Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Τί, ενδεχομένως, θα δούμε στήν άλλη ζωή: «...ΑΡΧΙΣΑ νὰ πλανιέμαι σὲ ἄγνωστες διαστάσεις. Κατάλαβα ὅτι εἶχα πεθάνει ! ΚΑΙ ΤΟΤΕ τοὺς εἶδα. Μὲ πλησίαζαν ὄντα μὲ ἀποκρουστικές, φρικιαστικὲς μορφὲς καὶ μὲ φωνὲς σὰν βρυχηθμοὺς ζώων…

  PanagiaAgrinio

 

«Καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται  κλαυθμὸς καὶ  βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» (Ματθ. Κεφ.ιγ΄-50)

«  ΟΡΘΟΔΟΞΟ  ΒΗΜΑ » 

 

 

ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ τοῦ 2017, μαζὶ μὲ τρεῖς φίλους μου, γνωστοὺς Ἀγρινιῶτες, τὸν Κώστα Μπαλαούρα, τὸν Σπύρο Παπαδήμα καὶ τὸν Ἠλία Φελώνη, πραγματοποιήσαμε 3ήμερο προσκύνημα στὸ Ἅγιο Ὄρος, στὶς ἱερὲς μονὲς Ζωγράφου, Ξενοφῶντος, Ὁσίου Γρηγορίου.

ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ τῆς Παρασκευῆς 10 Ἰουνίου φτάσαμε στὴν Ξενοφῶντος. Λίγο πρὶν ἀρχίσει ὁ ἑσπερινός, μία παρέα σαραντάρηδων ἦλθε στὸ καθολικὸ δίπλα μας. Ὁ ἕνας ἐκ τῶν πέντε εἶχε σοβαρὰ κινητικὰ προβλήματα καὶ ὑποβασταζόταν ἀπὸ τοὺς φίλους του. Μάλιστα, ὅπως ἀργότερα διαπιστώσαμε, εἶχε καὶ προβλήματα ὁμιλίας, ἀπὸ σημαντικὴ παραμόρφωση στὸ στόμα.

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ τὸ πρωί, μετὰ τὴ θεία Λειτουργία, οἱ τέσσερίς μας καθίσαμε σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μπαλκόνια τοῦ μοναστηριοῦ μὲ πανέμορφη θέα στὸ Αἰγαῖο. Ἦταν 8 τὸ πρωί. Ὁ ἥλιος χρύσωνε τὰ νερὰ τοῦ κόλπου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Κάποια ψαροκάϊκα στὸ βάθος γύριζαν ἀπὸ τὸ βραδινὸ ψάρεμα, μὲ τὴ νωχελικὴ συνοδεία τοῦ γνωστοῦ ἤχου τῆς ἀποσταμένης μηχανῆς τους.

Ζούσαμε μέσα μας τὴν ἰδιαίτερη χαρά, τὴν ἀλλιώτικη, αὐτὴ ποὺ δωρίζει ἡ Θεοτόκος στοὺς προσκυνητές της, κατ’ ἐπιθυμίαν τοῦ καθενὸς καὶ κατ’ ἀναλογίαν βάθους πίστης. Αὐτὴ ποὺ δὲν περιγράφεται μὲ λόγια, μόνο βιώνεται προσωπικὰ μὲ θέρμη.

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ τοῦ διαδρόμου, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ μπαλκόνι μας, φάνηκε ἡ παρέα τῶν πέντε. Στὴ μέση ξεχώριζε ὁ ὑποβασταζόμενος ἄντρας. Ἦταν σχετικὰ ψηλὸς καὶ ἀδύνατος. Βλέποντάς μας, μᾶς χαμογέλασε μὲ σκαμπρόζικο ὕφος καὶ φωνὴ ἀλλοιωμένη ἀπὸ τὴν πλάγια θέση ποὺ εἶχε μόνιμα  στὸ στόμα του:  «Παιδιά, ἔρχεται ἡ ντακότα. Μήπως ὑπάρχει μία ἄδεια καρέκλα;» Πεταχτήκαμε πάνω καὶ οἱ τέσσερις, δίδοντάς του τὴν εὐκαιρία νὰ ἀστειευτεῖ καὶ πάλι: «Ἐντάξει, εἴπαμε ντακότα, ἀλλὰ ὄχι καὶ οἱ τέσσερις. Μία χρειάζομαι».

ΚΑΘΙΣΕ κοντά μας, ὅπως καὶ οἱ φίλοι του.  Ἄρχισε νὰ μᾶς κοιτάζει ὅλους. Νὰ μᾶς παρατηρεῖ. Ὄχι περίεργα κι ἐνοχλητικά, μὰ μὲ ἕνα παράξενο γλυκὸ βλέμμα. Μὲ ἀγάπη. Ἤμουν δίπλα του. Ἔβαλε τὸ χέρι του στὸν ὦμο μου.

«Ὅλοι νομίζουν ὅτι εἶμαι ἀπὸ ἐγκεφαλικὸ . Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἔτσι. Θέλετε νὰ ἀκούσετε τὴν ἱστορία ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ζήσει τὴν παρέμβαση καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ;».

ΣΥΓΚΑΤΑΝΕΥΣΑΜΕ καὶ περιμέναμε μὲ ἀδημονία. Στὸ μεταξὺ εἶχαν ἔλθει κι ἄλλοι προσ­κυνητὲς καὶ τὸ μπαλκόνι γέμισε.

-- «ΠΩΣ ΣΕ λένε;».

-- «Σπύρο».

ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΟΤΑΝ παρὰ μόνο ὁ ἀπόηχος τοῦ παφλασμοῦ τῶν κυμάτων. Ἄρχισε νὰ διηγεῖται. Μιλοῦσε ἀργά, κοφτά, χωρὶς περιττολογίες. Παρ’ ὅλη τὴν ἰδιορρυθμία τῆς φωνῆς του, λόγῳ τοῦ προβλήματος, ἦταν εὔληπτος:

--«ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑ στὰ 27 μου. Πρὶν τὸ γάμο μου, ἔκανα ὅ,τι ἀσωτία βάζει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, παρ’ ὅτι ἤμουν ἤδη μὲ τὴ μέλλουσα γυναίκα μου. Σὲ Θεὸ δὲν πίστευα. Γελοῦσα καὶ περιγελοῦσα ὅσους ἀνόητους ἀσχολοῦνταν μ’ αὐτὰ τὰ παραμύθια. Βλαστημοῦσα συνεχῶς καὶ χωρὶς λόγο τὴν Παναγία. Δυστυχῶς, τὶς ἁμαρτίες μου τὶς συνέχισα καὶ μετὰ τὸν γάμο.

Ξενύκτια, μοιχεῖες, τσιγαριλίκια, χαρτοπαιξίες, ποτά. Ἕνα μπουκάλι οὐίσκι ἔπινα μόνιμα κάθε βράδυ, κάποιες φορὲς καὶ περισσότερο. Ἀπέκτησα δύο παιδιά, ἀλλὰ μυαλὸ δὲν ἔβαλα. Ἐργαζόμουν σὲ μεγάλο συνεργεῖο γιὰ βαρέα ὀχήματα (νταλίκες, γερανοὺς κ.λπ.) σ’ ἕνα προάστιο τῆς Ἀθήνας.

ΠΕΡΑΣΑΝ ἔτσι ἑπτὰ χρονιά. Ἔβριζα τὴ γυναίκα μου, τὴ βλαστημοῦσα...

Ἐκείνη, πέντε χρόνια μικρότερή μου δὲν μιλοῦσε. Καταλάβαινε σχεδὸν τὰ πάντα. Ἦταν μόνιμα μελαγχολική. Πολλὲς φορὲς ἔκλαιγε, μὰ σκούπιζε γρήγορα τὰ μάτια της, νὰ μὴ τὴ δῶ ἔτσι. Μὲ ἀγαποῦ­σε καὶ ποτὲ δὲν μοῦ εἶπε μία κουβέντα γιὰ τὴ μαύρη ζωὴ ποὺ τῆς πρόσφερα. Τὰ παιδιά, ἂν καὶ μικρά, ἔνιωθαν μὲ τὸν δικό τους τρόπο τὴν κατάσταση. Θλίψη καὶ ὀδύνη στὰ μάτια τους.

ΚΑΙ ΤΟΤΕ, ἦλθε ἐκεῖνο τὸ πρωινό τοῦ Ἰανουάριου τοῦ 2010. Ἤμουν στὴ δουλειὰ κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο φορτηγὸ καὶ ἐξέταζα τὴ βλάβη του. Ἦταν πολὺ κοντά, πολὺ χαμηλὰ καὶ φώναξα τὸ ἀφεντικὸ νὰ τὸ σηκώσει λίγο πιὸ ψηλά. Ἐκεῖνος ἦταν δίπλα καὶ εἶχε ἔντονη συζήτηση μὲ ἕνα πελάτη. Ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ πάτησε τὸ κουμπί. Τὸ λάθος κουμπί. Ἀντὶ τὸ φορτηγὸ ν’ ἀνέβει, ἄρχισε νὰ κατεβαίνει...

Μέσα σὲ δευτερόλεπτα ἔφτασε στὸ κεφάλι μου καὶ ἄρχισε νὰ τὸ συνθλίβει. Πρόλαβα μόνο νὰ οὐρλιάξω καὶ μετὰ τίποτα. Ὅταν τὸ ἀφεντικὸ τρομοκρατημένο σταμάτησε τὸ κατέβασμα ἦταν πλέον ἀργά. Εἶχα ἤδη φύγει ἀπὸ τὴ ζωή…

ΕΝΟΙΩΣΑ νὰ βγαίνω ἀπὸ τὸ σῶμα μου καὶ τοὺς ἔβλεπα ἀπὸ ψηλὰ ὅλους γύρω μου μαζεμένους. Ἦταν πανικοβλημένοι. Κάποιοι συνάδελφοι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε. Τὸ ἀφεντικὸ τοὺς σταμάτησε ἀπότομα καὶ μὲ ἄγριο ὕφος τοὺς ἀπείλησε νὰ ποῦν στὶς ἀνακρίσεις ὅτι δὲν εἶδαν τίποτε, κανεὶς δὲν πάτησε τὸ κουμπί, κανεὶς δὲν κατάλαβε τί ἀκριβῶς συνέβη».

ΠΡΟΣΕΧΑΜΕ ἀκόμα καὶ τὴν ἦχο τῆς ἀνάσας μας. Ἤμασταν περίπου εἴκοσι ἄνθρωποι. Κανένας μας δὲν κινοῦταν οὔτε καν ἐλάχιστα.

«ΑΡΧΙΣΑ νὰ πλανιέμαι σὲ ἄγνωστες διαστάσεις. Κατάλαβα ὅτι εἶχα πεθάνει. Ἀμέσως ἄρχισε νὰ συγκλονίζει ὅλη τὴν ὕπαρξή μου ἕνας ἀπέραντος τρόμος μὲ ἀνεξέλεγκτες αὐξητικὲς τάσεις…

ΚΑΙ ΤΟΤΕ τοὺς εἶδα. Μὲ πλησίαζαν ὄντα μὲ ἀποκρουστικές, φρικιαστικὲς μορφὲς καὶ μὲ φωνὲς σὰν βρυχηθμοὺς ζώων. Ὅλες οἱ ἀγωνίες, ἡ φρίκη, οἱ φόβοι ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἕως σήμερα, ἂν ἑνώνονταν σὲ ἕνα, πάλι δὲν θὰ ἔφταναν σὲ ἔνταση αὐτὸ ποὺ ἔνιωθα. Μοῦ ὑπενθύμιζαν τὶς ἁμαρτίες ποὺ εἶχα διαπράξει. Ἀτελείωτες. Μὲ ἔβριζαν μὲ ἀκατονόμαστες φράσεις, μὲ ἀπειλοῦσαν γιὰ αἰώνια ὀδύνη, μούγκριζαν ὅτι εἶμαι δικός τους.

ΣΙΓΑ – ΣΙΓΑ ἄρχισα νὰ μπαίνω σ’ ἕνα κόσμο μὲ σκοτάδι. Ὅσο πιὸ βαθιὰ ἔμπαινα, τόσο πιὸ πηκτὸ καὶ ἀδιαπέραστο γινόταν. Ποτὲ δὲν εἶχα φανταστεῖ ὅτι ὑπάρχει τέτοια ἔκταση τρόμου. Φρίκη καὶ τρόμος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ οὔτε νὰ συγκριθεῖ στὸ ἐλάχιστο μὲ τὰ γήινα συναισθήματα: Ἡ ψυχή μου δοκίμαζε θλίψη, ὀδύνη, ἀγωνία, δυστυχία καὶ ἀμέτρητα ἀκόμα πρωτόγνωρα καὶ ἀνείπωτα συναισθήματα ποὺ ὁ ἄνθρωπος οὔτε μπορεῖ νὰ ὑποθέσει, οὔτε νὰ ἀντέξει».

ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΕ μὲ ὅση ἐκφραστικὴ εὐχέρεια διέθετε νὰ μᾶς περιγράψει κάτι ποὺ δὲν περιγράφεται.

“ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ἦταν πιὰ ἀξεπέραστο. Σὰ νὰ εἶχε στερεοποιηθεῖ. Ἡ συνείδησή μου, ἡ ὀντότητά μου κατεῖχε τὴν πληροφόρηση ὅτι σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση θὰ ζοῦσα αἰώνια πλέον. Καὶ ἦταν μόνο ἡ ἀρχή. Μία μικρὴ πρόγευση. Ὅλα ἦταν σὰν ἀπέραντη τρέλα.

Οἱ δαίμονες τῆς τιμωρίας μου, μοῦ ἔστελναν συνεχῶς πνευματικὰ μηνύματα γιὰ τὸ τί μὲ περίμενε. Δὲν θέλω νὰ τὰ ἀναφέρω, νὰ μὴ σᾶς τρομάξω ἄλλο. Αὐτὴ ἦταν ἡ κόλαση ποὺ ἄρχιζε. Καὶ μὲ καλοῦ­σε…

ΟΣΑ σᾶς ἀναφέρω εἶναι μόνο τὰ λιγότερα. Συνέβησαν πνευματικὰ γεγονότα συγκλονιστικά, φρικιαστικά… Εἶναι ἀπερίγραπτη ἡ κόλαση. Καμία ψυχὴ νὰ μὴν φτάσει ἐκεῖ.

ΟΣΑ ψήγματα ἀνενεργῆς πίστης ὑπῆρχαν μέσα μου, αὐτὰ ποὺ πεισματικὰ ἔσπρωχνα ὅσο ζοῦσα στὸ ἀσυνείδητο τοῦ νοῦ μου, χύμηξαν τώρα πρὸς τὰ ἔξω. Μία ὕστατη προσπάθεια.

Ἡ ψυχή μου κραύγασε μὲ στεντόρεια φωνὴ πρωτόγνωρης ἐλπίδας:

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ ΣΩΣΕ ME !!!.

ΛΟΥΣΜΕΝΗ μέσα σ’ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς, μέσα σὲ ἀπέραντη δόξα, πανέμορφη, μὲ μαῦ­ρα ροῦχα, ἡ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν ΗΛΘΕ!!!

Ἦλθε, Θεέ μου!”

ΔΕΝ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του, ὅπως καὶ κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς. Χρειάστηκαν λίγα λεπτά.

“ΜΕ ΠΗΡΕ πρὸς τὸ φῶς. Δὲν ἀποτυπώνεται οὔτε στὸ ἐλάχιστο μὲ τὶς λέξεις χαρά, εὐδαιμονία, μακαριότητα, αὐτὸ ποὺ βίωνα κοντά Της.

Ἀμέσως μετὰ ἄρχισαν νὰ συμβαίνουν θαυμαστὰ ποὺ δὲν ἔχω τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν πνευματικό μου νὰ ἀποκαλύψω. Μόνο νὰ πῶ ὅτι, ἂν ἀξιώθηκα ἐγὼ ὁ ἄθλιος τέτοια δῶρα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποιὸς Παράδεισος ἀπροσμέτρητης γλυκύτητας καὶ εὐφρόσυνης περιμένει ἄραγε τοὺς δίκαιους;

ΟΤΑΝ ἄνοιξα τὰ μάτια μου, ἤμουν σ’ ἕνα κρεβάτι στὸ νεκροτομεῖο. Κατὰ τοὺς γιατροὺς εἶχαν περάσει 3 ὧρες καὶ 15 λεπτά, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πέθανα… Μετὰ ἔπεσα πάλι σὲ κῶμα καὶ νοσηλεύτηκα στὴ ΜΕΘ γιὰ ἀρκετὸ καιρό.

ΠΕΡΑΣΑΝ ἑξίμιση χρόνια. Μετάνιωσα βαθιὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, κλαίω καθημερινά. Ὅλη ἡ ζωή μου πλέον ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ πράττω κάθε στιγμὴ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστήσω, νὰ ἀνταποδώσω ἔστω στὸ ἐλάχιστο αὐτὴ τὴ μεγάλη εὐλογία τῆς δεύτερης εὐκαιρίας πού μοῦ ἔδωσε.

Ἀγαλλιάζει ἡ ψυχή μου καὶ ὑμνῶ τὴν Παναγία, διότι βλέπω τὴ γυναίκα μου, ποὺ τόσα χρόνια τὴν τυραννοῦσα, μὰ ἄντεξε, τώρα νὰ γελᾶ, νὰ χαίρεται, νὰ εἶναι τρισ­ευτυχισμένη. Νὰ μὲ ἀγκαλιάζει, νὰ μὲ λατρεύει. Κι ἐγώ, ποὺ ἀκόμα δὲν ἐργάζομαι, τὴν βοηθάω ὅσο μπορῶ στὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ.

ΒΛΕΠΩ τὰ παιδιά μου, 12 καὶ 10 χρόνων σήμερα νὰ εἶναι εὐτυχισμένα ποὺ βρῆκαν ἐπιτέλους τὸν χαμένο τους πατέρα. Τὴν ἀναπηρία μου τὴν ξεπερνᾶμε μὲ χιοῦμορ. Ἤδη εἶμαι πολὺ καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι πρὶν κάποια χρόνια. Ὁ Πανάγαθος Θεὸς τοῦ Ὁποίου τὸ ἔλεος δὲν προσμετρᾶται, μοῦ πῆρε κάτι πολὺ μικρό, γιὰ νὰ μοῦ δώσει τὸ πᾶν: Τὴν Ἀλήθειά Του.

Μοῦ εἶπαν νὰ κηρύξω στὶς Ἐκκλησίες. Θὰ τὸ κάνω.

ΟΛΑ ὅσα σᾶς περιέγραψα ἦταν μόνο ἕνα μικρὸ μέρος, τὸ πιὸ ἀνώδυνο, ἀπὸ ὅσα ἡ ὕπαρξή μου βίωσε βασανιστικὰ καὶ ἀνυπόφορα. Καὶ ἦταν μόνο γιὰ λίγες ὧρες. Ποιὰ ἀνθρώπινη ψυχὴ θὰ μπορέσει νὰ ἀντέξει αἰώνια… ;

ΔΙΑΒΑΖΩ βιβλία γιὰ τὸν Παράδεισο καὶ τὴν κόλαση.

Εἶναι πολὺ καλογραμμένα, κάποια ἐμπεριστατωμένα καὶ σὲ ὑψηλὸ ἐπίπεδο. Κανένα δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει τὴν κόλαση. Ὄχι διότι οἱ συγγραφεῖς εἶναι λίγοι, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα λόγια, λέξεις καὶ ἔννοιες ποὺ νὰ μποροῦν νὰ ἀποτυπώσουν, ἔστω κατὰ προσέγγιση, τέτοια φρικαλέα καὶ τρομώδη κατάσταση. Τὸ πεδίο κίνησης τῶν ἀρνητικῶν δυνάμεων.

ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ποὺ δὲν πιστεύει στὴν αἰώνια ζωή, σᾶς ἀντιπαραθέσει τὸ ἀφελές: «Μὰ δὲν γύρισε κανένας, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ πῶς εἶναι», πεῖ­τε του νὰ ἔλθει νὰ μὲ βρεῖ.

* * *

  ΠΡΙΝ 30 περίπου χρόνια, ἕνας ἱερέας ποὺ λειτουργοῦσε σὲ κοινότητα ὅμορη τοῦ Ἀγρινίου, ὅταν ἦταν 45 χρόνων προσεβλήθη ἀπὸ καρκίνο καὶ κάποιους μῆνες ἀργότερα πέθανε. Παρέμεινε νεκρὸς γιὰ κάποιες ὧρες καὶ μετὰ ἐπανῆλθε στὴ ζωή.

ΕΙΝΑΙ ἀπίστευτο, ἀλλὰ ἀπολύτως ἀληθές. Γνωρίζω τὸ ὄνομα καὶ τὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ λειτουργοῦσε, ὅπως καὶ ἀρκετοὶ ἱερεῖς καὶ πολλοὶ λαϊκοί.

  ΣΤΟ ΜΕΣΟΔΙΑΣΤΗΜΑ  ποὺ παρέμεινε νεκρός, βρέθηκε σὲ τόπους ἄφατης καὶ ἀπερίγραπτης εὐφροσύνης, χαρᾶς καὶ ἀγαλλίασης. Σὲ ἕνα Παράδεισο ἄπειρης εὐδαιμονίας. Τὰ περιέγραφε ὅλα σὲ ὅποιον τὸν ρωτοῦσε, ἀνεξαιρέτως. 

Ἐκεῖνο ποὺ τόνιζε ἦταν ὅτι στὸ ἄπειρο σύμπαν ὑπάρχει μόνο ὁ Τριαδικὸς Θεός, ἡ Θεοτόκος, οἱ ἀγγελικὲς στρατιές, οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις. «Μακριά μου ἔβλεπα καὶ τὶς κατασκότεινες ὀντότητες, ἀλλὰ δὲν τολμοῦ­σαν νὰ μὲ πλησιάσουν».

ΑΜΕΤΡΗΤΕΣ εἶναι οἱ ἱστορίες ἀνθρώπων ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ ξαναγύρισαν. Οἱ διηγήσεις τους – μὲ ὅποιες διαφορετικότητες – συγκλίνουν στὰ βασικὰ σημεῖα στὴν περιγραφὴ τοῦ Παραδείσου ἢ τῆς κόλασης. Ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθος τῆς ἁγιωσύνης ἢ τῆς ἁμαρτωλότητας.

Γράφει ὁ κ. Νικόλαος Κανῆς, δημοσιογράφος, ἐκδότης τῆς ἐφημερίδος ΜΑΧΗΤΗΣ Αἰτωλοακαρνανίας

UP

kivotoshelp.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου