«Εν τω φωτί της δόξης του προσώπου σου, Κύριε, πορευσόμεθα εις τον αιώνα.» (ψ. 88, 16β΄ – 17α΄)
«Εσημειώθη εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, Κύριε» (ψ. 4, 7)
Γέμισε ξαφνικά το κελλί με ένα φως γλυκό, ουράνιο.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
– Γέροντα, το άκτιστο φως το βλέπει κανείς με τα αισθητά μάτια;
– Αν αφήσετε τις μικρότητες, θα σας πω.
– Γέροντα, μέχρι να απαλλαγούμε από τις μικρότητες, εσείς θα φύγετε… Κάντε το σαν πνευματική ελεημοσύνη!
– Όταν ήμουν στα Κατουνάκια, στο Κελλί του Υπατίου, ένα απόγευμα, αφού έκανα τον Εσπερινό με κομποσχοίνι, ήπια ένα τσάι και συνέχισα.Έκανα το Απόδειπνο και τους Χαιρετισμούς με κομποσχοίνι, και ύστερα έλεγα την ευχή. Όσο την έλεγα, τόσο έφευγε η κούραση και αισθανόμουν ξεκούραστος. Ένιωθα μέσα μου μια χαρά, που δεν μου έκανε καρδιά να κοιμηθώ· έλεγα συνέχεια την ευχή. Γύρω στις έντεκα την νύχτα γέμισε ξαφνικά το κελλί με ένα φως γλυκό, ουράνιο. Ήταν πολύ δυνατό, αλλά δεν σε θάμπωνε. Κατάλαβα όμως ότι και τα μάτια μου «δυνάμωσαν», για να μπορώ να αντέξω αυτήν την λάμψη. Όσο ήμουν σε αυτήν την κατάσταση, μέσα στο θείο εκείνο φώς, ήμουν σ’ έναν άλλον κόσμο, πνευματικό. Αισθανόμουν μια ανέκφραστη αγαλλίαση, και το σώμα μου ανάλαφρο· είχε χαθή το βάρος του σώματος. Ένιωθα την Χάρη του Θεού, τον θείο φωτισμό. Θεία νοήματα περνούσαν γρήγορα από τον νού μου σαν ερωταποκρίσεις. Δεν είχα προβλήματα, ούτε θέματα να ρωτήσω, όμως ρωτούσα και είχα συγχρόνως και την απάντηση. Ήταν ανθρώπινα λόγια οι απαντήσεις, είχαν όμως και θεολογία, αφού ήταν θείες απαντήσεις. Και ήταν τόσο πολλά όλα αυτά, ώστε, αν τα έγραφε κανείς, θα γραφόταν άλλος ένας Ευεργετινός. Αυτό κράτησε όλη την νύχτα, μέχρι τις εννιά το πρωί. Όταν πια χάθηκε εκείνο το φώς, όλα μου φαίνονταν σκοτεινά. Βγήκα έξω και ήταν σαν νύχτα. «Τί ώρα είναι; Δεν έφεξε ακόμη;», ρώτησα έναν μοναχό που περνούσε από εκεί. Εκείνος με κοίταξε και μου απάντησε με απορία: «Τί είπες, πάτερ Παΐσιε;». «Τί είπα;», αναρωτήθηκα και μπήκα μέσα. Κοιτάζω το ρολόι και τότε συνειδητοποίησα τί είχε συμβή. Η ώρα ήταν εννιά το πρωί, ο ήλιος ήταν ψηλά, κι εμένα η ημέρα μου φαινόταν σαν νύχτα! Ο ήλιος δηλαδή μου φαινόταν ότι ίσα-ίσα φώτιζε· σαν να είχε γίνει έκλειψη ηλίου. Ήμουν σαν έναν που πετιέται απότομα από το δυνατό φως στο σκοτάδι· τόσο μεγάλη ήταν η διαφορά! Μετά από εκείνη την θεϊκή κατάσταση βρέθηκα στην άλλη, την φυσική, την ανθρώπινη, και ξεκίνησα να κάνω όπως κάθε μέρα το πρόγραμμά μου. Έκανα λίγο εργόχειρο, έκανα την Ακολουθία των Ωρών με κομποσχοίνι, μετά την Ενάτη Ώρα έβρεξα λίγο παξιμάδι για να φάω, αλλά ένιωθα σαν ζώο που πότε ξύνεται, πότε βόσκει, πότε χαζεύει, και έλεγα μέσα μου: «Για δές με τί ασχολούμαι! Τόσα χρόνια έτσι τα πέρασα;». Μέχρι το απόγευμα είχα τέτοια αγαλλίαση, που δεν ένιωθα την ανάγκη να ξεκουραστώ. Τόσο δυνατή ήταν η κατάσταση αυτή. Όλη εκείνη την ημέρα έβλεπα θαμπά· ίσα-ίσα που μπορούσα να κάνω την δουλειά μου. Και ήταν καλοκαίρι· ο ήλιος έλαμπε. Την άλλη μέρα άρχισα να βλέπω τα πράγματα φυσιολογικά. Έκανα το ίδιο τυπικό, αλλά δεν ένιωθα πια έτσι, σαν ζώο.
Με τί χαζά πράγματα περνούμε τον καιρό μας και τί χάνουμε! Γι’ αυτό, όταν βλέπω μικρότητες, κακομοιριές, χαμένα πράγματα, πολύ στενοχωριέμαι.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής»
***
Ο Ιωάννης ήταν σε κατάσταση να χωρέσει το μυστήριο της Μεταμορφώσεως, γιατί αγαπούσε περισσότερο τον Χριστό.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
–Γέροντα, αισθάνομαι πολύ φτωχή πνευματικά και αδύναμη.
–Εσύ
έχεις πολλές δυνάμεις, αλλά τις χαραμίζεις με την χαζή ζήλεια και, ενώ
είσαι ένα αρχοντόπουλο, βασανίζεσαι σαν κακόμοιρο γυφτάκι. Θα είχες προχωρήσει πολύ στην πνευματική ζωή, αν δεν σκάλωνες στην ζήλεια. Πρόσεξε, γιατί η ζήλεια σου ρουφάει όλες τις ψυχικές και σωματικές σου δυνάμεις, που θα μπορούσες να τις προσφέρης θυσία στον Θεό. Εάν έδιωχνες την ζήλεια, και η προσευχή σου θα είχε δύναμη.
Με την ζήλεια αποδυναμώνεται κανείς πνευματικά.
Γιατί, νομίζετε, οι Απόστολοι δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιο από
το δαιμονισμένο παιδί, ενώ είχαν λάβει αυτήν την εξουσία από τον Χριστό
και είχαν βγάλει άλλα δαιμόνια; Επειδή
ζήλεψαν, που ο Χριστός πήρε στην Μεταμόρφωση μόνον τους τρεις Μαθητές,
τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Μπορούσε ο Χριστός να πάρη όλους
τους Μαθητές, αλλά δεν ήταν όλοι σε κατάσταση να χωρέσουν αυτό το μυστήριο, γι’ αυτό πήρε αυτούς που μπορούσαν να το χωρέσουν.
Λέτε να μην αγαπούσε τους άλλους Μαθητές; Ή μήπως αγαπούσε τον Ιωάννη περισσότερο από τους άλλους; Όχι, αλλά
ο Ιωάννης αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους μαθητές τον Χριστό και
γι’ αυτό καταλάβαινε την αγάπη του Χριστού καλύτερα. Είχε πολλή
χωρητικότητα η μπαταρία του ήταν μεγάλη.
Βλέπετε πώς η ζήλεια απομάκρυνε την Χάρη
του Θεού από τους άλλους Αποστόλους και δεν μπόρεσαν να γιατρέψουν το
δαιμονισμένο παιδάκι; Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «Ω γενεά άπιστος και
διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;»!
Από το βιβλίο: «ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ» ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄
***
Ελληνοαμερικανός οικογενειάρχης είδε
το Άκτιστο Φως!!! Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Ο
γέροντας μου διηγήθηκε την έξης ιστορία: «Μία φορά είχε έρθει εδώ ένας
Ελληνοαμερικάνος γιατρός. Ορθόδοξος ήταν, αλλά δεν είχε πολλά με τη
θρησκεία… Ούτε τη νηστεία της Παρασκευής δεν κρατούσε… ούτε πολύ πήγαινε
στην Εκκλησία. “Έζησε μία εμπειρία και ήθελε να τη συζητήσει. “Ένα
βράδυ, ενώ προσευχόταν στο διαμέρισμά του «άνοιξε ο ουρανός». “Ένα
φως τον έλουσε, και χάθηκε το ταβάνι και οι σαράντα όροφοι από πάνω
του. Βρισκόταν λουσμένος μέσα στο φως για πολλή ώρα, δεν μπορούσε να
υπολογίσει πόσο!
Θαύμασα! Γιατί ένοιωσα και κατάλαβα ότι ήταν «εκ Θεού». Ήταν πραγματικό… Είδε το «άκτιστο φως»[*]. Τι έκανε στη ζωή του; Πώς ζούσε και αξιώθηκε τέτοια θεία πράγματα;
Ήταν παντρεμένος, είχε γυναίκα και παιδιά. Του λέει η γυναίκα του:
«Βαρέθηκα να ασχολούμαι με το σπίτι, θέλω
να πηγαίνω καμιά βόλτα». Ε! δεν δούλευε κιόλας, άρχισε να γυρίζει με τις
φίλες της και να τον τραβάει κάθε βράδυ έξω. Μετά από λίγο διάστημα,
του λέει: «θέλω να βγαίνω μόνη μου με τις φίλες μου». Το δέχτηκε και
αυτό για χάρη των παιδιών του. Μετά, «θέλω να πάω μόνη μου διακοπές…» Τι
να κάνει; της έδινε και λεφτά και το αυτοκίνητο.
Μετά ζήτησε να της νοικιάσει ένα διαμέρισμα
να ζει μόνη της, κουβαλούσε και τους φίλους της εκεί. Της μιλούσε, τη
συμβούλευε, «βρε τι θα νοιώθουν τα παιδιά μας;» Τίποτα αυτή. Στο τέλος
του πήρε πολλά λεφτά και έφυγε. Στεναχωριόταν!
Μετά από λίγα χρόνια έμαθε ότι είχε καταντήσει πόρνη στα μαγαζιά του Πειραιά!
Στενοχωρήθηκε! Έκλαιγε! Σκεφτόταν να πάει να τη βρει. Τι να της πει όμως;…
Γονάτισε να προσευχηθεί: «Θεέ μου… φώτισε με, τι να πω… τι να κάνω… για να σωθεί αυτή η ψυχή…». Βλέπεις την πονούσε. Ήθελε «να σωθεί αυτή η ψυχή». Ούτε αντρικός εγωισμός, ούτε μνησικακία, ούτε περιφρόνηση… πονούσε για την κατάντια της. Ποθούσε τη σωτηρία της. Τότε άνοιξε ο Θεός τον ουρανό… τον έλουσε με το φως Του.
Βλέπεις;… Βλέπεις;… Αυτός στην Αμερική… σε
τι περιβάλλον ζούσε;… Ενώ πόσοι ζούμε μέσα στο Άγιον Όρος, μέσα στους
Αγίους, μέσα στη χάρη της Παναγίας και προκοπή δεν κάνουμε!
Δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ!»
[*] «ακτιστο φώς»:
Λέγεται άκτιστο, δηλαδή αδημιούργητο, χωρίς αρχή, δηλαδή θεϊκή
ενέργεια, Θεός. Υψηλότατοι πνευματικοί ασκητές το ζουν. Ποθητός στόχος
της ασκητικής ζωής. Θεωρείται εμπειρία θέωσης. Μετέχει η ανθρώπινη στη
Θεία ενέργεια, «…θείας φύσεως κοινωνοί…».
Απόσπασμα από το βιβλίο: “Ο πατήρ Παϊσιος μου είπε”, του Αθ. Ρακοβαλή, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, σελ. 27-29 –
***
Όλη η οικογένεια είδε το Θαβώριο Φως της Μεταμορφώσεως
π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος
Κάποια κυρία, τη στιγμή που έπαιρνε το αντίδωρο από το χέρι μου, είπε:
-Πάτερ θέλω να σας δω στο τέλος, θα σας περιμένω.
Πράγματι στο τέλος την συνήντησα. ..
Η κυρία λοιπόν αυτή … Είχε πολύτεκνη
οικογένεια. Ο σύζυγός της, αυτή και έξι παιδιά. Σύνολον οκτώ. Ο
μικρότερός της γιός, ο Γιωργάκης, που ήτο τότε ετών δώδεκα, προσεβλήθηκε
από καλπάζουσα λευχαιμία. Ξέχασα να σας πω ότι κατήγοντο από μια
κωμόπολη που ευρίσκετο στα σύνορα μεταξύ Αρκαδίας και Μεσσηνίας.
Μόλις αρρώστησε το παιδί οι γιατροί από την
Καλαμάτα, συνέστησαν αμέσως να έλθει στο αντικαρκινικό νοσοκομείο του
Μεταξά. Ήταν τότε το έτος 1970. Έτσι το έφεραν στο νοσοκομείο.
Ύστερα από λίγες μέρες είπαν οι γιατροί
στους γονείς ότι το παιδί σε δυο τρείς μέρες θα πεθάνει. Είχε ήδη πέσει
σε κώμα. Αμέσως εκείνη η ευλογημένη μάνα, σε συνεννόηση με τον άντρα της
και τα δυό της τα παιδιά τα πιο μεγάλα, που ήταν εικοσιτριών και
εικοσιπέντε ετών, πήραν την απόφαση να πάρουν το παιδί τους. Υπέγραψαν, πήραν εξιτήριο, και με πολλή προσευχή μετέφεραν το παιδί τους που εξακολουθούσε να ήταν σε κώμα, στο χωριό τους.
Έκαναν μια σύσκεψη όλοι μαζί, και πήραν
μια καταπληκτική απόφαση που φανέρωνε και την μεγάλη τους πίστη. Σ’ ένα
μικρό βουνό, απέναντι από την κωμόπολη, στην κορφή του ήταν κτισμένο ένα ερημοκκλήσι της Θείας Μεταμορφώσεως. Εκεί λοιπόν μετέφεραν το παιδί τους. Το ξάπλωσαν μπροστά στο τέμπλο και κάτω από τις εικόνες της Μεταμορφώσεως και της Παναγίας.
Η εικόνα πάντοτε του Αγίου που γιορτάζει ένας ναός, ή είναι αφιερωμένο
σε μια εορτή Θεομητορική ή Δεσποτική, είναι πάντοτε όπως βλέπω εγώ, όπως
είμαι εγώ δεξιά μου, και όπως βλέπετε εσείς αριστερά, δίπλα στην
Παναγία δηλαδή, ήταν η εικόνα της Μεταμορφώσεως και εδώ μπροστά που
βρίσκονται τα παιδιά, ξάπλωσαν το δικό τους το παιδάκι. Έβαλαν λοιπόν
ένα στρωματάκι και το σκέπασαν με δυο τρείς κουβέρτες. Και άρχισαν και οι οκτώ νηστεία, αγρυπνία και προσευχή με πίστη. Νηστεία με τελεία ασιτία. Χωρίς ψωμί, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό.
Υπήρχε στο Αναλόγιο ένα παλιό Ωρολόγιο. –
μου φέρνετε παρακαλώ ένα Ωρολόγιο- και το Μηναίο του Αυγούστου, διότι
μόνον αυτό χρειάζετο, αφού και το παρεκκλήσι ήταν αφιερωμένο στην εορτή
τη μεγάλη, τη Δεσποτική, της Θείας Μεταμορφώσεως του Κυρίου.
Προσευχή λοιπόν όλο το εικοσιτετράωρο, την ημέρα όλοι μαζί και το βράδυ με βάρδιες, δύο δύο ή ένας ένας. Διάβαζαν τα γράμματα της έκτης Αυγούστου, δηλαδή της εορτής της Μεταμορφώσεως, του Εσπερινού και του Όρθρου, και το Ωρολόγιον
ολόκληρο από την αρχή μέχρι το τέλος, αυτό το βιβλίο δηλαδή, το χοντρό
που βλέπετε. Το άρχιζαν απ’ την αρχή και το τελείωναν. Και όταν το
τελείωναν πάλι από την αρχή. Μέχρι το τέλος και πάλι από την αρχή μέχρι
το τέλος και ούτω κάθε εξής.
Τις πρώτες μέρες άντεξαν τα τρία τους
παιδιά, ετών δεκατεσσάρων, δεκαεπτά και δεκαεννιά, και από την τετάρτη
ημέρα άρχισαν να πίνουν μόνο νερό από μια παρακείμενη πηγή. Οι γονείς
και τα δυό μεγάλα αδέλφια κράτησαν την τελεία αποχή. Στο τέλος κάθε
προσευχής ζητούσαν από τον φιλάνθρωπο Κύριο και από τα μητρικά σπλάχνα
της Υπεραγίας Θεοτόκου να κάμουν το θαύμα τους.
Η νηστεία, η προσευχή, η αγρυπνία, τα
δάκρυα της μετανοίας, – προσέξτε τι μου είπε, δάκρυα μετανοίας έριχναν –
ομολογούσαν εις τον Θεόν και εις την Παναγία ότι ήσαν αμαρτωλοί και ότι
εξαιτίας της αμαρτίας των αρρώστησε το παιδί τους, και η ζωντανή
πίστις, ήσαν συνεχείς και ακλόνητες καταστάσεις μέσα στην καρδιά τους.
Την εβδόμη νύχτα, την ώρα που
διάβαζαν τον Όρθρο, της έκτης Αυγούστου, της εορτής δηλαδή της
Μεταμορφώσεως, και ήσαν όλοι ξυπνητοί εκτός από το δωδεκάχρονο αγόρι,
που εξακολουθούσε να ευρίσκετο σε κώμα, ξαφνικά φωτίστηκε όλο το εκκλησάκι με ένα φως υπερκόσμιο. Πιο φωτεινό και πιο λαμπερό και από αυτόν τον ήλιο.
Βουβάθηκαν όλοι τους από την έκπληξη και τον θαυμασμό, ενώ συγχρόνως τα
μάτια τους ήσαν στραμμένα στην εικόνα της Θείας Μεταμορφώσεως. Και τότε
εντελώς απροσδόκητα, βγήκε μια ολόλαμπρη ακτίνα, μια φοβερή αστραπή, η
οποία έπεσε πάνω στο ξαπλωμένο παιδί.
Αυτό το γεγονός, ζήτημα μου είπε η
ευλογημένη αυτή μητέρα αν κράτησε δέκα δευτερόλεπτα. Ξανάγινε σκοτάδι με
μοναδικό φως το φως απ’ τα καντήλια, και τα κεριά που κρατούσαν για το
διάβασμα.
Και τότε ακούστηκε η φωνή του αρρώστου παιδιού να φωνάζει «Μαμά, μπαμπά, που είστε;»
Έτρεξαν αμέσως κοντά του και κλαίγοντας το αγκάλιασαν.
«Διψώ», ψιθύρισε, «διψώ». «Πεινάω».
Το παιδί συνήλθε. Έγινε τελείως καλά. Ο Θεός έκαμε το θαύμα του.
Ευλογημένοι τέτοιοι γονείς που παίρνουν τέτοιες αποφάσεις ηρωικές.
Ευλογημένα και τέτοια αδέλφια που συνακολουθούν τέτοιους γονείς.
Ευλογημένη οικογένεια.
Ήπιαν όλοι τους λίγο νερό, λίγο ψωμάκι πολύ λίγο, ένα τέταρτο της φετούλας για να συνέλθουν λίγο.
Το πρωί κατέβηκαν στο χωριό δοξάζοντας το Θεό, φροντίζοντας πλέον για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του παιδιού.
Την άλλη μέρα όμως οι γονείς, είπαν στα παιδιά τους το εξής:
«Φροντίστε σεις το Γιωργάκη, και
μείς θα επιστρέψουμε στο εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως, για να
ευχαριστήσουμε το Θεό, με ένα ακόμα τριήμερο με τελεία και πάλι ασιτία.
Και έτσι έγινε. Θυμάστε τους δέκα λεπρούς; Ο ένας επέστρεψε από τους θεραπευμένους για να ευχαριστήσει τον Κύριο. Ο ένας.
Στα δύο χρόνια που είχαν περάσει από
τότε, το παιδί τους , έγινε τελείως καλά, υγιέστατο, χωρίς ίχνος της
φοβερής εκείνης αρρώστιας του καρκίνου του αίματος, που λέγεται
λευχαιμία.
Στον Άγιο Βασίλειο ξαναήλθε η μητέρα αυτή,
επειδή εν τω μεταξύ είχε παντρέψει το γιό της, εκεί που έμεινε, στην
ενορία του Αγίου Βασιλείου, και έτσι έμαθα την ιστορία.
Κράτησα κάποιες σημειώσεις και σήμερα σας είπα την αληθινή ιστορία τους.
Στο τέλος όμως έκαμα και την εξής ερώτηση:
– Πώς αποφασίσατε να προβείτε σε μια τέτοια
ενέργεια, ποιος σας το πρότεινε αυτό, πώς σας ήλθε; Κάπου το διαβάσατε;
Σας φώτισε μήπως ο Θεός;
Και μου απάντησε :
– Πριν από χρόνια πέρασε από το χωριό μας
ένας μοναχός Αγιορείτης που ήτανε από την Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του
Αγίου Όρους. Αυτός μας μίλησε πολύ για την αξία της νηστείας, όταν αυτή η
νηστεία, μας είπε, συνοδεύεται από καθαρή προσευχή, από εγκράτεια, από
δάκρυα μετανοίας, από υπομονή και πίστη. Μας είπε ακόμα αυτός ο μοναχός,
για κάποιον Άγιο γέροντα, τον πατέρα Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη,
– ίσως κάποιοι από σας έχετε διαβάσει την βιογραφία του. Όταν λοιπόν
αυτός ήταν πολύ μικρός είχε αρρωστήσει βαριά. Τότε οι γονείς του τον
πήγαν στην εκκλησία του χωριού, και κει παρέμειναν μαζί με το παιδί τους
νηστεύοντας και προσευχόμενοι σαράντα ημέρες. – οι γονείς του πατρός
Ιερωνύμου, γι’ αυτό και έγινε ο γιος αυτός Άγιος. – Το παιδί τους έγινε
καλά, μεγάλωσε και αργότερα κατέστη ο φημισμένος αυτός γέροντας, – είναι αυτός που ανακάλυψε και συνέγραψε την βιογραφία της ερημίτιδος Φωτεινής του Ιορδάνου ποταμού. Οι δε γονείς του μικρού Ιερωνύμου, μετά την θεραπείαν του γιού τους, παρέμειναν για άλλες δέκα μέρες στο ναό, ευχαριστώντας τον Θεόν, πάλι με νηστεία και προσευχή, σύνολον πενήντα ημέρες. Κάθε δε φορά που ετελείτο Θεία Λειτουργία, κοινωνούσαν το άρρωστο παιδί, μαζί και οι γονείς.
Αυτά θυμήθηκα, – μου είπε η ευλογημένη αυτή
μητέρα – και αυτά περίπου κάναμε με όσες δυνάμεις είχαμε ο άντρας μου,
εγώ και τα παιδιά μου. Πίστεψα πάτερ μου, ότι η απόλυτη καθαρή
νηστεία, μαζί με την προσευχή, την ταπείνωση και την μετάνοια, ο Θεός θα
σώσει το παιδί μου – και το έσωσε.
Δόξα νάχει το όνομά Του.
Αυτά μου είπε η μακαρία αυτή μάνα και τελείωσε. (Κυριακη Β’ Νηστειών 2001)
Ο θαυματουργικός χορτασμός, Τίποτα δεν είναι αδύνατο για το Θεό. Αντώνιος Bloom του Σουρόζ – Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης
https://iconandlight.wordpress.com/2020/08/01/%ce%bf-%ce%b8%ce%b1%cf%85%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%b3%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82-%cf%87%ce%bf%cf%81%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82-%cf%84%ce%af%cf%80%ce%bf%cf%84%ce%b1-%ce%b4%ce%b5/
Πολλαπλασιασμός της μανέστρας και των κερασμάτων! Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης
https://iconandlight.wordpress.com/2018/07/22/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%80%CE%BB%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CF%89/
Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς.
Ἦχος βαρύς.
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι. (ἐκ γʹ)
Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς
Αὐτόμελον Ἦχος βαρὺς
Ἐπὶ τοῦ ὄρους μετεμορφώθης, καὶ ὡς ἐχώρουν οἱ Μαθηταί σου τὴν δόξαν σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐθεάσαντο, ἵνα ὅταν σε ἴδωσι σταυρούμενον, τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ κηρύξωσιν, ὅτι σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα.
Ὁ Οἶκος
Ἐγέρθητε
οἱ νωθεῖς, μὴ πάντοτε χαμερπεῖς, οἱ συγκάμπτοντες εἰς γῆν τὴν ψυχήν μου
λογισμοί, ἐπάρθητε καὶ ἄρθητε εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως, προσδράμωμεν
Πέτρῳ καὶ τοῖς Ζεβεδαίου, καὶ ἅμα ἐκείνοις τὸ Θαβώριον ὄρος προφθάσωμεν,
ἵνα ἴδωμεν σὺν αὐτοῖς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, φωνῆς δὲ ἀκούσωμεν, ἧς
περ ἄνωθεν ἤκουσαν, καὶ ἐκήρυξαν, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου