Συναξάριον Τοῦ Μηναίου.
Τῇ Ϛʹ(6ῃ) τοῦ μηνός Ἰουλίου, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σισώη τοῦ μεγάλου (429)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς Ἀθλήσεως τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Λουκίας τῆς Παρθένου, καὶ Ῥήξου Βικαρίου καὶ ἄλλων πλείστων παθόντων ἐν Καμπανίᾳ (301)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Οἱ Ἅγιοι εἰκοσιτέσσερες Μάρτυρες, οἱ τῇ Λουκίᾳ καὶ τῷ Ῥήξῳ μαρτυρήσαντες, ξίφει τελειοῦνται (301)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀρχίππου, Φιλήμονος καὶ Ὀνησίμου (1ο αἰ).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀπολλωνίου, Ἀλεξανδρίωνος καὶ Ἐπιμάχου.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βασιλείου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ 70 μαρτύρων τῶν ἐν Σκυθοπόλει
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ ἀνάμνησις τῆς εὑρέσεως τοῦ λειψάνου τῆς ὁσίας Ἰουλιανῆς τῆς Παρθένου, θυγατρὸς τοῦ ἡγεμόνος τοῦ Ὀλσάνσκ, ἐν τῇ Λαύρᾳ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου(28/9, +1540)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ ὁσιομάρτυς Κύριλλος ὁ Χιλανδαρινός-Ἁγιορείτης, ὁ μαρτυρήσας ἐν Θεσσαλονίκη, ἐν ἔτει 1566 , ( καὶ 13 Ἰουλίου)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ ὅσιος Σισώης ἐν τοῖς Σπηλαίοις τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, ὁ Ῥώσσος. ( +13ος αἰ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ ἱερομάρτυς Σίμων Ἐπίσκοπος Ufa Ῥωσίας, (1918)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ ὅσιος Δομέτιος Μανωλάκε, ἐν Ῥίμετς Ῥουμανίας [κοίμησι] (1975)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μετακομιδὴ τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ὁσίου Εὐδοκίμου
Περὶ τοῦ ἀββᾶ Σισόη.
α’ . Ένας αδελφός αδικήθηκε από άλλον αδελφό και πήγε στον Αββά Σισώη, λέγοντάς του: «Αδικήθηκα από έναν αδελφό και θέλω να πάρω εκδίκηση». Ο δε γέρων τον στήριζε, λέγοντας: «Όχι, τέκνο μου. Άφησε καλύτερα στον Θεό την εκδίκηση». Αλλά εκείνος έλεγε: «Δεν θα ησυχάσω ώσπου να εκδικηθώ». Του λέγει τότε ο γέρων: «Ας προσευχηθούμε, αδελφέ». Και σηκώθηκε και είπε ο γέρων: «Κύριε, δεν σε έχουμε πλέον ανάγκη να φροντίζης για μας. Γιατί μόνοι μας παίρνουμε το δίκιο μας». Αυτό λοιπόν ακούοντας ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντος και είπε: «Δεν θέλω πλέον να εκδηκηθώ τον αδελφό μου. Συγχώρησέ με, Αββά».
ε’ . Είπε κάποτε ο Αββάς Σισώης αυθόρμητα: «Θάρρος. Να, τριάντα χρόνια έχω οπού δεν παρακαλώ πλέον τον Θεό για αμαρτία. Αλλά η προσευχή μου αυτή είναι: Κύριε Ιησού, φύλαξέ με από τη γλώσσα μου. Και έως τώρα, κάθε μέρα, εξ αιτίας της πέφτω και αμαρτάνω».
θ’ .Πήγε ένας από τους αδελφούς στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και εκεί οπού μιλούσαν, έλεγε στον Αββά Σισώη: «Δεν έφθασες ακόμη στα μέτρα του Αββά Αντωνίου, πάτερ;». Και του αποκρίνεται ο γέρων: «Αν είχα έναν από τους λογισμούς του Αββά Αντωνίου, θα γινόμουν ολόκληρος σαν φωτιά. Αλλά γνωρίζω άνθρωπο οπού με κόπο μπορεί να βαστάξη τον λογισμό του».
ια’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Άρα έτσι πολεμούσε ο σατανάς τους παλαιούς;». Του λέγει ο γέρων: «Τώρα πιο πολύ, γιατί ο καιρός του πλησιάζει και πέφτει σε ταραχή».
ιε’ . Πήγε ο Αββάς Αδέλφιος, επίσκοπος Νειλουπόλεως, στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και όταν επρόκειτο να βγουν, πριν ξεκινήσουν, τους έβαλε να φάνε από πρωΐ. Ήταν δε νηστεία. Και μόλις έστρωσαν τραπέζι, να, κάποιοι αδελφοί χτυπούν την πόρτα. Είπε δε στον μαθητή του: «Δός τους λίγη κουρκούτη, γιατί από κόπο είναι». Του λέγει ο Αββάς Αδέλφιος: Άφησε καλύτερα, για να μη πουν ότι ο Αββάς Σισώης τρώγει από πρωΐ». Και τον κοίταξε ο γέρων και λέγει στον αδελφό: «Πήγαινε, δός τους». Μόλις λοιπόν είδαν την κουρκούτη, είπαν: «Μη έχετε ξένους; Μη τάχα και ο γέρων σας τρώγει;». Και τους είπε ο αδελφός: «Ναι». Άρχισαν λοιπόν να στενοχωρούνται και να λέγουν: «Ας σας συγχώρηση ο Θεός οπού αφήσατε τον γέροντα να φάη τώρα. Ή δεν ξέρετε ότι για πολλές μέρες έχει να κοπιάση;». Και τους άκουσε ο επίσκοπος. Και έβαλε μετάνοια στον γέροντα, λέγοντας: «Συγχώρησέ με, Αββά, οπού έκαμα ανθρώπινο λογισμό. Ενώ συ έκαμες ό,τι ήθελε ο Θεός». Και του λέγει ο Αββάς Σισώης: Αν ο Θεός δεν δοξάση άνθρωπο, η δόξα των ανθρώπων τίποτε δεν είναι».
κστ’. Ήλθε κάποτε ο Αββάς Αμμούν από τη Ραϊθώ στο Κλύσμα, να επισκεφθή τον Αββά Σισώη. Και βλέποντάς τον να θλίβεται οπού είχε αφήσει την έρημο, του λέγει: «Τί θλίβεσαι, Αββά; Αλλά τί θα μπορούσες να κάμης πλέον στην έρημο, έτσι οπού γήρασες;». Ο δε γέρων τον κοίταξε αυστηρά και είπε: «Τί μου λες, Αμμούν; Δεν μου αρκούσε μόνη η ελευθερία του λογισμού μου στην έρημο;».
κη’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Πώς άφησες τη Σκήτη, οπού ήσουν με τον Αββά Ωρ, και ήλθες και εγκαταστάθηκες εδώ;». Του λέγει ο γέρων: «Επειδή άρχισε να μεγαλώνη ο αριθμός των μοναχών στη Σκήτη. Και ακούοντας εγώ ότι κοιμήθηκε ο Αββάς Αντώνιος, σηκώθηκα και ήλθα εδώ στο όρος. Και βρίσκοντας τα εδώ να ησυχάζουν, κάθισα λίγο καιρό». Του λέγει ο αδελφός: «Πόσο καιρό έχεις εδώ;». Του λέγει ο γέρων: «Είναι εβδομήντα δυο χρόνια».
κθ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Αν πεζοπορούμε και πλανηθή ο οδηγός μας, είναι ανάγκη να του το πούμε;». Του λέγει ο γέρων: «Όχι». Λέγει λοιπόν ο αδελφός: «Αλλά θα τον αφήσουμε να μας ξεστρατίση;». Του λέγει ο γέρων: «Τί λοιπόν; Έχεις σκοπό να πάρης ραβδί και να τον δείρης; Εγώ έχω υπ’ όψη μου αδελφούς οπού πεζοπορούσαν και ο οδηγός τους έχασε τον δρόμο τη νύχτα. Ήταν δε δώδεκα και όλοι ήξεραν ότι χάθηκε ο δρόμος. Και αγωνίσθηκε ο καθένας τους να μη το πη. Σαν ξημέρωσε δε, κατάλαβε ο οδηγός τους ότι έχασαν τον δρόμο και τους λέγει: Συγχωρήστε με, έχασα τον δρόμο. Και είπαν όλοι: Και εμείς το γνωρίζαμε, αλλά σιωπήσαμε. Εκείνος δε, ακούοντας θαύμασε, λέγοντας ότι έως θανάτου εγκρατεύονται οι αδελφοί για να μη μιλούν. Και δόξασε τον Θεό. Το δε μάκρος του δρόμου, οπού ξεστράτισαν, ήταν δώδεκα μίλια».
λγ’ . Ρώτησε κάποιος από τους πατέρες τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Αν είμαι στην έρημο και έλθη ένας βάρβαρος θέλοντας να με σκοτώση και τον καταβάλω, να τον σκοτώσω;». Και είπε ο γέρων: «Όχι. Αλλά ας τον παραδώσης στον Θεό. Όποιος πειρασμός και αν έλθη στον άνθρωπο, ας λέγει ότι εξ αιτίας των αμαρτιών μου συνέβη αυτό. Αν δε κάτι το καλό, ότι είναι οικονομία Θεού».
λστ’ . Έλεγαν για τον Αββά Σισώη τον Θηβαίο, ότι, μόλις απέλυε η εκκλησία, έφευγε στο κελλί του. Και έλεγαν: «Δαίμονα έχει». Αυτός όμως το έργο του Θεού έκανε.
λζ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Τί να κάμω, Αββά, οπού έπεσα;». Του λέγει ο γέρων: «Να σηκωθής πάλι». Λέγει ο αδελφός: «Σηκώθηκα και πάλι έπεσα». Και λέγει ο γέρων: «Να σηκωθής πάλι και πάλι». Λέγει τότε ο αδελφός: «Έως πότε;». Λέγει ο γέρων: «Έως ότου σε βρή ο θάνατος είτε στο καλό είτε στην πτώση. Σε όποια κατάσταση βρίσκεται ο άνθρωπος, σ’ αυτή και φεύγει».
μα’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Τί να κάμω;». Του λέγει: «Αυτό οπού ζητάς, είναι να σιωπάς πολύ και η ταπείνωση. Γιατί είναι γραμμένο, ότι μακάριοι όσοι μένουν σ’ αυτό. Έτσι θα μπορής να σταθής».
μγ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Και εκείνος είπε: «Τί με αναγκάζεις να μιλήσω μάταια; Να, ό,τι βλέπεις, κάμε».
μστ’. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, εκεί οπού καθόταν, φώναξε δυνατά: «Ω ταλαιπωρία!». Του λέγει ο μαθητής του: «Τί έχεις, πάτερ;». Και του απαντά ο γέρων: «Έναν άνθρωπο ζητώ να μιλήσω και δεν βρίσκω».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
***
Φώτης Κόντογλου
Κάθουμε πολλές φορές και λέγω μέσα μου: Θεέ μου, τι φρικτή καταδίκη βγάλανε οι κακοί άνθρωποι καταπάνω στον εαυτό τους, να ζούνε αγριεμένοι μέσα στην έρημο της κακίας, της αναισθησίας και του εγωισμού, μέσα στη Σαχάρα της ψευτιάς! Μα, ενώ εσύ τους λυπάσαι για την κατάστασή τους, αυτοί σε κακοτυχίζουνε γιατί δεν έχεις τους θησαυρούς τους. Για τούτο λέγει ο Σειράχ: «Πένθος νεκρού επτά ημέραι, μωρού δε και ασεβούς, πάσαι αι ημέραι της ζωής αυτού».
Σήμερα βλέπει κανένας, πιο πολύ από άλλον καιρό, τον άνθρωπο να ΄ναι κολλημένος στην αμαρτία, και να ΄ναι ταραγμένος, μ’ όλο που θαρρεί πως η ευτυχία του είναι στηριγμένη γερά στα τελειοποιημένα συστήματα της ζωής του. Ποτές δεν φοβότανε τόσο πολύ ο άνθρωπος τη φτώχεια, την αρρώστια και τον θάνατο, όσο τα φοβάται τώρα, που δεν φοβάται τον Θεό. «Ζητήξετε τον Κύριο, ω κατάδικοι», λέγει ένας άγιος, «και δυναμωθήτε με την ελπίδα του».
Εμείς οι σημερινοί άνθρωποι δεν έχουμε ταπείνωση, δεν κάνουμε υπομονή, δεν μπορούμε να βαστάξουμε στην αδικία, γιατί δεν έχουμε αυτή την ελπίδα που γλυκαίνει τις πίκρες. Κι όχι μοναχά δεν έχουμε ταπείνωση, μα δεν μας αρέσει κι ο ταπεινός ο άνθρωπος γιατί δεν έχουμε ήμερα αισθήματα. Όπου δεν υπάρχει ταπείνωση, δεν υπάρχει αγάπη. Όπου υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει περηφάνια. Όποιος αγαπά τις κολακείες και την καλοπέραση, δεν μπορεί να ΄χει ταπεινά αισθήματα. Όλα είναι δεμένα, το ΄να με τ’ άλλο, τα καλά, καθώς και τα κακά.
Είναι παράξενο πράγμα πως κατάντησε ο άνθρωπος σε τέτοια παραμόρφωση της ψυχής, ώστε να του φαίνεται πως ο νόμος του Θεού είναι το πιο βαρύ και το πιο δύσκολο πράγμα, ενώ είναι εύκολος και χαροποιός.
Κόντογλου Φ., 1996, Ευλογημένο Καταφύγιο, Αθήνα, , Εκδ. Ακρίτας, σελ.268- 274
***Η ταραγμένη μας ζωή και η ευλογημένη ψυχική ησυχία
του Φώτη Κόντογλου
…Από φυσικό μου δεν αγαπώ την ταραχή, κ’ είμαι αδιάφορος σε ό,τι γίνεται γύρω μου, δηλαδή στη λεγόμενη «εξέλιξη». Αλλά σήμερα είναι τόσο μεγάλη η βουή πού γίνεται στον κόσμο, πού νοιώθω ώρες-ώρες πως ζαλίζομαι, και πέφτω σε αθυμία, βλέποντας αυτή την κατάσταση, και για να βγάλω από πάνω μου τα μπερδεμένα νήματα πού μας έχουνε ζωσμένους, αποτραβιέμαι στη μοναξιά, σαν άνθρωπος πού τον κυνηγάνε, και τρέχει να κρυφτεί.
Κάθουμαι κάτω από το τσαρδάκι, κοντά στην ακροθαλασσιά. Τ’ αεράκι φυσά, γλυκομουρμουρίζοντας στα δροσερά φύλλα των δέντρων πού κρέμουνται αποπάνω μου. Ανάμεσα στα δεντράκια καί στα χαμόκλαρα, κοιτάζω το μαβύ πέλαγο. Δόξα σοι ο Θεός! Φύγανε από πάνω μου οι ανόητες έγνοιες, σαν τον άνθρωπο πού λούσθηκε καί καθαρίστηκε, καί νοιώθει τον εαυτό του αναπαυμένον. Αληθινά, «ο αλλότριος της ειρήνης, αλλότριος εστί της χαράς»!
Κοιτάζω αντίκρυ μου καί χαίρουμαι, ενώ ακούγω τη θάλασσα ν’ αλαφροκυματίζει καί τα κυματάκια να μουρμουρίζουνε στα φύκια της ακρογιαλιάς. Αντίκρυ βλέπω δυο νησιά, το ‘να πίσ’ από τ’ άλλο. Το πιο κοντινό φαίνεται καθαρότατα, μ’ όλα τα καθέκαστα. Το άλλο πού κρύβεται από πίσω του, γαλανιάζει, έχει ένα δροσερό χρώμα, το χρώμα του νερού. Αερικά βουνά, με έμορφα χαμηλώματα ανάμεσα τους, απλώνουνε από την μια άκρη ως την άλλη, Βλέπω κάβους, έρημες ακρογιαλιές. Εδώ κ’ εκεί μίλια μακρυά τόνα από τ’ άλλο, βλέπω κανένα σπιτάκι, ξεχασμένο στην ερημιά.
Ίσως μοναχά το δικό μου μάτι να το πρόσεξε, το κακόμοιρο. Άραγε ποια ψυχή κάθεται κει μέσα! Τούτη την ώρα δεν φαίνεται κοντά του ανθρώπινος ίσκιος.
Δυο-τρία πανάκια, βολτατζάρουνε στο πέλαγο. Το ένα είναι μεγάλο, ένα τρεχαντήρι μ’ ένα λατίνι. Το καθένα τραβά το μάτι μου. Το κοιτάζω ως πού κουράζομαι. Μικραίνει, μικραίνει, ως πού σβήνει μέσα στην άχνα του πελάγου καί χάνεται μέσα στη θολούρα. Μια ψυχή είναι αυτό το πανί πού έσβησε, ένας άνθρωπος. Άραγε ποιος είναι; Έχε γεια, αδερφέ μου, πού δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε κ’ εσύ θα μάθεις ποτές πως σε κοίταξε κάποιος από μακρυά, με τόση αγάπη, από μιαν έρημη ακρογιαλιά, δίχως να φαίνεται καθόλου,
Κάθουμαι καί κοιτάζω έτσι ώρες πολλές. Ησυχία είναι μέσα μου, κι απ’ έξω η πλάση είναι ειρηνεμένη καί βλογημένη. Η βουή του κόσμου σαν να ‘ναι ψέμα, ένας βραχνάς πού έσβησε καί χάθηκε. Δεν έχω έγνοιες, μηδέ φιλοδοξίες. Ο πελαγίσιος αγέρας σκόρπισε το σμάρι τις σφήκες πού ζαλίσανε το κεφάλι μου. Εδώ σε μια ώρα μέσα, ζεις όσο δε ζει αληθινά ούτε μέσα σ’ ένα χρόνο ο αεικίνητος άνθρωπος της μηχανής καί του παρά. Τί λέγω; Κ’ εκατό, καί διακόσια χρόνια να ζήσει ένας τέτοιος σε τούτον τον κόσμο, δεν θα καταλάβει ό,τι νοιώθει σε μια ώρα ο απομέσα άνθρωπος από το βαθύ μυστήριο του κόσμου!
Δυστυχισμένοι! Εσείς πού έχετε την ιδέα πως είσαστε ζωντανοί, γιατί στριφογυρίζετε μέρα – νύχτα, σαν τις μηχανές πού προσκυνάτε! Όσο ζωντανές είναι αυτές οι μηχανές, άλλο τόσο ζωντανοί είσαστε καί σεις. «Υιοί ανθρώπων, ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα καί ζητείτε ψεύδος;»
Κόντογλου Φ., 2000, Ευλογημένο Καταφύγιο, Αθήνα, , Εκδ. Ακρίτας, σελ.315-316
Για μένα, η διψασμένη έρημο δροσίζει την ψυχή μου, σαν να ’ναι γεμάτη από κρύα ποτάμια κι από όμορφες βρύσες. Γιατί εδώ βρίσκω την ειρήνη, την πολυπόθητη ειρήνη. Η φτώχεια πού έχει τούτος ο ξερόκαβος, δεν τραβά τούς άνθρώπους, και γι’ αυτό τον αφήσανε ξεχασμένο, αγαπημένο καταφύγιο γιά κάποιους χαζούς σαν κ’ εμένα…. Ησυχία! Σιωπή! ’Ώ βλογημένη σιωπή, πού μέσα σε σένα ακούγω τις μυριάδες μυστικές φωνές τού παντός! Κι ω ταραχή και βουή της πολιτείας, πού με μποδίζεις να ακούσω την υπερκόσμια αυτή και πολύηχη σιωπή, πού την ακούω σε τούτη την έρημο! Τώρα καταλαβαίνω καλά γιατί στην έρημο ακούγανε οι ασκητές τη φωνή του Θεού και καταλαβαίνανε τα μυστήρια.
Ω ταλαιπωρία! Έναν άνθρωπο ζητώ να μιλήσω και δεν βρίσκω! Aββάς Σισώης ο Μέγας
https://iconandlight.wordpress.com/2019/07/05/29517/
Δεν θυμάμαι μέρα να μην έχη παρηγοριά θεϊκή. Μπορεί να μην έχη κανείς τίποτα, άμα έχη τον Θεό, δεν θέλει τίποτε! Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
https://iconandlight.wordpress.com/2022/07/05/%ce%b4%ce%b5%ce%bd-%ce%b8%cf%85%ce%bc%ce%ac%ce%bc%ce%b1%ce%b9-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%b1-%ce%bd%ce%b1-%ce%bc%ce%b7%ce%bd-%ce%ad%cf%87%ce%b7-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%b7%ce%b3%ce%bf%cf%81%ce%b9%ce%ac-%ce%b8/Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου ἀββᾶ Σισώη τοῦ μεγάλου
Ἦχος α´.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι Ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Σισώη· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξᾳ τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον. Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον. Γερασίμου.
Ἐκ παιδὸς γεωργήσας ζωὴν τὴν κρείττονα, τῶν κατ᾿ αὐτῆς ἐνεπλήσθης θεουργικῶν ἀγαθῶν, τῶν Ἀγγέλων μιμητὰ Σισώη Ὅσιε· ὅθεν ὡς ἥλιος λαμπρός, ἀπαυγάζεις τηλαυγῶς, ἐν ὥρᾳ τῆς σῆς ἐξόδου, δηλοποιῶν τὴν σὴν δόξαν, καὶ καταλάμπων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον. Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον. Δρ. Χαρ. Μπούσια
Ἁμαρτίας ἀκάνθας κατεπυρπόλησας, τῷ πυρὶ ἐγκρατείας καὶ χαμευνίας στεῤῥᾶς, καὶ πρὸς φῶς τὸ νοητὸν, μετῆλθες Ὅσιε. Ὅθεν Σισώη τοῖς χοροῖς, τῶν Ἀγγέλων συνοικεῖς, καὶ χαίρων ἀεὶ πρεσβεύεις, τῷ Κυρίῳ ὑπὲρ τῶν πίστει, ἐπιτελούντων τὴν σὴν μνήμην λαμπρῶς.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀστίου (ἢ Ἀστείου), Ἐπισκόπου Δυῤῥαχίου
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στεῤῥότατον φρόνημα ἀνειλημμένος σοφέ, ὁπλίτα στεῤῥόψυχε, καὶ Δυῤῥαχίου ποιμήν, πανένδοξε Ἄστιε· θράσος Ἀγρικολάου, κατεπάτησας ὄντως, χαίρων δὲ ἀνεδέξω, σταυρωθῆναι ἐν ξύλῳ· δι’ ὃ καὶ τὸ βραβεῖον, τῆς νίκης ἀπείληφας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου