Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, θεολόγος
Ένας έγγαμος ιερέας επισκέφθηκε τον μακαριστό άγιο γέροντα, παπά Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Ο προσκυνητής ιερέας ήταν προϊστάμενος σε μία κεντρική και μεγάλη ενορία της Αθήνας. Υποχρεώσεις πολλές, ιερατικές και ποιμαντικές ευθύνες ανείπωτες, κούραση σωματική ανυπέρβλητη, μα και πνευματική! Άκουγε ο παπά Εφραίμ υπομονετικά τις ενοριακές εξορμήσεις και δραστηριότητες του δραστήριου, ομολογουμένως, ιερέα. Κάποια στιγμή, ο έμπειρος παπά Εφραίμ, διέκοψε απότομα τον ιδιαίτερα ενεργό συνομιλητή του και τον ρώτησε: «Καλά όλα αυτά, πάτερ μου. Αξιέπαινα και ευλογημένα. Ο κανόνας σου, όμως; Πότε και πόσο κάμνεις «ξενύχτια» με το κομποσχοίνι σου και για την ενορία σου; Πότε προλαβαίνεις με τόσους μετεωρισμούς και περισπάσεις;
Ο ιερέας, λίγο ντροπιασμένος αρχικά, βαθύτατα πεποισμένος, δε, για την ιερότητα του ποιμαντικού του έργου, απάντησε: «Γέροντα, να σου πω την αλήθεια, δεν προλαβαίνω. Κάνω μερικούς σταυρούς, λέγω νωχελικά και βαριεστημένα μερικά «Κύριε ελέησον» και μετά, σχεδόν εξαντλημένος, αποκοιμιέμαι! Όμως, Γέροντα, προσευχή δεν είναι και όλο αυτό το έργο που επιτελείται διά της ενορίας;». Και ο παπά Εφραίμ, που γνώριζε σε βάθος τα πνευματικά ζητήματα, απάντησε: «Πάτερ μου ευλογημένε, δεν θα κριθεί η ενορία, κατά την ημέρα εκείνη, της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού μας, αλλά εσύ! Και εσύ, όπως όλοι μας, κρίνεσαι στον καθημερινό αγώνα και προσευχητικό στίβο, κυρίως δε, κατά τη διάρκεια της νυχτός!». Είπε και άλλα ο έμπειρος πνευματικός και ο καλοκάγαθος ιερέας αποχώρησε ενισχυμένος πνευματικά, υποσχόμενος περισσότερη νήψη και εγρήγορση…
Πρόκειται για ένα σύνηθες ζήτημα που απασχολεί πολλούς ιερωμένους, αλλά και λαϊκούς. Η αγάπη προς κάθε συνάνθρωπο και η φροντίδα προς αυτούς, πολλές φορές, ίσως τις περισσότερες, κουράζει τους ανθρώπους που ενεργούν, με αποτέλεσμα η υπερεξάντληση και η ακηδία να αποδυναμώνουν ψυχοσωματικά τον πιστό. Όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι ένα σύγχρονο ίδρυμα πιετισμού και αμείωτης κοινωνικής προσφοράς! Είναι και προσφορά, αναμφισβήτητα, πρωτίστως, όμως, και κυριότατα, είναι εργαστήρι αγιότητας, φωτισμού και οικείωσης της θείας εμπειρίας. Η συνεχής προσφορά προς τους άλλους, όταν αυτή μας απομακρύνει από τις πνευματικές ενασχολήσεις μας και, κυρίως, όταν μάς στερεί τα προσευχητικά μας αγωνίσματα, δεν είναι ευάρεστη στον Ουρανό!
Σχετικά με την ακηδία (ρ. κήδομαι = φροντίζω), τη βαριεστημένη, δηλαδή, διάθεση του πιστού ν᾿ ασχοληθεί με τα πνευματικά, ενώ είναι πολύ ενεργός σε οτιδήποτε άλλο, οι Πατέρες της Εκκλησίας μας υποστηρίζουν πως πρόκειται για το χειρότερο δαιμόνιο, που έχει ν᾿ αντιμετωπίσει ο πιστός. Για παράδειγμα, κάθε πάθος, τρόπον τινά, καταλαμβάνει το 25% της ψυχής του ανθρώπου. Το δαιμόνιο της πορνείας καταλαμβάνει το 50%, καθώς κυριαρχεί στον μισό άνθρωπο, δηλαδή, σε όλο το σώμα του. Στην περίπτωση, όμως, της ακηδίας, το δαιμόνιο καταλαμβάνει σώμα και ψυχή, σχεδόν το 100% του όλου ανθρώπου.
Επομένως, κάθε φίλεργη και φιλάνθρωπη δραστηριότητα, για να είναι φιλάρετη και φιλόθεη, δηλαδή να έχει χάρη Παναγίου Πνεύματος και να αγιάζει, πρέπει, πρωτίστως, να άρχεται απο ανθρώπους που δεν αμελούν τον προσωπικό τους αγώνα ένεκα της λοιπής φιλανθρωπίας και ποιμαντικής δραστηριότητας. Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, η μεγαλύτερη ελεημοσύνη στρέφεται προς τον «έσω άνθρωπο», προς την ακόρεστη και διψασμένη ψυχή μας. Ας ξεδιψάσει, λοιπόν, η ψυχή μας, ας φωτιστεί ο νους μας και έπειτα ας καλλιεργήσουμε κάθε φιλάνθρωπη και αξιόλογη δραστηριότητα προς κάθε αδελφό μας, απανταχού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου