Άγιος Νικόλαος Μύρων της Λυκίας, ο Θαυματουργός
Νικόλαος Πατάρων Λυκίας Μ. Ασίας, θείος του αγίου Νικολάου Μύρων της Λυκίας (4ος αἰ.)
Αβράμιος επίσκοπος Κρατέας Βιθυνίας Μ. Ασίας, από Έμμεσα Συρίας (5ος αἰ.)
Αντώνιος ο Νέος και θαυματουργός «ἐν Σιήσκῳ»
Νικόλαος Καραμάνος ο Νεομάρτυρας (1657)
Mνήμη απειλής μεγάλου σεισμού
Εορτάζουν στις 6 Δεκεμβρίου.
Στίχοι
Ο Νικόλαος, πρέσβυς ων εν γη μέγας,
Και γης αποστάς εις το πρεσβεύειν ζέει.
Έκτη Νικόλεώ γε φάνη βιοτοιο τελευτή.
Ο άγιος Νικόλαος ο Ψωμάς
Πριν από πολλά χρόνια στη Ρωσία οι άνθρωποι δεν µπορούσαν ν’ αγοράσουν ελεύθερα όσο ψωµί ήθελαν. Την ποσότητα του ψωµιού, που έπρεπε να πάρουν, την όριζε το κράτος ανάλογα µε τα µέλη της κάθε οικογένειας. Έτσι στον καθέναν αντιστοιχούσε ένα «κουπόνι ψωµιού» και µε αυτό το κουπόνι µπορούσε να πάρει από τον φούρνο την ποσότητα ψωµιού, που του αναλογούσε.
Στην πόλη Λένινγκραντ – σήµερα η πόλη
αυτή λέγεται Αγία Πετρούπολη – ζούσε µια ευσεβής γυναίκα, η Ελισάβετ
Εφίµοβνα Χµελέβα. Με το κουπόνι του ψωµιού της µπορούσε κάθε µέρα να
αγοράζει από τον φούρνο 400 γραµµάρια ψωµί.
Το 1941, στον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, το
Λένινγκραντ πολιορκήθηκε από τους Γερµανούς για 900 ηµέρες, δηλαδή για
δυόµιση περίπου χρόνια. Όταν άρχισε η πολιορκία τα τρόφιµα γίνανε
δυσεύρετα και τα κουπόνια του ψωµιού, που κρατούσαν στα χέρια τους οι
κάτοικοι, ήτανε πια άχρηστα.
Μια µέρα η Ελισάβετ άδικα προσπάθησε
γυρνώντας ολόκληρη σχεδόν την πόλη να βρει λίγο ψωµί. Οι διαδόσεις πως
τάχα σε «κάποια» γειτονιά «κάποιος» φούρνος είχε βρει αλεύρι κι έψησε
ψωµί αποδείχτηκαν πως ήταν όλες ψεύτικες. Η γυναίκα γύρισε αργά το βράδυ
απελπισµένη, ταλαιπωρηµένη και νηστική στο σπίτι της. Η στεναχώρια της
ήταν πολύ µεγάλη. Έβγαλε το κουπόνι από την τσάντα της και
κρατώντας το στα χέρια έστρεψε τα δακρυσµένα µάτια της στο εικονοστάσι
και κοίταξε τον άγιο Νικόλαο. Δεν µπόρεσε από τη λύπη της να του µιλήσει
την ώρα εκείνη.
Το µόνο που έκανε ήταν να σηκωθεί
και να βάλει το άχρηστο εκείνο κουπόνι του ψωµιού, που κρατούσε, στο
µικρό, στενόµακρο, ξύλινο κουτάκι των κεριών, που βρισκόταν µπροστά από
την εικόνα.
– Ας το φυλάξω, σκέφτηκε, ίσως κάποτε ξαναγίνει χρήσιμο.
Έτσι, κουρασµένη και εξαντληµένη όπως ήταν, έπεσε αµέσως να κοιµηθεί. Την άλλη µέρα ένα απαλό σκούντηµα στην πλάτη της την έκανε να ξυπνήσει από τον βαθύ της ύπνο.
– Ελισάβετ, άκουσε τη γειτόνισσά της, τη Μάσα, να της µιλάει.
– Μάσα, πώς µπήκες στο σπίτι; ρώτησε η γυναίκα.
– Η ώρα κοντεύει εννιά και, σαν είδα πως δεν άνοιξες το κουρτινάκι σου από το παράθυρο που βλέπει στον δρόµο, σκέφτηκα µήπως ήσουν άρρωστη και ήρθα να σε δω. Χτύπησα πολλές φορές το χερούλι της πόρτας, µα δεν µου απάντησες. Κόλλησα το αυτί µου πάνω της και δεν άκουσα τον παραµικρό θόρυβο. Τότε πήρα την απόφαση να µπω στο σπίτι.
– Έκανες σαν καλή γειτόνισσα. Σ’ ευχαριστώ, Μάσα, είπε η Ελισάβετ και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κάθισε και θα βάλω το σαµοβάρι στη φωτιά για να πιούµε το τσάι µας.
Με τα λόγια αυτά η Ελισάβετ έστρεψε το βλέµµα της στο τραπέζι και είδε άξαφνα πάνω στο υφαντό τραπεζοµάντηλο ένα µικρό φραντζολάκι ίσαµε τετρακόσια γραµµάρια φρέσκο ψωµί.
– Μάσα, πού βρήκες το ψωµί; φώναξε έκπληκτη η Ελισάβετ στη γειτόνισσά της.
Η Μάσα, που την ώρα εκείνη είχε πλησιάσει το παράθυρο και τραβούσε το κουρτινάκι για να µπει το πρωινό φως, γύρισε σαστισµένη το κεφάλι της και κάρφωσε τα µάτια στο φραντζολάκι του ψωµιού, που ήταν πάνω στο τραπέζι.
– Ένα φραντζολάκι ψωµί, είπε σαστισµένη και πλησίασε αργά, σαν µαγεµένη απ’ την εικόνα που αντίκριζαν τα µάτια της.
– Μα πες µου, Μάσα, πού βρήκες το ψωµί; φώναξε ξανά τρελή από τη χαρά της η Ελισάβετ.
– Εγώ πού βρήκα το ψωµί; Εσύ θα µου πεις πού το βρήκες για να τρέξω µε το κουπόνι µου να πάρω κι εγώ.
– Μα τι λες, Μάσα! Εγώ χθες µάτωσα τα πόδια µου γυρίζοντας όλο το Λένινγκραντ ψάχνοντας να βρω σε φούρνο ψωµί.
Οι δυο γυναίκες, δίχως ν’ αγγίζουν το ξεροψηµένο φραντζολάκι, έσκυψαν από πάνω του και κλείνοντας τα µάτια τους µύρισαν το υπέροχο άρωµά του.
– Αν λες αλήθεια πως το ψωµί αυτό δεν το πήρες µε το κουπόνι σου, τότε να µου το δείξεις για να πειστώ, είπε η Μάσα.
– Να! Εδώ το έχω βάλει! Στάσου µια στιγµή και θα σου το δείξω!
Αυτά είπε τρέµοντας από συγκίνηση η
Ελισάβετ κι απλώνοντας το χέρι της πήρε το στενόµακρο, ξύλινο κουτάκι
των κεριών από το εικονοστάσι και το ακούµπησε πάνω στο τραπέζι, δίπλα
στο µικρό φραντζολάκι του ψωµιού. Η Μάσα έσκυψε µ’ αγωνία από πάνω του
και, καθώς το καπάκι άνοιξε, εκείνη έµεινε µε τα µάτια ορθάνοιχτα να
κοιτάζει το κουπόνι του ψωµιού, που ήταν διπλωµένο κι ακουµπισµένο δίπλα
σ’ ένα λεπτό κεράκι.
Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν έκπληκτες κι
έπειτα µηχανικά γύρισαν τα µάτια τους και κοίταξαν την εικόνα του αγίου
Νικολάου στο µικρό εικονοστάσι.
– Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, Μάσα, είπε η Ελισάβετ. Το ψωµί µου το έφερε ο άγιος Νικόλαος.
– Ναι! Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, ψέλλισε σαστισµένη µα µε σιγουριά και η Μάσα.
– Ζούµε ένα θαύµα, Μάσα, ένα θαύµα, είπε η Ελισάβετ κι έκανε τον σταυρό της.
– Ελισάβετ, είπε συγκινηµένη η Μάσα. Σε παρακαλώ άφησέ µε να βάλω κι εγώ το κουπόνι µου µέσα στο κουτί µε τα κεριά. Πού ξέρεις; Ο άγιος Νικόλαος µπορεί να λυπηθεί τα παιδιά µου και να φέρει και σε µας ψωµί.
– Τρέξε και φέρε το κουπόνι σου, είπε µε χαρά η Ελισάβετ. Φέρε το και θα προσευχηθούµε στον άγιο να κάνει και πάλι το θαύµα του.
Η Μάσα σαν αγέρας πήγε και γύρισε στο
σπίτι κρατώντας σφιχτά στη χούφτα της το κουπόνι του ψωµιού, που είχε
γραµµένο πάνω του: Οι γυναίκες έβαλαν στο κουτί των κεριών τα δυο
κουπόνια και το επέστρεψαν στη θέση του, µπροστά στην εικόνα του αγίου
Νικολάου.
Την άλλη µέρα, µε το που ξηµέρωσε, η
Ελισάβετ βρήκε πάνω στο τραπέζι της ένα ζεστό, φρεσκοψηµένο φραντζολάκι
400 γραµµαρίων, ενώ η Μάσα ένα καρβέλι ψωµί 800 γραµµαρίων.
Το νέο σαν αστραπή µαθεύτηκε στην γειτονιά
και το κουτί των κεριών του αγίου Νικολάου γέµισε από κουπόνια τόσα, που
δεν έκλεινε πια το καπάκι του. Κι ο άγιος Νικόλαος ο ψωµάς κάθε πρωί
άφηνε πάνω στο τραπέζι τους το ψωµί, που αναλογούσε στον καθέναν σύµφωνα
µε το κουπόνι του. Κι ετούτο το θαύµα κράτησε όσο και η πολιορκία του
Λένινγκραντ, 900 ολόκληρες ηµέρες, δηλαδή δυόµισι περίπου χρόνια.
Η όμορφη αυτή πραγματική ιστορία
βρίσκεται μεταξύ άλλων εννέα αυτοτελών παρόμοιων ιστοριών στο βιβλίο της
κ. Άννας Ιακώβου: «Όταν γελάει ο ουρανός 2».
http://hristospanagia3.blogspot.com/2020/06/blog-post_650.html
***
Πριν κάποια χρόνια στην πόλη της Μπρεστ στη Λευκορωσία, έγινε ένα θαύμα του Αγ. Νικολάου. Μια γυναίκα πήγε στη μονή Zhyrovichy για την εορτή της «θαυματουργής εικόνας της Παναγίας του Zhirovichi» κι ενώ πλησίαζε με το αμάξι της στη μονή θυμήθηκε πως ξέχασε την πόρτα του διαμερίσματός της ανοιχτή. Είναι μια μοναχική γυναίκα και δεν είχε κανένα να ειδοποιήσει. Έφθασε στο μοναστήρι και έσπευσε στην εικόνα του Αγιου Νικολάου του Θαυματουργού και του ζήτησε να της φυλάξει το διαμέρισμα της όσο αυτή θα ήταν στην πανήγυρη της Παναγίας. Απορροφήθηκε από τη λειτουργία και ξέχασε το πρόβλημά της. Ενώ μέσα της ένιωθε μια απερίγραπτη όσο κι αδικαιολόγητη χαρά. Οδηγώντας στην επιστροφή προς την Μπρεστ, θυμήθηκε και πάλι το θέμα της. Θυμήθηκε ότι το διαμέρισμά της είχε παραμείνει ανοιχτό και μια ανησυχία την κατέλαβε. Όταν έφθασε τρέχοντας έσπευσε στο διαμέρισμά της βρήκε την πόρτα ανοιχτή αλλά μέσα στο σπίτι όλα τα πράγματα ήταν άθικτα και τίποτα δεν είχε κλαπεί. Αναστέναξε με ανακούφιση και έπειτα η γειτόνισσά της (μια γυναίκα που δεν είναι πιστή) μπαίνει και λέει, ακούστε, ήρθα να σας δω χθες, και ήταν κάποιος ηλικιωμένος άνδρας στο σπίτι, του λέω, πού είναι η γειτόνισσα μου; και μου είπε: πήγε στη Θεοτόκο να προσκυνήσει και μου ζήτησε να φυλάω το διαμέρισμα. Τότε η γυναίκα συνήλθε και θυμήθηκε ότι ζήτησε από τον Άγιο Νικόλαο να της φυλάξει το σπίτι. Πήγε κι έφερε μια εικόνα του την έδειξε στη γειτόνισσά της και της ρώτησε αν ήταν ο εικονιζόμενος αυτός που είδε στο διαμέρισμα της ; Και αυτή είπε: ναι, αυτός ήταν.
***
Ο Άγιος Νικόλαος, ο Τίμιος Πρόδρομος κι ο λαουτιέρης*
Κάποτε στην Κωνσταντινούπολη ζούσε ένας φτωχός λαουτιέρης1. Ο οργανοπαίκτης αυτός είχε την συνήθεια να πηγαίνει, δύο φορές την ημέρα, έξω από την ιστορική Μονή του Τιμίου Προδρόμου στην Πέτρα2, η οποία ήταν απέναντι από τον Ναό του Αγίου Νικολάου3, και να παίζει το λαούτο του προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου. Μετά έμπαινε στον Ναό προσκυνούσε την εικόνα του Αγίου και έφευγε. Αυτό το έκανε, διότι είχε μεγάλη αγάπη στον Τίμιο Πρόδρομο, αλλά κι επειδή ήταν πολύ φτωχός και δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτε άλλο, ούτε λειτουργεία, ούτε κερί, ούτε θυμίαμα, πρόσφερε το παίξιμό του.
Μια μέρα πέθανε ένας αιρετικός και τον έφεραν να τον ενταφιάσουν στον Ναό του Τιμίου Προδρόμου. Ο άγιος όμως δεν ήθελε, και τόσο οργίσθηκε ώστε η χάρις του που κατοικούσε στον Ναό ήθελε να φύγει.
Την ημέρα της κηδείας ήλθε πάλι ο λαουτιέρης, κατά την συνήθειά του.
Τότε όμως βλέπει τον Τίμιο Πρόδρομο να βγαίνει από την εκκλησία του και
να κατευθύνεται προς την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Ο φτωχός μουσικός
έσπευσε να τον ακολουθήσει διαλογιζόμενος το παράδοξο που έβλεπε και
πλησιάζοντάς τον παρατηρεί με δέος πως ο Άγιος Νικόλαος έχει εξέλθει από
το Ναό του κρατώντας το Ευαγγέλιο και το θυμιατό στα χέρια του, για να
υποδεχθεί τον Τίμιο Πρόδρομο.
Αφού τον θυμίασε και αυτός ασπάστηκε το Ευαγγέλιο και μεταξύ τους, του είπε:
«Πως και ήλθες ως εδώ Βαπτιστά του Χριστού;».
Ο Τίμιος Πρόδρομος αποκρίθηκε:
«Έναν αιρετικό έθαψαν στην εκκλησία μου και γι᾿ αυτό τον λόγο έφυγα από αυτήν!»
Ο δε Άγιος Νικόλαος, κοιτάζοντας τον λαουτιέρη, ρώτησε τον Τίμιο Πρόδρομο ποιος είναι αυτός και γιατί τον ακολουθεί· και ο Βαπτιστής του απάντησε:
«Αυτός ο άνθρωπος έρχεται κάθε μέρα σε μένα και επειδή δεν έχει κάτι άλλο να μου προσφέρει ως δείγμα της αγάπης και της ευλάβειάς του προς εμένα, παίζει κατά Θεόν το λαούτο του με όλη του την καρδιά, αντί για προσευχή και δέηση, γιατί αυτή είναι η τέχνη του κι ύστερα προσκυνά και πηγαίνει στην δουλειά του. Εγώ θέλω μεν να τον ανταμείψω για την καλωσύνη και τον κόπο του, αλλά όπως πολύ καλά ξέρει η αγιοσύνη σου τίποτα δεν απέκτησα σε αυτόν τον κόσμο από υλικά αγαθά. Γι᾿ αυτό σε παρακαλώ, εσύ που κάνεις πάντοτε μεγάλες ελεημοσύνες και πατέρας των ορφανών και των φτωχών υπάρχεις και επειδή εσύ έλαβες το χάρισμα από τον Θεό να παρέχεις κάθε καλό στους πεινασμένους, τις χήρες και τα ορφανά, αντάμειψε και τον κόπο του φτωχού αυτού». Και λέγοντας αυτό ο θείος Ιωάννης μπήκε στον ναό του Αγίου Νικολάου.
Ο Άγιος Νικόλαος τότε παίρνει τον λαουτιέρη και πάνε στο παλάτι. Μπαίνοντας μέσα κατευθύνθηκαν προς το θησαυροφυλάκιο, στο οποίο βρήκαν τους φύλακες κοιμισμένους.
Ο Άγιος έκανε το σημείο του σταυρού και
οι πόρτες του θησαυροφυλακίου άνοιξαν μόνες τους. Αφού μπήκαν μέσα ο
Άγιος είπε στον λαουτιέρη να πάρει όποια σακούλα με φλουριά θέλει. Ο
φτωχός μουσικός από τον φόβο του δεν τολμούσε να απλώσει να πάρει
τίποτα.
Τότε ο Άγιος πιάνοντας μια σακούλα γεμάτη την έδωσε στον φτωχό και του είπε:
«Πάρε αυτήν, πήγαινε στο καλό και διηγήσου τα μεγαλεία του Θεού».
Και ο μεν Άγιος γύρισε στον Ναό του, ο δε πτωχός πήγε στο σπίτι του δοξάζοντας τον Θεό και ευχαριστώντας τους Αγίους. Χαίρονταν με όλη την καρδιά του κι έκαμε φορέματα που ήταν γυμνός από την φτώχεια του.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και οι φύλακες
ανακάλυψαν, ότι έλειπε η σακούλα αν και οι πόρτες ήταν κλειστές και οι
σφραγίδες απείραχτες και το είπαν στον Aυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να
γίνει έρευνα σε όλη την πόλη. Βρέθηκαν λοιπόν μερικοί γείτονες του
λαουτιέρη, που ήξεραν ότι παλαιότερα ήταν φτωχός, ενώ τον τελευταίο
καιρό απέκτησε ξαφνικά χρήματα, και το είπαν στον Βασιλιά, ο οποίος
πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά του αμέσως.
Ο λαουτιέρης του διηγήθηκε ακριβώς τι
συνέβη και ο Aυτοκράτορας, ο οποίος ήταν πολύ ευσεβής, θαύμασε, του
επέτρεψε να φύγει και να κρατήσει και τα χρήματα, λέγοντάς του:
«Επειδή ο Άγιος Νικόλαος, όπως μας είπες,
έπιασε αυτήν την σακούλα με τα άγιά του χέρια, δώστην μου αδειανή, να
την έχω για ευλογία και αγιασμό και ως αναμνηστικό του θαύματος αυτού».
* Δημοσιεύθηκε
στην Ακολουθία του Αγίου Νικολάου, έκδοσις Ι. Κελλιον ‘’Μπαρμπεράδων’’,
Άγιον Όρος 1993, στο Gustav Anrich, Hagios Νikolaos, Βerlin, 1913, p.
365-368 και στο περιοδικό AΓΙΟΡΕΙΤΙΚH ΒΙΒΛΙΟΘHΚH Ε΄ (1940 -41), σελ.
256-260.
1.
Το πολίτικο λαούτο ή λάφτα είναι ένα παραδοσιακό έγχορδο μουσικό
όργανο, το οποίο χρησιμοποιείται, κατά κύριο λόγο, στην εκτέλεση
κομματιών της λεγόμενης Βυζαντινής Μουσικής, λόγω των διαστημάτων που
μπορεί να παράγει.
2.
Μονή του Προδρόμου «τοῦ ἐν τῇ Πέτρᾳ»: Την είχε ιδρύσει τον Ε΄ αιώνα ο
Άγιος Βάρας, συνασκητής του Αγίου Παταπίου και του Αγίου Ραβουλά,
βρίσκονταν δίπλα στο αυτοκρατορικό ανάκτορο των Βλαχερνών και κατείχε
την τρίτη θέση στην ιεραρχία των άλλων μονών μετά την μονή του Στουδίου
και των Μαγγάνων. Διεφύλασσε τον αριστερό βραχίονα του αγίου Ιωάννου του
Βαπτιστού, ”μέρος, του άρτου, ον ο Σωτήρ ημών έδωκε την Πέμπτη του
μυστικού δείπνου τω Ιούδα, ολίγου αίματος του Σωτήρος ημών, του αίματος,
όπερ ανέβλυσεν εκ σταυρού πληγωθέντος υπό Ιουδαίων εν Βηρυτώ, των
τριχών του πώγωνος του Σωτήρος ημών, τεμαχίου του λίθου, εφ ‘ ου
κατετέθη ο Σωτήρ ημών αποκαθηλωθείς, του σιδήρου της λόγχης του
Λογγίνου, του καλάμου και του σπόγγου και των ιματίων του Σωτήρος ημών
και των τριχών της μητρός του Θεού», την κάρα του αγίου Βονιφατίου,
λείψανα του αγίου Παντελεήμονος και της Αγίας Αναστασίας. Εκεί διέσωσε ο
Άγιος Βάρας το άφθαρτο σκήνωμα του αγίου Παταπίου, όπου έμεινε στην
Μονή της Πετρας ως τα χρόνια των Παλαιολόγων.
3.
Ευκτήριο του Αγίου Νικολάου: βρίσκεται στην πλαγιά του έκτου λόφου της
Κωνσταντινούπολης, είναι μικρών διαστάσεων, κτισμένο στο εσωτερικό κήπου
καλουμένου «Μπογδάν Σεράϊ », δηλαδή «ανάκτορο της Μολδαβίας». Ο κήπος
βρίσκεται λίγα βήματα ανατολικά του «Τεμένους Κεφελί» (της παλιάς Μονής
του Μανουήλ), στην περιοχή Φατίχ, κοντά στο Edirnekapı (την αρχαία πύλη
του Χαρισίου) και στη Μονή της Χώρας..Η διήγηση που ακολουθεί είναι απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα» που συνέγραψε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Στην Σκήτη των Ιβήρων, ο Γέρο-Νικόλαος από τη συνοδεία των Μαρκιανών μού διηγήθηκε για έναν Πατέρα, που είχε και αυτός παιδική απλότητα, ότι κάποτε, όταν είχε στερέψει το πηγάδι τους, είχε κατεβάσει την εικόνα του Αγίου Νικολάου στο ξεροπήγαδο, με το σχοινί δεμένη από τον χαλκά, και είπε:
– Άγιε Νικόλαε, να ανέβης μαζί με το νερό, εάν θέλης να σου ανάβω το καντήλι, αφού μπορείς να το κάνεις αυτό. Βλέπεις, έρχονται τόσοι άνθρωποι, και δεν έχουμε λίγο κρύο νερό να τους δώσουμε.
Ω του θαύματος! το νερό ανέβαινε σιγά-σιγά, και η εικόνα του Αγίου έπλεε επάνω, μέχρι που την έπιασε με τα χέρια του, την ασπάσθηκε με ευλάβεια και την πήγε στον Ναό.
***
Όταν ο Άγιος Νικόλαος κατέβηκε στα χαρακώματα, στους στρατιώτες
Μοναχός Βαρσανούφιος (Κουζνετσόβ)
Μια αληθινή ιστορία του 1944
Αυτή την ιστορία μου την είχε διηγηθεί ο παππούς μου, που ήταν συνεργός στα ακόλουθα γεγονότα.
Ο παππούς μου, ο Φιόντορ Σίντοροβιτς, είχε πάει στο μέτωπο του πολέμου το 1941. Είχε καταταγεί στο 282ο Σύνταγμα Πεζικού Τυφεκιοφόρων της 19ης Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων. Οι μάχες στο Δυτικό Μέτωπο, κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, ήταν πολύ σκληρές και ήδη τον Αύγουστο του 1941 είχε τραυματιστεί βαριά στο κεφάλι, στα δυο του πόδια και το δεξί χέρι. Μετά την ανάρρωση, τον έστειλαν στο Βαλτικό Μέτωπο. Το χαρμόσυνο μήνυμα της Νίκης ο παππούς μου αναγκάστηκε να το υποδεχτεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο, επειδή λίγο πριν, τον Φεβρουάριο του 1945, είχε τραυματιστεί και πάλι βαριά από θραύσμα νάρκης ενόσω έκαναν αναγνωριστική επιχείρηση με πυρά, στην περιοχή της πόλης Λιμπάβα. Για τα πολεμικά του επιτεύγματα ο Φιόντορ Σίντοροβιτς είχε βραβευτεί με το παράσημο «Τάγμα του Ερυθρού Αστέρα» και άλλα παράσημα και μετάλλια. Δεν του άρεσε να αναθυμάται τα χρόνια του πολέμου και στις ερωτήσεις των δικών του προτιμούσε να απαντάει με σιωπή. Ωστόσο, από το πολεμικό του παρελθόν ο παππούς μοιραζόταν με χαρά ένα επεισόδιο που είχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πιστό άνθρωπο, αν και ποτέ δεν έδειχνε τα θρησκευτικά του συναισθήματα προς τα έξω. Τη φλόγα της πίστης την είχαν ανάψει στην καρδιά του οι γονείς του για να την στερεώσει μέσα από το χωνευτήρι του Μεγάλου Πολέμου. Όταν θυμόταν τη μητέρα του, ο παππούς με δάκρια διηγούταν ένα θαύμα.
…Ήταν το 1944. Στον αέρα ήταν διάχυτη η μυρωδιά της νίκης, αν και ο θάνατος δεν το έβαζε κάτω. Στο πεδίο της μάχης, περιτριγυρισμένο από σύννεφα καπνού και μυρωδιά καπνίλας, υπήρχαν σκορπισμένα βλήματα που δεν είχαν εκραγεί. Η σιωπή διακόπτονταν που και που από βολές κατά ριπάς αυτόματων όπλων. Σε ένα από τα χαρακώματα κάθονταν τρείς σοβιετικοί στρατιώτες, ο Σίντορ, ο Βασίλης και ο Φιόντορ. Κάπνιζαν σιωπηλά και σκέφτονταν ο καθένας τα δικά του.
Ο Σίντορ ήταν αγροτικής καταγωγής. Καθώς είχε χάσει νωρίς τον πατέρα και την μητέρα του, συνήθισε με αξιοπρέπεια να αντιμετωπίζει τις κακουχίες της ζωής. Είχε καταρτιστεί ως οδηγός αλωνιστικής μηχανής και είχε γίνει ένας από τους καλύτερους εργάτες του κολχόζ του.
Ο πόλεμος είχε εισβάλει στην τακτοποιημένη και ευτυχισμένη ζωή του Βασίλη, όπως η πέτρα που ξαφνικά χτυπάει στο παράθυρο. Είχε αφήσει πίσω στο σπίτι του την αγαπημένη του γυναίκα και τα έξι παιδιά τους.
Ο Φιόντορ, ο παππούς μου, σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή τη μητέρα του. Ο πόλεμος τη βρήκε βαριά άρρωστη και ο Φιόντορ τη φρόντιζε. Η άρρωστη μητέρα του χρειαζόταν φροντίδα. Δεν έμεινε κανένας από τους συγγενείς τους. Αλλά ακόμα περισσότερη φροντίδα από τα παιδιά της είχε ανάγκη η Μητέρα-Πατρίδα. Ο Φιόντορ πολύ συχνά θυμόταν τη στιγμή του αποχωρισμού, όταν η μητέρα τον φίλησε στο μέτωπο, τον σταύρωσε με φαρδιές κινήσεις και είπε: «Να σε φυλάει ο Κύριος, γιόκα μου!».
Εκείνη τη στιγμή που αυτοί οι τρείς ήταν απασχολημένοι με αυτές τις σκέψεις, στο χαράκωμα κατέβηκε ένας παππούλης. Αγαθά μάτια, φαλάκρα, απλό ντύσιμο. Τους φαινόταν ότι κάπου τον έχουν δει, αλλά δεν μπορούσαν να θυμηθούν που ακριβώς. Τόσους δρόμους έχουν περάσει, τόσα παπούτσια έχουν χαλάσει… Κανένας εκείνη τη στιγμή δε ρώτησε πώς ξέπεσε εκεί, αν και δεν ήταν καθόλου κατανοητό, πώς αυτός ο άνθρωπος μπόρεσε να περάσει το ναρκοπέδιο, κάτω από το σύριγμα από αδέσποτες σφαίρες.
Στον πόλεμο τα θαύματα δεν εκπλήσσουν. Το γεγονός ότι ζεις, ήδη θεωρείται θαύμα.
Και εδώ, ο Σίντορ θυμήθηκε ότι είχε δει αυτόν τον παππούλη στο σπίτι του. Εκεί, στο εικονοστάσι του σπιτιού του, ήταν η εικόνα του Αγίου Ιεράρχη Νικολάου ολόσωμη, και η μακαρίτισσα μητέρα του συχνά προσευχόταν μπροστά της.
Ο Φιόντορ κατάλαβε ότι μόλις τους είχε επισκεφτεί ο Άγιος Νικόλαος
– Παππούκα, πότε θα τελειώσει αυτός ο καταραμένος πόλεμος; – ρώτησε ντροπαλά ο Φιόντορ.
– Σύντομα, σύντομα, παιδάκια μου! – απάντησε ο αγαθός παππούλης και αινιγματικά συνέχισε: – Αλλά αυτός ο πόλεμος δε θα είναι ο τελευταίος, θα δώσουν μάχη ακόμα τέσσερα άλογα και θα νικήσει το κόκκινο!
Τη συνομιλία την διέκοψε ο θόρυβος εχθρικού αεροπλάνου. Ακούστηκε η εντολή του αρχηγού: «Στα όπλα!». Ο παππούς σηκώθηκε ήσυχα και βγήκε.
Ο Φιόντορ σκέφτηκε να φωνάξει στον
άγνωστο επισκέπτη να περιμένει μέσα στο χαράκωμα όσο κρατάει η επίθεση
του εχθρού, αλλά πλέον εκεί δεν υπήρχε κανένας. Και τότε κατάλαβε ότι
μόλις τους είχε επισκεφτεί ο Άγιος Νικόλαος. Λυπήθηκε που η συνάντηση
ήταν τόσο σύντομη. Ο Φιόντορ ήθελε να τον ρωτήσει πώς είναι η μάνα του.
Ταυτόχρονα όμως, κατάλαβε ότι ο Άγιος Νικόλαος δεν τους είχε επισκεφτεί τυχαία.
Άρα, κάποιος αυτή την ώρα προσευχόταν με δάκρια μπροστά στην εικόνα του
Αγίου Ιεράρχη, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά και για κάθε Ρώσο
στρατιώτη, ζωντανό ή νεκρό, που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων
του στο πεδίο της μάχης.
Μοναχός Βαρσανούφιος (Κουζνετσόβ)
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
https://gr.pravoslavie.ru/134458.html
Ένα θαύμα του Αγίου Νικολάου
Επί είκοσι έτη ζούσα στην Λίμα του Περού. Κατά το διάστημα αυτό, είχε ιδρυθεί και μια Ρωσική Ορθόδοξη ενορία εκεί. Ο διάκονός μας, ο αείμνηστος Ευγένιος Νικολάγιεβιτς Δολμάτεφ, μου είχε διηγηθεί ένα θαύμα που ο ίδιος είχε ζήσει, με μια επέμβαση του Αγίου Νικολάου.
Συνέβη στην Σιβηρία. Ο Λευκός Στρατός κάτω από την διοίκηση του Κολτσάκ υποχωρούσε. Ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς, παρά τον σοβαρότατο τραυματισμό που είχε υποστεί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρέτησε στις δυνάμεις του Κολτσάκ, με βαθμό πρώτου υπολοχαγού. Ο χειμώνας εκείνος ήταν πολύ βαρύς.
Μπαίνοντας σε κάποιο χωριό, οι
παρτιζάνοι συνέλαβαν ένα χωριάτη με την υποψία ότι συνεργαζόταν με τους
Κόκκινους. Είχε ληφθεί η απόφαση να τον εκτελέσουν.
Ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς διέταξε να τον κρατήσουν τον ύποπτο στην φυλακή.
Το ίδιο βράδυ, καθώς ο υπολοχαγός καθόταν μοναχός και ετοίμαζε τα έγγραφα της κατηγορίας, ακούσθηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του. Την άνοιξε, και μπήκε μέσα ένας ηλικιωμένος που φορούσε σκούφια, σαν εκείνες που φορούσαν οι μοναχοί, και ένα παλιό ράσο.
“Κύριε αξιωματικέ” του είπε, “έχετε συλλάβει ένα χωριάτη εδώ. Μην τον σκοτώσετε. Είναι αθώος.”
“Και ποιός είσαι εσύ;” Τον ρώτησε ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς.
“Είμαι ο εφημέριος της τοπικής εκκλησίας, ο πατήρ Νικόλαος”, του απάντησε ο ηλικιωμένος, και αμέσως έφυγε.
Ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς κάθησε και καλοσκέφθηκε το ζήτημα, και αποφάσισε να αφήσει ελεύθερο τον φυλακισμένο. Νωρίς το επόμενο πρωί, παρήγγειλε να του ετοιμάσουν ένα έλκηθρο, διέταξε να επιβιβασθεί ο φυλακισμένος, πήρε μαζί του λίγο ψωμί, και είπε στους συνοδούς:
“Φεύγω – πάω να τον εκτελέσω.”
Όταν έφτασαν στο δάσος, έλυσε τα δεσμά του φυλακισμένου και του είπε:
“Φύγε τώρα, μέσα στο δάσος, και φρόντισε να μην ξαναβρεθείς ποτέ στο δρόμο μας!”
Επιστρέφοντας στο χωριό, ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς πέρασε από την εκκλησία. Ήταν κλειδωμένη. Ρώτησε ένα χωριάτη που περνούσε εκείνη στιγμή:
“Πού μένει ο πατήρ Νικόλαος;”
“Οι Κόκκινοι τον τουφέκισαν, πριν από πολλά χρόνια”, ήρθε η απάντηση.
Αιφνιδιάστηκε με την απάντηση ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς, αλλά αποφάσισε πως ήθελε να ρίξει και μια ματιά μέσα στον ναό. Κάποιος του ξεκλείδωσε την πόρτα του ναού, και μπήκε.
Ξαφνικά, βλέπει στα δεξιά του μια εικόνα του Αγίου Νικολάου και αμέσως αναγνώρισε τον νυχτερινό επισκέπτη του. Στην εικόνα αυτή, ο θαυματουργός ιεράρχης είχε αγιογραφηθεί φορώντας την ίδια ακριβώς σκούφια.Ύμνος στον θαυματουργό Άγιο Νικόλαο, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
https://iconandlight.wordpress.com/2018/12/05/%CF%8D%CE%BC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B8%CE%B1%CF%85%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CF%8C-%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF-%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%B1%CE%BF-%CE%B1/
Άγιος Νικόλαος Μύρων της Λυκίας, Σκεύος Εκλογής του Θεού, Δεχθείτε,
αδελφοί, τον δικό σας ποιμένα, αυτόν πού έχρισε το Άγιο Πνεύμα για σας..
που για το έργο αυτό δεν τον εξέλεξε ανθρώπινη ψήφος, αλλά τον όρισε ο
Θεός.
https://iconandlight.wordpress.com/2019/12/05/36176/
Ο Άγιος Νικόλαος και ο αιχμάλωτος όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης
https://iconandlight.wordpress.com/2016/12/05/%CE%BF-%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%B1%CE%B9%CF%87%CE%BC%CE%B1%CE%BB%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%BF/
Το θαύμα του Αγ. Νικολάου που συγκλόνισε την Ρωσία το 1956
https://iconandlight.wordpress.com/2015/12/05/9917/
Άγιος Νικόλαος Μύρων της Λυκίας, Ουδείς εν πειρασμοίς σε ποτέ προσεκάλεσε και την λύσιν ευθύς ουκ εδέξατο, Άγιε.
https://iconandlight.wordpress.com/2017/12/05/%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CF%8D%CF%81%CF%89%CE%BD-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CF%85%CE%BA%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%B5%CE%AF/Απολυτίκιον Ήχος δ’
Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος, εγκρατείας Διδάσκαλον, ανέδειξέ σε τη ποίμνη σου, η των πραγμάτων αλήθεια, διά τούτο εκτήσω τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια, Πάτερ Ιεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Ήχος δ’, Ως γενναίον εν Μάρτυσιν
Μύρω θείω σε έχρισε, θεία χάρις τού Πνεύματος, Μύρων προεδρεύσαντα και μυρίσαντα, ταις αρεταίς Ιερώτατε, τού κόσμου τα πέρατα, ηδυπνόοις τε ευχαίς, τα δυσώδη διώκοντα, πάθη πάντοτε, διά τούτό σε πίστει ευφημούμεν, και τελούμέν σου την μνήμην, την παναγίαν Νικόλαε.
Και παρών και φαινόμενος, εν ονείροις Νικόλαε, τούς αδίκως μέλλοντας θνήσκειν έσωσας, ως συμπαθής ως φιλάγαθος, ως ρύστης θερμότατος, ως προστάτης αληθής, των πιστώς εξαιτούντων σου, την αντίληψιν, Ιερώτατε Πάτερ των Αγγέλων, συμπολίτα Αποστόλων και Προφητών ισοστάσιε.
Ήχος β’ Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν
Μύροις, παροικήσας αισθητώς, μύρον αληθώς ανεδείχθης, μύρω χρισθείς νοητώ Άγιε Νικόλαε, Αρχιεράρχα Χριστού, και μυρίζεις τα πρόσωπα, των πίστει και πόθω, σού την παναοίδιμον, μνήμην τελούντων αεί, λύων συμφορών και κινδύνων, τούτους και των θλίψεων Πάτερ, εν ταις προς τον Κύριον πρεσβείαις σου.
Μέγας, αντιλήπτωρ και θερμός, τοις εν τοις κινδύνοις τελούσιν, υπάρχεις ένδοξε, Άγιε Νικόλαε, Ιεροκήρυξ Χριστού, τοις εν γη και τοις πλέουσι, τοις πόρρω και πέλας, οία συμπαθέστατος, και πρεσβευτής κραταιός, όθεν συνελθόντες βοώμεν, Πρέσβευε προς Κύριον όπως, πάσης λυτρωθώμεν περιστάσεως.
Εις τήν Λιτήν, Ήχος α’
Άνθρωπε τού Θεού και πιστέ θεράπον, και οικονόμε των αυτού μυστηρίων, και άνερ επιθυμιών των τού Πνεύματος, στήλη τε έμψυχε, και έμπνους εικών, ως θείον γάρ θησαυρόν σε, η των Μυρέων Εκκλησία, αγαμένη προσήκατο, και πρεσβευτήν των ψυχών ημών.
Ήχος δ’
Πάτερ Νικόλαε, του παναγίου Πνεύματος μυροθήκη υπάρχων, ως έαρ μυρίζεις ευφρόσυνον, των θείων αρωμάτων Χριστού, των Αποστόλων γάρ μιμητής γενόμενος, την οικουμένην περιπολεύεις, διά των λόγων των θαυμάτων σου. Όθεν και τοις πόρρω ως εγγύς, δι’ ονείρων οπτανόμενος, εκ θανάτου λυτρούσαι, τούς αδίκω ψήφω θνήσκειν μέλλοντας, διασώζων παραδόξως, εκ κινδύνων πολλών, τούς επικαλουμένους σε, Διό και ημάς των επεμβαινόντων δυσχερών, ελευθέρωσον σαις πρεσβείαις, τους αεί ανευφημούντάς σε.
Ήχος πλ. α’
Χαίροις ασκητικών
Χαίροις ο ιερώτατος νους, το της Τριάδος καθαρόν ενδιαίτημα, ο στύλος της Εκκλησίας, ο των πιστών στηριγμός, καταπονουμένων η βοήθεια, αστήρ, ο ταις λάμψεσιν, ευπροσδέκτων δεήσεων, διασκεδάζων, πειρασμών τε και θλίψεων, σκότος πάντοτε, Ιεράρχα Νικόλαε, όρμος ο γαληνότατος, εν ώ καταφεύγοντες, οι τρικυμίαις τού βίoυ περιστατούμενοι σώζονται, Χριστόν εκδυσώπει, ταις ψυχαίς ημών δοθήναι, το μέγα έλεος.
Δόξα… Ήχος πλ. β’
Άνθρωπε του Θεού, και πιστέ θεράπον, λειτουργέ Κυρίου, άνερ επιθυμιών, σκεύος εκλογής, στύλε και εδραίωμα της Εκκλησίας, Βασιλείας κληρονόμε, μη παρασιωπήσης, τού βοάν υπέρ ημών τον Κύριον.
Ωδή ζ’ Ο Ειρμός, Οι Παίδες ευσεβεία
Σοφίας τω κρατήρι πλησιάσας, μυστικώς τα χείλη σου Πάτερ Νικόλαε, κρουνούς αμβροσίας ένθεν ήντλησας, υπέρ μέλι και κηρίον τοις λαοίς εκβοών, Ο των Πατέρων, Θεός ευλογητός εί.
Ωδή η’ Ο Ειρμός, Θαύματος υπερφυούς
Φωτί ελλαμφθείς τω απροσίτω Πάτερ, τας ψυχάς των εν θλίψει αυγάζεις, διαλύων άπαντα, ζόφον σκότους των πειρασμών, απαστράπτων τε ακτίνας ευφροσύνης αεί, εν αις τηλαγώς καταλαμπόμενοι, Ευλογείτω, βοώμεν η κτίσις τον Κύριον, και υπερυψούτω, εις πάντας τους αιώνας.
Ἡ ὁμολογία καὶ ὁ ἱερὸς θυμὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου (6.12.2018)Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου
youtube.com/watch?v=xxiWyhyeyaA
Ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος τῶν ἀδικημένων καὶ τὸ Ψαλτήρι (6.12.20)Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου
youtube.com/watch?v=o-07uhi3RnU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου