Η άγάπη είναι μια αγαθή διάθεση τής ψυχής, ή όποια τήν κάνει να μήν προτιμά κανένα από τα όντα περισσότερο άπό τή γνώση τοϋ Θεού. Είναι όμως άδύνατο να φτάσει ν’ άποκτήσει σταθερά αυτή τήν άγάπη οποίος έχει κάποια εμπαθή κλίση σε κάτι άπό τα γήινα.
2. Τήν άγάπη τή γεννά ή άπάθεια- τήν απάθεια τή γεννά ή ελπίδα στο Θεό· τήν ελπίδα, ή υπομονή καί ή μακροθυμία. Αυτές τις γεννά ή καθολική εγκράτεια· τήν εγκράτεια, ό φόβος τού Θεού· τό φόβο τοϋ Θεού τον γεννά ή πίστη.
3. Εκείνος πού πιστεύει στον Κύριο, φοβάται τήν κόλαση. Κι εκείνος πού φοβάται τήν κόλαση, έγκρατεύεται άπό τα πάθη. Εκείνος πού έγκρατεύεται άπό τα πάθη, υπομένει όσα θλίβουν. Εκείνος πού υπομένει όσα θλίβουν, θά άποκτήσει τήν ελπίδα στο Θεό. Ή ελπίδα στο Θεό άπομακρύνει τό νοΰ άπό κάθε εμπαθή κλίση προς τά γήινα. Καί όταν χωριστεί άπό αύτήν ό νους, θά άποκτήσει τήν άγάπη προς τον Θεό.
4. Εκείνος πού άγαπά τό Θεό, πάνω άπό όλα τά κτίσματά Του προτιμά τή γνώση Του κι άδιάλειπτα με πόθο τήν προσμένει.
5. ”Αν όλα τά όντα έγιναν άπό τό Θεό καί γιά τό Θεό, καί ό Θεός είναι καλύτερος άπό τά δημιουργήματά Του, εκείνος πού εγκαταλείπει τό Θεό καί στρέφεται στά χειρότερα, φανερώνεται οτι προτιμά περισσότερο τά δημιουργήματα άπό τό Θεό.
6. ’Εκείνος πού έχει προσηλωμένο τό νοΰ του στήν άγάπη τού Θεού, καταφρονεί όλα τά ορατά, καί τό σώμα του άκόμη, σάν νά είναι ξένο.
7. ’Αφού ή ψυχή είναι άνώτερη άπό τό σώμα, καί άσυγκρίτως άνώτερος άπό τον κόσμο ό Δημιουργός Θεός, εκείνος πού προτιμά τό σώμα άπό τήν ψυχή καί τον κόσμο άπό τό Θεό πού τον δημιούργησε, αύτός δέ διαφέρει διόλου άπό αύτούς πού λατρεύουν τά ε’ίδωλα.
8. Εκείνος πού χώρισε τό νοΰ του άπό τήν άγάπη τού Θεού καί τή θεωρία, καί τον έχει δεμένο σε κάποιο άπό τά αισθητά, αύτός είναι πού προτιμά τό σώμα άπό τήν ψυχή καί τά κτίσματα άπό τό Θεό πού τά δημιούργησε.
9. ”Αν ή ζωή τοϋ νού είναι ό φωτισμός πού δίνει ή πνευματική γνώση, κι αύτόν τον γεννά ή άγάπη προς τό Θεό, ορθά έχει λεχθεί πώς δεν είναι τίποτε πιο μεγάλο άπό τή θεία άγάπη.
10. Όταν με τον έρωτα τής άγάπης ό νοϋς μεταβαίνει προς τό Θεό, τότε δέν έχει διόλου αίσθηση γιά κανένα άπό τά κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται άπό τό θείο καί άπειρο φώς, γίνεται άναίσθητος γιά δλα τά κτίσματα, δπως τά μάτια δέν βλέπουν τά άστρα δταν άνατέλλει ό ήλιος.
11. Όλες οί αρετές βοηθούν τό νοϋ για νά αποκτήσει τον θειο έρωτα, περισσότερο όμως άπ’ όλες ή καθαρή προσευχή. Γιατί μέ αυτήν ό νους παίρνει φτερά καί πετά προς τό Θεό, καί βγαίνει έξω από όλα τα όντα.
12. Όταν ό νους άρπαχθεϊ μέσω τής αγάπης από τή θεία γνώση, καί αφού βρεθεί έξω άπό τα όντα, αισθάνεται τήν απειρία τού Θεού- τότε, όπως συνέβη στον Ήσαΐα, άπό τήν έκπληξη έρχεται σε συναίσθηση τής μηδαμινότητάς του καί λέει μέ κατάνυξη τά λόγια τού προφήτη: «”Ω έγώ, ό άθλιος, τί συντριβή νιώθω! Έγώ, ένας άνθρωπος πού έχω χείλη άκάθαρτα, καί ανάμεσα σέ λαό πού έχει χείλη άκάθαρτα κατοικώ, είδα μέ τά μάτια μου τον Βασιλέα, τον Κύριο Σαββαώθ».
13. Όποιος άγαπά τό Θεό, δέν μπορεί νά μήν άγαπήσει καί κάθε άνθρωπο σάν τον εαυτό του, αν καί τον δυσαρεστοΰν τά πάθη εκείνων πού δέν έχουν άκόμη καθαριστεί. Γι’ αύτό καί χαίρεται μέ άμέτρητη καί άνέκφραστη χαρά γιά τή διόρθωσή τους.
14. ’Ακάθαρτη είναι ή ψυχή πού είναι γεμάτη άπό κακούς λογισμούς, άπό επιθυμία καί μίσος.
15. Εκείνος πού βλέπει καί ίχνος μόνο μίσους μέσα στήν καρδιά του, προς όποιονδήποτε άνθρωπο γιά όποιοδήποτε φταίξιμό του, είναι εντελώς ξένος άπό τήν άγάπη προς τό Θεό. Γιατί ή άγάπη προς τό Θεό δέν ανέχεται διόλου τό μίσος κατά τού άνθρώπου.
16. «Όποιος μέ άγαπά —λέει ό Κύριος— θά τηρήσει τις έντολές Μου. Καί ή δική Μου εντολή είναι νά αγαπάτε ό ένας τον άλλο». ’Άρα λοιπόν εκείνος πού δέν άγαπά τον πλησίον του, δέν τηρεί τήν έντολή τού Κυρίου. ’Εκείνος πού δέν τηρεί τήν έντολή, ούτε τον Κύριο μπορεί νά άγαπήσει.
17. Μακάριος ό άνθρωπος πού μπορεί νά άγαπήσει κάθε άνθρωπο στον ίδιο βαθμό.
18. Μακάριος ό άνθρωπος πού δέν προσηλώνεται σέ κανένα πράγμα φθαρτό ή πρόσκαιρο.
19. Μακάριος ό νους πού προσπέρασε όλα τά όντα καί άπολαμβάνει συνεχώς τήν θεία ώραιότητα.
20. ’Εκείνος πού φροντίζει γιά τή σάρκα, πώς νά ικανοποιεί τις επιθυμίες της, καί γιά πρόσκαιρα πράγματα έχει μνησικακία προς τον πλησίον του, αύτός λατρεύει τήν κτίση άντί τού Δημιουργού.
21. ’Εκείνος πού διατηρεί τό σώμα του γερό καί μακριά άπό ήδονές, τό έχει σύνδουλό του γιά νά ύπηρετεΐ τά πνευματικά.
22. Όποιος άποφεύγει όλες τις κοσμικές έπιθυμίες, κάνει τον εαυτό του άνώτερο άπό κάθε κοσμική ύλικότητα.
23. Όποιος άγαπά τό Θεό, άγαπά δίχως άλλο καί τον πλησίον του.
Ένας τέτοιος άνθρωπος δέν μπορεί νά φυλάει χρήματα· τά διαχειρίζεται κατά τό θέλημα τού Θεού καί τά μοιράζει σ’ εκείνους πού έχουν άνάγκη.
12. Όταν ό νους άρπαχθεϊ μέσω τής αγάπης από τή θεία γνώση, καί αφού βρεθεί έξω άπό τα όντα, αισθάνεται τήν απειρία τού Θεού- τότε, όπως συνέβη στον Ήσαΐα, άπό τήν έκπληξη έρχεται σε συναίσθηση τής μηδαμινότητάς του καί λέει μέ κατάνυξη τά λόγια τού προφήτη: «”Ω έγώ, ό άθλιος, τί συντριβή νιώθω! Έγώ, ένας άνθρωπος πού έχω χείλη άκάθαρτα, καί ανάμεσα σέ λαό πού έχει χείλη άκάθαρτα κατοικώ, είδα μέ τά μάτια μου τον Βασιλέα, τον Κύριο Σαββαώθ».
13. Όποιος άγαπά τό Θεό, δέν μπορεί νά μήν άγαπήσει καί κάθε άνθρωπο σάν τον εαυτό του, αν καί τον δυσαρεστοΰν τά πάθη εκείνων πού δέν έχουν άκόμη καθαριστεί. Γι’ αύτό καί χαίρεται μέ άμέτρητη καί άνέκφραστη χαρά γιά τή διόρθωσή τους.
14. ’Ακάθαρτη είναι ή ψυχή πού είναι γεμάτη άπό κακούς λογισμούς, άπό επιθυμία καί μίσος.
15. Εκείνος πού βλέπει καί ίχνος μόνο μίσους μέσα στήν καρδιά του, προς όποιονδήποτε άνθρωπο γιά όποιοδήποτε φταίξιμό του, είναι εντελώς ξένος άπό τήν άγάπη προς τό Θεό. Γιατί ή άγάπη προς τό Θεό δέν ανέχεται διόλου τό μίσος κατά τού άνθρώπου.
16. «Όποιος μέ άγαπά —λέει ό Κύριος— θά τηρήσει τις έντολές Μου. Καί ή δική Μου εντολή είναι νά αγαπάτε ό ένας τον άλλο». ’Άρα λοιπόν εκείνος πού δέν άγαπά τον πλησίον του, δέν τηρεί τήν έντολή τού Κυρίου. ’Εκείνος πού δέν τηρεί τήν έντολή, ούτε τον Κύριο μπορεί νά άγαπήσει.
17. Μακάριος ό άνθρωπος πού μπορεί νά άγαπήσει κάθε άνθρωπο στον ίδιο βαθμό.
18. Μακάριος ό άνθρωπος πού δέν προσηλώνεται σέ κανένα πράγμα φθαρτό ή πρόσκαιρο.
19. Μακάριος ό νους πού προσπέρασε όλα τά όντα καί άπολαμβάνει συνεχώς τήν θεία ώραιότητα.
20. ’Εκείνος πού φροντίζει γιά τή σάρκα, πώς νά ικανοποιεί τις επιθυμίες της, καί γιά πρόσκαιρα πράγματα έχει μνησικακία προς τον πλησίον του, αύτός λατρεύει τήν κτίση άντί τού Δημιουργού.
21. ’Εκείνος πού διατηρεί τό σώμα του γερό καί μακριά άπό ήδονές, τό έχει σύνδουλό του γιά νά ύπηρετεΐ τά πνευματικά.
22. Όποιος άποφεύγει όλες τις κοσμικές έπιθυμίες, κάνει τον εαυτό του άνώτερο άπό κάθε κοσμική ύλικότητα.
23. Όποιος άγαπά τό Θεό, άγαπά δίχως άλλο καί τον πλησίον του.
Ένας τέτοιος άνθρωπος δέν μπορεί νά φυλάει χρήματα· τά διαχειρίζεται κατά τό θέλημα τού Θεού καί τά μοιράζει σ’ εκείνους πού έχουν άνάγκη.
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου