Ένα Ουράνιο μήνυμα του Θαυματουργού Οσιομάρτυρα Αγίου Ραφαήλ λέει τα
εξής : « Η Ελλάς είναι ολόκληρη ποτισμένη από Θείον άρωμα. Έχει
θεμελιωθεί με την ανεξάντλητον αγάπην του Κυρίου, και είναι η γη
μυρωμένη ».
Σε αυτή την γή έλαχε να
εξελιχθεί το μεγαλύτερο υπερφυσικό η και μεταφυσικό γεγονός όλων των
αιώνων μετά το ΜΕΓΑ ΧΡΟΝΙΚΟ του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Ειναι η δεύτερη φορά στην μετά
Χριστόν ιστορία που εκατοντάδες απλοί άνθρωποι ενός τόπου, ζούν και
βιώνουν στην υλική διάσταση το αθάνατο και το αγιασμένο, καθημερινά επι
τρία ολόκληρα χρόνια μαζί με την Παναγία, την Αγία Παρασκευή, Αγία
Βαρβάρα και τους Αγίους Ραφαήλ , Νικόλαο και Ειρήνη και Ολυμπία αλλά και
πολλούς ακόμα αγιασμένους του Λόφου.
Την ευλογημένη εκείνη περίοδο κυριολεκτικά "ανοίγουν οι ουρανοί ".
Οι νόμοι της Φυσικής παραμερίζονται και η αύλη διάσταση πάλι αποκαλύπτει το μεγαλείο της .
Εκατοντάδες θαυματουργικές
καταστάσεις καταγράφονται επίσημα και επώνυμα, στις οποίες οι θνητοί
βλέπουν, αισθάνονται, αγγίζουν και συνομιλούν με τους αθάνατους.
Εκατοντάδες συναντήσεις με
θεία πρόσωπα λαμβάνουν χώρα και ενυπόγραφα μαρτυρόνται στην Ιερά
Μητρόπολη και τις Αρχές. Ανακαλύψεις κρυμμένες για αιώνες έρχονται στο
φώς θαυματουργικά.
Αρχαιολογικά ευρήματα έρχονται στην επιφάνεια με θαυματουργικό τρόπο . Λείψανα αγίων αποκαλύπτονται . Ασθένειες θεραπεύονται .
Τα ενύπνια και τα οράματα θα
συνοδευτούν απο σωρεία αρχαιολογικων και ιστορικών ανακαλύψεων ώστε το
Μέγα Χρονικό να σφραγιστεί για πάντα με την σφραγίδα της αληθείας.
Οι αποκαλύψεις αρχίζουν τον
πρώτο κύκλο τους το 1959 και πολλά μένουν να αποκαλυφθούν ακόμα. Τα
θαύματα των Αγίων αρχίζουν το 1959 και δεν σταματούν έκτοτε.
Το 1959 αποκτήσαμε εναν Νέο Μεγάλο Φίλο και Συμπαραστάτη στους Ουρανούς.
Εχουμε στα χέρια μας το πλέον σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Ορθοδοξίας μετά την εμφάνιση του Κυρίου μας.
Οι εργασίες στον Λόφο των Καρυών ,Θέρμης Λέσβου άρχισαν στις 22 Ιουνίου του έτους 1959, ημέρα Δευτέρα.
Στον Ιερό αυτόν τόπο των Καρυών ήταν το ελαιόκτημα του Τούρκου
άρχοντα Χασάν - Βέη, μέσα στο οποίο υπήρχε ενα ερημοκκλήσι στο όνομα της
Παναγίας, που είχει μόνο έναν γέρικο πρίνο και ενα σπασμένο μάρμαρο που
χρησιμοποιούσαν ως Αγία Τράπεζα. Οι κάτοικοι της Θέρμης απο παράδοση
συνήθιζαν να ανεβαίνουν κάθε Λαμπροτρίτη και να κάνουν αυτή την
πανηγυρική λειτουργία ,χωρίς να τους εμποδίζει διόλου ο Τούρκος
ιδιοκτήτης του κτήματος.
Η συχνότητα με την οποία έβλεπαν υπερφυσικά φαινόμενα οι Θερμιώτες
ήταν συχνότατη και γνωστή πια σε όλο το νησί. Τέτοια φαινόμενα βίωσαν
και άλλοι κάτοικοι της Λέσβου.Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το
τουρκικό ελαιόκτημα περιήλθε στην προσφυγική οικογένεια Μαραγκού, και
τον Ιούνιο του 1959, για να εκτελέσουν ενα τάξιμο της μητέρας τους
Αγγελικής ,ζήτησαν απο τον Μητροπολίτη κ.Ιάκωβο άδεια για να κτίσουν ένα
Εκκλησάκι.
( Στα βιβλία μπορείτε θα διαβάσετε για τον θαυματουργικό τρόπο που ήρθαν αυτά τα κτήματα στην κατοχή της οικογένειας Μαραγκού )
Την προηγούμενη μέρα, είχαν ανεβή επάνω ο Αγγελος Ράλλης με τον
Δούκα Τσολάκη και τον οικοδόμο Ιωάννη Ψαρρό γιά να συνεννοηθούν επί
τόπου. Θα έκτιζαν το Εκκλησάκι στη θέση ακριβώς όπου ήταν τα ερείπια από
το παλιό Ερημοκλήσι. Ο Τσολάκης ανέλαβε να ισοπεδώσει μόνος του τον
χώρο και να ανοίξει τα θεμέλια.
"Τη Δευτέρα λοιπόν χάραξε το σχέδιο και προγραμμάτισε το σκάψιμο
γιά την επομένη. Μπροστά από την παλιά Αγία Τράπεζα εξείχε από το χώμα η
κορυφή μιας πέτρας που έπρεπε να βγεί. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε
σκοντάψει πάνω της, αλλά προσπαθώντας να τη βγάλει, έβλεπε ότι ήταν
χωμένη βαθειά στη γη και δεν την πείραζε. Τώρα όμως δεν χωρούσε αναβολή.
Πραγματικά την άλλη μέρα, 23 Ιουνίου, άρχισε τις εργασίες γιά το
άνοιγμα των θεμελίων. Οταν έβγαλε την πέτρα που εξείχε, διαπίστωσε με
έκπληξη ότι είχε ένα με ένάμισυ μέτρο ύψος και ότι δεν ήταν από την
περιοχή, αλλά ξένη, "σαρμουσακόπετρα" όπως λένε στην τοπική διάλεκτο.
Αποκάτω υπήρχε μια μικρή στρογγυλή κολωνίτσα σπασμένη, που στηριζόταν
πάνω σε μια πλάκα.
Κτυπώντας την πλάκα με τον κασμά, άκουσε ένα υπόκωφο κρότο. Ένιωσε
ένα περίεργο αίσθημα χαράς. «Ή σε πηγάδι έπεσα ή σε θησαυρό» μονολόγησε.
«Την άνοιξα, αλλά είδα σκοτάδι, αφηγείται ο ίδιος. Την ίδια ώρα με κτύπησε μια ευχάριστη μυρουδιά. Κολώνια δεν έχω, για να μυρίζει· από που προέρχεται αυτή η μυρουδιά, αναρωτήθηκα. θα θυμιάζουν ως φαίνεται οι γυναίκες στο χωριό και την φέρνει ο αέρας ως εδώ.
Εκείνη την ώρα ήρθε ο οκτάχρονος γιος μου ο Δημητράκης με το
μεσημεριανό φαγητό. Ήταν ο πιό κατάλληλος γιά να κατεβή στο μικρό
σκοτεινό άνοιγμα. Πρώτα έριξα μια πέτρα στο κενό και με τον κρότο που
έκανε βεβαιώθηκα ότι είχε μικρό βάθος και δεν υπήρχε νερό. Έπιασα τότε
τον μικρό από τους ώμους και τον κατέβασα από το μικρό άνοιγμα.
Με τα λεγόμενα του ο Δημητράκης μου έδωσε να καταλάβω ότι
πρόκειται γιά τάφο. Μεγάλωσα το άνοιγμα γύρω στο ένα μέτρο πλάτος και
χρησιμοποιώντας γιά λοστό ένα ξύλο σήκωσα την πλάκα και αντίκρισα ένα
ανθρώπινο σκελετό...».
Μια μαύρη πάχνη σκέπαζε όλα τα οστά και, μόλις διαλύθηκε στο φύσημα του αέρα, φάνηκαν κατακίτρινα. Ο
νεκρός είχε τα χέρια σταυρωμένα, με λυγισμένα τα δάκτυλα. Το κεφάλι,
αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, απείχε περίπου μια πιθαμή. Το κάτω
σαγόνι έλειπε και στη θέση του υπήρχε ένα κεραμίδι με τρείς βυζαντινούς
σταυρούς χαραγμένους. Για προσκέφαλο είχε μια λιγδόπετρα.
Ο τάφος ήταν φτιαγμένος στα πλάγια με πέτρες και στον πυθμένα με
κόκκινες πλάκες. Ανάμεσα στις πέτρες, κεραμίδια παλιάς εποχής
μαυρισμένα, μάλλον από φωτιά. Στο κεφάλι και στα πόδια του νεκρού ο
τάφος σχημάτιζε καμάρα και στη μια πλευρά είχε μια θυρίδα με ένα
χωματένιο καντήλι.
Η ευωδία συνέχισε να βγαίνει κατά κύματα. Προσπάθησε
με το φτυάρι να βγάλει τα οστά, αλλά κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο
δεν μπορούσε να βάλει κανένα στο φτυάρι. Με πολλά ερωτηματικά κατέβασε
και πάλι το γιό του στον τάφο. Το παιδάκι έπιασε με τα χεράκια του
ένα-ένα όλα τα οστά, και ο ίδιος από πάνω τα έπαιρνε και τα έβαζε πάνω
σε ένα σακί στη ρίζα ενός δέντρου.
Το βράδυ κατέβηκε στο χωριό, πήγε στο καφενείο, όπου και συνάντησε
τον Αγγελο Ράλλη. "Τι γίνεται Δούκα; ρωτάει ο Αγγελος. Κοντεύεις να
τελειώσεις με τα θεμέλια;". "Αύριο μεθαύριο τελειώνω, αφεντικό" απάντησε
ο Τσολάκης και του εξιστόρησε την ανακάλυψη του τάφου πάνω στις Καρυές.
Το είπαν στον εφημέριο της Θερμής π. Ευθύμιο Τσόλο και σε άλλους
ντόπιους θερμιώτες. Κανένας όμως δε θυμόταν να έχει ενταφιασθή εκεί
χριστιανός. Όλοι τους απαντούσαν "Πως θα πήγαιναν να θάψουν χριστιανό
μέσα στο κτήμα του Χασάν-εφέντη που ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων;".
"Έτσι αφεντικό και επιστάτης δεν έδωσαν καμιά απολύτως προσοχή στα
οστά που βρέθηκαν. Αντίθετα, η Βασιλική Ράλλη με τη μητέρα της
συγκινήθηκαν ιδιαίτερα. "Μας βάραινε ο καημός του συχωρεμένου του πατέρα
μου, εκμυστηρεύθηκε η Βασιλική, που δεν τον ενταφιάσαμε όπως αρμόζει σε
χριστιανό, αφού χάθηκε αιχμάλωτος στους Τούρκους.
Σκεφθήκαμε λοιπόν να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άγνωστο
νεκρό· με την πρώτη ευκαιρία να τα πλύνουμε και να πούμε στον παπά του
χωριού μας να τα διαβάσει. Πιστεύαμε ότι ήταν χριστιανού, γιατί είχε το
κεραμίδι με τους σταυρούς στο στόμα και ήταν θαμμένος μέσα στο παλιό
Ερημοκλήσι μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Γιαυτό αυτό και είπαμε στον
Τσολάκη να τα προσέχει μέχρι να τα τακτοποιήσουμε.
Εκείνες τις μέρες ανέβηκε στις Καρυές η Θερμιώτισσα Μυρσίνη Ψάνη
μαζί με το εγγονάκι της τον Μιχαλάκη. Ξαφνικά το μικρό βλέποντας τα
οστά, σαν παιδί που ήταν, πήρε το κρανίο και το πέταξε, με αποτέλεσμα να
σπάσει. Ο Δούκας στενοχωρημένος, γιατί θα του ζητούσαν εξηγήσεις, έβαλε
τα οστά μέσα στο σακί και τα απόθεσε στη ρίζα ενός διχαλωτού δέντρου
γιά μεγαλύτερη ασφάλεια.
Όταν το σκάψιμο των θεμελίων τελείωσε, ο Τσολάκης συνεννοήθηκε με
τεχνίτες γιά να αρχίσουν το κτίσιμο. Ο ίδιος συγκέντρωνε πέτρες από την
περιοχή τριγύρω και τις κουβαλούσε εκεί με το ζώο. Κάποια στιγμή
επιχείρησε να περάσει πηδώντας πάνω από το χαμηλό άνοιγμα του διχαλωτού
δέντρου, στη ρίζα του οποίου είχε αφήσει τα λείψανα του άγνωστου νεκρού.
Έμπλεξε το πόδι του στο σακί, σκόνταψε κι έπεσε κάτω. Οργισμένος
σηκώνεται, το αρπάζει και το πετάει πέρα φωνάζοντας "Τι λέτε; θα με
σκοτώσετε πάνω στις πέτρες;". Πεταμένο το σακί έμεινε μέχρι το δειλινό
της ίδιας μέρας.
Την προηγουμένη όμως που είχε ανεβή πάνω ο παπά-Ευθύμιος κι έκανε
τον Αγιασμό της θεμελιώσεως, του είχε πεί να τα φυλάξει σε μιαν άκρη,
ώσπου να τελειώσει το Εκκλησάκι, να διαβάσει Τρισάγιο και να τα θάψουν
πίσω από το Ιερό. Σκέφθηκε λοιπόν ο Δούκας να συμμαζέψει το σακί.
"Καθώς έσκυψα" αφηγείται ο ίδιος "νόμιζες πως με πιάσαν δύο
χέρια από τους ώμους και με ταρακούνησαν γερά σαν να με διαπερνούσε
ηλεκτρικό ρεύμα. Σκυφτός όπως ήμουν, γυρνώ προς τα πίσω σαστιμένος, αλλά
δεν είδα κανέναν. Ξαναεπιχειρώ... τα ίδια! Τολμώ γιά τρίτη φορά...
τίποτα!
Μια αόρατη δύναμη με εμπόδιζε να αγγίξω το σακί. Περίεργο πράγμα,
μονολόγησα και έκανα το σταυρό μου μετά από εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια. Τότε ένιωσα ότι η ανεξήγητη αυτή δύναμη έπαψε να με εμποδίζει, πήρα το σακί και το κρέμασα σε μιά ελιά. Απο το μυαλό μου πέρασε η σκέψη ότι εκείνος ο νεκρός θα ήταν δίκαιος άνθρωπος".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου