Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· 16 Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα, καὶ ἐκάλεσε πολλούς. 17 Καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν, καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 Καὶ ἕτερος εἶπε· Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 Καὶ ἕτερος εἶπε· Γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. 21 Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· Ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· Κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· Ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς, καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. 24 Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. 14 Πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ εκλεκτοί.
«Οὐδεὶς… Γεύσεται — Ἔτι τόπος ἐστίν»
Ἀδελφοί μου,
Σήμερον ἀκούσαμε λόγο βαρύ,
λόγο ὃς πονάει τὴν ψυχή:
> «Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου… Πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.»
Ποιός δύναται νὰ μείνει ἀμέτοχος μπροστά σ’ αὐτή τὴν ἀλήθεια;
Ποιός δὲν βλέπει τὴν οδύνη του Πατέρα, που κλαίει βλέποντας τὰ παιδιά Του να λένε «ἔχε με παρῃτημένο», να γυρίζουν πλάτη σ’ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς δίνει τὰ πάντα;
Και ὅμως, ἀδελφοί μου, μέσα σ’ αὐτήν τὴν πίκρα υπάρχει φῶς.
> «Ἔτι τόπος ἐστίν.»
Ναὶ, ἀκόμη ὐπάρχει χῶρος γιὰ μετάνοια.
Ναὶ, ἀκόμη ὐπάρχει χρόνος γιὰ νὰ γυρίσει ἡ καρδιά.
Ναὶ, ἀκόμη ἡ χάρη κρατιέται γιὰ ὅποιον ἐκτείνει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν πίστη του.
Κάθε Κυριακή, ὁ Κύριος στρώνει τραπέζι μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμά Του,
καὶ λέει σ’ ὅλους μας, ἄνοιξε τὴν καρδιά σου:
> «Μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε.»
Μὰ πολλοί ἀνθρωποι, παρά τὰ θαύματα καὶ τὰ δώρα, λένε «ἔχε με παρῃτημένο».
Καὶ τότε, ὁ πόνος Του γίνεται ὀδυνηρός,
καὶ γι’ αὐτούς, τοῦ κόσμου ἡ δόξα γίνεται σκοτάδι, καὶ ὁ δρόμος ἀπό τοῦ Δείπνου φαίνεται κλειστός.
Κι ὅμως, ὁ Θεός μας δεν σταματάει να καλεῖ.
Τὸ «ἔτι τόπος ἐστίν» δίνει ἐλπίδα.
Δίνει χῶρο γιὰ μετάνοια,
γιὰ δάκρυ ποὺ καθαρίζει,
γιὰ καρδιά ποὺ σπάει,
γιὰ ψυχή ποὺ γυρίζει πρὸς τὸ φῶς.
Ἀδελφοί μου, μὴ διστάσουμε.
Μὴ περιμένουμε τὴν μέρα που θα σβήσει το «ἔτι τόπος ἐστίν».
Ἐλάτε τώρα.
Μὲ δάκρυ καὶ μετάνοια,
μὲ πόθο καὶ ταπείνωση.
> «Ναί Κύριε, ἔρχομαι.»
Καὶ τότε, ὁ Πατέρας, ὁ Χριστός ὁ Ἅγιος μᾶς δίνει μὲ χαρά, μὲ αγάπη, μὲ ταπεινότητα, τὸν Δεῖπνο, τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, τὸ τραπέζι τῶν ἐκλεκτῶν.
> Ἔτι τόπος ἐστίν…
Ὅσο ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, τρέξατε!
Παρακαλέστε τήν πανάχραντον μητέρα του, νά σᾶς βοηθήσει νὰ τὰ καταφέρετε.
Μὴ χαθεῖτε μέσα στοὺς πολλούς ποὺ ἀρνοῦνται.
Μή χαθεῖτε μέσα στήν ἀνοησία τοῦ κόσμου.
Ἰδοὺ, ἡμέρα σωτηρίας, μὴν αφήσουμε αὐτήν τὴν ευκαιρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου