ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Ποίημα οδ΄ [Πρὸς Χριστόν]
Γιατί μὲ βασανίζεις; Δὲν λέω, ἦρθα στὴ ζωή· πάει καλά.
Ὅμως γιατί θὰ πρέπει νὰ μὲ δέρνουν οἱ φουρτοῦνες τῆς ζωῆς;
Θὰ σοῦ τὸ πῶ… εἶναι θρασύ, μὰ θὰ σ᾽ τὸ πῶ:
Ἂν δὲν ἤμουν δικός σου, ἄδικα ἔζησα, Χριστέ μου.
Γεννιόμαστε, σκορπίζουμε, τελειώνουμε.
Νυστάζουμε, κοιμόμαστε, ἀγρυπνᾶμε.
Πορευόμαστε, ἀρρωσταίνουμε, γινόμαστε καλά…
καὶ πάλι ἀπολαύσεις, πάλι πόνοι.
Τρέχουμε πίσω ἀπ᾽ τὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τῆς γῆς τὰ πράγματα.
Ὕστερα πεθαίνουμε, σαπίζει ἡ σάρκα.
Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀνήκουν καὶ στὰ ζῶα;
Ἄσχημα ἀκούγονται τὰ ζῶα, μὰ δὲν φταῖνε.
Εἶναι τουλάχιστον ἀθῶα. Ἐγώ, τί παραπάνω; Τίποτα ἢ Θεός.
Ἂν δὲν ἤμουν δικός σου, ἄδικα ἔζησα, Χριστέ μου.
οδ΄. Πρὸς Χριστόν.
Τίς ἡ τυραννίς; ἦλθον εἰς βίον· καλῶς.
Τί δὲ στροβοῦμαι ταῖς βίου τρικυμίαις;
Ἐρῶ λόγον, θρασὺν μὲν, ἀλλ’ ὅμως ἐρῶ.
Εἰ μὴ σὸς εἴην, ἠδίκημαι, Χριστέ μου.
Γεννώμεθ’, ἐκλυόμεθ’, ἐκπληρούμεθα,
Ὑπνῶ, καθεύδω, γρηγορῶ, πορεύομαι
Νοσοῦμεν, εὐεκτοῦμεν, ἡδοναὶ, πόνοι.
Ὡρῶν μετασχεῖν ἡλίου, τούτων ἃ γῆς,
Θανεῖν, σαπῆναι σάρκα· ταῦτα καὶ βοτῶν,
Ἃ δυσκλέα μὲν, ἀλλ’ ὅμως ἀνεύθυνα.
Τί οὖν ἐμοὶ τὸ πλεῖον; οὐδὲν, ἢ Θεός. (5)
Εἰ μὴ σὸς εἴην, ἠδίκημαι, Χριστέ μου.
***
ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Ποίημα για μένα [ΠΒ΄. Πρὸς αὐτόν]
Χρυσάφι, ἀσήμι, πλούσια
τραπέζια: τὰ παιχνίδια τῆς ζωῆς.
Μεταξωτά, σοδιές, κοπάδια.
Ἐγὼ ἕναν πλοῦτο ἔχω: τὸν Χριστό.
Κι ἄμποτε ν᾽ ἀνταμώσουμε καὶ νά ᾽ναι
γυμνὴ ἡ ψυχή μου, ἀμόλυντη.
Τὰ ὑπόλοιπα: τοῦ κόσμου.
πβ΄. Πρὸς αὐτόν.
Ἄλλοι χρυσὸν, οἵδ’ ἄργυρον, οἵδε τράπεζαν
Τιμῶσι λιπαρὴν, παίγνια τοῦδε βίου.
Ἄλλοι δ’ αὖ σηρῶν καλὰ νήματα, καὶ γύας ἄλλοι
Πυροφόρους, ἄλλοι τετραπόδων ἀγέλας.
Αὐτὰρ ἐμοὶ Χριστὸς πλοῦτος μέγας, ὅν ποτ’ ἴδοιμι
Νῷ γυμνῷ καθαρῶς· ἄλλα τε κόσμος ἔχοι.
Αποδόσεις του Γιώργου Μπλάνα
Πηγή
***
Ἡ ἀπελπισία τῆς ἀπιστίας κι ἡ μυρουδιὰ τοῦ θανάτου
Φώτης Κόντογλου
Σήμερα,
ὁ κόσμος εἶναι βουτηγμένος στὸ σκοτάδι τις ἀπιστίας καὶ στὸν παγερὸ
ἴσκιο τοῦ θανάτου. «Ψωμὶ καὶ θεάματα», φώναζε ἐκεῖνος ὁ ἐξαγριωμένος
ὄχλος τῆς Ρώμης, τὸ ἴδιο φωνάζει καὶ ἡ σημερινὴ ἀνθρωπότητα, μόνο μὲ
ἄλλα λόγια. Αὐτὴ ἡ κατάσταση σὲ κάνει νὰ φέρνεις στὸ νοῦ σου τοῦτα τὰ
λόγια τοῦ Δαυίδ: «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνηκε. Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς».
Ναί. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος κατάντησε σὲ
πολλὰ ἕνα ζῶο, γεμᾶτο ἀπὸ τὰ πιὸ ἀποτρόπαια ἔνστικτα, ποὺ ἀνεβήκανε ἀπὸ
τὴ σκοτεινὴ ἄβυσσο ποὺ κλείνει μέσα του καὶ τὸν κάνανε σὰν δαιμονισμένο.
Ἡ μυρουδιὰ τοῦ θανάτου βρίσκεται μέσα στὸν ἄθεο καὶ κεῖνος ὁ δυστυχὴς θαρρεῖ πὼς αὐτὴ ἡ βρώμα βρίσκεται μέσα στὶς ψυχὲς ποὺ εὐωδιάζουν ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ λέγει, μὲ τοῦτον τὸν ἐξαίσιο τρόπο, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐμεῖς, λέγει, ποὺ ἔχουμε τὴν πίστη, εἴμαστε εὐωδία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εὐωδιάζουμε καὶ γιὰ τοὺς σωσμένους καὶ γιὰ τοὺς χαμένους. Καὶ σὲ ἐκείνους, ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ μυρουδιὰ τοῦ θανάτου, μυρίζουν θάνατο, ἐνῶ σὲ κείνους ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ μυρουδιὰ τῆς ζωῆς, μυρίζουν ζωή» (Β’ Κόρ. 2, 15-16 ).
***
Ποιός δέν ἔχει βάσανα σέ τοῦτον τόν κόσμο;
Ἄν ὑπάρχει κανένας χωρίς βάσανα,
αὐτός μονάχα δέν θά κλάψει διαβάζοντας τό Ψαλτήρι.
Καί ὅποιος τό διαβάζει, βρίσκει παρηγοριά.
Ἁγιασμένη Ἑλλάδα!
Εἶσαι ἁγιασμένη, γιατὶ εἶσαι βασανισμένη. Κι ἡ κάθε γιορτή σου
μνημονεύει κ᾿ ἕνα μαρτύριό σου. Τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ τὰ ῾κανες δικά σου
πάθη, τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων εἶναι τὰ δικά σου μαρτύρια. («Παναγία καὶ Ὑπεραγία», ἐκδ. Ἀρμός)
…Μεγάλωσε μέσα στην αγωνία η χριστιανική Ελλάδα, γιατί ο πόνος είναι η καινούργια σφραγίδα του Χριστού. Η Ρωμιοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα.
Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ‘τανε δοξασμένη και αντρειωμένη, αλλά η
καινούργια, η χριστιανική, είναι πιο βαθειά, επειδής ο πόνος είναι ένα
πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τι. Οι
λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθιά τον χαραχτήρα
τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που
δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά
γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη.
Τα έθνη που ξαγοράζουνε κάθε ώρα της ζωής
τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζονται με πνευματικές χαρές που δεν
τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμενοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από
πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει
χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς
και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζεται το χρυσάφι με φωτιά μέσα στο
χωνευτήρι. Για τούτο η δυστυχισμένη Ρωμιοσύνη στολίστηκε με κάποια
αμάραντα άνθη, που δεν τ’ αξιωθήκανε οι μεγάλοι κ’ οι τρανοί λαοί της
γης.
Από το βιβλίο: Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη, του Φώτη Κόντογλου, Η ακατάλυτη ελληνική φύτρα, Εκδόσεις Αστηρ
Ακατάλυτη ελληνική φύτρα! Ποτές
δεν θα ξεραθείς, ποτές, δε θα πεθάνεις! Από το γέρικο και τιμιώτατο
κορμί σου πετιούνται ολοένα καινούργια βλαστάρια, που γεύοντάς τα και τ’
αγρίμια ημερεύουνε! Σε κάθε καινούργια γέννα σου χαίρεται ο
κόσμος, μα οι οχτροί σου τα κράζουνε στερνοπαίδια, ως που δεν αργείς να
φέρεις άλλον δράκο στον κόσμο, κι αποσβολώνουνται!
Ας παρατήσουνε πια τους παλαιούς Έλληνες, κι ας ακούσουνε τον καινούργιο Πίνδαρο, που κράζει από την Κύπρο:
Η Ρωμιοσύνη ειν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου.
Κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ‘πο τάψη ο Θεός μου.
η Ρωμιοσύνη θα χαθεί όντας ο κόσμος λείψει.
Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα.(Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη)
Φώτισε,
Κύριε, τὶς σκοτισμένες διάνοιές μας. Ἐλευθέρωσέ τες ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα
φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿
αὐτὴ βρίσκουμε τὸν μυστικὸ δρόμο ποὺ μᾶς φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς
ἀπατηλὲς σοφίες τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ λύπη τῆς διανοίας εἶναι θυμίαμα εὔοσμο,
ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Αὐτὴ ἀνοίγει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ
νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μας στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Γιὰ τοῦτο
εἶπες· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ
καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Φώτης Κόντογλου,
Μεγάλη Παρασκευή, 1960
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου