Ο γέροντας Μόδεστος διαβάζει συγκλονιστική αφήγηση ιερέα για τον Άγιο Ιωάννη Βατάτζη όπως τον είδε στο θρόνο του στην Κωνσταντινούπολη!
Ο ιεροκήρυκας γέροντας Μόδεστος ο αγιορείτης διαβάζει αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του Ηλία Δ. Καλλιώρα, από τις εκδόσεις Αγαθός Λόγος, με τον τίτλο: «Καθ’ οδόν προς τη Βασιλεύουσα», εκδ. Αγαθός Λόγος, Αθήνα 2024.
Έτι και πέραν αυτών, θα καταγράψω στη συνέχεια και ένα ακόμη γεγονός σε σχέση και πάλι με τον Άγιο Βασιλέα. Το γεγονός αυτό το διηγήθηκε σε μια μικρή ομήγυρη από πνευματικά του τέκνα ο μακαριστός πλέον πατήρ Θεόδωρος.
Ο σεβάσμιος ιερέας π. Θεόδωρος μιλούσε συνεχώς, για πολλές δεκαετίες και ενημέρωνε τακτικά το ποίμνιό του για τον Άγιο Βασιλέα, για τον ερχομό του και για την εκ νεκρών ανάστασή του κατά τα προδρομικά (και όχι τα τελικά) έσχατα.
Αφηγήθηκε τα εξής ο άγιος παππούλης Θεόδωρος στην μικρή ομήγυρη: «Στην αρχή της δεκαετίας του 1990, μια ομάδα προσκυνητών ταξιδέψαμε στην Αγία Κωνσταντινούπολη για προσκυνηματικούς λόγους.
Ο οδηγός του τουριστικού λεωφορείου μου είπε να μη φορώ τα ράσα μου κατά το ταξίδι για λόγους ασφάλειας, ή εάν θέλω και επιμείνω να τα φορώ θα πρέπει τότε να υπογράψω ένα χαρτί ότι η τουριστική επιχείρηση δεν θα έφερε καμία ευθύνη για τυχόν προβλήματα. Έτσι και έκανα, υπέγραψα.
Όταν ήμασταν η ομάδα των προσκυνητών στον προαύλιο χώρο της Αγιά-Σοφιάς, με πλησίασε ένας καλοϊσκιωτος και καλοβαλμένος νεαρός ένστολος φύλακας και μου είπε σε σχεδόν άπταιστα Ελληνικά:
“Πάτερ, είμαι Ρωμηός! Είμαι κλειδούχος εδώ του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας, κρυπτοχριστιανός και εγώ, όπως επίσης και ολόκληρη η οικογένειά μου, από ανάγκη. Εάν το επιθυμείτε, θα ήθελα να σας δείξω κάτι που ενδιαφέρει όλους εσάς τους Έλληνες χωρίς εξαίρεση. Αυτό είναι μια πολύ μεγάλη ευλογία”.
Λέγοντας μέσα μου παραλλήλως την “ευχή”, συνεχίζει ο ευσεβέστατος π. Θεόδωρος, ένοιωσα μια μεγάλη σιγουριά μέσα στην καρδιά μου και ότι εν τέλει θα πρέπει να ακολουθήσω τον ένστολο φύλακα Ρωμηό στην πρόσκλησή του.
Και του απάντησα: Εντάξει, να είναι ευλογημένο. Στη συνέχεια, ο Τούρκος φύλακας-κλειδούχος μου είπε να τον ακολουθήσω, πράγμα που έκανα.
Από κάποια είσοδο αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στα υπόγεια της ευλογημένης Αγίας Σοφίας. Για πολύ ώρα περπατούσαμε μέσα σε σκοτεινά δωμάτια, σε διαδρόμους με υγρασία, σε άφωτες και ξεχασμένες κάμαρες, σε σκουριασμένες και αραχνιασμένες πόρτες και σε μια σειρά από πρωτόγνωρες εικόνες, ερημωμένα κατώγια, παλιά έπιπλα και αντικείμενα που όλα τους τα είχε ξεχάσει ολότελα ο χρόνος. Σε κάποια στιγμή ο Τούρκος φύλακας μου είπε να ετοιμάζομαι για μια ασύλληπτη έκπληξη.
Φτάνοντας τώρα σε έναν κάπως διαφορετικό χώρο, με έναν περιποιημένο και συγυρισμένο περίγυρο ενός αρχοντικού, στολισμένου με υφάσματα και έπιπλα μιας άλλης εποχής και πάρα πολύ μεγάλου δωματίου, ο Ρωμηός φύλακας της Αγίας Πόλης μου δείχνει με δέος και φόβο και μου λέει με σχεδόν τρεμάμενη φωνή:
“Πάτερ, κοίταξε αυτόν τον άνθρωπο που βρίσκεται εμπρός σας και είναι καθισμένος πάνω στον θρόνο του!”.
Και τι να δω; Τα έχασα! Έμεινα άναυδος, άφωνος και άλαλος!
Έβλεπα εμπρός μου το πρόσωπο που για δεκαετίας κήρυττα, περίμενα και ομιλούσα!
Έβλεπα αυτόν τον Άγιο που για χρόνια ένοιωθα τεράστιο δέος και μόνον φέροντάς τον μέσα στη σκέψη μου!
Ήταν ο Άγιος Βασιλέας Ιωάννης! Μπροστά μου! Σαν να ήταν όντως ζωντανός! Απλά δεν ανέπνεε. Ροδαλός. Ήρεμος. Πολύ όμορφος. Αρχοντικός. Ντυμένος με τα βασιλικά του ενδύματα. Μια άλλη ομορφιά, υπερκόσμια, υπέρλαμπρη και υπέρλογη. Ο πολυαγαπημένος μου Άγιος και Έλληνας Βασιλιάς!
Γονάτισα με απερίγραπτο δέος και ευλαβικά μπροστά στον Άγιο Βασιλέα και γέμισε η γη με τα ατέλειωτα δάκρυά μου. Έκλαιγα γοερά και δεν μπορούσα ούτε να σταματήσω ούτε και να συνέλθω από αυτό το γιγάντιο δώρο που ένοιωθα ότι μου έκανε αυτή την στιγμή ο Κύριος Ιησούς Χριστός!
Έμεινα έτσι γονατιστός για πολύ ώρα. Ένοιωθα τώρα μέσα μου τον ουρανό και την γη να είναι πλήρως ενωμένα, σε ένα. Ζούσα μεταξύ ουρανού και γης. Είχα όντως λάβει εξ Ύψους μια μοναδική ευλογία και ένα απερίγραπτο Πατρικό δώρημα.
Μετά λέω στο φύλακα-ρωμηόπουλο από την Τουρκία, έχουμε αργήσει. Θα χάσω τους υπόλοιπους προσκυνητές που συνταξιδεύουμε. Πρέπει να επιστρέψουμε. Έτσι και έγινε.
Πάλι με τον ίδιο τρόπο, πορεία και από την ίδια και αντίστροφη διαδρομή αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Κάποια στιγμή φτάσαμε στο ίδιο σημείο από όπου ξεκινήσαμε με τον κλειδούχο φύλακα αλλά, πλέον, μετά από 3 με 4 ώρες που είχαν περάσει, η ομάδα των λοιπών προσκυνητών δεν ήταν πια εκεί.
Ο Τούρκος φύλακας, ευλογημένος και κρυφός Ρωμηός με χαιρέτησε ευλαβικώς εγκάρδια, ασπάσθηκε σεβάσμια την δεξιά μου χείρα και αποχώρησε σαν αετόπουλο.
Και τώρα, αναρωτήθηκα τι κάνω; Που θα πρέπει να πάω τώρα, είπα μέσα μου; Αμέσως έβγαλα από την τσέπη μου το κομποσχοίνι και άρχισα να λέω την ευχή, κάνοντας κομποσχοίνι και περπατώντας ταυτόχρονα γύρω-γύρω από την Αγιά Σοφιά και λέγοντας μέσα μου: Κύριε, κανόνισέ τα τώρα Εσύ Πατέρα μου! Εσύ ξέρεις!.
Συνέχιζα να κάνω κομποσχοίνι και να περιφέρομαι γύρω από την Αγιά Σοφιά για αρκετή ώρα. Και κάποια στιγμή, ξαφνικά και κάπως μικρο-τρομαγμένος, ακούω έναν νεαρό από μια παρέα λίγο παραπέρα να με ρωτάει με κάπως ισχυρό τόνο φωνής και απορημένα:
“Τι έπαθες παππούλη και γυρίζεις γύρω-γύρω από την Εκκλησία με το κομποσχοίνι στα χέρια και χωρίς σταματημό; Είστε καλά;”.
Απαντώ στο ερωτώντα νεαρό: “Καλά είμαι παιδί μου, αλλά που βρίσκομαι τώρα εδώ;”.
Και ο νεαρός με θυμωμένη απορία και με κάπως ειρωνικό στόμφο μου απαντάει: “Παππούλη, τι μας λες τώρα, θα μας τρελάνεις; Έχεις τώρα πάνω από μια ώρα που κάνεις κομποσχοίνι και γυρίζεις ασταμάτητα γύρω-γύρω τον Μητροπολιτικό ναό, εδώ της Αλεξανδρούπολης, και τώρα μας ρωτάς και από πάνω και που βρίσκεσαι; Θα μας τρελάνεις;”.
Αμέσως τότε παιδιά μου κατάλαβα ότι το Παράκλητο Πνεύμα με “πήρε” από την Βασιλίδα των Πόλεων και με “έφερε” στην πόλη της Αλεξανδρούπολης.
Ευχαρίστησα με δάκρυα αμέσως τον Κύριο Ιησού Χριστό μας και μετά πήρα το τοπικό ΚΤΕΛ και επέστρεψα μόνος μου στην Αθήνα. Ευτυχώς είχαν πάρει και τα πράγματά μου οι λοιποί προσκυνητές, τα οποία παρέλαβα όταν έφτασα στην ελληνική πρωτεύουσα»... Αυτή ήταν η αφήγηση του πάτερ Θεόδωρου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου