τα μυαλά του και τρέχει στους δρόμους,
φωνάζοντας: «Ήρθα στην γη να σκοτώσω τον Χριστό!»
–
Το «φλερτάρισμα» με τις δυνάμεις του σκότους συχνά οδηγεί στην τρέλα,
διηγείτο ο αρχιμανδρίτης Ερμογένης από την Πιούχτιτσα. Και αλίμονο,
πόσοι άνθρωποι που έκαναν γιόγκα «για λόγους υγείας» δεν κατέληξαν στα
ψυχιατρικά νοσοκομεία!
Βασικά δεν το διηγείτο σ’ εμένα αλλά σε έναν πρώην γιόγκι που ήλθε στο μοναστήρι για να βαπτιστεί.
–
Δεν φοβάστε, τον ρωτούσε ο αρχιμανδρίτης, πως μετά τη βάπτιση θα
αρχίσει μια πνευματική μάχη τόσο μεγάλη που μπορεί να υποφέρεις;
– Για τον Χριστό είμαι έτοιμος να υπομείνω τα πάντα,απάντησε αυτός με σταθερότητα.
–
Ναι, ναι, για την αλήθεια μπορείς να υποφέρεις!αναφώνησε η Τάνια η
οποία άκουσε με προσοχή τη διήγησή μου. Να, εμάς στην Ακαδημία μας λένε
πώς να βγούμε στον αστρικό κόσμο με το σωστό τρόπο. Ίσως ο Γκάρι δεν
είχε αρκετή πείρα και έβγαινε στον αστρικό κόσμο χωρίς άμυνα.
Μανούλα μου, τι μου ’ρθε να της διηγηθώ για τον Γκάρι; Η ιεραποστολική μου προσπάθεια στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία.
***
Η
συμπεριφορά της Τάνιας ήταν πραγματικά μυστηριώδης. Πώς να εξηγήσεις το
γεγονός πως μία άνεργη γυναίκα, μητέρα δύο παιδιών, πούλησε το
τελευταίο δαχτυλίδι της για να φτάσει στην Όπτινα και ταυτόχρονα να μη
θέλει να πάει στο μοναστήρι; Με δυσκολία την έπεισα να επισκεφτεί την
φημισμένη Όπτινα, αλλά να μπει στον ναό αρνήθηκε:
–
Για ποιόν λόγο; Μπορώ να προσευχηθώ στην Ανώτατη Αρχή στον κήπο ή στο
σπίτι. Γιατί, όπως κουβαλούσαν τους ανθρώπους στις συνεδριάσεις του
κόμματος, τώρα τους κουβαλούν στην εκκλησία;
Και
έτσι συνέχιζε στο ίδιο πνεύμα – «κληρικαλισμός», «γκέτο», «στενόμυαλα
δόγματα». Κύριε ελέησον! Αισθάνομαι ήδη ανήμπορη και παρακαλώ τους
μοναχούς να προσευχηθούν για την Τάνια.
–
Ναι, πρόβλημα, αναστενάζει ο ιερομόναχος-αγιογράφος της μονής. Δεν
μπορούμε να την μνημονεύσουμε και στον ναό αφού είναι αβάπτιστη. Τι να
κάνουμε, θα προσευχηθούμε στο κελί. Θυμηθείτε τι έγραφε ο άγιος
Σιλουανός ο Αθωνίτης; «Η αγάπη δεν υποφέρει να χαθεί ούτε μία ψυχή».
Συνεπώς θα αγωνιστούμε στο όνομα της αγάπης.
Δεν ήταν όμως όλοι έτοιμοι να εκδηλώσουν την αγάπη τους. Ο αδελφός Ντ., πρώην κομσομολίστας, μας λέει αγριεμένος:
– Πρέπει να την διώξουμε αυτή την αποκρυφίστρια με τις κλοτσιές από το μοναστήρι για να μη μολύνει την αγία γη!
Κάποια
στιγμή έρχεται ο ιεροδιάκονος Ηλιόδωρος,ονομαστός για το γεγονός πως
έφερε στο Θεό και βάπτισε εκατοντάδες εάν όχι χιλιάδες ανθρώπους. Ο π.
Ηλιόδωρος δεν μπορεί αλλιώς– η ψυχή του κλαίει για τους ανθρώπους που
χάνονται και δεν γνωρίζουν τον Σωτήρα και τον Ελεήμονα Θεό. Ο ηγούμενος
Τύχωνας έλεγε γι’αυτόν κάποια στιγμή:
– Έρχεται ο πατέρας Ηλιόδωρος, ο Αβραάμ της Όπτινα. Βγαίνει στο δρόμο και ψάχνει ποιον θα φέρει κοντά στο Θεό.
Την ίδια στιγμή στρέφεται προς την Τάνια:
– Σου αρέσουν τα παιδιά;
– Πάρα πολύ. Πρώτα εργαζόμουν ως ψυχολόγος σ’ένα νοσοκομείο παίδων.
– Τότε έλα μαζί μου στο ορφανοτροφείο!
Η Τάνια επιστρέφει από το ορφανοτροφείο το βράδυ και διηγείται:
– Σήμερα έμαθα στα παιδιά να διαβάζουν. Ξέρετε,υπάρχει ένα παιχνίδι μέσω του οποίου τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν γρήγορα.
Μεταφέρω
εδώ τους κανόνδες αυτού του παιχνιδιού για τις μητέρες και τους
πατέρες. Στην αρχή, από ένα χαρτόνι κόβεις τέσσερις κάρτες στις οποίες
γράφεις κάποιες απλές λέξεις: μαμά, γάτα κ.τ.λ. Έπειτα αρχίζουν το
παιχνίδι του μαντέματος. Ένα παιδί τραβάει μία κάρτα και χαίρεται που
βρήκε τη λέξη μαμά. Το νόημα της μεθόδου αυτής έγκειται στο γεγονός πως
αμέσως ο εγκέφαλός μας γνωρίζει τη φόρμα της λέξης χωρίς να διαβάσει με
συλλαβές. Είναι πολύ πιο δύσκολο να μάθει διαβάζοντας τις συλλαβές. Την
Τάνια λοιπόν δεν την άφηναν να φύγει από το ορφανοτροφείο. Το νούμερο
των καρτών έφτασε στις δώδεκα και τα παιδιά ενθουσιασμένα για την
επιτυχία τους στο διάβασμα παρακαλούσαν την Τάνια να τους διαβάσει κι
άλλο.
Πριν
από τη νυχτερινή κατάκλιση μίλησα επί πολλή ώρα για τις νέες
δημιουργικές μεθόδους εκμάθησης των παιδιών, αλλά δεν εφαρμόζονται στην
πράξη.
– Πόσο έχω επιθυμήσει τη δουλειά μου, είπε πριν αποκοιμηθεί, και πόσο θα ήθελα να βοηθήσω τα παιδιά!
Την
επόμενη ημέρα η Τάνια έφυγε ξανά με τον π.Ηλιόδωρο. Κάποιοι ευεργέτες
έφεραν στο μοναστήρι τρόφιμα για τις οικογένειες με πολλά παιδιά και
τους άπορους ηλικιωμένους και τώρα ο π. Ηλιόδωρος μαζί με την Τάνια τα
μοιράζουν. Οι ηλικιωμένοι χαίρονται φυσικά για τα τρόφιμα αλλά πιο πολύ
χαίρονται για την προσοχή που τους δείχνουν. Είναι μονοι τους, δεν έχουν
με ποιον να μιλήσουν και γι’ αυτό τους καλούν επίμονα για τσάι, όπου
κατά το σύνηθες γίνεται κουβέντα.
–
Πάτερ Ηλιόδωρε, λέει ο βετεράνος του μεγάλου πολέμου για την άμυνα της
πατρίδας, τώρα μελετώ την επιστήμη που μιλάει για την εξέλιξη και δεν
μπορώ να καταλάβω κάτι. Δηλαδή στην αρχή το ψάρι βγήκε στη στεριά και
έγινε σκύλος με τέσσερα πόδια και έπειτα από την
μαϊμού έγινε ο άνθρωπος. Αλλά ούτε ο παππούς μου, ούτε ο προπάππους μου δεν είδαν ποτέ έναν σκύλο να μετατρέπεται σε μαϊμού.
– Ο άνθρωπος προέρχεται από τον Θεό και όχι από τη μαϊμού, τον αμφισβητεί ο ιεροδιάκονος
– Αλλά ο άνθρωπος δεν έχει ψυχή. Στον οργανισμό υπάρχει το συκώτι, το στομάχι, στον οργανισμό δεν υπάρχει η ψυχή.
– Πες μου, πήγες στο σχολείο;
– Πώς δεν πήγα.
– Συνεπώς έμαθες πως υπάρχουν αντικείμενα έμψυχα και άψυχα. Για παράδειγμα η πέτρα είναι άψυχη. Εσύ ποιος είσαι λοιπόν;
– Εγώ είμαι έμψυχος. Από την λέξη ψυχή προέρχεται;
Αργότερα
οι άνθρωποι αυτοί ερχονται κοντά στο Θεό. Πιθανόν δεν πρόκειται μόνο
για τις λέξεις, πειστικές ή αδιάφορες, αλλά για το γεγονός πως οι
άνθρωποι αισθάνονται με την καρδιά τους πως ο π. Ηλιόδωρος τους αγαπάει.
Είναι πολύ καλός, παρότι φαίνεται αυστηρός. Λόγου χάριν, ενώ κάθεται
στο τιμόνι ο μονίμως λυπημένος και αγέλαστος Αρμένιος λέει
γκρινιάζοντας:
–
Τι βάσανο κι αυτό, δεν μπορώ να βγω στον κεντρική δρόμο! παντού πεζοί. Ο
π. Ηλιόδωρος δεν μπορεί να περάσει δίπλα από κάποιον ανάπηρο ή από
καμιά γριούλα και να μην τους πάρει στο αυτοκίνητό του. Μια μέρα έσπασε
το πόδι του. Μόλις του έβαλαν γύψο έφυγε από το νοσοκομείο και έτρεξε
όπως πάντα για να βοηθήσει κάποιον.
– Πατέρα Ηλιόδωρε, έτρεχαν πίσω του οι νοσοκόμες, θα μείνετε παράλυτος, έχετε βαθύ ράγισμα.
–
Ποιο πόδι; είπε ο ιεροδιάκονος. Το πόδι θα σαπίσει, η ψυχή όμως θα
μείνει. Πρέπει να σκεφτόμαστε την ψυχή ενώ εσείς όλο μου λέτε: «το πόδι,
το πόδι»!
Για
να φέρεις καποιον κοντά στο Θεό πρέπει να έχεις αυτή τη φλογερή αγάπη
τόσο για το Θεό όσο και για τον άνθρωπο! Τότε η αγάπη καίει με αγάπη,
όπως από ένα κερί ανάβει ένα άλλο κερί…
Μετά
από δύο ημέρες βλέπω την Τάνια στην εκκλησία και υπό την επίβλεψη του
π. Ηλιόδωρου διαβάζει ονόματα και προσεύχεται για τους κεκοιμημένους.
– Πατέρα Ηλιόδωρε, του λέω επιφυλακτικά, μα δεν είναι βαπτισμένη.
– Αμέσως μετά το μνημόσυνο θα την βαπτίσουμε.Έτσι ευλόγησε ο γέροντας
–
Ναι, πρέπει αμέσως να βαπτιστώ, συμπληρώνει με θέρμη η Τατιάνα. Ο
γέροντας μου έδωσε μετά την εξομολόγηση ένα σταυρουδάκι για να το φοράω
στο λαιμό και μου έδωσε για ευλογία μια εικόνα.
Ακούω
και δεν μπορώ να το πιστέψω, αλλά όλα είναι αλήθεια. Η δούλη του Θεού
Τατιάνα βαπτίστηκε, έγινε πιστή στον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Πώς
συντελέσθηκε αυτό το θαύμα είναι αδύνατο να το συλλάβει ο ανθρώπινος
νους, αλλά όλοι ήμασταν τόσο χαρούμενοι, που κυ-
ριολεκτικά γεμίσαμε την Τάνια με δώρα. Έτσι έφυγε για το σπίτι της με αποσκευές …επιβλητικές.
Το
τελευταίο βράδυ στεκόμουν με την Τατιάνα κοντά στη φωτιά. Ήταν
φθινόπωρο και έπρεπε να κάψω τα πεσμένα φύλλα και τα ξερά κλαδιά. Οι
σπίθες πετάγονταν ψηλά στον ουρανό, ενώ η Τάνια έσχιζε και έριχνε στην
φωτιά τα «ακαδημαϊκά» εγχειρίδια αποκρυφισμού. Δεν συζητούσαμε όμως γι’
αυτό. Τι είναι άλλωστε τα λόγια;
Ολά τα γήινα λόγια είναι ελάχιστα όταν η ψυχή φλέγεται από αγάπη για τον Σωτήρα και το παρελθόν καίγεται κι εξαφανίζεται.
Κατά
τον αποχωρισμό η Τάνια μου δώρισε ένα βιβλίο που είχε φέρει από την
Μολδαβία: «Η ζωή και το έργο του στάρετς Παϊσίου Βελιτσικόβσκι», το
οποίο είχε εκδώσει η Σκήτη Όπτινα το 1847.
–
Το βιβλίο αυτό, μου το έδωσε πριν πεθάνει η Λυδία Μιχαήλοβνα και μου
είπε: «Μία μέρα, Τανετσίκα, θα πας στην Όπτινα και θα καταλάβεις ότι η
Όπτινα ξεκινάει από την Μολδαβία, από τον άγιο στάρετς Παΐσιο
Βελιτσικόβσκι. Τότε, όταν διαβάζουμε βίους αγίων, αυτοί προσεύχονται για
μας και μια μέρα ο στάρετς Παΐσιος θα σε πάρει από το χέρι σαν
παιδάκι».
Θαυμαστός
ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού! Οι άγιοι πραγματικά προσεύχονται για μας
και ο θαυμαστός στάρετς Παΐσιος Βελιτσικόβσκι φέρνει μέχρι σήμερα
κάποιον στο μοναστήρι, όπως έφερε τώρα την Τανετσίκα μας.
Ως
ιστορική αναφορά, η Όπτινα είναι δεμένη πνευματικά με την Μολδαβία, ενώ
η αναγέννηση του μοναστηριού άρχισε με την έκδοση των έργων και των
μεταφράσεων του οσίου Παισίου Βελιτσικόβσκι. Το ανυψωτικό πνεύμα αυτών
των έργων γέννησε το φαινόμενο Όπτινα,όπου η κουλτούρα συνδυάζεται με
την αγιότητα και η μοναχική μυστηριακή άσκηση με την αγάπη και το
άνοιγμα στον πλησίον
***
Μετά
από έξι μήνες έλαβα ένα γράμμα από την Τάνια,στο οποίο μου έγραφε πως
τα πάει καλά με τον σύζυγο,πως παντρεύτηκαν και βάπτισαν τα παιδιά τους
και ότι τώρα εργάζεται σ’ ένα ορφανοτροφείο.
Το
γράμμα τελείωνε με μια ομολογία: «Πριν έλθω στο μοναστήρι, ήθελα να
αυτοκτονήσω». Τη στιγμή εκείνη τρόμαξα, ενθυμούμενη πώς κρεμάστηκε ο
Ντιμοτσίκα, ο μοναχογιός ενός περιφερειακού γιατρού.
Μια μέρα η μητέρα του Ντίμα έμαθε πως αυτός μαζί με την παρέα του, δοκίμασε ναρκωτικά και τον πήγε αμέσως στο Κέντρο Υγείας όπου γίνονταν θεραπείες για απεξάρτηση από ναρκωτικά με βάση τον αποκρυφισμό, τη γιόγκα και τους ατελείωτους διαλογισμούς, οι οποίοι όπως είναι γνωστό καταστρέφουν την ψυχοσύνθεση. Στο Κέντρο αυτό πλήρωνες και ακριβώς αυτό το πράγμα έπεισε την μητέρα πως εκεί γίνεται καλή δουλειά.
Μια μέρα η μητέρα του Ντίμα έμαθε πως αυτός μαζί με την παρέα του, δοκίμασε ναρκωτικά και τον πήγε αμέσως στο Κέντρο Υγείας όπου γίνονταν θεραπείες για απεξάρτηση από ναρκωτικά με βάση τον αποκρυφισμό, τη γιόγκα και τους ατελείωτους διαλογισμούς, οι οποίοι όπως είναι γνωστό καταστρέφουν την ψυχοσύνθεση. Στο Κέντρο αυτό πλήρωνες και ακριβώς αυτό το πράγμα έπεισε την μητέρα πως εκεί γίνεται καλή δουλειά.
– Σε παρακαλώ, την ικέτευα εγώ, πάρε αμέσως τον Ντίμκα από το Κέντρο. Πίστεψέ με, αυτός είναι ένας δρόμος για την κόλαση.
Αλλά
η Λ. δεν με πίστεψε και επέμενε ο Ντίμα να παρακολουθεί με επιμέλεια
τις συνεδρίες. Θεέ μου, πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώσεις ένα παιδί και
πόσο εύκολο είναι να το χάσεις! Μετά το θάνατο του Ντιμοτσίκα, η Λ.δεν
συνήλθε. Είναι άρρωστη, κλαίει και δεν θέλει να ζήσει, ενώ εγώ προσπαθώ
να την πείσω να πάει στην εκκλησία.
Το ίδιο μου έγραφε και η Τάνια για το άθεο παρελθόν της:
Το ίδιο μου έγραφε και η Τάνια για το άθεο παρελθόν της:
‘’Δεν
ήθελα να ζήσω πια, ενώ μερικές φορές με καταλάμβανε ένας ζωώδης φόβος,
τόσο τρομακτικός που έκρυβα από τον ίδιο τον εαυτό μου τα μαχαίρια και
τα σχοινιά. Καταλάβαινα πως τελειώνω, αλλά δεν με πολυένοιαζε. Ένα πρωί
πούλησα το τελευταίο δαχτυλίδι μου κι έτρεξα στο τρένο. Δεν ήθελα να
φύγω, αλλά κάποιος με πρόσταζε: «Φύγε. τρέχα!» Κι έτρεχα με μια μόνη
σκέψη: Να πετύχω!»
Η Τάνια έτρεξε και τα κατάφερε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου