«Δια την ημέρα δε εκείνη και την ώραν κανείς δεν γνωρίζει τίποτε, ούτε οι άγγελοι των ουρανών, παρά μόνον ο Πατήρ μου».
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Με την δήλωσιν «ούτε οι άγγελοι» τους απεστόμωσεν, ώστε να μη ζητήσουν να μάθουν ό,τι δεν γνωρίζουν εκείνοι, λέγων δε «ούτε ο Υιός» τους εμποδίζει όχι μόνον να μάθουν, αλλά και να ερευνούν. Ότι δε δι’ αυτό το είπε, βλέπε πως τους απεστόμωσε καλύτερα μετά την ανάστασιν, όταν τους είδε να γίνωνται περισσότερον περίεργοι. Διότι τώρα μεν τους ανέφερε πολλά και διάφορα τεκμήρια, τότε δε τους είπεν απλώς· «δεν είναι ιδική σας υπόθεσις να γνωρίζετε τους χρόνους ή τους καιρούς». Έπειτα, δια να μη ειπούν ότι παρεμελήθημεν, περιεφρονήθημεν, ούτε αυτού δεν είμεθα άξιοι, λέγει: «τους οποίους ώρισεν ο Πατήρ κατά την ιδικήν του εξουσίαν».
Διότι φρόντιζε πάρα πολύ να τους τιμά και να μη τους αποκρύπτη τίποτε. Δια τούτο αυτό το αφήνει εις την δικαιοδοσίαν του Πατρός, αφ’ ενός δια να κάμη τα πράγμα φοβερόν, και αφ’ ετέρου να αποκλείση εκείνους να πληροφορηθούν αυτό που ελέχθη.
Διότι εάν δεν είναι αυτό και το αγνοεί, πότε θα το γνωρίση; Μήπως μαζί μας; Και ποιος θα μπορούσε να το ειπή αυτό; Και τον μεν Πατέρα τον γνωρίζει ακριβώς, τόσον ακριβώς μάλιστα όσον Εκείνος γνωρίζει τον Υιόν, την δε ημέρα την αγνοεί; Έπειτα, το μεν Πνεύμα ερευνά και τα βάθη του Θεού, και Αυτός δεν γνωρίζει ούτε τον χρόνον της κρίσεως;
Αλλά το μεν πως πρέπει να κρίνη το γνωρίζει και τα απόκρυφα του καθενός τα γνωρίζει καλώς, αυτό δε που είναι πολύ πιο ασήμαντον από εκείνο, αυτό θα το αγνοούσε; Πως όμως, εάν «όλα έγιναν δι’ αυτού και χωρίς αυτόν δεν έγινε τίποτε», ηγνόησε την ημέρα; Διότι αυτός που δημιούργησε τους αιώνας, είναι φανερόν ότι δημιούργησε και τους χρόνους· εάν δε δημιούργησε τους χρόνους, δημιούργησε και την ημέρα πως λοιπόν αγνοεί αυτήν που δημιούργησεν;
Και σεις μεν ισχυρίζεσθε ότι γνωρίζετε την ουσία Του, ο δε Υιός δεν γνωρίζει ούτε την ημέρα, ο Υιός ο οποίος ευρίσκεται διαρκώς εις τον κόλπον του Πατρός; Μολονότι η ουσία Αυτού είναι πολύ ανωτέρα από τας ημέρας, και μάλιστα απείρως ανωτέρα.
Πως λοιπόν, ενώ επιτρέπετε το μείζον εις τους εαυτούς σας, δεν επιτρέπετε ούτε το έλασσον εις τον Υιόν, «εις τον οποίον είναι κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως»;
Αλλά ούτε σεις γνωρίζετε τι εις την ουσίαν είναι ο Θεός, έστω και αν μυρίας φοράς το ισχυρίζεσθε μέχρι μανίας ούτε ο Υιός αγνοεί την ημέρα, αλλά την γνωρίζει και πολύ καλώς. Δι’ αυτό ακριβώς, αφού τα είπεν όλα, και τους χρόνους και τους καιρούς και αφού μας ωδήγησε μέχρι των θυρών (διότι λέγει· «είναι κοντά, εις την θύραν»), απεσιώπησε την ημέρα.
Εάν μεν λοιπόν ζητής την ημέρα και την ώραν, λέγει, δεν θα την ακούσης από εμέ· εάν όμως ζητής να μάθης τους καιρούς και τα προοίμια της παρουσίας, θα σου τα ειπώ όλα με ακρίβειαν χωρίς να αποκρύψω τίποτε.
Ότι μεν λοιπόν δεν αγνοώ την ημέρα της παρουσίας το απέδειξα δια πολλών, αφού σου είπα τα χρονικά διαστήματα και όλα όσα θα συμβούν και το χρονικόν διάστημα που θα μεσολαβήση από τον χρόνον αυτόν μέχρι της ημέρας εκείνης (διότι αυτό το φανέρωσεν η παραβολή της συκής), και σε ωδήγησα μέχρι τα ίδια τα πρόθυρα· εάν δε δεν σου ανοίγω τας θύρας, το κάμνω δια το συμφέρον σου.
Δια να μάθης δε και από αλλού, ότι η σιωπή του δεν ωφείλετο εις άγνοιαν, ιδέ ότι μαζί με όλα όσα είπεν πρόσθεσε και άλλο σημείον «κατά τας ημέρας του Νώε οι άνθρωποι έτρωγαν και έπιναν, ενυμφεύοντο και υπανδρεύοντο μέχρι την ημέρα που ήλθεν ο κατακλυσμός και τους άρπαζεν όλους, έτσι θα γίνη και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου».
Αυτά δε τα είπε δια να φανερώση ότι θα έλθη αστραπιαίως και αιφνιδίως και ενώ οι περισσότεροι θα επιδίδωνται εις απολαύσεις. Αυτό εξ άλλου το λέγει και ο Παύλος όταν γράφη· «Όταν ομιλούν περί ειρήνης και ασφαλείας, τότε έρχεται επάνω τους αιφνίδια η καταστροφή»· και δια να φανερώση το απροσδόκητον της παρουσίας έλεγεν «Όπως ο κοιλόπονος εις την έγκυον».
Διατί λοιπόν λέγει «μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων»; Διότι, εάν τότε υπάρχη απόλαυσις και ειρήνη και ασφάλεια, όπως λέγει ο Παύλος, διατί λέγει «μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων»; Εάν υπάρχη τρυφή, πως θα υπάρχη θλίψις; Τρυφή και ειρήνη θα υπάρχη δι’ εκείνους που είναι αναίσθητοι. Δι’ αυτό δεν είπεν όταν θα υπάρχη ειρήνη, αλλά «όταν λέγωσιν ειρήνην και ασφάλειαν», θέλων να δείξη την αναισθησία αυτών, όπως οι επί της εποχής του Νώε οι οποίοι επεδίδοντο εις απολαύσεις εν μέσω τόσων κακών. Όχι βεβαίως οι δίκαιοι, οι οποίοι περνούσαν με θλίψιν και δυσφορίαν.
Με αυτά δείχνει, ότι όταν έλθη ο αντίχριστος θα επιταθούν αι ανάρμοστοι ηδοναί, θα αυξηθούν μεταξύ εκείνων οι οποίοι είναι παράνομοι και έχουν χάσει την ελπίδα της σωτηρίας των. Τότε θα εμφανισθούν γαστριμαργίαι, θορυβώδεις διασκεδάσεις και μέθαι. Δι’ αυτό αναφέρει και παράδειγμα κατάλληλον προς την περίστασιν. Διότι όπως, λέγει, δεν επίστευαν όταν κατεσκευάζετο η Κιβωτός, και ενώ ευρίσκετο ανάμεσά τους προαναγγέλλουσα τα δεινά που επρόκειτο να συμβούν, εκείνοι βλέποντάς την διεσκέδαζαν ωσάν να μη επρόκειτο να συμβή κανένα κακόν, έτσι και τώρα, θα φανή μεν ο αντίχριστος μετά τον οποίον θα επέλθη η συντέλεια και τα δεινά τα συνεπακόλουθα της συντέλειας και αι αβάσταχτοι τιμωρίαι, αυτοί όμως κατεχόμενοι από την μέθην της κακίας ούτε καν θα αισθανθούν τον φόβον των όσων θα συμβούν. Δι’ αυτό και ο Παύλος λέγει ότι τα φοβερά εκείνα και αφόρητα δεινά θα εμφανισθούν όπως ο κοιλόπονος εις την έγκυον.
Διατί όμως δεν ανέφερε τα κακά των Σοδόμων; Ηθέλησε να αναφέρη παράδειγμα γενικόν, το οποίον αν και είχε προλεχθή ημφεσβητήθη. Δι’ αυτό ακριβώς, επειδή από τους περισσοτέρους αμφισβητούνται τα μέλλοντα να συμβούν, τα βεβαιώνει με εκείνα που συνέβησαν εις το παρελθόν, δια να διεγείρη τον νουν των και να δείξη μαζί με όσα ελέχθησαν και τούτο, ότι και εκείνα που συνέβησαν εις το παρελθόν Εκείνος τα είχε κάμει.
Έπειτα πάλιν αναφέρει άλλο σημείον, με όλα δε αυτά κάμνει ολοφάνερο ότι δεν αγνοεί την ημέρα της παρουσίας. Ποιον δε είναι το σημείον αυτό; «Τότε δύο θα βρίσκωνται εις τον αγρόν, ο ένας παραλαμβάνεται και ο άλλος αφήνεται. Δύο γυναίκες θα αλέθουν εις τον μύλον η μία παραλαμβάνεται και η άλλη αφήνεται. Να είσθε λοιπόν άγρυπνοι, διότι δεν γνωρίζετε ποιαν ώραν έρχεται ο Κύριός σας». Όλα αυτά είναι δείγματα ότι γνωρίζει την ημέρα και ταυτοχρόνως τους εκτρέπει από την ερώτησιν.
Δι’ αυτό ακριβώς ανέφερε και τας ημέρας του Νώε και δια τούτο είπε και το «δύο επί κλίνης», δια να δηλώση τούτο, ότι θα έλθη εντελώς απροσδοκήτως και ενώ αυτοί θα είναι αμέριμνοι, και «δύο αλέθουσαι», που και αυτό είναι δείγμα αμεριμνησίας.
Και μαζί με αυτό αναφέρει ότι και υπηρέται και κύριοι παραλαμβάνονται και αφήνονται αδιακρίτως, και εκείνοι που είναι ελεύθεροι και εκείνοι που κοπιάζουν, και από αυτήν την κοινωνικήν θέσιν και από την άλλην, όπως λέγει και εις την Παλαιάν Διαθήκην «από εκείνον που κάθεται εις τον θρόνον, μέχρι την αιχμάλωτον γυναίκα που είναι εις τον μύλον». Διότι, επειδή είπεν, ότι δυσκόλως σώζονται οι πλούσιοι, θέλει να δείζη ότι ούτε αυτοί οπωσδήποτε θα χαθούν, ούτε οι πτωχοί θα σωθούν όλοι, αλλ’ ότι και από εκείνους και από αυτούς και θα σωθούν και θα χαθούν.
Εγώ όμως νομίζω πως θέλει να φανερώση και ότι η παρουσία θα γίνη κατά την διάρκειαν της νυκτός. Διότι αυτό λέγει και ο Λουκάς. Βλέπεις πως τα γνώριζεν όλα με ακρίβεια; Έπειτα πάλιν, δια να μη ρωτήσουν, πρόσθεσε· «Να είσθε άγρυπνοι λοιπόν, διότι δεν γνωρίζετε ποιαν ώραν έρχεται ο Κύριός σας». Δεν είπε «δεν γνωρίζω», αλλά «δεν γνωρίζετε». Διότι, ενώ τους οδηγεί εις αυτήν σχεδόν την ώραν και τους στήνει, πάλιν τους απομακρύνει από την ερώτησιν, επειδή θέλει να τους κρατή εις διαρκή αγωνίαν.
Δι’ αυτό λέγει «γρηγορείτε», δείχνοντας ότι δι’ αυτό δεν τους αποκαλύπτει την ώραν. «Γνωρίζετε όμως τούτο, ότι εάν γνώριζεν ο οικοδεσπότης ποιαν ώραν της νυκτός θα ήρχετο ο κλέπτης, θα αγρυπνούσε και δεν θα άφηνε να διαρρήξουν την οικίαν του. Δι’ αυτό και σεις να είσθε έτοιμοι, διότι ο Υιος του ανθρώπου θα έλθη την ώραν που δεν περιμένετε».
Δι’ αυτό δεν τους την αποκαλύπτει, δια να αγρυπνούν, δια να είναι πάντοτε έτοιμοι. Δι’ αυτό λέγει, όταν δεν θα περιμένετε, τότε θα έλθη, επειδή θέλει να ευρίσκωνται εις διαρκή αγωνίαν και πάντοτε εις την αρετήν.
Εκείνο δε το οποίον εννοεί είναι το εξής· εάν γνώριζαν οι πολλοί πότε θα αποθάνουν, θα έδειχναν προθυμίαν κατά την ώραν εκείνη.
Δια να μη δείχνουν λοιπόν ενδιαφέρον μόνον κατ’ εκείνη την ώραν, δι’ αυτό δεν τους αποκαλύπτει ούτε την κοινήν ώραν, ούτε την ώραν του καθενός, επειδή θέλει να την περιμένουν διαρκώς, δια να καταβάλλουν προσπάθειαν πάντοτε. Δι’ αυτό έκαμε και το τέλος της ζωής του καθενός άγνωστον.
Έπειτα ονομάζει φανερά τον εαυτόν Του Κύριον, ενώ δεν το έχει ειπεί πουθενά τόσον σαφώς. Εδώ δε νομίζω ότι επιπλήττει τους οκνηρούς, διότι δεν δείχνουν τόσον ενδιαφέρον δια την ψυχήν των, όσον ενδιαφέρον δείχνουν δια τα χρήματά των εκείνοι που περιμένουν κλέπτην. Διότι εκείνοι μεν όταν περιμένουν κλέπτην αγρυπνούν και δεν αφήνουν τίποτε από όσα υπάρχουν μέσα να αρπαχθή· ενώ σεις, αν και γνωρίζετε ότι θα έλθη, και θα έλθη οπωσδήποτε, δεν μένετε άγρυπνοι, λέγει, και προπαρασκευασμένοι, ώστε να μη αφαρπασθήτε από εδώ απροετοίμαστοι.
Δι’ αυτό η ημέρα των αδρανών έρχεται προς όλεθρόν των. Διότι, όπως εκείνος, εάν γνώριζε την ημέρα, θα μπορούσε να διαφύγη τον όλεθρον, έτσι και σεις, εάν είσασθε έτοιμοί θα τον διαφύγετε. Έπειτα, επειδή ανεφέρθη εις την κρίσιν, στρέφει τον λόγον και προς τους διδασκάλους, ομιλών περί τιμωρίας και αμοιβών και αφού ανέφερε πρώτους τους ενάρετους, τελειώνει με τους αμαρτωλούς, κατακλείων τον λόγον με τας απειλάς.
Δι’ αυτό πρώτον λέγει τούτο· «ποίος λοιπόν είναι ο έμπιστος και φρόνιμος δούλος, τον οποίον ο κύριός του διώρισε επιστάτην των υπηρετών του, δια να τους δίνη τροφήν την κατάλληλον ώραν; Είναι μακάριος ο δούλος εκείνος, που όταν έλθη ο κύριός του θα τον εύρη να κάνη το έργον του. Σας διαβεβαιώνω ότι θα τον διορίση επιστάτην εις όλα τα υπάρχοντά του».
Μήπως και αυτό είναι δείγμα άγνοιας; Ειπέ μου. Διότι εάν, επειδή είπεν «ουδέ ο Υιος οίδεν», είπης ότι αγνοεί, τότε όταν είπε «τι άρα» τι θα είπης; Ή λέγεις ότι και αυτό το αγνοεί; Μακρυά από εδώ τέτοια σκέψις. Διότι ούτε κανείς από τους αρνητάς δεν θα το έλεγεν αυτό· αν και εκεί θα μπορούσε να υπάρχη κάποια αιτία, ενώ εδώ ούτε αυτό υπάρχει.
Τι συμβαίνει δε όταν λέγη «Πέτρε με αγαπάς;», Επειδή ρωτά, ούτε αυτό γνωρίζει; Ή όταν λέγη «που τον έχετε βάλει;». Άλλωστε και ο Πατήρ εμφανίζεται να ομιλή έτσι· διότι και Αυτός λέγει: «Αδάμ, που είσαι;». Και «η κραυγή των Σοδόμων και της Γομόρρας επολλαπλασιάσθη προς εμέ, θα κατεβώ λοιπόν να ιδώ εάν γίνωνται όλα όσα φθάνουν από την κραυγήν των προς εμέ. Εάν δε δεν γίνωνται να το ξεύρω». Και άλλου λέγει· «Μήπως και ακούσουν και μήπως καταλάβουν». Και εις το Ευαγγέλιον επίσης· «ίσως να εντραπούν τον υιόν μου», τα οποία όλα είναι λόγοι άγνοιας.
Δεν τα έλεγεν όμως επειδή τα αγνοούσε, αλλά δια να πορισθή εκείνα τα οποία αρμόζουν εις αυτόν εις μεν τον Αδάμ, δια να τον ωθήση εις ομολογίαν της αμαρτίας· εις τους Σοδομίτας, δια να μας διδάξη, ότι δεν πρέπει ποτέ να αποφαινώμεθα προτού μεταβώμεν εις τα ίδια τα πράγματα.
Εις δε τον προφήτην, δια να μη νομισθή από τους ανοήτους ότι η προφητεία της παρακοής είναι τίποτε το αναγκαστικόν εις δε την παραβολήν του Ευαγγελίου, δια να δείξη ότι είχαν υποχρέωσιν να το κάνουν και να εντραπούν τον υιόν εδώ δε επί πλέον δια να μη, περιεργάζωνται, ούτε να πολυπραγμονούν και δια να δείξη το σπάνιον και πολύτιμον.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ -12- ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΟΜΙΛΙΑ ΟΖ’ – σελ. 45-57) – ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΟΝ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ Υπό ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, Διδάκτορος θεολογίας – ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1979 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου