Συναξάριον τοῦ Μηναίου.
Τῇ Ϛʹ (6) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ᾿Ιουνίου μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἱλαρίωνος τοῦ Νέου, Ὁμολογητοῦ τῆς Μονῆς τῶν Δαλμάτων (845).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Ανούβ τοῦ Σημειοφόρου, ἐν Αἰγύπτῳ ἀσκήσαντος (4ος αιων.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ρωμύλου( 81-96)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων παρθενομαρτύρων ᾿Αρχελαΐδος, Θέκλας καί Σωσάννης, τῶν ἐν Σαλέρνο τῆς ᾿Ιταλίας (293)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀττάλου τοῦ θαυματουργοῦ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῶν Ἁγίων πέντε Παρθενομαρτύρων Βαλερίας ἤ Βαρερίας, Κυρίας, Μάρθας, Μαρίας καί Μαρκίας, τῶν ἐκ Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, καὶ τῆς συνοδίας αὐτῶν
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Γελασίου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν ᾿Ιωνᾶ ἐπισκόπου τῆς Μεγάλης Περμίας (Περμ) (1470)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παϊσίου τοῦ Οὔγκλιχ (1504)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Ιωνᾶ τοῦ Κλιμέζσκ (1534)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ποιμένος, ἐν Ρωσίᾳ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη θαύματος τοῦ ᾿Αρχαγγέλου Μιχαήλ, γενομένου ἐν ᾿Αλεξανδρείᾳ
Στίχοι
Σημειοποιὸν καὶ θανὼν Ἀνοὺβ χάριν,
Τοῖς ζῶσιν ὡς ζῶν μέχρι δεῦρο δεικνύει
Αββάς Aνούβ της Αιγύπτου
Ο Όσιος Ανούβ ο σημειοφόρος καταγόταν από την Αίγυπτο και ήταν ο μεγαλύτερος από επτά αδέλφια που έγιναν όλοι τους μοναχοί στην έρημο της Σκήτης, ηταν αδελφος του Αββά Ποιμένος . Υπήρξε διάσημος ασκητής, και έφτασε σε υψηλά επίπεδα πνευματικότητας. Όταν οι βάρβαροι Μάζικες ερήμωσαν το μοναστικό κέντρο της Σκήτης (407), τα επτά αδέλφια γλύτωσαν από την σφαγή και παίρνοντας τον δρόμο των έμπορων του νίτρου εγκαταστάθηκαν στην Τερενούθι της Άνω Αίγύπτου, στις όχθες του Νείλου. Όταν ένας επισκέπτης ερχόταν να ρωτήσει τον αββά Ανούβ εκείνος τον έστελνε στον Ποιμένα, αναγνωρίζοντας ότι είχε λάβει το χάρισμα της διδασκαλίας, αλλά ο Ποιμήν δεν έπαιρνε ποτέ τον λόγο παρουσία του αδελφού του και αρνιόταν να μιλήσει μετά από κάποιον άλλο Γέροντα, παρόλο που τους ξεπερνούσε όλους. Σύμφωνα με μαρτυρία του, δεχόταν καθημερινά τη θεία Ευχαριστία από άγγελο, ενώ συνεχώς γινόταν δέκτης θεοσημειών, θείων οραμάτων, όπως έκανε γνωστό στους αββάδες Σούρο, Ησαΐα και Παύλο, λίγες ημέρες πριν από την εις Κύριον εκδημία του.
Είπε ο Αββάς Ανούβ: «Από τότε όπου λέγομαι χριστιανός, δεν βγήκε ψεύδος από το στόμα μου».
Ρώτησε ο Αββάς Ανούβ τον Αββά Ποιμένα για τους ακαθάρτους λογισμούς, όπου γεννά η καρδιά του ανθρώπου, καθώς και για τις μάταιες επιθυμίες. Και του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: « Μή θα δοξασθή η αξίνα χωρίς εκείνον οπού τη χρησιμοποιεί για να κόβη ; Και συ μη τους αφήσης τόπο, μήτε να γλυκαθής μαζί τους και μένουν σε αδράνεια ».
Ένας αδελφός ήλθε στον Αββά Ποιμένα και του λέγει: «Σπέρνω το χωράφι μου και κάνω απ’ αυτό αγάπη». Του λέγει ο γέρων: «Καλά κάνεις». Και έφυγε με προθυμία και αύξησε την αγάπη. Και άκουσε ο Αββάς Ανούβ τον λόγο και λέγει στον Αββά Ποιμένα: «Δεν φοβάσαι τον Θεό, έτσι μιλώντας στον αδελφό;». Και σιώπησε ο γέρων. Και ύστερα από δυο μέρες, φώναξε ο Αββάς Ποιμήν τον αδελφό. Και του λέγει, ενώ άκουε ο Αββάς Ανούβ: « Τί μου είπες προχθές; Γιατί είχα αλλού τον νου μου». Του λέγει ο αδελφός: «Είπα ότι σπέρνω το χωράφι μου και κάνω απ’ αυτό αγάπη ». Και του είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Νόμιζα ότι για τον αδελφό σου τον λαϊκό μίλησες. Αν όμως συ είσαι όπου κάνεις αυτό το έργο, δεν ταιριάζει σε μοναχό ». Και εκείνος, ακούοντας, λυπήθηκε και είπε : « Άλλο έργο κανένα δεν ξέρω και δεν μπορώ να μη σπέρνω το χωράφι μου ». Όταν λοιπόν έφυγε εκείνος, έβαλε μετάνοια στον Αββά Ποιμένα ο Αββάς Ανούβ, λέγοντας: « Συγχώρησε με ». Και του αποκρίνεται: « Και εγώ από την αρχή ήξερα ότι δεν είναι έργο μοναχού. Αλλά σύμφωνα με τον λογισμό του του μίλησα και του έδωσα προθυμία στην προκοπή της αγάπης. Τώρα όμως έφυγε λυπημένος και πάλι το ίδιο θα κάνη ».
Είπε
ο Αββάς Ποιμήν, ότι, αν φθάση τινάς στο ρητό του Αποστόλου, το «πάντα
καθαρά τοις καθαροίς», βλέπει τον εαυτό του κατώτερον όλης της κτίσεως.
Του λέγει ο αδελφός: «Πώς μπορώ να λογαριάζω τον εαυτό μου κατώτερον από
τον φονιά;». Του λέγει ο γέρων: «Αν φθάση τινάς σ΄ αυτό το ρητό και δη
άνθρωπο να φονεύη, λέγει ότι μόνη αύτη την αμαρτία έκαμε αυτός, ενώ εγώ
φονεύω κάθε μέρα».
Έκαμε ο αδελφός την ίδια ερώτηση στον Αββά Ανούβ, αναφέροντας και τί του είπε ο Αββάς Ποιμήν. Και του λέγει ο Αββάς Ανούβ: «Αν φθάση τινάς σ΄ αυτό το ρητό και δη τις ελλείψεις του αδελφού του, κάνει ώστε να τις καταπιή η δικαιοσύνη του». Του λέγει ο αδελφός: «Ποιά είναι η δικαιοσύνη του;». Αποκρίθηκε ο γέρων: «Το να καταμέμφεται πάντοτε τον εαυτό του».
Έλεγαν, ότι, αν έρχονταν μερικοί στον Αββά Ποιμένα, τους έστελνε πρώτα στον Αββά Ανούβ, γιατί εκείνος ήταν μεγαλύτερος στα χρόνια. Ο δε Αββάς Ανούβ τους έλεγε: «Πηγαίνετε στον αδελφό μου Ποιμένα, γιατί αυτός έχει το χάρισμα του λόγου». Αν δε ο Αββάς Ανούβ βρισκόταν κοντά στον Αββά Ποιμένα εκεί, δεν μιλούσε καθόλου ο Αββάς Ποιμήν όσο εκείνος ήταν παρών.
Ρώτησαν μερικοί από τους πατέρες τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πώς ο Αββάς Νισθερώος κατώρθωσε να ανεχθή τόσο πολύ τον μαθητή του;». Τους λέγει ο Αββάς Ποιμήν: «Αν ήμουν εγώ, ακόμη και το μαξιλάρι θα του έβαζα κάτω από το κεφάλι του». Του λέγει ο Αββάς Ανούβ: «Και τί θα έλεγες στον Θεό;». Αποκρίνεται ο Αββάς Ποιμήν: «θα του έλεγα λοιπόν, ότι συ το είπες: Έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου».
Πάλεψε κάποτε ο Παϊσιος με έναν αδελφό του, ενώ καθόταν ο Αββάς Ποιμήν, ώσπου αίμα έτρεχε από τα κεφάλια τους και ο γέρων δεν τους μίλησε καθόλου. Μπήκε λοιπόν ο Αββάς Ανούβ και βλέποντας τους, λέγει στον Αββά Ποιμένα: «Γιατί άφησες τους αδελφούς να χτυπιούνται, χωρίς τίποτε να τους πής;». Λέγει ο Αββάς Ποιμήν: «Αδελφοί είναι, πάλι φιλιώνουν». Λέγει ο Αββάς Ανούβ: «Τί πάει να πη αυτό; Είδες τί έκαμαν και λες ότι πάλι φιλιώνουν;». Του αποκρίνεται ο Αββάς Ποιμήν: «Βάλε στην καρδιά σου, ότι δεν βρισκόμουν εδώ μέσα».
Ο
Παΐσιος, ο νεώτερος αδελφός τού Αββά Ποιμένος, βρήκε τυχαίως μιά μέρα
στην έρημο ένα μικρό δοχείο με χρυσά νομίσματα. Σαν γύρισε στην καλύβα
τους, πήρε παράμερα τον μεγαλύτερο από τούς αδελφούς του, τον Αββά
Ανούβ, και του είπε εμπιστευτικά:
Δε βλέπεις πόσο σκληρός είναι γιά όλους μας
ο Ποιμήν και διαρκώς θέλει από μας αυστηρή άσκησι. “Ας τον αφήσωμε εδώ
μόνο κι΄ ας πάμε εμείς οι άλλοι να φτιάξωμε δικό μας Μοναστήρι και να
ζήσωμε ήσυχοι.
Και πού θα βρούμε χρήματα; ρώτησε ξαφνιασμένος ο Αββάς Ανούβ.
Με τρόπο ο Παΐσιος του έδειξε το θησαυρό
του. Βλέποντας τόσα χρήματα στα χέρια τού νέου ο φρόνιμος Αββάς λυπήθηκε
γιά τη ζημία της ψυχής του, μα δεν τού το έδειξε.
Πάμε πέρα από τον ποταμό να βρούμε κατάλληλο τόπο, τού αποκρίθηκε.
Του πήρε όμως τα νομίσματα και τα έκρυψε
στο σκούφο του. Μα καθώς περνούσαν το ποτάμι, έκανε δήθεν μιά απότομη
κίνησι ο Αββάς Ανούβ και πέσανε όλα στο νερό. “Ύστερα προσποιήθηκε πώς
λυπόταν.
Μ ή στενοχωριέσαι, του είπε ο Παΐσιος πού,
χάνοντας τα χρήματα, του έφυγε κι΄ η επιθυμία μαζί να ζήση ανεξάρτητος.
Αφού δεν έχομε πιά χρήματα, ας γυρίσωμε πίσω στον αδελφό μας.
Έτσι γύρισαν στην καλύβα τους κι΄ έζησαν με ειρήνη ως το τέλος της ζωής τους.
Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς. Τοῦ Πεντηκοσταρίου
Ἦχος δʹ.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Ἀπολυτίκιον τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Ανούβ τοῦ Σημειοφόρου Ἦχος πλ. δ´
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε ᾿Ανούβ τὸ πνεῦμά σου.
Ἀπολυτίκιον. Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ Νέος Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Τῶν λόγων τοῦ Κυρίου τὴν χάριν γεωργήσας, ἤνθησας καθάπερ ἐλαία, παμμάκαρ Ἱλαρίων, ἐλαίῳ τῶν θείων ἀρετῶν, καὶ τῆς ὁμολογίας σου σοφέ, ἱλαρύνων τὰς καρδίας καὶ τὰς ψυχάς, τῶν πίστει σοι ἐκβοώντων· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ σταφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου