Του Δημητρίου Λυκούδη, ντου Σύνταξης της εφημ. «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Δεν είναι εύκολο να γράψεις για αγιαστικές και χαριτωμένες ψυχές και Γέροντες, κυρίως για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ο κίνδυνος να επιτρέψεις, ακούσια έστω, η συναισθηματική και αγαπητική σου εξάρτηση από τον Γέροντα που σκιαγραφείς να επηρεάσει ακόμη και κατ᾿ ελάχιστον τα γραφόμενά σου. Ο δεύτερος και κυριότερος, κατά τη γνώμη μου, να νιώσεις έστω και ολίγα δευτερόλεπτα της ώρας, έστω ως περαστική και συνειρμική σκέψη πως, ναι, μπορείς, δύνασαι, έχεις τη δύναμη, τη γνώση , την εμπειρική βιωματικότητα, από τη σχέση σου με τον Γέροντα που αναφέρεσαι και προβάλλεις ικανός ώστε να καταγράψεις κάποια βιώματα που θυμάσαι από τη συναναστροφή σου μαζί του. Και τα δύο, ειδικότερα το δεύτερο, είναι άκρως επικίνδυνα. Παρά ταύτα, θα τολμήσω να μεταφέρω εδώ ολίγες σκέψεις που, πρώτιστα, την δική μου ακρασία δύνανται να βοηθήσουν και επί της νωχελικότητός μου να αποβούν παραγωγικές.
Τον μακαριστό Γέροντα Νεκτάριο Βιτάλη γνώρισα τον Απρίλιο, τέτοιες ημέρες, του 1997. Ένας φίλος, πτυχιούχος Χημείας τότε, που διέμενε κοντά στο Προσκύνημα στην Καμάριζα, επέμενε να πάμε να τον γνωρίσω, αν, και είναι αλήθεια, ποτέ δεν αρεσκόμουν σε αυτήν την επικίνδυνη άγρα «φημισμένων» Γερόντων που κατέληξε στην εκκλησιαστική μάστιγα του «Γεροντισμού» και που πολύ ταλαιπώρησε και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να ταλαιπωρεί την Εκκλησία.
Φθάσαμε στο Προσκύνημα απόγευμα. Ο Γέροντας, μόλις είχε τελειώσει τον Εσπερινό. Ο φίλος μου, που τον ήξερε χρόνια, με παρουσίασε μπροστά του. Ακόμη θυμάμαι την ιλαρή μορφή του από εκείνη την πρώτη μας συνάντηση. Πράος, εμβριθής και μετρημένος, ιλαρός στην όψη, σού θύμιζε παλαιές μορφές της Παλαιάς Διαθήκης. Ισχνόφωνος, αργός στις κινήσεις και στην ομιλία του, δισταχτικά στην αρχή, εγκάρδια στη συνέχεια, μού ζήτησε να τον ακολουθήσω στο Ιερό Βήμα.
– «Ποιον έχεις Γέροντα», με ρώτησε.
– «Τον Γέροντα Εφραίμ, τον Ηγούμενο της Μονής του Φιλοθέου, στο Άγιον Όρος» (τον μετέπειτα Σεραγιώτη), απάντησα.
Τότε, φωτίσθηκε ακόμη περισσότερο το πρόσωπό του. Σημείο ότι οι δύο Γέροντες γνωρίζονταν «πνευματικώ τω τρόπω», όπως άλλωστε έμαθα εκ των υστέρων, όταν ρώτησε τον Γέροντά μου για τον π. Νεκτάριο. Με τράβηξε από το χέρι πλησίον της Προσκομιδής και μου έδωσε ένα 50αρι κομποσχοίνι του, δικό του, που πρόδιδε διά των αισθήσεων ότι το χρησιμοποιούσε χρόνους πολλούς στα αναρίθμητα ξενύχτια του.
– «Αυτό είναι για εσένα», μού είπε, «και να θυμάσαι ότι ο Γέροντάς σου είναι άγιος άνθρωπος!».
Ολόκληρη η περιοχή της Λαυρεωτικής αλλά, όσο περνούσε ο καιρός, ολόκληρη η Ελλάδα προσέτρεχε κατά εκατοντάδες κάθε φορά να τον συναντήσει, να διδαχθεί από την μακαρία θέα του ιερού του προσώπου, να πάρει κάτι από το θείο και αγιαστικό του παράδειγμα. Πάντοτε ταπεινός, πάντοτε φιλάσθενος, μόνιμα εξουθενωμένος, απορούσες πώς, αλήθεια, πώς μπορούσε αυτό το αδύναμο και σχεδόν αποστεωμένο γεροντάκι να ξενυχτά και να λειτουργεί, να διακονεί κάθε πονεμένο που προσέτρεχε δίπλα του, έστω λίγο να ξεδιψάσει και να παρηγορηθεί κοντά του!
Συναντηθήκαμε τρεις φορές από τότε. όμως, κάθε φορά, ήταν σαν να με γνώριζε όλο και περισσότερο. Ποτέ δε μιλήσαμε για προσωπικά μου ζητήματα, αλλά από τη συζήτηση που πάντοτε είχε γενικό πνευματικό περιεχόμενο, πάντοτε, ήξερε, «έβλεπε», γνώριζε, λες και είχαμε γνωριστεί από χρόνια και γνώριζε δι᾿ εμέ όσα και ο Γέροντάς μου!
Η δε ελεημοσύνη του, ανείπωτη, ανέκφραστη, άκρως παραδειγματικά χαριτωμένη. Χιλιάδες κόσμου προσέτρεξε κοντά του και άπαντες, άλλοτε πνευματικά και άλλοτε και υλικά, ευεργετήθηκαν από την ταπεινή καρδιά του μακαρίου εκείνου λευίτη και οσιακού Γέροντα, ώστε δικαίως κατ᾿ άνθρωπον, δικαίως να ονομασθεί ο άγιος των «πτωχών».
Παραδοσιακός, ταπεινός και αυστηρός όσο και όπου έπρεπε, ενάντια σε κάθε έκφραση και πτυχή της νέας «μόδας», της καλουμένης «μεταπατερικής» θεολογίας, ο μακαριστός Γέροντας τηρούσε «νουν Χριστού» και δίδασκε τα όρια της αγαπητικής διακρίσεως αλλά και της θεία δικαιοσύνης εντός της ορθοδόξου πνευματικότητος.
Ετούτη την ώρα, λίγο πριν κλείνω τις σκέψεις μου αυτές, κρατώντας στα χέρια μου το κομποσχοίνι του, πιότερο δε, κρατώντας και διατηρώντας άσβεστη και ανέπαφη στο χρόνο την οσιακή μορφή του στο νου και την καρδιά μου, αισθάνομαι ιερό καθήκον, ανάγκη επιτακτική της ψυχής, να ευχαριστήσω τον οσιακό Γέροντα π. Νεκτάριο Βιτάλη για όσα με εδίδαξε και ενουθέτησε, κυρίως μέσα από την εκούσια και ενεργό προσευχητικά σιωπή του.
Δικαίως, λοιπόν, ο λαός του Θεού τού απέδωσε το προσωνύμιο ο άγιος των «πτωχών», ο άγιος των «πτωχών», εκ των οποίων πτωχών, «ων πρώτος ειμί εγώ».
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου