Το ζέον ύδωρ της Θείας Ευχαριστίας. Η χρήση και ο συμβολισμός του.
Γεωργίου Ζαραβέλα
Λειτουργιολόγου
Καθηγητού Θεολόγου
Α΄ Αρσακείου Γυμνασίου Ψυχικού
Λειτουργιολόγου
Καθηγητού Θεολόγου
Α΄ Αρσακείου Γυμνασίου Ψυχικού
Το ζέον αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο τέλεσης κάθε Θείας Λειτουργίας,
σύμφωνα με το βυζαντινό λειτουργικό τυπικό. Ως ζέον ορίζεται το
βρασμένο νερό (ζέον ύδωρ), το οποίο χέει ο λειτουργός στο ποτήριο της
Θείας Ευχαριστίας μετά την πλήρωση του ποτηρίου με την μερίδα ΙΣ, μία
από τις τέσσερις μερίδες του Αμνού - Σώματος και την ένωσή του με το
Αίμα. Ο λειτουργός, αφού βάλει τη μερίδα του αμνού στο ποτήριο,
λέγοντας: «Πλήρωμα Ποτηρίου πίστεως, Πνεύματος Αγίου», ευλογεί το δοχείο
με το ζέον διά του: «Ευλογημένη η ζέσις των αγίων σου πάντοτε, νυν και
αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» και εκχέει το ζεστό νερό μέσα στο
ποτήριο, ενώ ταυτόχρονα ομολογεί: «Ζέσις πίστεως, Πνεύματος αγίου».
Η μικρή αυτή τελετουργική πράξη θα μπορούσε να φανεί ασήμαντη και
περιττή, δεδομένου ότι στο ποτήριο έχει τοποθετηθεί ήδη νερό. Ο
λειτουργός, κατά τον καιρό της προσκομιδής, προσέθεσε στο ποτήριο οίνο
και ύδωρ, σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση του πάθους του Κυρίου, όταν ένας
από τους στρατιώτες τρύπησε με τη ρομφαία του την πλευρά του Κυρίου και
αμέσως έρρευσε από αυτή αίμα και νερό.
Η προσθήκη επιπλέον ζέοντος ύδατος στο ευχαριστιακό ποτήριο έχει
βαθύτατα θεολογικές προεκτάσεις, τις οποίες αποκτά σταδιακά από τον ΙΑ’
αι. κ.εξ., και δεν συνιστά ένα απλό έθος. Ο συμβολισμός της χρήσης του
ζέοντος είναι διπλός. Το ζέον ύδωρ συμβολίζει, αφενός, τη θερμότητα του
αίματος και του ύδατος, το οποίο εξήλθε από την πλευρά του Χριστού πάνω
στο Σταυρό. Ο νεκρός, πλέον, Ιησούς θα έπρεπε να είχε νεκρική ακαμψία
και ψυχρότητα. Κανένα, όμως, από τα συμπτώματα του νεκρού ανθρώπινου
σώματος δεν ίσχυε στην περίπτωσή του, αφού διατηρούσε αφύσικη ζωτικότητα
και το Σώμα του ήταν ακόμη θερμό. Η θερμότητα του ύδατος, αφετέρου,
υπενθυμίζει τη θέρμη της πίστης, με την οποία οφείλει κάθε πιστός να
προσεγγίζει και να μεταλαμβάνει τα Τίμια Δώρα. Κύριος, όμως, συμβολισμός
του συνιστά η παρουσία των χαρισμάτων του Αγίου Πνευματος, με την
επενέργεια του οποίου τα ευχαριστιακά είδη (άρτος, οίνος, ύδωρ)
μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Η πατερική παράδοση της Εκκλησίας ασχολείται ερμηνευτικά με το ζέον
ύδωρ της Θείας Ευχαριστίας από τον ΙΑ’ αι. κ. εξ., αφού αναφορές σε αυτό
δεν απαντώνται κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Η συνήθεια της
προσθήκης ζέοντος στα Τίμια Δώρα είναι έκφραση του βυζαντινού
λειτουργικού τυπικού, την οποία ο Ιω. Φουντούλης χαρακτηρίζει ως
νεωτερισμό που προσιδιάζει μόνο στο τυπικό αυτό και εισάγεται στη
βυζαντινή Θεία Λειτουργία περί τον Στ’ αι. Η αρχική χρήση του, κατά τον
H.-J. Schultz, συνδέεται απλά και μόνο με την ανάμειξη των ειδών της
Θείας Ευχαριστίας και τίποτα παραπάνω.
Οι βυζαντινές καταβολές της χρήσης του ζέοντος είναι η αιτία για τη
συμπερίληψή του μόνο στους σχετικούς βυζαντινούς τύπους της Θείας
Λειτουργίας, δηλαδή του ι. Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου, την
βυζαντινή ακολουθία – Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων. Οι υπόλοιποι
λειτουργικοί τύποι, αντίθετα, δεν μνημονεύουν τη χρήση του ζέοντος. Οι
αρχαίες λειτουργίες των Ευαγγελιστή Μάρκου (Εκκλησία Αλεξανδρείας),
Ιακώβου του Αδελφοθέου και Προηγιασμένη υπό το όνομα του ιδίου (Εκκλησία
Ιεροσολύμων), Αποστολικών Διαταγών (Συρία, Δ’ αι., ψευδεπίγραφο έργο
αποδιδόμενο στον Κλήμεντα Ρώμης) δεν χρησιμοποιούν ζέον ύδωρ κατά την
προετοιμασία της Θείας Κοινωνίας.
Η
πρώτη μαρτυρία για τη χρήση του ζέοντος ύδατος στη λατρεία προέρχεται
από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρο, ο οποίος αναφέρει στον
υπό το όνομά του 13ο κανόνα ότι «Οὐ χρὴ ἄνευ θερμοῦ λειτουργῆσαι πρεσβύτερον, εἰ μὴ κατὰ πολλὴν περίστασιν, καὶ εἰ οὐδαμῶς εὑρίσκεται θερμόν».
Η χρήση κεκραμένου οίνου, γενικά, δηλαδή μίγματος οίνου και ύδατος
χωρίς την προσθήκη επιπλέον ζεστού ύδατος είναι, όμως, γνωστή από τους
πρώτους χριστιανικούς αιώνες, μαρτυρείται σε όλους τους κανονικούς
τύπους της Θείας Λειτουργίας, αλλά και στα συγγράμματα πατέρων και
εκκλησιαστικών συγγραφέων των πρώτων αιώνων, όπως των Ιουστίνου του
Φιλοσόφου και Ειρηναίου Λυώνος.
Η
χρήση οίνου και ύδατος στη Θεία Ευχαριστία επιβεβαιώνεται και από την
κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Ο 32ος κανόνα της εν Τρούλλω Πενθέκτης
Οικουμενικής Συνόδου ορίζει την από κοινού χρήση οίνου και ύδατος, με
αφορμή αιρετική κακοδοξία από την Αρμενία, η οποία αρνιόταν τη χρήση
ύδατος στη λατρεία, σε ανασκευή της αίρεσης των υδροπαραστατών, της
εποχής του ι. Χρυσοστόμου. Την κακοδοξία αυτή καταδικάζει και ο Συμεών
Θεσσαλονίκης στο «Κατά Αρμενίων» 93ο κεφάλαιο του «Διαλόγου» που
συνέγραψε. Σχετική αναφορά υπάρχει και στον 37ο κανόνα της Συνόδου της
Καρθαγένης, στον οποίο αναφέρεται ότι «μηδὲν
πλέον τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου προσενεχθείη, ὡς καὶ αὐτὸς
ὁ Κύριος παρέδωκε, τουτέστιν, ἄρτου καὶ οἴνου ὕδατι μεμιγμένου».
Η προσθήκη του ζέοντος ύδατος τη στιγμή πριν από τη Θεία Μετάληψη
και όχι νωρίς, κατά τη διάρκεια της προσκομιδής, ερμηνεύεται από τον
Συμεών Θεσσαλονίκης. Η συγκεκριμένη στιγμή είναι καθοριστική, αφού οι
πιστοί θα κοινωνήσουν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού θερμό και όχι
ψυχρό. Η θερμότητα που θα νοιώσουν όσοι κοινωνήσουν συμβολίζει τη
ζωτικότητα του νεκρού σώματος του Χριστού, το οποίο χωρίσθηκε από την
αθάνατη ψυχή, αλλά η θεότητα και τα αγιοπνευματικά χαρίσματα δεν το
εγκατέλειψαν. Με αυτή τη συμβολική ερμηνεία συμφωνεί και ο Θεόδωρος
Ανδίδων στο έργο του: Προθεωρία κεφαλαιώδης περί των εν τη θεία
λειτουργία γινομένων συμβόλων και μυστηρίων (PG 140).
Ο
Συμεών, επίσης, σημειώνει ότι η μετάληψη των Τιμίων Δώρων με τη
θερμότητα που τους προσδίδει το ζέον προτρέπει τους πιστούς να
εννοήσουν, ότι είναι σαν να κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού
από την ίδια την πλευρά Του. Η χρήση του ζέοντος ύδατος είναι απαραίτητη
και κατά τη τέλεση της ακολουθίας των Προηγιασμένων. Τα Τίμια Δώρα
είναι ήδη καθαγιασμένα από την προηγούμενη τελεία Θεία Λειτουργία. Ο
ιδιαίτερος συμβολισμός της θερμότητας, όμως, καθιστά επιβεβλημένη την
προσθήκη ζεστού ύδατος, την οποία εφιστά με ιδιαίτερη προσοχή ο Συμεών.
Ο
Νικόλαος Καβάσιλας προβάλλει έναν άλλο συμβολισμό της χρήσης του
ζέοντος. Στο "Περί των εν τη θεία λειτουργία τελουμένων" έργο του (PG
150), αναφέρει ότι το ζέον εικονίζει την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στην
Εκκλησία, η οποία στηρίζεται στη γενική αρχή του, ότι όλα ενεργούνται
στην Εκκλησία από τον Παράκλητο και μαρτυρούν την εντός αυτής παρουσία
Του. Την θερμότητα – ζέση του Αγίου Πνεύματος αλληγορίζει με τη χρήση
του ζέοντος και ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως (Ιστορία εκκλησιαστική και
μυστική θεωρία, PG 98). Ο ίδιος Πατέρας συμβολίζει τη λευκότητά του ως
το ακίβδηλο της πίστης, όσων μετέχουν στο μυστήριο.
Η
χρήση του ζέοντος ύδατος (βραστού νερού) στα Τίμια Δώρα,
συμπερασματικά, είναι ιδιαίτερα σημαντική, τόσο για την πνευματική
εγρήγορση των πιστών και την αισθητοποίηση του μυστηρίου της Θείας
Ευχαριστίας, όσο και για τον πλουτισμό της λειτουργικής παράδοσης της
Εκκλησίας. Η εισαγωγή του σε νεώτερη εποχή (Στ’ αι.) και κυρίως ο
συμβολικός χρωματισμός του πολύ αργότερα (ΙΑ’ αι.) δεν αναιρούν τη
σημασία του για τη λατρεία, αλλά και δεν συνηγορούν στην αποβολή του από
αυτή, εκτός από τις περιπτώσεις τέλεσης των αρχαιοπρεπών τύπων της
Θείας Λειτουργίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου