Ο
Άγιος Ιεράρχης Σπυρίδων ήταν φτωχός, βοσκός, δεν είχε λεφτά για ρούχα,
γι' αυτό έπλεξε μια μίτρα από μαλλί. Δεν είχε ούτε χρήματα για τα
κεριά, οπότε δύο μοναχοί που φρόντιζαν για τις λειτουργίες δεν άναβαν
κεριά το πρωί. Όταν ήρθε ο Άγιος τους ρώτησε γιατί δεν τα άναψαν.
Απάντησαν: καλά, δεν υπάρχει κανείς στην Εκκλησία έτσι κι αλλιώς, και το
κερί είναι ακριβό.
Τότε
ο καλός ιεράρχης τους κάλεσε μπροστά στις Αγίες Πόρτες. Τους έβαλε να
γονατίσουν και έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι τους. Τότε άνοιξαν τα
μάτια της ψυχής τους και είδαν τις μυριάδες των αγγέλων, να θροΐζουν
τεράστια από τα φτερά τους, να περιμένουν με προσευχή τη Μεγάλη
Λειτουργία της Θυσίας του Αμνού του Θεού.
Οι
δυο τους έγιναν γκρι σε μια στιγμή. Όταν ο άγιος πήρε τα χέρια του από
πάνω τους, το μόνο που αντίκρισαν ήταν η άδεια Εκκλησία.
Έκτοτε τελούσαν τη λειτουργία τους ως ενορίτες με ζήλο όσων είδαν τον ουρανό να αναπαύεται στη Λειτουργία.
π. Ιωάννη Ιστράτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου