Γράφει ο Παναγιώτης Ι. Μπούμης στην Romfea.gr
Ομότ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Τό ἐρώτημα
αὐτό ἀναπτυγμένο θά εἶχε ὡς ἑξῆς: Οἱ χριστιανοί τῆς Οὐκρανίας καί
συμμετέχοντες στίς «θεῖες λειτουργίες» πού θά τελοῦν (πρώην) σχισματικοί
ἤ καθηρημένοι ἤ ἀχειροτόνητοι κληρικοί, τί θά κοινωνοῦν, σῶμα καί αἷμα
Χριστοῦ ἤ ἁπλῶς ἄρτο καί οἶνο (= ψωμί καί κρασί);
Ἡ
ἀπάντηση ἔτσι πρόχειρα δέν εἶναι εὔκολη ἀνθρωπίνως. Ἐμεῖς νομίζουμε σ'
αὐτές τίς περιπτώσεις ὅτι πρέπει νά καταφεύγουμε στήν Ἁγία Γραφή καί
στίς ἀποφάσεις (ὄχι πρακτικά ἤ ἱστορία) τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Μέ (ἀνάλογα)
παραδείγματα καί ὑποδείξεις τῆς θεόπνευστης Γραφῆς καί τῶν θείων καί
ἱερῶν κανόνων πού ἀποτελοῦν τίς αὐθεντικές ἀποφάσεις καί παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὀφείλουμε νά λύνουμε τά σχετικά
ἐκκλησιαστικά προβλήματα.
Δέν ὑπάρχει ἐκκλησιαστικό πρόβλημα γιά τίς αὐθεντικές αὐτές πηγές τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἀρκεῖ νά καταφεύγουμε σ' αὐτές.
Α.
Ἀρχίζουμε μέ μία πράξη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πού ὑπάρχει στό βιβλίο τῶν
«Πράξεων τῶν Ἀποστόλων» καί εἶναι πολύ διαφωτιστική καί ἐπί τοῦ
προκειμένου ζητήματος καί ἐρωτήματος.
Εἰδικῶς στά χωρία 14-17 ἀναφέρονται τά ἑξῆς: Ἀκούσαντες
δέ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τόν λόγον τοῦ
Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρός αὐτούς τόν Πέτρον καί Ἰωάννην· οἵτινες καταβάντες
προσηύξαντο περί αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα Ἅγιον· οὔπω γάρ ἦν ἐπ' οὐδενί
αὐτῶν ἐπιπεπτωκός, μόνον δέ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τό ὄνομα τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ. Τότε ἐπετίθουν τάς χεῖρας ἐπ' αὐτούς, καί ἐλάμβανον Πνεῦμα
Ἅγιον.
Ἔχουμε,
λοιπόν, τή γνώμη ὅτι ἡ περιγραφή αὐτή τέθηκε στήν Ἁγία Γραφή ὄχι ἀσκόπως
καί τυχαίως. Τίποτε στήν Ἁγία Γραφή δέν εἶναι περιττό. Νομίζουμε δηλαδή
ὅτι τό περιστατικό αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα πρότυπο γιά τήν ἀντιμετώπιση,
ἐκτός ἄλλων περιπτώσεων, καί τοῦ θέματος τῶν Οὐκρανῶν χριστιανῶν. Πρός
τοῦτο ἴσως πρέπει νά λάβουμε ὑπ' ὄψη ὁρισμένα σημεῖα ἤ στοιχεῖα τοῦ
κειμένου καί νά γίνουμε πιό συγκεκριμένοι.
Αὐτά μᾶς
δίνουν ἀφορμή καί ἕνα περίγραμμα γιά τίς θέσεις καί τήν ἀντιμετώπιση τῶν
ἐν λόγῳ Οὐκρανῶν. Πλήν ὅμως πρέπει τό θέμα νά ἀντιμετωπιστεῖ προσεχῶς
πιό ἐπίσημα.
Καί ἐρχόμαστε στά στοιχεῖα πού μᾶς προσφέρει ἡ ἐν λόγῳ περικοπή τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων:
α) Τό πρῶτο
σημεῖο πού πρέπει νά ἀξιολογήσουμε καί νά ἀξιοποιήσουμε εἶναι τό γεγονός
ὅτι οἱ Σαμαρεῖτες ἐκεῖνοι δέχθηκαν τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί βαπτίσθηκαν στό
ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
β) Ἐπίσης
ἐκεῖνο πού πρέπει νά προσεχθεῖ ἰδιαιτέρως εἶναι ὅτι τό σῶμα τῶν
Ἀποστόλων δέν πῆρε ἀπόφαση καί δέν ἔδωσε διαταγή ἐξ ἀποστάσεως
(μακρόθεν) νά κατέβει τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά τό λάβουν οἱ Σαμαρεῖτες,
ἀλλά προέβησαν σέ μερικές πράξεις.
γ) Ἔτσι «οἱ
ἐν Ἱεροσολύμοις ἀπόστολοι . . . ἀπέστειλαν πρός αὐτούς (τούς Σαμαρεῖτες)
τόν Πέτρον καί Ἰωάννην». Ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ ὁ καθηγητής Παν.
Τρεμπέλας παραθέτει τήν παρατήρηση τοῦ J. A. Bengel, ὁ ὁποῖος λέει: «Ὁ
ἀποστελλόμενος πέμπεται εἴτε ὑπό ἀνωτέρου εἴτε ὑπό ἴσου. Τό κῦρος τοῦ
ἀποστολικοῦ σώματος ἦτο μεγαλύτερον τοῦ ἀτομικοῦ κύρους τοῦ Πέτρου καί
τοῦ Ἰωάννου»¹.
δ) Τό τέταρτο
καί σημαντικό, ὅπως καί κρίσιμο, στοιχεῖο εἶναι ἡ ἐπίθεση τῶν χειρῶν
τῶν Ἀποστόλων στούς Σαμαρεῖτες, γιά νά λάβουν Ἅγιον Πνεῦμα, τά χαρίσματα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τ.ἔ. τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Γιά νά γίνει αὐτό,
σημαίνει ὅτι οἱ δύο ἀπόστολοι εἶχαν τήν ἐξουσία καί τή δυνατότητα νά
μεταδίδουν αὐτήν τήν χάρη δυνάμει τῆς ἀποστολικῆς-ἱερατικῆς τους
ἰδιότητας.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θέτει τό πρόβλημα: «Καί διά τί οὐκ ἦσαν οὗτοι (οἱ Σαμαρεῖτες) λαβόντες Πνεῦμα Ἅγιον βαπτισθέντες: . . . ». Καί προσθέτει ἐπεξηγῶντας: «Ὅθεν μοι δοκεῖ οὗτος ὁ Φίλιππος (πού τούς βάπτισε) τῶν ἑπτά (διακόνων) εἶναι . . . Διό καί βαπτίζων, Πνεῦμα τοῖς βαπτιζομένοις οὐκ ἐδίδου· οὐδέ γάρ εἶχεν ἐξουσίαν· τοῦτο γάρ τό δῶρον μόνον τῶν δώδεκα ἦν». Καί ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ὡσαύτως σημειώνει: «Βαπτίζει μόνον ὡς μαθητής (ὁ Φίλιππος)· τελειοῦσι δέ τήν χάριν οἱ ἀπόστολοι, οἷς ἡ τῆς τοιαύτης δόσεως αὐθεντία ἐδέδοτο»².
Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θέτει τό πρόβλημα: «Καί διά τί οὐκ ἦσαν οὗτοι (οἱ Σαμαρεῖτες) λαβόντες Πνεῦμα Ἅγιον βαπτισθέντες: . . . ». Καί προσθέτει ἐπεξηγῶντας: «Ὅθεν μοι δοκεῖ οὗτος ὁ Φίλιππος (πού τούς βάπτισε) τῶν ἑπτά (διακόνων) εἶναι . . . Διό καί βαπτίζων, Πνεῦμα τοῖς βαπτιζομένοις οὐκ ἐδίδου· οὐδέ γάρ εἶχεν ἐξουσίαν· τοῦτο γάρ τό δῶρον μόνον τῶν δώδεκα ἦν». Καί ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ὡσαύτως σημειώνει: «Βαπτίζει μόνον ὡς μαθητής (ὁ Φίλιππος)· τελειοῦσι δέ τήν χάριν οἱ ἀπόστολοι, οἷς ἡ τῆς τοιαύτης δόσεως αὐθεντία ἐδέδοτο»².
ε) Ἕνα ἄλλο
δεδομένο τῆς περικοπῆς εἶναι καί ἡ χρησιμοποίηση τῶν παρατατικῶν
«ἐπετίθουν τάς χεῖρας» καί «ἐλάμβανον Πνεῦμα Ἅγιον», ἀντί τοῦ ἀορίστου
«ἐπέθεσαν» καί «ἔλαβον». Ὁ καθηγητής Παν. Τρεμπέλας γράφει: «Ὁ
παρατατικός ἐπετίθουν σημαίνει τήν ἐπανάληψιν τῆς πράξεως»³. Προφανῶς
ἡ ἐπανάληψη δέν γινόταν στό ἴδιο βαπτισμένο ἄτομο, ἀλλά σέ ἄλλο. Ἔτσι
αὐτό μᾶς δίνει τό δικαίωμα νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐπίθεση τῆς χειρός τῶν
Ἀποστόλων δέν ἔγινε σέ μία μαζική ὁμαδική ἐνέργεια, ἀλλά γινόταν σέ μία
προσωπική, ἰδιαίτερη πράξη. Καί αὐτό ἦταν εὔκολο τότε, γιατί οἱ
χριστιανοί ἦταν λίγοι καί ἐπαρκοῦσαν οἱ ἀπόστολοι. Ἀλλά τί θά ἔκαναν
σήμερα σέ μία ὁμαδική ἔνταξη στήν Ἐκκλησία, π.χ. χριστιανῶν βαπτισμένων,
ἀλλά μή κεχρισμένων;
στ) Σ' αὐτό
τό σημεῖο, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό διάλογο (Πράξ. 8,18-20) μεταξύ τοῦ
Σίμωνος μάγου καί τῶν δύο ἀποστόλων (καί ἰδίως τοῦ Πέτρου), μποροῦμε νά
ποῦμε ὅτι οἱ ἀπόστολοι ἐκτός ἀπό τήν ἐξουσία νά χρίουν, νά παρέχουν κατά
τό χρίσμα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶχαν καί τήν ἐξουσία νά
μεταδίδουν τήν ἱκανότητα-ἐξουσία αὐτή τοῦ νά χρίουν καί σέ ἄλλους.
Τουτέστι εἶχαν τή δυνατότητα-ἱκανότητα νά χειροτονοῦν διαδόχους τους.
Τήν ἱκανότητα δηλαδή νά χρίουν εἶχαν τήν ἐξουσία νά τήν μεταδίδουν διά
τῆς χειροτονίας στούς διαδόχους τους. Ἔτσι ἔχουμε τήν ἀποστολική
διαδοχή. Οἱ διάδοχοί τους καθίσταντο ἐπίσκοποι· καί αὐτοί οἱ ἐπίσκοποι
χειροθετοῦσαν τούς βαπτιζομένους, γιά νά λάβουν τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Βεβαίως αὐτό γινόταν ὅσο καιρό ἦταν ἐφικτό, ἕνεκα τοῦ μικροῦ
ἀριθμοῦ τῶν χριστιανῶν πού βαπτίζονταν.
ζ) Ὕστερα
ὅμως κατέστη ἀναγκαῖο νά μποροῦν τά χαρίσματα νά παρέχονται μέ ἕνα
διαφορετικό ἐπίσης καί ὁρατό τρόπο σέ μεγάλο ἀριθμό βαπτιζομένων. Ὁπότε
θεσμοθετήθηκε τό μυστήριο τοῦ χρίσματος, ὅπως τό γνωρίζουμε νά τελεῖται
σήμερα καί μέ τούς ἀντιπροσώπους τῶν Ἐπισκόπων, τούς πρεσβυτέρους.
η) Κάτι
τέτοιο νομίζουμε ὅτι μπορεῖ καί μέ τήν προσέλευση καί ἀσφαλῆ ἔνταξη τῶν
Οὐκρανῶν στή Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία νά συμβεῖ.
Β.
1) Σύμφωνα μέ τά δεδομένα αὐτά καί συνοψίζοντας τά πράγματα γιά κάθε
μυστηριακή πράξη χρειάζεται ἡ ἀποστολική διαδοχή, ἡ ὁποία παρέχεται μέ
τό μυστήριο τό κανονικό τῆς ἱερωσύνης, στούς κληρικούς.
2) Φυσικά
πρέπει αὐτοί οἱ κληρικοί νά εἶναι ἐνταγμένοι μέσα στήν Ἐκκλησία καί νά
μήν ἔχουν ἀποκοπεῖ ἤ ἀποσχισθεῖ ἀπό αὐτήν, εἴτε ἑκουσίως σχηματίσαντες
σχίσμα ἤ αἵρεση εἴτε ἀκουσίως καθαιρεθέντες τῆς ἱερωσύνης ἀπό τό ἁρμόδιο
γι' αὐτούς ἐκκλησιαστικό ὄργανο.
3) Σέ κάθε
κατ' ἀκρίβεια κανονική μυστηριακή πράξη ὑπάρχουν ἐκτός ἀπό (τούς λόγους)
τά ἀόρατα, θά λέγαμε σημεῖα καί τά ὁρατά σημεῖα, τά ἁπτά, ὥστε (νά
βλέπει καί) νά προσλαμβάνει μέ βεβαιότητα τό μεταδιδόμενο χάρισμα ὁ κάθε
πιστός.
4) Ὁ κληρικός
ὁ ὁποῖος τελεῖ ἕνα μυστήριο πρέπει νά ἔχει τήν ἄδεια καί τήν ἐντολή ἀπό
ἕνα ἀνώτερό του ἐκκλησιαστικό ὄργανο ἤ σῶμα, ὅπως τό ἀποστολικό σῶμα
τῶν Ἱεροσολύμων τότε ἔδωσε τήν ἄδεια καί τήν ἐξουσία στούς ἀποστόλους
Πέτρο καί Ἰωάννη νά πᾶνε στούς Σαμαρεῖτες γιά τή χορήγηση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Γ. Ἐνισχυτικά αὐτῶν τῶν ἀρχῶν ἔχουμε καί τούς ἱερούς κανόνες οἱ ὁποῖοι ὁρίζουν τά πρέποντα, τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις:
1) Ὁ α΄
ἀποστολικός κανόνας λέει: «Ἐπίσκοπος χειροτονείσθω ὑπό Ἐπισκόπων δύο, ἤ
τριῶν». Ὁ δέ δ΄ καν. τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου προσδιορίζει « . . . ἐξ
ἅπαντος τρεῖς ἐπί τό αὐτό συναγομένους, συμψήφων γινομένων καί τῶν
ἀπόντων, καί συντιθεμένων διά γραμμάτων, τότε τήν χειροτονίαν ποιεῖσθαι»
(Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα, Β΄, σελ. 122). Πρβλ. καί μθ΄ (νη΄) καί ν΄
(νθ΄) Καρθαγένης. Καί τοῦτο «Ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον, τό ἔλαττον ὑπό
τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται (Ἑβρ. ζ΄,7 ὅπερ ἰδίᾳ περί τῆς ἱερωσύνης
εἴρηται)» (Πηδάλιον, σελ. 1 ὑποσ.). Τονίζουμε τήν τελευταία φράση τοῦ
ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Καί θέτει αὐτήν τήν ἀρχήν ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, ἀφοῦ προηγουμένως γράφει: «Χωρίς δέ πάσης ἀντιλογίας» (Ἑβρ.
7,7). Ἔτσι τηρεῖται καί ἡ ἀρχή, κατά τήν ὁποία τό σύνολο, τό σῶμα τῶν
ἀποστόλων πού ἦταν στά Ἱεροσόλυμα ἔστειλε στή Σαμάρεια τά πρόσωπα τῶν
ἀποστόλων Πέτρου καί Ἰωάννου. Ἔτσι διαφυλάσσεται καί ἡ ἀποστολική
διαδοχή.
2) Ὅταν
ὑπάρχει ἔλλειψη-ἀπουσία τῶν ἀνωτέρω κανονικῶν προϋποθέσεων ἤ ἀκόμη καί
ἀμφιβολία, πρέπει νά ἐπαναλαμβάνεται ἡ χειροτονία. Αὐτό ὑποδεικνύεται
ἀπό τόν πδ΄ (84ο) καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου καί τόν οβ΄ (72ο)
τῆς Καρθαγένης. Ὁ πρῶτος ὁρίζει: «Τοῖς κανονικοῖς τῶν Πατέρων θεσμοῖς
κατακολουθοῦντες ὁρίζομεν περί τῶν νηπίων, ὁσάκις μή εὑρίσκωνται βέβαιοι
μάρτυρες, οἱ ταῦτα ἀναμφιβόλως βαπτισθέντα εἶναι λέγοντες, καί οὐδέ
αὐτά διά τήν κεῖραν (= ἡλικία), περί τῆς παραδοθείσης αὐτοῖς μυσταγωγίας
ἀποκρίνασθαι ἐπιτηδείως ἔχωσι, χωρίς τινος προσκόμματος ὀφείλειν ταῦτα
βαπτίζεσθαι, μήποτε ὁ τοιοῦτος δισταγμός ἀποστερήσῃ αὐτά τῆς τοιαύτης
τοῦ ἁγιασμοῦ καθάρσεως» (Πηδάλιον, σελ. 294). Τά ἴδια διαλαμβάνει (ἔχει)
καί ὁ οβ΄ (72ος) καν. τῆς Καρθαγένης.
Δ.
1) Ἀκριβῶς γιά νά μήν ὑπάρχει κάποια ἀμφιβολία ἤ ἀμφισβήτηση τῆς
κανονικότητας μιᾶς χειροτονίας, ἀλλά καί γιά τήν ὕπαρξη μαρτυρίας περί
τῆς «ἀξιότητας» τοῦ χειροτονουμένου πρέπει οἱ χειροτονίες νά γίνονται
δημοσίως. Πρβλ. ν΄/νθ΄ καν. Καρθαγένης καί ζ΄ καν. Θεοφίλου
Ἀλεξανδρείας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμ. Σύνοδο
καί ἔχουν ἀποκτήσει καθολικό κῦρος. Ὁ πρῶτος ὁρίζει: «Ἐκεῖνο δέ ὁρίσαι
δεῖ "Ὥστε, ἐάν ποτε πρός ἐπιλογήν ἐπισκόπου προέλθωμεν, καί ἀναφυῇ τις
ἀντιλογία . . . καί ἐπί αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, οὗ μέλλει χειροτονεῖσθαι,
ἐξετασθῶσιν πρῶτον τά πρόσωπα τῶν ἀντιλεγόντων . . . "». Πολύ
διαφωτιστικό εἶναι τό «Καί ἐπί αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, οὗ μέλλει
χειροτονεῖσθαι».
2) Ὁ δεύτερος
ὁρίζει σαφέστερα καί ἐντονότερα: «Περί τῶν ὀφειλόντων (ἄλλη γραφή ·
μελλόντων) χειροτονεῖσθαι, οὗτος ἔστω (ἄλλη γραφή · ἔσται) τύπος . . .
τότε τόν ἐπίσκοπον δοκιμάζειν, καί, συναινοῦντος αὐτῷ τοῦ ἱερατείου . . .
». Σπουδαιότητα ἔχουν γιά τό θέμα μας οἱ ἑπόμενες φράσεις τοῦ κανόνα,
τίς ὁποῖες ἐδῶ ἐξαίρουμε καί ὑπογραμμίζουμε: Τό «χειροτονεῖν ἐν μέσῃ τῇ
ἐκκλησίᾳ, παρόντως τοῦ λαοῦ» . . . καί «χειροτονία δέ λαθραίως μή
γινέσθω» καί «πρέπει, παρόντων τῶν ἁγίων, τάς χειροτονίας ἐπί τῆς
Ἐκκλησίας γίνεσθαι». Καί καταλήγει: « . . . παρόντι τῷ λαῷ, μόνον ἵνα μή
περιδρομή τις γένηται» (= Ἵνα μή μέσον παραδρομή τις γένηται, ἐν
ἄλλοις) (Πηδάλιον, σελ. 680). Ὁ δέ Βαλσαμών ἑρμηνεύει: «ἤγουν ἀπάτη καί
συναρπαγή, καί χειροτονηθῇ τις μή ὑγιῶς ἔχων περί τήν πίστιν» (Ράλλη –
Ποτλῆ, Σύνταγμα, Δ΄, σελ. 348).
3) Καί ὅλες
αὐτές οἱ προϋποθέσεις ὁρίστηκαν καί ὑπάρχουν, γιά νά ἔχει ἡ γινομένη
χειροτονία, ἡ ἱερωσύνη, τή γνήσια καί ἀσφαλῆ ἀποστολική διαδοχή, πράγμα
τό ὁποῖο εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἐγκυρότητα καί τήν ἰσχύ
κάθε μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας πού τελεῖται ἀπό τόν χειροτονηθέντα
κληρικό. Αὐτή ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση τίθεται ἐν ἀμφιβολίᾳ στούς
χειροτονηθέντες ἀπό σχισματικούς ἤ καθηρημένους καί ἀφορισμένους. Οὔτε
λόγος βεβαίως δέν γίνεται κἄν γιά τούς ἀχειροτόνητους. Γιά τούς
βαπτισθέντες ἤ χειροτονηθέντες λοιπόν ἀπό σχισματικούς ἤ καθηρημένους
λέει ὁ α΄ καν. τοῦ Μεγ. Βασιλείου: «Διότι ἡ μέν ἀρχή τοῦ χωρισμοῦ διά
σχίσματος γέγονεν· οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τήν
χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ἑαυτούς· ἐπέλιπε (= σταμάτησε, δέν ἔφθασε)
γάρ ἡ μετάδοσις τοῦ διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν (= συνέχεια, διαδοχή). Οἱ
μέν γάρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρά τῶν πατέρων ἔσχον τάς χειροτονίας,
καί διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν, εἶχον τό χάρισμα τό πνευματικόν·
οἱ δέ ἀπορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ
χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν· οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις
παρέχειν, ἧς αὐτοί ἐκπεπτώκασι».
Ὁ ἅγιος
Νικόδημος δίνει τήν ἑξῆς ἑρμηνεία: «Ἐπειδή οἱ πρῶτοι Ἱερωμένοι τῶν
Σχισματικῶν εἶχον μέν τό χάρισμα τοῦ νά χειροτονοῦν καί τοῦ νά βαπτίζουν
ἀπό τήν Ἐκκλησίαν. Ἀφ' οὗ δέ μίαν φοράν ἐσχίσθησαν ἀπό τό ὅλον σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας, ἔχασαν αὐτό καί δέν ἠμποροῦν πλέον νά βαπτίσουν ἄλλους ἤ νά
χειροτονήσουν, καί ἁπλῶς νά δώσουν χάριν, τήν ὁποίαν διά τοῦ σχίσματος
ἐστερήθησαν» (Πηδάλιον, σελ. 589).
Σέ διάφορες σχισματικές μερίδες «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν» γίνεται δεκτό τό βάπτισμα. Γιά κάθε περίπτωση ὅμως πρέπει νά τελεῖται τό χρίσμα, ὅπως ἔκαναν καί οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καί Ἰωάννης στή Σαμάρεια.
Σέ διάφορες σχισματικές μερίδες «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν» γίνεται δεκτό τό βάπτισμα. Γιά κάθε περίπτωση ὅμως πρέπει νά τελεῖται τό χρίσμα, ὅπως ἔκαναν καί οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καί Ἰωάννης στή Σαμάρεια.
Ε.
1) Πολλοί νομίζουν ὅτι ὑπάρχει θεραπεία τῶν πραγμάτων, τῶν χειροτονιῶν
καί τῶν ἐπακολούθων τους, μέ τή συλλειτουργία τοῦ καθηρημένου ἤ
ἀφορισμένου καί ἀκοινωνήτου ἤ σχισματικοῦ μέ ἄλλους κανονικούς
λειτουργούς. Αὐτό βέβαια δέν ἔχει καμμία κανονική βάση ἤ λογική.
Ἀντιθέτως ἐκεῖνος πού συμπροσεύχεται καί συλλειτουργεῖ μέ τόν ἀκοινώνητο
ἤ ἀπεσχισμένον καθίσταται καί αὐτούς ἔνοχος καί παράνομος καί διά τοῦτο
τιμωρεῖται καί αὐτός. Ὁ ι΄ (10ος) ἀποστολικός κανόνας ὁρίζει ρητῶς: «Εἴ
τις ἀκοινωνήτω κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται οὗτος ἀφοριζέσθω». Ἀκολούθως καί ὁ
ια΄ (11ος) ἀποστολικός κανόνας προστάζει σαφῶς: «Εἴ τις καθῃρημένῳ
κληρικός ὤν, κληρικῷ συνεύξηται, καθαιρείσθω καί αὐτός». Αὐτό τό
ἐπιχείρημα τῆς θεραπείας μιᾶς ἀντικανονικῆς ἐκλογῆς-χειροτονίας
ἐπισκόπου διά τῆς συλλειτουργίας μέ ἄλλους κανονικούς ἐπισκόπους
χρησιμοποιήθηκε καί πρό ἐτῶν, ἀλλά ἡ «πρεσβυτέρα» τότε κληθεῖσα Σύνοδος
δέν τό υἱοθέτησε καί προέβη στήν ἔκπτωση ἀπό τό θρόνο τους τῶν
Μητροπολιτῶν αὐτῶν.
2) Ἀναφέρουμε
ἐπίσης τούς ι΄ καί με΄ ἀποστολικούς, α΄, β΄, δ΄, καί στ΄ Ἀντιοχείας,
λζ΄, λη΄ καί λθ΄ Λαοδικείας, θ΄ Καρθαγένης κ.τ.λ. Ἀπό αὐτούς παραθέτουμε
τόν β΄ Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος μέ μεγαλύτερη σαφήνεια λέει: «Μή ἐξεῖναι δέ
κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις . . . Εἰ δέ φανείη τις τῶν ἐπισκόπων, ἤ
πρεσβυτέρων, ἤ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν,
καί τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἄν συγχέοντα τόν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας»
(Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα, τόμ. Γ΄, σελ. 125-126).
Ἡ συλλειτουργία καί ἡ «κοινωνία» στή Θεία Εὐχαριστία δέν φαίνεται νά εἶναι προϋπόθεση γιά τήν ἐπίτευξη κανονικότητας, γιά τή θεραπεία μιᾶς ἀντικανονικότητας. Ἀντιθέτως εἶναι τό ἐπισφράγισμα τῆς ἀποκατασταθείσας, κατόπιν καί μετανοίας, κανονικότητας. Τοῦτο διαφαίνεται ἰδιαιτέρως καί στόν ἀνωτέρω β΄ κανόνα τῆς Ἀντιοχείας.
Ἡ συλλειτουργία καί ἡ «κοινωνία» στή Θεία Εὐχαριστία δέν φαίνεται νά εἶναι προϋπόθεση γιά τήν ἐπίτευξη κανονικότητας, γιά τή θεραπεία μιᾶς ἀντικανονικότητας. Ἀντιθέτως εἶναι τό ἐπισφράγισμα τῆς ἀποκατασταθείσας, κατόπιν καί μετανοίας, κανονικότητας. Τοῦτο διαφαίνεται ἰδιαιτέρως καί στόν ἀνωτέρω β΄ κανόνα τῆς Ἀντιοχείας.
3) Καί αὐτήν
τήν τακτική ὑποδεικνύει καί ἐνισχύει καί ὁ Ἀπ. Παῦλος μέ τό νά ἐπεξηγεῖ
συγχρόνως καί τό λόγο τῆς ὑπάρξεως καί ἐφαρμογῆς της. Λέει συγκεκριμένως
ἀπευθυνόμενος πρός τήν Ἐκκλησία τῶν Κορινθίων: «Πρῶτον μέν γάρ
συνερχομένων ὑμῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἀκούω σχίσματα ἐν ὑμῖν ὑπάρχειν . . .
Συνερχομένων οὖν ὑμῶν ἐπί τό αὐτό οὐκ ἔστιν Κυριακόν δεῖπνον φαγεῖν» (Α΄
Κόρ. 11,18-20). Ὁ καθηγητής Παν. Τρεμπέλας, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό,
γράφει: «Ὅταν λοιπόν συναθροίζεσθε εἰς τόν αὐτόν τόπον τῆς λατρείας μέ
τάς διαιρέσεις σας αὐτάς, δέν εἶναι δυνατόν νά φάγετε ἀκατακρίτως καί
πρός ὠφέλειάν σας τό δεῖπνον, πού ὁ Κύριος συνέστησε. Τρώγετε βέβαια
δεῖπνον καί τώρα, ἀλλ' αὐτό εἶναι βεβήλωσις τοῦ ἱεροῦ δείπνου, πού μᾶς
παρέδωκεν ὁ Κύριος»4. Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐφιστᾶ τήν
προσοχή τῶν Κορινθίων στίς μεταξύ τους «αἱρέσεις καί διαιρέσεις», καί
λέει ὅτι, ἐφ' ὅσον ὑφίστανται αὐτές, «δέν ὑπάρχει Κυριακόν δεῖπνον, Θεία
Εὐχαριστία». Καί τίθεται ἀμέσως τό ἐρώτημα: Ποιά θεραπεία προσφέρει σέ
μία ἀντικανονικότητα ἕνα ἀνύπαρκτο («οὐκ ἔστι») Κυριακό δεῖπνο; Καί ὄχι
μόνο αὐτό. Ἀλλά ἐπί πλέον γινόμαστε αἴτιοι καί ἔνοχοι αὐτῆς τῆς
βεβηλώσεως τοῦ Κυριακοῦ Δείπνου.
4) Ὅτι ἔχει
καί αὐτήν τήν ἔννοια ἐνισχύεται καί ἀπό τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους
ἐπιστολῆς (10,29), ὅπου ἀπειλεῖται μέ τιμωρία ὁ «τό αἷμα τῆς Διαθήκης
κοινόν ἡγησάμενος», τό ὁποῖο χωρίο ἀποδίδεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας καί διά τῆς ἐκφράσεως «μηδέν πλέον ἔχον τῶν λοιπῶν»5. Γιατί
δέν μπορεῖ κανείς νά ἀρνηθεῖ, ὅτι εἶναι ἁμαρτία τό νά βεβηλώνουμε καί
νά ὑποτιμοῦμε τό Αἷμα τῆς Καινῆς Διαθήκης, νά παραθεωροῦμε τό λόγο τοῦ
Θεοῦ καί νά καταπατοῦμε τόν Υἱό Αὐτοῦ (Ἑβρ. 10,29).
ΣΤ.
Λοιπόν, ἐπαναλαμβάνοντας αὐτά οἱ ἱ. Κανόνες, νομίζουμε ὅτι θέλουν νά
μᾶς ἐπιστήσουν τήν προσοχή, στό ὅτι μόνο μέ ἐκείνη τήν τάξη, τά ὄργανα
καί τά μέτρα πού ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία ἐπιτυγχάνεται ἡ θεραπεία τῶν διαφόρων
ἀντικανονικοτήτων, ἡ διόρθωση τῶν ἀναφυομένων κανονικῶν ζητημάτων, καί
ὄχι αὐτομάτως («μηχανικά») μέ τίς παντός εἴδους διοικητικές, κοσμικές, ἤ
ἀκόμη καί λειτουργικές «κονωνίες» καί «ἐπικοινωνίες».
Ἔτσι,
γιά νά θεραπευθεῖ ἡ ἀντικανονικότητα ἑνός μέλους τῆς Ἐκκλησίας ἤ
ὀργάνου Αὐτῆς, ἀπαραίτητο εἶναι νά καταφύγει κατά πρῶτον στό ἀμέσως
ἀνώτερο αὐτοῦ ἐκκλησιαστικό ὄργανο, σέ ὄργανο δηλ. πολυπληθέστερο καί
ἀνωτέρου ἐπιπέδου βαθμοῦ (Instanz).
Π.χ. ἕνας
ἱερέας θά καταφύγει στόν ἐπίσκοπο ἤ ἕνας ἐπίσκοπος στήν ἁρμόδια σύνοδο
κ.ο.κ. Ἡ οἰκονομία δηλ. χορηγεῖται ἀπαραιτήτως ἱεραρχικῶς6, ἀλλιῶς
συνιστᾶ παράβαση.
Γιά τό θέμα
μάλιστα αὐτό ἀξίζει ἐδῶ νά μεταφέρουμε μία μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου
τοῦ Ἁγιορείτη ἀπό τήν ἑρμηνεία του στήν ἐν λόγῳ ἐπιστολή, ὅπου λέει:
«Ἐδῶ μέ τά λόγια ταῦτα ἦλθεν ὁ Ἀπόστολος εἰς τό κυριώτερον μέρος, τό ὁποῖο συνέχει καί συγκρατεῖ τήν Ἐκκλησίαν περισσότερον ἀπό ὅλα δηλ. εἰς τό περί τῶν χειροτονιῶν»7.
Ἰδαιτέρως
διαφωτιστική ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι καί μία πληροφορία, τήν ὁποία
παρέχει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό «Πηδάλιο». Συγκεκριμένως σημειώνει: «Διά
τοῦτο καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, ἀγκαλά (= μολονότι)
καί ἀπό βίαν μεγάλην τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου . . . υἱοῦ τῆς Εἰρήνης
συνεχώρησε, (μετά τοῦ Ταρασσίου) . . . κατ' ἀρχάς Ἰωσήφ τόν οἰκονόμον
τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὅστις εὐλόγησεν αὐτόν τόν Βασιλέα μέ τήν
Κουβοκουλαρίαν Θεοδότην τήν συγγενῆ του . . . μ' ὅλον τοῦτο ὕστερον ὅταν
ἐβασίλευσε Μιχαήλ ὁ εὐσεβής Βασιλεύς, ἐκάθῃρεν αὐτόν ὁ αὐτός Ἅγιος
Νικηφόρος, καί ὅρα τόν Δοσίθεον, σελ. 661 καί 745 τῆς Δωδεκαβίβλου»
(Πηδάλιον, σελ. 671, ὑποσ. 4).
Γι' αὐτό καί
τό ἐκκλησιαστικό ὄργανο ὀφείλει νά τονίζει τό κανονικό καί τήν ἀκρίβεια,
ἀπό τά ὁποῖα ὑποχωρεῖ καί συγκαταβαίνει κατ' οἰκονομία γιά τή σωτηρία
τοῦ ἀνθρώπου καί τό γενικότερο καλό τῆς Ἐκκλησίας «πρός τῷ εὐαρεστῆσαι
τῷ Θεῷ» (Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός, PG 98,112).
Ὁ τύπος αὐτός
παροχῆς τῆς οἰκονομίας ἀκολουθεῖται προφανῶς, γιά νά ἔχουμε αἴσθηση τοῦ
ὀρθοῦ καί συναίσθηση τῆς παραβάσεως, γιά νά μή λησμονεῖ ὁ πιστός
χριστιανός τήν ἀλήθεια καί τήν ἀκρίβεια, στήν ὁποία ὀφείλει νά
ἐπανέλθει.
Σέ κάθε
πάντως περίπτωση πρέπει νά συμμαρτυρήσει καί νά συμμαρτυρεῖ καί ἡ
καθόλου Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιά νά ἔχουν οἱ ἐν λόγῳ χριστιανοί τή
βεβαιότητα ὅτι πράγματι καί ὀρθῶς γίνεται ἡ ἔνταξη, τηρουμένων τῶν
δογματικῶν καί κανονικῶν προϋποθέσεων, τίς ὁποῖες ἀνέκαθεν ἀκολουθεῖ ἡ
Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Καί ἀκόμη
ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ βεβαιότητα ὅτι παραλαμβάνουν καί ἀπολαμβάνουν τήν
πληρότητα καί ὁλοκλήρωση τῶν μυστηρίων τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί
Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί ἐπισφραγίζεται ἡ ἔνταξή τους σ' αὐτή.
2. Παν. Τρεμπέλα, ὅπ. π., σ. 271.
3. Ὅπ. π.
4. Παν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τάς ἐπιστολάς τῆς Καινῆς Διαθήκης, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι, σελ. 354.
5. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν, PG 63,144: «Κοινόν τί ἐστι; Τό ἀκάθαρτον ἤ τό μηδέν πλέον ἔχον τῶν λοιπῶν». Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀπ. Παύλου, Ἔκδ. Νικηφόρου Καλογερᾶ, τόμ. Β΄, Ἐν Ἀθήναις 1887, σελ. 422: «μηδέν διαφέρον τῶν ἄλλων ἀνθρωπίνων αἱμάτων». Πρβλ. καί Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς ἐξήγησις, PG 125,336A: « . . . Καί οὐδέν τῶν λοιπῶν διαφέρον».
6. Πρβλ. Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, Ἡ οἰκονομία, σελ. 68.
7. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, (Ἑρμηνεία) Εἰς τάς ιδ΄ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμ. Γ΄, Ἀθῆναι 1971, σελ. 149.
romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου