Ποικίλες αντιδράσεις προκλήθηκαν από την απόφαση του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Αγρινίου να θέσει για προσκύνηση ένα κάστανο που είχε βράσει ο Αγιος Παΐσιος το 1990 και το έδωσε σε πιστούς που τον είχαν επισκεφθεί. Ενας από αυτούς (που σήμερα είναι Ιερέας), όπως ενημέρωσε τελικά με ανακοίνωση ο Ιερός Ναός, το κράτησε ως ενθύμιο και για πρώτη φορά εκτέθηκε για το σκοπό αυτό στον κόσμο.
Η ενέργεια αυτή ήταν αρκετή για να προκληθεί μεγάλη συζήτηση και πολλά σχόλια ήταν ιδιαίτερα επικριτικά, αφού συνεχίζεται η τάση να τίθενται σε προσκύνηση διάφορα αντικείμενα Αγίων και Μαρτύρων της Πίστης μας, και τώρα βλέπουμε και καρπούς δέντρων.
Διαβάστε τι αναφέρει η ανακοίνωση του Ι.Ν. του Αγίου Δημητρίου:
Παρουσία πλήθους πιστών, τελέσθηκε με ιδιαίτερη κατάνυξη την Τρίτη, 11 Ιουλίου 2017 Ιερά Αγρυπνία προς τιμήν του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Παϊσίου του Αγιορείτου στον προαύλιο χώρο του Ναού του Αγίου Δημητρίου.
Η Αγρυπνία τελέσθηκε υπαιθρίως, δίπλα στον πλάτανο όπου ο Άγιος Ιωάννης ο Βραχωρίτης μαρτύρησε. Κάτω από αυτόν τον πλάτανο, ο Όσιος Παΐσιος, ως στρατιώτης στο Αγρίνιο, καθόταν σχεδόν κάθε απόγευμα και προσευχόταν, όπως ο ίδιος πληροφορούσε προσκυνητές στο Άγιο Όρος που τον επισκέπτονταν, με καταγωγή από το Αγρίνιο.
Κατά την Αγρυπνία, εκτέθηκαν για προσκύνηση η εικόνα του Οσίου Παϊσίου, λείψανα του Αγίου Ιωάννη του Βραχωρίτη και του Οσίου Παϊσίου, καθώς και ένα αντικείμενο, δοσμένο από τον Όσιο Παΐσιο: τον Οκτώβριο του 1990, ο Γέροντας Παΐσιος είχε δώσει ως ευλογία βρασμένα κάστανα σε μια ομάδα φοιτητών που τον είχε επισκεφθεί. Ένας εκ των φοιτητών, ο οποίος τυγχάνει να είναι και ο ένας εκ των δύο Ιερέων που τέλεσαν την Αγρυπνία, φύλαξε το βρασμένο κάστανο που πήρε, το οποίο έως σήμερα, 27 χρόνια μετά, παραμένει κατά θαυμαστό τρόπο, αναλλοίωτο, ενώ ακούγεται ακόμη και ο καρπός μέσα σε αυτό. Έτσι, ακόμη και εκείνο το απλό γεγονός μαρτύρησε σε βάθος χρόνου, τη συνεχή παρουσία του Θεού, την οποία δυστυχώς κάποιοι, όχι μόνο την αρνούνται αλλά φθάνουν ακόμη και να εμπαίζουν.
Ο σκοπός που εκτέθηκε η ευλογία του Οσίου Παϊσίου, δεν είναι βεβαίως ειδωλολατρία αλλά τιμή στον Άγιο και ευλογία από αυτόν.
Όπως μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ο Θεός αρνείται την ειδωλολατρία, αλλά σε πολλά χωρία ευλογεί εικόνες και σκεύη, ζητώντας από το λαό σεβασμό σε αυτά (όπως π.χ. στο βιβλίο Εξόδου στα κεφάλαια ΚΕ΄, 7-18 και ΚΣΤ΄, 1-3). Επίσης, η 7η Οικουμενική Σύνοδος, επικυρώνοντας τη θεολογία του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, εκφράζει ως δόγμα της Πίστης μας την τιμή εικόνων και αντικειμένων Αγίων. Βεβαίως η προσκύνηση τους, δε σημαίνει ότι λατρεύουμε τις εικόνες ή τα αντικείμενα ως ύλη, ούτε βεβαίως ότι λατρεύουμε τους Αγίους ως θεούς. Αντίθετα, τιμούμε τον Άγιο που είτε εικονίζεται στις εικόνες είτε στον οποίο ανήκουν τα αντικείμενα, όπως π.χ. η Τιμία Ζώνη της Παναγίας μας, η Τιμία Εσθήτα της, ο μανδύας του Αγίου Δημητρίου κ.α.
Η προσκύνηση εικόνων, λειψάνων και αντικειμένων των Αγίων, μας προσφέρει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που είχαν οι Άγιοι, η οποία με τη σειρά της μας προσφέρεται είτε ως ευλογία και εσωτερική χαρά είτε ως προστασία είτε πολλές φορές ως θαύμα. Κάθε αντικείμενο λοιπών των Αγίων, έχει εμποτιστεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που είχαν και οι ίδιοι. Να θυμηθούμε:
– Τα ενδύματα του Χριστού, που θαυματουργούσαν με το να εξέρχεται δύναμη εξ αυτών, όπως στη θεραπεία της αιμορροούσας γυναικός.
– Το ραβδί του Μωυσή, που άνοιξε την Ερυθρά Θάλασσα.
– Το χάλκινο φίδι, με το οποίο, ως σύμβολο του Σταυρού, θεραπεύονταν οι Ισραηλίτες στην έρημο.
– Η λιτανεία της Κιβωτού της Διαθήκης, με την οποία έπεσαν τα τείχη της Ιεριχούς.
– Η ευλογία του κτήματος του Αββεδαρά με την Κιβωτό της Διαθήκης: κατά τη μεταφορά της Κιβωτού της Διαθήκης, ο Οζά που προσπάθησε να την ακουμπήσει, έπεσε στη γη νεκρός. Φοβούμενος ο Δαυίδ, άφησε την Κιβωτό στο κτήμα του Αββεδαρά, το οποίο, εξαιτίας της παρουσίας της Κιβωτού, απέδωσε πολλαπλάσια παραγωγή, όχι μόνο σε σχέση με προηγούμενα έτη αλλά και σε σχέση με παραπλήσια κτήματα. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, πραγματοποιούνται λιτανείες των εικόνων Αγίων (όπως π.χ. η λιτανεία της εικόνας του Αγίου Χριστοφόρου στο Αγρίνιο), αλλά και η περιφορά των Επιταφίων, ώστε από τα αγιασμένα αντικείμενα να έρθει ευλογία στην περιοχή που λιτανεύονται.
– Ρούχα Αγίων, τα οποία θαυματούργησαν πάνω σε ασθενείς θεραπεύοντάς τους, όπως ο μανδύας του Αγίου Δημητρίου. Υπάρχει πληθώρα αναφορών που συνόδευαν το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη.
– Ακόμη και ο ίσκιος του Αποστόλου Πέτρου, όταν σκέπασε δαιμονισμένο, αυτός θεραπεύθηκε, όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων. Έτσι, ακόμη και η σκιά του Αγίου, που δεν είναι καν ύλη αλλά απουσία φωτός, έκανε θαύματα.
Για τους λόγους αυτούς, προσκυνούμε τα λείψανα, τα αντικείμενα και τις εικόνες των Αγίων. Όχι γιατί τους λατρεύουμε ως θεούς, όπως κακόβουλα κάποιοι ισχυρίζονται και κατηγορούν τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, αλλά για ευλογία και προστασία.
Ο Όσιος Παΐσιος έχει ιδιαιτέρως αγκαλιαστεί και αγαπηθεί από όλους τους Έλληνες όχι μόνο επειδή είναι σύγχρονός μας και πολλοί έχουν συνομιλήσει μαζί του αλλά και επειδή εκφράζει με το βίο και με το λόγο του τη Ρωμιοσύνη, την ενότητα δηλαδή του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Δυστυχώς ορισμένοι ενοχλούνται ακόμη και από τον πατριωτισμό που επέδειχνε ο Όσιος Παΐσιος, δήθεν θεωρώντας ότι ένας Άγιος δε δικαιούται να αγαπάει την πατρίδα του.
Ο Όσιος Παΐσιος εξέφρασε κατά το βίο του τις αξίες με τις οποίες ο λαός μας έχει γαλουχηθεί, ενώ χάρη σε αυτόν, πολλοί άνθρωποι αναβίωσαν τις αξίες αυτές μέσα στις οικογένειές τους. Για αυτό, κάποιοι, πολέμιοι της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, διέδωσαν κάποιες φαιδρές ιστορίες για το πρόσωπό του, οι οποίες κατέρρευσαν όντας παντελώς ανυπόστατες. Άλλωστε, πρόσφατοι ψευδέστατοι σχολιασμοί με ύβρεις και ανιστόρητους χαρακτηρισμούς προς το πρόσωπο του Αγίου από συγκεκριμένους δημοσιογραφικούς κύκλους του Αγρινίου, εκφράζουν τη φασιστική και ολοκληρωτική ιδεολογία, η οποία οριστικά έχει ηττηθεί σε όλον τον κόσμο, με τη δύναμη του Σταυρού και του Ευαγγελίου. Οι σχολιασμοί αυτοί συνθλίβονται από την αλήθεια, την ιστορία και τη συνείδηση του πιστού Ελληνικού λαού, ο οποίος περιμένει την εκπλήρωση των προφητειών του Αγίου.
Προς τιμήν του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Παϊσίου του Αγιορείτου, τελέσθηκε χθες από τις 8 το βράδυ έως τη 1 τα ξημερώματα σήμερα, αγρυπνία στον προαύλιο χώρο του Ναού του Αγίου Δημητρίου.
Η Αγρυπνία, τελέσθηκε παρουσία πλήθος πιστών, υπαιθρίως, στον προαύλιο χώρο του Ναού του Αγίου Δημητρίου, μπροστά από το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου Βραχωρίτη και δίπλα στον πλάτανο, όπου ο Άγιος μαρτύρησε. Σε αυτόν τον πλάτανο, ο Όσιος Γέροντας Παΐσιος καθόταν συχνά και προσευχόταν, ως στρατιώτης στο Αγρίνιο.
Οι πιστοί που προσέρχονταν προσκυνούσαν την εικόνα του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Παϊσίου του Αγιορείτου, λείψανα του Αγίου Ιωάννου Βραχωρίτη καθώς και ένα κάστανο το οποίο όπως ο ίδιος ο πατήρ Κων/νος Καντάνης είπε, είχε δοθεί εδώ και 27 χρόνια με την ευλογία του Αγιορείτου Παϊσίου στον ίδιο, όταν τον είχε επισκεφθεί ως φοιτητής το 1990.
Αξίζει να σημειώσουμε πως το κάστανο μετά από 27 χρόνια παραμένει ως είχε στην αρχική του κατάσταση όπως διαπιστώνεται και μέσα από τον φακό του agrinioreport.com .
Ο Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, 25 Ιουλίου 1924 – 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός που έζησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και έγινε ευρέως γνωστός για τον βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015.[2]
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 12 Ιουλίου.
Ο βίος του
Παιδική ηλικία
Ο Αρσένιος Εζνεπίδης γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας,[4] στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο το 1988.[5] Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά. Στη συνέχεια μετέβη στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο, για ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Εφηβικά χρόνια και ο στρατός
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι” αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από το στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος
Τα πρώτα χρόνια
Ο Αρσένιος εισήλθε πρώτη φορά στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν Καθηγούμενος στη Μονή και τον ακολούθησε πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα.[εκκρεμεί παραπομπή] Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρωντης ερήμου και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.[5]
Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στον Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον Β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του. Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο.
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του.
To 1962 πήγε στο Όρος Σινά, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης[εκκρεμεί παραπομπή]. Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.
Επιστροφή στο Άγιο Όρος
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος και έμεινε στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, που ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου Σταυρού[εκκρεμεί παραπομπή] μέχρι το θάνατό του το 1968, μετά τον οποίο, ακολουθώντας την επιθυμία του Τύχωνα, έμεινε στο κελί του για έντεκα χρόνια. Τον ίδιο χρόνο, συμβούλεψε έναν από τους κοντινότερους μαθητές του, το Βασίλειο Γοντικάκη να γίνει ηγούμενος για να βοηθήσει την ανακατασκευή της Μονής Σταυρονικήτα, που ήταν σημαντικό βήμα για την αναβίωση του μοναχισμού στον Άθω.[6] Ο Γέροντας Παΐσιος ευλαβείτο πολύ το γέροντά του, Τύχωνα, και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι” αυτόν.
Tο 1966 ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου.
Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματούχο μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. (Διόρθωση: αυτά έγιναν πολύ αργότερα) Το επόμενο έτος μεταφέρθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοήθησε σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού.
Στην Παναγούδα
Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Σταυρού και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν ένα κελί εγκαταλελειμμένο και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Λέγεται ότι στο κελί του ζούσαν πολλά ήμερα φίδια, αν και ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτό ήταν ένας μύθος που καλλιέργησε ο ίδιος για να αποφεύγει τις οχλήσεις επισκεπτών. Σύμφωνα με μια φιλοσοφική ανάλυση για την αντίληψη της φύσης στον χριστιανισμό, αυτό είναι μέρος μιας ορθόδοξης αγιολογικής παράδοσης όπου οι άγιοι έχουν επικοινωνία με ζώα. Θεωρείται ότι αυτό το επίπεδο αντίληψης της φύσης που είναι εμπεδωμένο στη δυτική κουλτούρα, είναι κάτι που διαφεύγει από τη μονοδιάστατη ιστορικο-αναλυτική αφήγηση πολλών σύγχρονων δυτικών φιλοσόφων.
Οι ασθένειες
Το ιστορικό
Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον μετέφεραν οδηγώντας τον στο Θεαγένειο νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.
Το τέλος της ζωής του
Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία.[8] Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε.
Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην Εορτή του, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
agrinioreport.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου