Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

ΨΑΛΜΟΣ 140.ΕΡΜΗΝΕΙΑ. Ὁ 140ός ψαλμός, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴ φράση: Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς σέ,εἰσάκουσόν μου, ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς ποὺ ψάλλονται κατὰ τοὺς Ἑσπερινούς.

 



Ψαλμὸς ρμ' (140)
Ὁ 140ός ψαλμός, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴ φράση: Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς σέ,εἰσάκουσόν μου, ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς ποὺ ψάλλονται κατὰ τοὺς Ἑσπερινούς. Θυμίζω ὅτι στοὺς Ἑσπερινούς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν 103
ψαλμό, τὸν λεγόμενο «προοιμιακό», μὲ τὸν ὁποῖο τραγουδᾶμε τὴ δημιουργία καὶ δοξολογοῦμε τὸν Δημιουργό, ἀναγινώσκονται ἐπίσης (ἐκτὸς
τοῦ Καθίσματος τῆς ἡμέρας), οἱ Εσπέριοι ψαλμοί 140 (Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου...), 141 (Φωνή μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα,φωνή μου προς Κύριον ἐδεήθην...), 129 (Εκ βαθέων ἐκέκραξα σοι, Κύριε Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου...) καὶ 116 (Αἰνεῖτε τὸν Κύριον πάντα τὰ ἔθνη...). Αὐτοὶ οἱ ψαλμοὶ ἀποτελοῦν μία τετράδα ὑπὸ τὸ κοινὸ όνομα «Κεκραγάριον». Κεκραγάριον ἐπίσης ὀνομάζουμε ἰδιαίτερα τοὺς δύο πρώτους στίχους τοῦ ψαλμοῦ 140. Εἶναι φανερὸ ὅτι τὸν ὅρο δανειζό ἀπὸ τὴ λέξη «ἐκέκραξα» ποὺ περιέχεται σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ψαλμούς.


01.Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς σέ.
Μὲ τὸν πρῶτο στίχο ὁ ποιητὴς μᾶς εἰσάγει σ᾽ ἕνα κόσμο που κυριαρχεῖται ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ ἀπὸ ἀντίξοες δυνάμεις, ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές, ποὺ συχνὰ παρασύρουν τὸν ἄνθρωπο νὰ βιώνει μιὰ βαριὰ μοναξιά. Ἔχουμε πείρα λοιπόν, ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἐχθρό. Προσπαθοῦμε νὰ ἐνταχθοῦμε σὲ ὁμάδα, ὡς ἀπειλὴ ὁ ἐχθρὸς μᾶς ὑποχρεώνει ἢ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ ἐνταχθοῦμε σὲ ὁμάδα γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε μόνοι. Ἀλλά, οὔτε ἐνταγμένοι στὴν ὁμάδα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔχουμε μία ἐξασφάλιση τῆς ἀπουσίας αὐτοῦ τοῦ πειρασμοῦ. Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ὁμάδα, στὴν πιὸ οἰκεία ὁμάδα ἂν θέλετε, στὴν πιὸ στενὴ ὁμάδα, στὸν ἴδιο τὸν οἶκο μας, ἀνάμεσα στοὺς συγγενεῖς μας ποὺ ξέρουμε ὅτι μᾶς ἀγαποῦν καὶ ξέρουμε ὅτι τοὺς ἀγαποῦμε, ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ἀναδύεται ἀπὸ τὰ βάθη μας ἕνα εἶδος μοναξιᾶς, κυριαρχεῖ ἡ μοναξιά. Ἡ φλυαρία μας, συνήθως, εἶναι μία ἀντιμετώπιση τῆς μοναξιᾶς μας, γιὰ νὰ ξεχάσουμε τὴν ἀλήθεια τῆς μοναξιᾶς. Πόση μοναξιά; Απόλυτη μοναξιά, εἶσαι μόνος σου. Σ' αὐτὴ τὴ μοναξιὰ μαθαίνεις, ἂν θέλεις, ὅτι τελικὰ δὲν εἶσαι μόνος σου. Ὅτι πέραν ἀπὸ
ὅλους τοὺς οἰκείους, τοὺς φίλους, τοὺς συναδέλφους, τοὺς συμπατριῶτες
σου, ὑπάρχει ἕνας ποὺ εἶναι πάντα μαζί σου. Καὶ ἔτσι ἀρχίζει νὰ ἱδρύεται αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε προσευχή. Ἡ προσευχὴ ἱδρύεται ἐπάνω στὴν ἀνασφάλεια τῆς μοναξιᾶς. Καὶ ἡ προσευχὴ θὰ φέρει κοντά σου αὐτὸν ποὺ ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι κοντά σου, τὸν ἀληθῶς οἰκεῖο σου.
Ὅταν γίνεται ἡ ἐνανθρώπηση καὶ ἔρχεται ὁ Λόγος, αὐτὸς ὁ ἀληθῶς οἰκεῖος παίρνει ἕνα ἄλλο ὄνομα, πιὸ οὐσιαστικό. Παλαιότερα ἦταν ὁ Θεός, ἔχει ἕνα ὄνομα. Γιατί ἔχει ὄνομα; Γιατί κάποιοι σὰν κι ἐμᾶς τὸν εἶδαν,
στὸν ποιητὴ τῶν ψαλμῶν εἶναι ὁ Θεός, εἶναι ὁ Κύριος. Στὸν Χριστιανό τὸν ἀκούμπησαν, τὸν ἄκουσαν, τὸν ψηλάφησαν. Καὶ αὐτὴ ἡ ψηλάφηση ἔγινε ὅταν αὐτὸς ὁ ἕνας εἶχε νικήσει τον θάνατο καὶ χαρίστηκε στους φίλους του, κυριολεκτικὰ χαρίστηκε στοὺς φίλους του.
Είναι συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἡ ἀποστροφὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ λεγόμενη ἀρχιερατική του προσευχή, σ' αὐτὴν τὴν προσευχὴ ποὺ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, καὶ ποὺ μέσα σε τρία κεφάλαια συνοψίζει ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ, ἡ ἀποστροφή του γιὰ τοὺς φίλους του, ὅταν ζητάει ἀπὸ τὸν Πατέρα του νὰ εἶναι ἕνα μὲ τοὺς φίλους του, ποτὲ νὰ μὴν χωριστεῖ ἀπὸ τοὺς φίλους του. Μὲ τέτοιο τρόπο νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως εἶναι ἕνα μὲ τὸν Πατέρα του. Ἡ σχέση δηλαδὴ τῶν προσώπων τῆς θεότητας, μιὰ σχέση που μπορεῖ νὰ μὴν κατανοοῦμε τί σημαίνει ἀλλὰ ὑποψιαζόμαστε τί δύναμη μπορεῖ νὰ ἔχει, κατὰ ἀνάλογο τρόπο νὰ εἶναι καὶ σχέση τοῦ Υἱοῦ μὲ τοὺς φίλους του, μὲ τοὺς μαθητές του: δῶσε, Πάτερ μου, νὰ εἴμαστε ἕνα, ἐγὼ σ᾿ αὐτούς, αὐτοὶ σὲ μένα, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς, αὐτοὶ ἐν ἐμοί, ὄχι μετ᾿ ἐμοῦ, ὄχι μετ᾿ αὐτῶν, ἀλλὰ ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν αὐτοῖς, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἐγὼ εἶμαι ἐν σοὶ καὶ ἐσὺ εἶσαι ἐν ἐμοί.
Αὐτὴ ἡ μοναξιὰ ποὺ κατατίθεται στὸ ποίημα, εἶναι μιὰ μοναξιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπελπίσει τὸν ἄνθρωπο. Τον ποιητή, αὐτὸν τὸν συγκεκριμένο ποιητή, δὲν τὸν ἀπελπίζει. Ὅμως ἀπὸ αὐτὴ τὴ μοναξιὰ πηγάζει αὐτὴ ἡ κραυγή του, «ἐκέκραξα». Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου, ἄκουσέ με. Βγάζω τὴν κραυγή μου καὶ ζητάω νὰ μὲ ἀκούσεις.
Ὑπάρχει στὸν Νόμο τοῦ Μωυσῆ, στὸν λεγόμενο Δεκάλογο, τὸ δεύτερο ἄρθρο ποὺ λέει, οὐ λήψει ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ
– δὲν θὰ λάβεις, δὲν θὰ πάρεις στὸ στόμα σου τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ γιὰ μάταία πράγματα, γιὰ μάταιες καταστάσεις. Ἂν ψάξουμε τὴ ζωή μας καὶ τὴ ζωὴ ὅλων τῶν εὐσεβῶν, θὰ ἀναγνωρίσουμε πόσες φορές χρησιμοποιοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ματαίῳ, γιὰ ἰδιοτέλειες ποὺ δὲν ξέρουμε
καὶ νὰ τὶς ἀξιολογήσουμε, ἂν εἶναι πρὸς ὠφέλειά μας ἢ πρὸς ζημία μας.
Σὲ μία ἐξαιρετικὴ δέηση, στὰ Εἰρηνικὰ τῆς θείας Λειτουργίας, ζητᾶμε οφέλη γιὰ τὶς ψυχές μας. Δεν προσδιορίζουμε ἐμεῖς ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ ὀφέλη, τὰ ἀφήνουμε στὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἀλλὰ πρὸς τὸ συμφέρον μας
εἶναι αὐτό, πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ζωῆς μας (... τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν). Ακόμα καὶ ὁ θάνατος, ὅπως παρατηροῦμε σὲ προσευχητικὰ κείμενα ἢ σὲ ἀσκητικὰ κείμενα, ἀκόμα καὶ ὁ θάνατος, ὁ πρόωρος κυρίως θάνατος, μπορεῖ νὰ εἶναι ὠφέλιμος στην ψυχή, στη ζωή.

Πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς σέ.
Ὁ ποιητὴς εὔχεται νὰ εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχή του, ἐπειδὴ εἶναι φωνή κραυγῆς, ὄχι φωνὴ καὶ κραυγή, ἀλλὰ φωνὴ κραυγῆς. Ἡ φωνὴ ἐν τῷ κεκραγέναι. Μιὰ τέτοια κραυγὴ ἐμπεριέχει μεγάλη δύναμη ἐλπίδας, ἐμπεριέχει ἐπίσης γνώση γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ σὲ σχέση μὲ τὰ πλάσματά του.
Στὴ νηπτική μας παράδοση ἔχουν κατατεθεῖ τέτοιες κραυγὲς ἔρωτος πρὸς τὸν Θεό. Γνωστὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς λεγόμενης Μυστικῆς εὐχῆς τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅπου, μεταξὺ ἄλλων, συναντοῦμε μιὰ ἀνάλογη μὲ τὸν στίχο τοῦ ψαλμοῦ μας κραυγή: Ἐλθέ, ὃν ἐπόθησε καὶ ποθεῖ ἡ ταλαίπωρός μου ψυχή, ἐλθὲ ὁ μόνος πρὸς μόνον,ὅτι μόνος εἰμί, καθάπερ ὁρᾷς!!. Η ἡ κραυγὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὰ δάση τοῦ Ἁγίου Ὄρους: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισόν μου τὸ σκότος2. Ὑπεραγία Θεοτόκε, φώτισόν μου το σκότος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου