Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΠΙΣΤΙ, ΑΠΙΣΤΙΑ, ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΙΑ
«Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μᾶρκ. 9,24)
ΚΑΙ
ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, θὰ μιλήσουμε. Ἀλλὰ τὴν ὥρα αὐτὴ κάποιος μοῦ
σφυρίζει· ―Τί κηρύττεις; δὲ βαριέσαι; Τόσα χρόνια τώρα λὲς τὰ λόγια
τοῦ Θεοῦ· καὶ ποιός σ᾽ ἀκούει, ποιός τὰ ἐφαρμόζει;… Τίνος εἶνε ἡ φωνὴ
αὐτή; Τοῦ σατανᾶ, ποὺ ζητεῖ ν᾽ ἀπογοητεύσῃ, νὰ σιωπήσουν ὅλα τὰ
στόματα τῶν κηρύκων.
Ἀλλ᾽ ἀπαντῶ· «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (Ματθ. 4,10). Ἔχω πείσει τὴν ψυχή μου νὰ κηρύττω τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μέχρι τελευταίας πνοῆς. Καὶ ἐλπίζω ὅτι ὑπάρχουν αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦνε. Ἀλλὰ κι ἂν οἱ ἄνθρωποι κλείσουν τὰ αὐτιά τους, θὰ πῶ· «Εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω».
Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ λοιπὸν ἀρχίζω.
Ἀλλ᾽ ἀπαντῶ· «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (Ματθ. 4,10). Ἔχω πείσει τὴν ψυχή μου νὰ κηρύττω τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μέχρι τελευταίας πνοῆς. Καὶ ἐλπίζω ὅτι ὑπάρχουν αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦνε. Ἀλλὰ κι ἂν οἱ ἄνθρωποι κλείσουν τὰ αὐτιά τους, θὰ πῶ· «Εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω».
Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ λοιπὸν ἀρχίζω.
* * *
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τῆς Δ΄ (τετάρτης) Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν περιγράφει ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ δίδασκε, τοῦ ἔφεραν ἕνα παιδί. Ἦταν κάποτε ἤρεμο καὶ ἥσυχο, χαρὰ τῶν γονέων του. Ἀλλ᾽ αἴφνης τὸ παιδὶ ὑπέστη μεγάλη διαταραχή. Τὸ μυαλό του θόλωσε, ἡ γλῶσσα του ἄρχισε νὰ τραυλίζῃ, καὶ σὲ λίγο ἔγινε ἄλαλο καὶ κωφό, δὲν ἄκουγε καὶ δὲν μιλοῦσε.
Τὸ ἔπιανε κρίσι, ποὺ δὲν ὠφείλετο σὲ φυσιολογικὰ αἴτια· ὠφείλετο σὲ αἴτια ὑπερφυσικά· εἶχε ὑποστῆ ἐπήρεια πονηροῦ πνεύματος. Ἀλλοιωνόταν ὁλόκληρο· τρίκλιζε, ἔπεφτε κάτω, ἄφριζε ἀπ᾽ τὸ στόμα, ἔτριζε τὰ δόντια, ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό, σπάραζε σὰν τὸ ψάρι ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα. Ἦταν δαιμονισμένο.
Δυστυχισμένο τὸ παιδί, ἀλλὰ πολὺ δυστυχέστερος ὁ πατέρας. Ὅταν δὲν εἶνε καλὰ τὸ παιδί, καίγεται ἡ καρδιὰ τῶν γονέων. Ὁ πατέρας, φιλόστοργος, τὸ πῆγε παντοῦ σὲ γιατρούς, ἀκόμη καὶ σὲ μάγους. Ἀπελπισμένος τὸ ἔφερε καὶ στοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτοὶ ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο. Ἔτσι στὸ τέλος στράφηκε στὸ Χριστὸ λέγοντας· «Εἴ τι δύνασαι», ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς κάτι, «βοήθησον ἡμῖν», βοήθησέ μας. Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ τὸ «Εἴ τι δύνασαι», ὁ Χριστός, τοῦ λέει· Ἐὰν μπορῇς νὰ πιστέψῃς, «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μᾶρκ. 9,22-23).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὅτι αἰτία ποὺ δὲν θεραπευόταν τὸ παιδὶ δὲν ἦταν ἡ ἀδυναμία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε παντοδύναμος· ἡ ἀδυναμία βρισκόταν στὸν πατέρα, ποὺ δὲν πίστευε. Ὅταν λοιπὸν συνειδητοποίησε τὴν ἀδυναμία του, εἶπε· «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (ἔ.ἀ. 9,24)· παρακάλεσε τὸ Χριστὸ νὰ τοῦ δώσῃ πίστι, καὶ ἔτσι ἔγινε ἡ θεραπεία.
Μὲ ἀφορμὴ τώρα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο θὰ πῶ λίγα λόγια περὶ πίστεως.
Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ δίδασκε, τοῦ ἔφεραν ἕνα παιδί. Ἦταν κάποτε ἤρεμο καὶ ἥσυχο, χαρὰ τῶν γονέων του. Ἀλλ᾽ αἴφνης τὸ παιδὶ ὑπέστη μεγάλη διαταραχή. Τὸ μυαλό του θόλωσε, ἡ γλῶσσα του ἄρχισε νὰ τραυλίζῃ, καὶ σὲ λίγο ἔγινε ἄλαλο καὶ κωφό, δὲν ἄκουγε καὶ δὲν μιλοῦσε.
Τὸ ἔπιανε κρίσι, ποὺ δὲν ὠφείλετο σὲ φυσιολογικὰ αἴτια· ὠφείλετο σὲ αἴτια ὑπερφυσικά· εἶχε ὑποστῆ ἐπήρεια πονηροῦ πνεύματος. Ἀλλοιωνόταν ὁλόκληρο· τρίκλιζε, ἔπεφτε κάτω, ἄφριζε ἀπ᾽ τὸ στόμα, ἔτριζε τὰ δόντια, ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό, σπάραζε σὰν τὸ ψάρι ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα. Ἦταν δαιμονισμένο.
Δυστυχισμένο τὸ παιδί, ἀλλὰ πολὺ δυστυχέστερος ὁ πατέρας. Ὅταν δὲν εἶνε καλὰ τὸ παιδί, καίγεται ἡ καρδιὰ τῶν γονέων. Ὁ πατέρας, φιλόστοργος, τὸ πῆγε παντοῦ σὲ γιατρούς, ἀκόμη καὶ σὲ μάγους. Ἀπελπισμένος τὸ ἔφερε καὶ στοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτοὶ ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο. Ἔτσι στὸ τέλος στράφηκε στὸ Χριστὸ λέγοντας· «Εἴ τι δύνασαι», ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς κάτι, «βοήθησον ἡμῖν», βοήθησέ μας. Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ τὸ «Εἴ τι δύνασαι», ὁ Χριστός, τοῦ λέει· Ἐὰν μπορῇς νὰ πιστέψῃς, «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μᾶρκ. 9,22-23).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὅτι αἰτία ποὺ δὲν θεραπευόταν τὸ παιδὶ δὲν ἦταν ἡ ἀδυναμία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε παντοδύναμος· ἡ ἀδυναμία βρισκόταν στὸν πατέρα, ποὺ δὲν πίστευε. Ὅταν λοιπὸν συνειδητοποίησε τὴν ἀδυναμία του, εἶπε· «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (ἔ.ἀ. 9,24)· παρακάλεσε τὸ Χριστὸ νὰ τοῦ δώσῃ πίστι, καὶ ἔτσι ἔγινε ἡ θεραπεία.
Μὲ ἀφορμὴ τώρα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο θὰ πῶ λίγα λόγια περὶ πίστεως.
* * *
Ὡς πρὸς τὴν πίστι, οἱ ἄνθρωποι
διαιροῦνται σὲ τρεῖς κατηγορίες – ἰδίως στὸν αἰῶνα μας. Ἡ πρώτη εἶνε οἱ
ἄπιστοι. Εἶνε ὑλισταί· πέρα ἀπ᾽ τὴν ὕλη (τὰ ὑλικὰ πράγματα, χρήματα,
ἀξιώματα) καὶ πέρα ἀπ᾽ τὸ τομάρι τους δὲν βλέπουν τίποτ᾽ ἄλλο. Οἱ
ἄνθρωποι αὐτοὶ αὐξάνουν τόσο, ὥστε γιὰ τοὺς ἐσχάτους χρόνους ὁ Χριστὸς
εἶπε ἐκεῖνο τὸ μεγάλο λόγο· Ὅταν ξανάρθω στὴ γῆ, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι
μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων; (βλ. Λουκ. 18,8).
Ἡ δευτέρα κατηγορία εἶνε οἱ πιστοί. Αὐτοὶ εἶνε βέβαια λίγοι, ἀλλὰ ἔχουν ἀκράδαντη προσήλωσι στὸ λόγο τοῦ Κυρίου.
Τέλος ἡ τρίτη κατηγορία. Ἐδῶ ὑπάγονται ἄνθρωποι ποὺ οὔτε ἄπιστοι οὔτε πιστοὶ εἶνε. Μοιάζουν μὲ τὸ ἐκκρεμὲς τοῦ ὡρολογίου· κυμαίνονται δεξιὰ – ἀριστερά, μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, μεταξὺ Χριστοῦ καὶ βελίαρ – σατανᾶ. Εἶνε οἱ ὀλιγόπιστοι. Τοὺς βλέπεις· εἶνε Λαμπρὴ – Πάσχα; νάτους κ᾽ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Καὶ τὸν ἄλλο καιρὸ κάνουν σταυρὸ – ἔστω ὑποτυπωδῶς, προσκυνοῦν εἰκόνες, παίρνουν ἀντίδωρο, κάνουν ἁγιασμούς, ἀκοῦνε καὶ κανένα κήρυγμα. Φαίνονται πιστοί· δὲν πιστεύουν ὅμως, ἔχουν ὀλιγοπιστία. Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγονται τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου ἢ κηρύττει ὁ ἱεροκήρυκας, αὐτοὶ μέσα τους ἔχουν ἕνα «ἐάν», μιὰ ἀμφιβολία. Νά ᾽νε ἆραγε σωστὰ αὐτά; συλλογίζονται· νὰ τὰ πιστέψω;… Ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ βάζεις ἕνα «ἐάν», ἕνα «ἆραγε;» δὲν εἶσαι πλέον πιστός. Πρέπει νὰ πιστεύῃς ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Ἀπόστολος, τὰ ἱερὰ βιβλία. Τὰ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία· δὲν τὰ πιστεύεις; κάθησε στὸ καφενεῖο καὶ παῖζε κομπολόϊ, κάνε ὅ,τι θέλεις. Ζήτημα πίστεως εἶνε. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μοιάζουν μὲ τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ ποὺ εἶπε· «Ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς κάτι, βοήθησέ μας». Ἔχουν ἀμφιβολίες. Μοιάζουν καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, ποὺ ἐνῷ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ τοῦ εἶπαν «Εἴδαμε τὸν Κύριο μὲ τὰ μάτια μας», ἐκεῖνος ἔλεγε· «Ἂν δὲ βάλω τὸ χέρι νὰ ψηλαφήσω ὁ ἴδιος προσωπικῶς, δὲν πιστεύω». Πείστηκε βέβαια κατόπιν καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσῃ «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Πίστεψες γιατὶ μὲ εἶδες· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. 20,25-29). Ὅσοι πιστεύουν χωρὶς τὴν ἀπαίτησι νὰ δοῦν, αὐτοὶ πιστεύουν ἀληθινά, αὐτοὶ ἀξίζουν, κι ἂς εἶνε λίγοι.
Ἡ δευτέρα κατηγορία εἶνε οἱ πιστοί. Αὐτοὶ εἶνε βέβαια λίγοι, ἀλλὰ ἔχουν ἀκράδαντη προσήλωσι στὸ λόγο τοῦ Κυρίου.
Τέλος ἡ τρίτη κατηγορία. Ἐδῶ ὑπάγονται ἄνθρωποι ποὺ οὔτε ἄπιστοι οὔτε πιστοὶ εἶνε. Μοιάζουν μὲ τὸ ἐκκρεμὲς τοῦ ὡρολογίου· κυμαίνονται δεξιὰ – ἀριστερά, μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, μεταξὺ Χριστοῦ καὶ βελίαρ – σατανᾶ. Εἶνε οἱ ὀλιγόπιστοι. Τοὺς βλέπεις· εἶνε Λαμπρὴ – Πάσχα; νάτους κ᾽ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Καὶ τὸν ἄλλο καιρὸ κάνουν σταυρὸ – ἔστω ὑποτυπωδῶς, προσκυνοῦν εἰκόνες, παίρνουν ἀντίδωρο, κάνουν ἁγιασμούς, ἀκοῦνε καὶ κανένα κήρυγμα. Φαίνονται πιστοί· δὲν πιστεύουν ὅμως, ἔχουν ὀλιγοπιστία. Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγονται τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου ἢ κηρύττει ὁ ἱεροκήρυκας, αὐτοὶ μέσα τους ἔχουν ἕνα «ἐάν», μιὰ ἀμφιβολία. Νά ᾽νε ἆραγε σωστὰ αὐτά; συλλογίζονται· νὰ τὰ πιστέψω;… Ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ βάζεις ἕνα «ἐάν», ἕνα «ἆραγε;» δὲν εἶσαι πλέον πιστός. Πρέπει νὰ πιστεύῃς ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Ἀπόστολος, τὰ ἱερὰ βιβλία. Τὰ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία· δὲν τὰ πιστεύεις; κάθησε στὸ καφενεῖο καὶ παῖζε κομπολόϊ, κάνε ὅ,τι θέλεις. Ζήτημα πίστεως εἶνε. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μοιάζουν μὲ τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ ποὺ εἶπε· «Ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς κάτι, βοήθησέ μας». Ἔχουν ἀμφιβολίες. Μοιάζουν καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, ποὺ ἐνῷ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ τοῦ εἶπαν «Εἴδαμε τὸν Κύριο μὲ τὰ μάτια μας», ἐκεῖνος ἔλεγε· «Ἂν δὲ βάλω τὸ χέρι νὰ ψηλαφήσω ὁ ἴδιος προσωπικῶς, δὲν πιστεύω». Πείστηκε βέβαια κατόπιν καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσῃ «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Πίστεψες γιατὶ μὲ εἶδες· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. 20,25-29). Ὅσοι πιστεύουν χωρὶς τὴν ἀπαίτησι νὰ δοῦν, αὐτοὶ πιστεύουν ἀληθινά, αὐτοὶ ἀξίζουν, κι ἂς εἶνε λίγοι.
* * *
Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, σὲ ποιά
κατηγορία ἀνήκουμε; Εἴμαστε πιστοὶ ἢ ἄπιστοι; Μᾶλλον ὀλιγόπιστοι
εἴμαστε. Νά μερικὰ παραδείγματα ποὺ δείχνουν τὴν ὀλιγοπιστία μας.
⃝ Λὲς στὸν ἕνα· ―Τὸ Εὐαγγέλιο διδάσκει, νὰ ζοῦμε τίμια, νὰ μὴν ποῦμε ψέμα. Κι αὐτὸς ἀπαντᾷ· ―Ἄσ᾽ τὴν τιμιότητα· ποιός πρόκοψε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο;… Ὁ κόσμος λέει «Ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς»· ἐσὺ ὅμως, ἂν πιστεύῃς στὸ Χριστό, πές· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
⃝ Ὁ ἄλλος εἶνε νέος. ―Ζῆσε μὲ ἐγκράτεια, τοῦ λές. ―Ἀδύνατη ἡ ἐγκράτεια, λέει! Ἀλλ᾽ ὅποιος πιστεύει, ξέρει καλὰ ὅτι ὁ Χριστὸς βγάζει ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τὰ δαιμόνια λαγνείας καὶ πορνείας.
⃝ Βλέπεις τὸν ἄλλο· εἶνε τακτοποιημένος καὶ τοῦ λὲς νὰ παντρευτῇ. Δὲν παντρεύομαι ἐγώ, σοῦ λέει, δὲν μπορῶ νὰ ζήσω οἰκογένεια. Τὰ φτωχαδάκια ὅμως ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστὸ κάνουν οἰκογένεια καὶ ζοῦν εὐτυχισμένα.
⃝ Ὁ ἄλλος παντρεύτηκε, ἀλλὰ μετὰ ἀφήνει τὴ γυναῖκα του γιὰ κάποια ἄλλη καὶ πέφτει στὴ μοιχεία. Ἔτσι, σοῦ λέει, κάνουν σήμερα οἱ πολλοί. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸ Εὐαγγέλιο μένει πιστὸς στὸ γάμο του, ξέρει ὅτι μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο.
⃝ Κι ὁ ἄλλος παντρεύτηκε ἀλλὰ δὲν κάνει παιδιά. Πῶς νὰ τὰ ζήσῃς σήμερα; σοῦ λέει. Καὶ μεταχειρίζονται σατανικὰ δολοφονικὰ μέσα – ὅποιος σκοτώνει παιδί, σκοτώνει τὸ Χριστό. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ Μεγαλοδύναμο τεκνογονοῦν. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Φλωρίνης, τὴ Μελίτη, μιὰ φτωχὴ γυναῖκα ἔκανε 10 παιδιά. Στὸ 11ο κάποιοι ἄπιστοι γιατροὶ τὴν ἀπέτρεπαν καὶ τὴν κορόιδευαν, ἐκείνη ὅμως μὲ τὴν πίστι στὸ Θεὸ προχώρησε.
Ὅλα αὐτὰ εἶνε ζητήματα πίστεως. Ὅσοι πιστεύουν ζοῦν ζωὴ χριστιανική· λένε ἀλήθεια, ἔχουν τιμιότητα καὶ ἐγκράτεια, προχωροῦν στὸ γάμο, φέρνουν παιδιὰ στὸν κόσμο. Προτιμοῦν νὰ τρῶνε ξερὸ ψωμὶ μὲ τὸ Χριστό, παρὰ νὰ ζοῦν στὰ πλούτη χωρὶς Χριστό.
Πιστεύεις; Δὲν εἶνε μῦθος τὸ Εὐαγγέλιο. Μὴν παίζεις μὲ τὴ φωτιά. Ἢ εἶνε ἀληθινὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἢ δὲν εἶνε. Ἂν εἶνε ψεύτικο, νὰ πᾶμε κ᾽ ἐμεῖς μὲ τοὺς ἀθέους καὶ νὰ τὸ κάψουμε. Ἀλλὰ εἶνε ντροπή, τὴν ὥρα ποὺ ἀλλοῦ ὅπως λ.χ. στὴ ῾Ρωσία ἐπιστρέφουν στὴν πίστι, ἐμεῖς ἐδῶ νὰ ὀλιγοπιστοῦμε. Πιστεύεις; «Δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. 2,18).
⃝ Λὲς στὸν ἕνα· ―Τὸ Εὐαγγέλιο διδάσκει, νὰ ζοῦμε τίμια, νὰ μὴν ποῦμε ψέμα. Κι αὐτὸς ἀπαντᾷ· ―Ἄσ᾽ τὴν τιμιότητα· ποιός πρόκοψε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο;… Ὁ κόσμος λέει «Ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς»· ἐσὺ ὅμως, ἂν πιστεύῃς στὸ Χριστό, πές· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
⃝ Ὁ ἄλλος εἶνε νέος. ―Ζῆσε μὲ ἐγκράτεια, τοῦ λές. ―Ἀδύνατη ἡ ἐγκράτεια, λέει! Ἀλλ᾽ ὅποιος πιστεύει, ξέρει καλὰ ὅτι ὁ Χριστὸς βγάζει ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τὰ δαιμόνια λαγνείας καὶ πορνείας.
⃝ Βλέπεις τὸν ἄλλο· εἶνε τακτοποιημένος καὶ τοῦ λὲς νὰ παντρευτῇ. Δὲν παντρεύομαι ἐγώ, σοῦ λέει, δὲν μπορῶ νὰ ζήσω οἰκογένεια. Τὰ φτωχαδάκια ὅμως ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστὸ κάνουν οἰκογένεια καὶ ζοῦν εὐτυχισμένα.
⃝ Ὁ ἄλλος παντρεύτηκε, ἀλλὰ μετὰ ἀφήνει τὴ γυναῖκα του γιὰ κάποια ἄλλη καὶ πέφτει στὴ μοιχεία. Ἔτσι, σοῦ λέει, κάνουν σήμερα οἱ πολλοί. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸ Εὐαγγέλιο μένει πιστὸς στὸ γάμο του, ξέρει ὅτι μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο.
⃝ Κι ὁ ἄλλος παντρεύτηκε ἀλλὰ δὲν κάνει παιδιά. Πῶς νὰ τὰ ζήσῃς σήμερα; σοῦ λέει. Καὶ μεταχειρίζονται σατανικὰ δολοφονικὰ μέσα – ὅποιος σκοτώνει παιδί, σκοτώνει τὸ Χριστό. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ Μεγαλοδύναμο τεκνογονοῦν. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Φλωρίνης, τὴ Μελίτη, μιὰ φτωχὴ γυναῖκα ἔκανε 10 παιδιά. Στὸ 11ο κάποιοι ἄπιστοι γιατροὶ τὴν ἀπέτρεπαν καὶ τὴν κορόιδευαν, ἐκείνη ὅμως μὲ τὴν πίστι στὸ Θεὸ προχώρησε.
Ὅλα αὐτὰ εἶνε ζητήματα πίστεως. Ὅσοι πιστεύουν ζοῦν ζωὴ χριστιανική· λένε ἀλήθεια, ἔχουν τιμιότητα καὶ ἐγκράτεια, προχωροῦν στὸ γάμο, φέρνουν παιδιὰ στὸν κόσμο. Προτιμοῦν νὰ τρῶνε ξερὸ ψωμὶ μὲ τὸ Χριστό, παρὰ νὰ ζοῦν στὰ πλούτη χωρὶς Χριστό.
Πιστεύεις; Δὲν εἶνε μῦθος τὸ Εὐαγγέλιο. Μὴν παίζεις μὲ τὴ φωτιά. Ἢ εἶνε ἀληθινὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἢ δὲν εἶνε. Ἂν εἶνε ψεύτικο, νὰ πᾶμε κ᾽ ἐμεῖς μὲ τοὺς ἀθέους καὶ νὰ τὸ κάψουμε. Ἀλλὰ εἶνε ντροπή, τὴν ὥρα ποὺ ἀλλοῦ ὅπως λ.χ. στὴ ῾Ρωσία ἐπιστρέφουν στὴν πίστι, ἐμεῖς ἐδῶ νὰ ὀλιγοπιστοῦμε. Πιστεύεις; «Δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. 2,18).
* * *
Ἀμφιβάλλεις; πάρε τὸ Εὐαγγέλιο,
διάβασέ το ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος, καὶ θὰ θαυμάσῃς· πήγαινε στὴν
Ἐκκλησία καὶ ἄκουσε προσεκτικὰ τὰ λόγια της· πλησίασε καὶ προσκύνησε
ὅπου ὑπάρχουν ἱερὰ λείψανα καὶ ἅγιες εἰκόνες, ὅπως στὴν Κέρκυρα καὶ
ἀλλοῦ· πήγαινε στὴ Παναγία στὴν Τῆνο, ποὺ κάνει θαύματα· πήγαινε στὴν
Κεφαλλονιά, ὅπου ὁ ἅγιος Γεράσιμος θεραπεύει δαιμονιζομένους.
Ἀμφιβάλλεις; ἄκουσέ με· Πήγαινε νὰ ἐξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου, ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματά σου, μετὰ δακρύων ὅπως συμβουλεύει ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Κι ὅταν τὸ κάνῃς αὐτό, «παράδεισος θὰ φυτρώσῃ μέσα σου», ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, ποὺ πίστεψε ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε σ᾽ ἕνα στάρετς, ῾Ρῶσο γέροντα – πνευματικό.
Ἀμφιβάλλεις; Κραύγασε κ᾽ ἐσὺ ὅπως σήμερα ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ· «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Τί νὰ κάνουμε, ἀδέρφια μου; Νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ ποῦμε·
Ὦ Χριστέ! διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, δός μας πίστι· τὴν πίστι τῶν πτωχῶν γονέων μας, τὴν πίστι τῶν ἀγραμμάτων παππούδων καὶ γιαγιάδων μας, τὴν πίστι τῶν ἁγίων προγόνων μας, γιὰ νὰ ζήσουμε μ᾽ αὐτὴν στὴ γωνιὰ αὐτὴ εὐλογημένα καὶ τιμημένα· ἀμήν.
Ἀμφιβάλλεις; ἄκουσέ με· Πήγαινε νὰ ἐξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου, ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματά σου, μετὰ δακρύων ὅπως συμβουλεύει ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Κι ὅταν τὸ κάνῃς αὐτό, «παράδεισος θὰ φυτρώσῃ μέσα σου», ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, ποὺ πίστεψε ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε σ᾽ ἕνα στάρετς, ῾Ρῶσο γέροντα – πνευματικό.
Ἀμφιβάλλεις; Κραύγασε κ᾽ ἐσὺ ὅπως σήμερα ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ· «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Τί νὰ κάνουμε, ἀδέρφια μου; Νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ ποῦμε·
Ὦ Χριστέ! διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, δός μας πίστι· τὴν πίστι τῶν πτωχῶν γονέων μας, τὴν πίστι τῶν ἀγραμμάτων παππούδων καὶ γιαγιάδων μας, τὴν πίστι τῶν ἁγίων προγόνων μας, γιὰ νὰ ζήσουμε μ᾽ αὐτὴν στὴ γωνιὰ αὐτὴ εὐλογημένα καὶ τιμημένα· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου τὴν 9-4-1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου