Πάπα – Τύχων ο Ρώσσος ερημίτης της Καψάλας – Εκοιμήθη στις 10 Σεπτεμβρίου 1968
Όταν τον ρωτούσε κανείς: Μόνος σου μένεις εδώ στην ερημιά; απαντούσε ο Γέροντας.
-Όχι, εγώ μένω μαζί με τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους, με τους Αγίους Πάντες, με την Παναγία και τον Χριστό.
Πράγματι την ένιωθε την παρουσία των Αγίων και την βοήθεια του φύλακα Αγγέλου του. Μία
μέρα που τον είχα επισκεφθή, ενώ ανέβαινε τα σκαλάκια, έπεσε ανάποδα
και σφηνώθηκε στην πόρτα, γιατί φορούσε πολλά καπιά, και δυσκολεύτηκα να
τον σηκώσω. Όταν τον ρώτησα μετά: Τι θα έκανες Γέροντα μόνος σου, εάν
δεν ήμουν εδώ; με κοίταξε παράξενα και μου απήντησε με βεβαιότητα:
-Ο φύλακάς μου Άγγελος, θα με σήκωνε.
Ενώ βρισκόταν σε ερημικό τόπο, μόνος του, και το Κελλί του δεν είχε σχεδόν τίποτα, για να έχη όμως τον Χριστό μέσα του, δεν του χρειαζόταν τίποτα, γιατί όπου Χριστός, εκεί και Παράδεισος, και για τον Παπά-Τύχωνα το Περιβόλι της Παναγίας ήταν επίγειος Παράδεισος.
Κάποτε, τον είχε ρωτήσει ένας Ηγούμενος:
-Γέροντα, ποιος αδελφός είναι πιο καθαρός μέσα στο Κοινόβιο;
Ο Παπά-Τύχων απήντησε:
-Άγιε Καθηγούμενε, όλοι οι αδελφοί είναι καθαροί.
Ποτέ δεν πλήγωνε άνθρωπο, αλλά του θεράπευε τα τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χριστού. Έλεγε στην πονεμένη ψυχή:
-Παιδί μου, εσένα ο Χριστός σε αγαπάει, σε συγχώρεσε. Ο Χριστός, αγαπάει περισσότερο τους αμαρτωλούς που μετανοούν, και ζούν με ταπείνωση.
Πάντα τόνιζε την ταπείνωση, και έλεγε χαρακτηριστικά:
-Ένας ταπεινός άνθρωπος έχει περισσότερη Χάρη από πολλούς ανθρώπους. Κάθε πρωί, ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι, αλλ’ όταν ιδή κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δύο Του χέρια. Πα, πα, πα, παιδί μου, εκείνος που έχει μεγαλύτερη ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους!
Τη Θεία Λειτουργία ο παπά-Τύχωνας την αγαπούσε πολύ. Ο υποτακτικός του πατήρ Παΐσιος διηγείται χαρακτηριστικά: «Η Θεία Λειτουργία για τον Γέροντα ήταν ένα άνοιγμα του ουρανού. Σαν τον Παύλο ηρπάζετο και σαν τον Άγιο Σπυρίδωνα συναναστρέφετο τους αγγέλους του Κυρίου. Όταν έμπαινε στην Αγία Αναφορά και άρχιζε να διαβάζη την ευχή: «Μετά τούτων και ημείς των μακαρίων δυνάμεων Δέσποτα φιλάνθρωπε βοώμεν και λέγομεν Άγιος.. Άγιος» ο παπά-Τύχων έβλεπε τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ».
Ο ευλογημένος γέροντας ζούσε πραγματικά τη θεία Λειτουργία. Την αγαπούσε τόσο, καθώς λέει ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος, που «την ώρα της λειτουργίας έφτανε να μεταρσιώνεται. Έφτανε να βραδυάζη, απ’ το πρωί που είχε αρχίσει, και δεν είχε τελειώσει. Όλος έξαρση, την ώρα του Χερουβικού και του καθαγιασμού, έψαλε με αγγέλους τον ύμνο τους στα ουράνια. Τον ψάλτη τον έβγαζε στον διάδρομο του κελλιού του, έξω από τον ναό, να ψάλη το χερουβικό. Έβλεπε κατόπιν πως ήταν στην αγία Τράπεζα και τελείωνε την λειτουργία και δεν καταλάβαινε πως πέρασε η ώρα…» Πραγματικά στο πρόσωπο του ιερέα Τύχωνα βλέπομε, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος, «τον μεθυσμένο από την αγάπη του Θεού, τον ιερουργόν που μεθίσταται σε άλλους κόσμους και ημπορεί να λέγει ότι τον σηκώνει ο Δεσπότης Χριστός και τον εξάγει «του τε χώρου του τε ζόφου και εισάγει εις άλλον, είτε κόσμον ή αέρα….και προς φως εισάγει μέγα» (Συμεών ο Νέος Θεολόγος}.
Και συνεχίζει ο π. Αγαθάγγελος: Μετά, ο Γέροντας αποσυρόταν και έκλαιγε για δυό και τρεις ημέρες. Το μαξιλάρι του γινόταν μούσκεμα. Την θεία μετάληψη δεν περίμενε να βραδυάση για να την διαβάση, αλλά την διάβαζε από το μεσημέρι. Και όλη την ημέρα προετοιμαζόταν για την Θεία Λειτουργία και θεία κοινωνία της επόμενης ημέρας. Έλεγε, ότι ο πιστός πρέπει να προετοιμάζεται όλο το εικοσιτετράωρο για να μπορή να γίνη μέτοχος στο σώμα και αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Κατά την προσκομιδή, μνημόνευε επί ώρες όλα τα ονόματα που είχε και στο τέλος ακουμπώντας τα με το χέρι έλεγε ξανά: -Μνήσθητι Κύριε όλου κόσμου…
Κάποτε, μετά την μνημόνευση των πολλών ονομάτων μ’ ένα χαριτωμένο τρόπο ακούμπησε το χέρι του σ’ αυτά λέγοντας προς εμένα: -Παιντί καρντιά σ’ όλο κόσμο… Με μεγάλη απλότητα μου έλεγε πως οι Άγγελοι, οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Ιεράρχες, οι Μάρτυρες, οι Όσιοι, οι Ανάργυροι και πάντες οι Άγιοι είναι παρόντες, καθώς τους μνημονεύουμε στην αγία προσκομιδή, και έρχονταν βοηθοί σ’ όλον τον κόσμο, που τα ονόματά του ώρες μνημόνευε.
Φυσικά, μόνο ο Θεός, γνωρίζει τα πνευματικά μέτρα των Αγίων. Ούτε και οι ίδιοι οι Άγιοι τα γνώριζαν, διότι οι Άγιοι μόνο τις αμαρτίες τους μετρούσαν και όχι τα πνευματικά τους μέτρα. Έχοντας λοιπόν, υπ’ όψιν μου το άγιο αυτό τυπικό των Αγίων, που δεν αναπαύονται στους ανθρώπινους επαίνους, προσπάθησα να περιοριστώ στα απαραίτητα γεγονότα.
Πιστεύω ότι θα είναι ευχαριστημένος και ο Παπά-Τύχων και δεν θα παραπονεθή, όπως παραπονέθηκε σε αυτόν ο φίλος του Γέρο-Σιλουανός, όταν είχε γράψει για πρώτη φορά, τον Βίο του ο Πατήρ Σωφρόνιος. Είχε παρουσιασθή τότε ο Γέρο-Σιλουανός, στον Παπά-Τύχωνα και του είπε:
-Αυτός ο ευλογημένος Πατήρ Σωφρόνιος πολλά εγκώμια μου έγραψε· δεν το ήθελα.
Για αυτό φυσικά, είναι και Άγιοι. Επειδή απέφευγαν την ανθρώπινη δόξα, τους δόξασε ο Θεός.
Οι ευχές του Παπά-Τύχωνα και όλων των γνωστών και αγνώστων Αγίων να μας βοηθάνε στα δύσκολα χρόνια που περνάμε. Αμήν.
Μοναχός Παΐσιος.
Απολυτίκιον οσίου Τύχωνος του Ρώσσου ερημίτου της Καψάλας. Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Της Ρωσίας φωστήρα νεολαμπέστατον, και του Αγίου Όρους, ερημιών οικιστήν, τον απλούν και ταπεινόν ανευφημήσωμεν, Τύχωνα ώσπερ θεαυγή, ασκητήν αεί Θεόν, δοξάζοντα εκβοώντες· τυχείν ευκλείας αλήκτου, τους σε τιμώντας καταξίωσον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου