«ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΩΣ ΠΡΑΤΤΟΜΕΝΑ, ΔΗΜΟΣΙΩΣ ΝΑ ΕΛΕΓΧΟΝΤΑΙ»
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (ΕΠΕ, 23,393)
Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου
Διαβάζοντας
την ανακοίνωση της 13-12-2021 της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου σχετικά με
την συνεδρίασή της, στην οποία συμμετείχαν και ο Πρωθυπουργός, η
Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ
και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κ. Ιωάννης Οικονόμου ένα αίσθημα λύπης με
κατέλαβε, για τους εξής λόγους:
Από
την άποψη της Εκκλησιαστικής ορθοπραξίας, με την συμμετοχή στη
συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κοσμικών αρχόντων, διαπράχθηκε
ασέβεια προς την διάταξη του συνοδικού τόμου του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως του 1850 που παραχώρησε την αυτοκεφαλία στην Εκκλησία
της Ελλάδος, η οποία προβλέπει ότι η διοίκηση της Εκκλησίας μας να
γίνεται ακώλυτα από κάθε κοσμική επέμβαση.
Η
συμμετοχή κοσμικού άρχοντα (βασιλικού επιτρόπου) στις συνεδριάσεις της
Ιεράς Συνόδου είχε θεσπισθεί της 23ης Ιουλίου του 1833 με το Βασιλικό
Διάταγμα από την Βαυαρική Αντιβασιλεία επί Όθωνα, με το οποίο
θεσμοθετείτο το Προτεσταντικής εμπνεύσεως καθεστώς “του Καισαροπαπισμού”
και είχε διατηρηθεί μέχρι την ψήφιση του θεσμικού νόμου 590 του 1977.
Επίσης
παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 7 του ανωτέρω νόμου “περί του
καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος” οι οποίες δεν προβλέπουν
την παρουσία “κυβερνητικού εκπροσώπου” στις συνεδριάσεις της της
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Επομένως
και από νομική άποψη η συμμετοχή των κοσμικών αρχόντων καθιστά μη
νόμιμη τη σύνθεση μελών του οργάνου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που
μετέσχον στη σύνοδο.
Από
πλευράς ουσίας δεν μπόρεσα να βρω κανέναν ουσιαστικό λόγο για τον
οποίο επιβαλλόταν η παρουσία των ανωτέρω κοσμικών αρχόντων στη
συνεδρίαση. Έκπληξη μάλιστα συνιστά το γεγονός ότι αυτή χαρακτηρίζεται
και “ιστορική” στο ανακοινωθέν.
Επικοινωνιακά
επίσης ήταν άστοχη η επίδοση από τον Αρχιεπίσκοπο των αναμνηστικών
μεταλλίων στον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων,
χωρίς την ύπαρξη κάποιου ιδιαίτερου λόγου που να την δικαιολογεί.
Αντιθέτως
μπορεί κάλλιστα μπορεί να ερμηνευθεί ως ανεπίτρεπτη ανάμειξη στην
πολιτική διαπάλη, υπέρ του κυβερνώντος κόμματος της Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η
επισήμανση στην ανακοίνωση ότι συνιστά κοινή διαπίστωση του
Πρωθυπουργού και μόνο του Αρχιεπισκόπου η ανάγκη να επιδειχθεί ιδιαίτερη
προσοχή και επιμονή στη γενική προσπάθεια για τον καθολικό εμβολιασμό
του πληθυσμού γεννά ερωτηματικά ως προς την συνολική γνώμη ολόκληρης
της Ιεράς Συνόδου.
Γενική
και αόριστη είναι η αναφορά στην ανακοίνωση σχετικά της αναγνώριση της
ανάγκης αντιμετώπισης της πανδημίας, αλλά και η αναφορά σε όσους “την
εργαλειοποιούν, αναζητώντας ή ακόμη και υποδαυλίζοντας εντάσεις στις
σχέσεις μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας”.
Δεν διευκρινίζεται ποιοι είναι αυτοί που εργαλειοποιούν και υποδαυλίζουν τις εντάσεις αυτές.
Αν ο Πρωθυπουργός έχει τέτοια στοιχεία ήταν ανάγκη να τα προσκομίσει στη Ιερά Σύνοδο ο ίδιος αυτοπροσώπως;
Άστοχη
ήταν η αναφορά στο ζήτημα “της αξιοποίησης της εκκλησιαστικής
περιουσίας με στόχο την υποστήριξη του φιλανθρωπικού έργου και την
συμβολή στην εθνική προσπάθεια ανάκαμψης και του νομοθετικού
εξορθολογισμού και επικαιροποίησης του πλαισίου του 1945, που αφορά
στους Κληρικούς στη χώρα μας”, αφού δεν ήταν σε έτοιμος ο Πρωθυπουργός
να προτείνει σχετική λύση.
Η
επισήμανση της ύπαρξης των ζητημάτων αυτών δεν ήταν αναγκαίο να γίνει
με τόσο επίσημο τρόπο. Το αδιανόητο μάλιστα είναι ότι στην ίδια την
ανακοίνωση αναφέρεται ότι “Τα ανωτέρω ζητήματα απασχολούν διαχρονικά την
Εκκλησία της Ελλάδος και προφανώς δεν δύνανται να επιλυθούν στο πλαίσιο
μίας συνάντησης, αλλά πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς και
ρεαλιστικής μελέτης”.
Επομένως ο Πρωθυπουργός προφανώς και δεν μπορούσε στην συνεδρίαση αυτή της Ιεράς Συνόδου που παρέστη να λάβει θέση.
Προς τι λοιπόν η αυτοπρόσωπη παρουσία του Πρωθυπουργού και των Υπουργών στη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου;
Όλα
αυτά μπορούσαν και έπρεπε να συζητηθούν ύστερα από πρόσκληση του
Πρωθυπουργού στο μέγαρο Μαξίμου και όχι στην συνεδρίαση της Διαρκούς
Ιεράς Συνόδου.
Εκεί
ο Πρωθυπουργός μπορούσε να τους κάνει και τον απολογισμό των
“σημαντικών αλλαγών που προώθησε η παρούσα Κυβέρνηση έως τώρα για την
επίλυση προβλημάτων που ταλάνιζαν την Εκκλησία για πολλά χρόνια”. Αν και
βέβαια αυτά που έγιναν ήταν γνωστά στα μέλη της Διαρκούς Συνόδου αφού
θα τα έχουν βιώσει.
Αναφέρει
η ανακοίνωση ότι ο Πρωθυπουργός συνεχάρη τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο για την
υποστήριξη της Εκκλησίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας! Δεν
αναφέρεται όμως σε τι συνίσταται αυτή η υποστήριξη.
Λέξη
δεν υπάρχει στην ανακοίνωση για το ποιες είναι η προθέσεις της
Κυβέρνησης και ποια είναι η θέση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου σχετικά με
την προσέλευση των πιστών στις εκκλησίες μας την περίοδο των εορτών των
Χριστουγέννων, του Αγίου Βασιλείου και των Θεοφανείων. Γιατί;
Δεν
όφειλαν οι Ποιμενάρχες μας να επισημάνουν στον πρωθυπουργό ότι οι
θρησκευτικές ανάγκες των ορθοδόξων Ελλήνων δεν είναι ήσσονος και
δευτερεύουσας σημασίας ζήτημα αλλά μείζον;
Στην
η προσφώνηση του ο Αρχιεπίσκοπος, αναφέρθηκε στις σχέσεις “συναλληλίας”
Εκκλησίας και Πολιτείας. Το πόσο εσφαλμένο είναι το δόγμα αυτό μας
προκύπτει από τους διαφορετικούς στόχους που έχουν οι δύο θεσμοί ως προς
τον άνθρωπο.
Η
ασκούμενη από τους πολιτικούς μας πολιτική δεν είχε ως στόχο
διαχρονικό και διαρκή την ουσιαστική αλλαγή της θεσμικής διάρθρωσης και
της νοοτροπίας των οργάνων της κρατικής εξουσίας, ώστε να είναι
εναρμονισμένη με την στόχευση της Εκκλησίας που είναι η σωτηρία και η
θέωση των ανθρώπων.
Αυτό
μας το βεβαιώνει η Αγία Γραφή (Ματθ. Κεφ. Δ 8-11), (Λουκάς Κεφ. Δ
5-8) & (Μαρκ. Ι 42-45). Οι πολιτικοί μας δεν λειτουργούν ως
“διάκονοι του Θεού για το καλό των ανθρώπων” (Προς Ρωμ. Κεφ. 13 .στ
4).Οι διοικητικές πράξεις και υλικές ενέργειες των οργάνων του Κράτους
προσδιορίζεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας του.
Η
νομοθεσία αυτή κάθε άλλο παρά εμπνέεται από της αρχές και αξίες του
κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Έχει τις ρίζες της στο Ρωμαϊκό δίκαιο
και στο κοινωνικό σύστημα του Καπιταλισμού, που αντιμετωπίζει τον
άνθρωπο όχι ως εικόνα Θεού που είναι, αλλά ως κοινό εμπόρευμα ως προς
την προσφερόμενη εργασία του στην Κοινωνία και ως παραγωγό και
καταναλωτή των υλικών αγαθών στην οικονομική λειτουργία.
Στη
συνέχεια ο Αρχιεπίσκοπος έθεσε το θέμα της διαχείρισης της
Εκκλησιαστικής περιουσίας και παρουσίασε τις ενέργειες στις οποίες η
διοικούσα Εκκλησία έχει προβεί ώστε “να αξιοποιηθεί” με στόχο “την
συμβολή στην εθνική προσπάθεια ανακάμψεως και την ανάπτυξη του
φιλανθρωπικού και κοινωνικού έργου της Εκκλησίας”.
Ανέφερε
ότι αναθεώρησε τους “ Κανονισμούς πού αφορούν στη διαχείριση και
αξιοποίηση” της και ότι αναμένει “ και την πάντοτε απαραίτητη
συναντίληψη και αρωγή της Πολιτείας”. Οι κανονισμοί τους οποίους
υπονοούσε ο Αρχιεπίσκοπος είναι προφανώς ο με αριθμό 318 που
δημοσιεύθηκε στις 22-6- 2020 στο ΦΕΚ 121 Τ.Α. και ο με αριθμό 19/146 που
δημοσιεύθηκε στις 4-2- 2021 στο ΦΕΚ 415 Τ.Β.
Οι
περισσότερες ενέργειες των οργάνων της Εκκλησίας στο χώρο παραγωγής
αγαθών και υπηρεσιών της Οικονομίας είναι "δέσμιες εκ του νόμου", δηλαδή
προκαθορισμένες από διατάξεις νόμων ή κανονισμών της Δ.Ι.Σ. που
δυστυχώς θεσπίστηκαν στα πλαίσια της φιλοσοφίας του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής, ( κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εκτοκισμός,
μερίσματα, πλειοδοτικοί διαγωνισμοί), με ελάχιστα περιθώρια διακριτικής
ευχέρειας ενεργείας εναρμονισμένης με το πνεύμα και το μήνυμα του
Ευαγγελίου.
Σημειώνω
κάποιες ενέργειες του παρελθόντος οργάνων της Εκκλησίας που εκ της
θέσεώς των και του λειτουργήματός τους διοικούν και διαχειρίζονται την
εκκλησιαστική περιουσία και που δείχνουν που οδηγεί η εφαρμογή αυτών των
διατάξεων.
Στις
21.03.2010 στην εφημερίδα "H KΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο "
Η ακτινογραφία της περιουσίας της Εκκλησίας" του Νίκου Παπαχρήστου
Παραθέτω απόσπασμα
“Είναι
χαρακτηριστικό ότι η περιουσία μόνον της Εκκλησιαστικής Κεντρικής
Υπηρεσίας Οικονομικών (ΕΚΥΟ) της Εκκλησίας της Ελλάδος (χωρίς δηλαδή την
περιουσία μητροπόλεων, μονών και ναών) υπολογίζεται περίπου στο ποσό
των 700 εκατ. Ευρώ…
H EKYO στο Λεκανοπέδιο διαθέτει περισσότερα από 350 ακίνητα, συνολικής επιφανείας άνω των 60.000 τ.μ. ...
Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποτε το μεγαλύτερο τμήμα της Αττικοβοιωτίας μοιράζονταν οι Μονές Πεντέλης και Πετράκη...
Το
ενδιαφέρον, ωστόσο, επικεντρώνεται στα εκκλησιαστικά έσοδα, σημαντικό
μέρος των οποίων προέρχεται από εκμίσθωση ακινήτων. Είναι χαρακτηριστικό
ότι η Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών της Εκκλησίας της
Ελλάδος ήδη από τις αρχές της δεκαετίας έστρεψε το ενδιαφέρον της στην
αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της καθώς και στην επένδυση μέρους
των εσόδων της σε μετοχές.
Οπως
προκύπτει από τον οικονομικό, τελευταίο, απολογισμό της ΕΚΥΟ για το
έτος 2008 τα καθαρά έσοδα της Εκκλησίας ανήλθαν στα 19.601.354,42 ευρώ
..... Πάντως οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης αποτυπώνονται στη
χρηματιστηριακή αξία των μετοχών που διαθέτει η Εκκλησία, η οποία
μειώθηκε αισθητά, παρά το γεγονός ότι αύξησε τον αριθμό των χρεογράφων
που διαθέτει.
Συγκεκριμένα
το 2007 κατείχε 5.947.492 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος,
χρηματιστηριακής αξίας 277.747.876 ευρώ. Το 2008 αύξησε το χαρτοφυλάκιό
της με την αγορά 1.600.000 μετοχών, ανεβάζοντας -μαζί με την παροχή
επιπλέον μετοχών- το μερίδιό της στα 7.785.405 τεμάχια, ενώ σήμερα
διαθέτει 9 εκατ. μετοχές της ΕΤΕ. Η χρηματιστηριακή αξία τους, ωστόσο,
κυμαίνεται περίπου στα 140 εκατ. ευρώ. Για την αγορά των μετοχών διέθεσε
περισσότερα από 30 εκατ. ευρώ μειώνοντας τα αποθεματικά της -για το
2008- σε 11.121.841,23 ευρώ”.
Στη Εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" στις 07.02.2016 δημοσιεύθηκε κείμενο με τίτλο
Στα πρόθυρα χρεοκοπίας η Εκκλησία της Ελλάδος
Συντάκτης ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΑΚΑΣΑΣ
"Συγκεκριμένα,
όπως εξήγησε μιλώντας στην «Κ» ο γενικός διευθυντής των Οικονομικών
Υπηρεσιών της Εκκλησίας της Ελλάδας (ΕΚΥΟ), επίσκοπος Σαλώνων Αντώνιος,
το 1996 και το 2005 η Εκκλησία μετείχε στις αντίστοιχες αυξήσεις
μετοχικού κεφαλαίου της ΕΤΕ.
Το
2005 οι μετοχές αγοράστηκαν 22 ευρώ και η τιμή τους έφθασε έως και τα
47,8 ευρώ. Το 2010 η Εκκλησία μετείχε στη νέα αύξηση του μετοχικού
κεφαλαίου της ΕΤΕ,...... Για να συμμετάσχει στην αύξηση κεφαλαίου της
ΕΤΕ, η Εκκλησία έλαβε δάνειο 27 εκατ. ευρώ από το Ταχυδρομικό
Ταμιευτήριο και χρησιμοποίησε ανάλογο ποσό από τα διαθέσιμά της.... Λόγω
της οικονομικής κρίσης η απόδοση μερισμάτων σταμάτησε το 2008, ενώ
τώρα, με 0,25 ευρώ την τιμή της ΕΤΕ, δεν αξίζει καν να πουλήσεις...
Στην
Εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" της 15 Δεκεμβρίου 2018 δημοσιεύθηκε άρθρο του
Ηλία Μπέλλου παραθέτω απόσμασμα ".........παραμένει απορίας άξιον γιατί
αντί για διαρροές δεν ενεργοποιείται η «Εταιρεία Αξιοποίησης
Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας Α.Ε.»....... Η εταιρεία, ..........
έχει στόχο να διαχειρίζεται ακίνητα της Αρχιεπισκοπής υψηλής αξίας, τα
οποία θα εισφερθούν από την Εκκλησία προς εκμετάλλευση με το μοντέλο της
μακροχρόνιας μίσθωσης. Ακίνητα όπως τα 83 στρέμματα στη Βουλιαγμένη ή
τα 1.200 στρέμματα της Φασκομηλιάς, που εκτείνονται στην παραθαλάσσια
περιοχή από τη λίμνη της Βουλιαγμένης έως τη Βάρκιζα.....η Αρχιεπισκοπή
έχει προχωρήσει ήδη από το 2014 στην καταγραφή της περιουσίας της με
σύμβουλο την PwC, ενώ το νομικό συμβουλευτικό έργο επιτέλεσε το
Δικηγορικό Γραφείο Μπερνίτσα......
Με
τον νόμο 4146/2013 επετράπη στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της
Ελλάδος να αξιοποιήσουν τα ακίνητά τους χάρη στην επενδυτική νομοθεσία
για τα ιδιωτικά ακίνητα μέσω Ειδικών Σχεδίων Χωρικής Ανάπτυξης
Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ).
Εδώ
και καιρό είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ πως το πρώτο
ακίνητο που θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει η Εταιρεία Αξιοποίησης
Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας Α.Ε. είναι αυτό των 83 στρεμμάτων στη
Βουλιαγμένη. Θα αποτελέσει πιλοτικό project, με διεθνή διαγωνισμό και
για χρήσεις όχι ασύμβατες με τη λειτουργία και τον χαρακτήρα της
Εκκλησίας."
Αφού εξέθεσα ανωτέρω κείμενα θα επιχειρήσω μια αξιολόγησή των.
Από
τα όσα ανωτέρω εξέθεσα προκύπτει ότι τη διοίκηση και τη διαχείριση των
Οικονομικών της Εκκλησίας τη ρυθμίζουν συμπλεκόμενοι κυρίως κανονισμοί
της Δ.Ι.Σ της Εκκλησίας και νόμοι του Κράτους. Όμως καθοριστικό και
αποφασιστικό στοιχείο στον προσδιορισμό της οικονομικής δράσης της
Εκκλησίας είναι η νομική φύση των συλλογικών οντοτήτων της ως Νομικών
Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, που τα υποχρεώνει να λειτουργούν σύμφωνα κατά
πρώτον με τους ισχύοντες νόμους που διέπονται από την αντιχριστιανική
φιλοσοφία του ατομισμού και του υλικού κέρδους που είναι η ψυχή του
Καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος.
Ένα
κοινωνικό σύστημα που απέναντι στις Χριστιανικές αλήθειες της πίστης
στον Θεό, Δημιουργό και Κύριο του κόσμου και Πατέρα όλων των ανθρώπων,
τους οποίους δημιούργησε "κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν" Του, της πίστης στον
διμέτωπο αγώνα που οφείλει ο άνθρωπος ενάντια στο ηθικό κακό(εσωτερικό
μέσα του και εξωτερικό στην κοινωνία), την πίστη στην αδελφοσύνη και την
αλληλοβοήθεια των ανθρώπων, την αυτάρκεια, αντιτάσσει τα ψεύτικα
δόγματα της Φυσιοκρατίας "την αυθυπαρξία της Φύσης", τον "οικονομικό
άνθρωπο ", τον ατομισμό και την επιδίωξη του ατομικού οικονομικού
συμφέροντος, τον χωρίς ηθικούς περιορισμούς ανταγωνισμό ως δημιουργό της
προόδου, τον καταναλωτισμό και τον πλουτισμό.
Κάτω
από αυτές τις κοινωνικοπολιτικές και νομικές συνθήκες είναι Χριστιανικά
επιτρεπτό η Εκκλησία να μετέχει στο σκέλος της παραγωγής αγαθών και
υπηρεσιών της οικονομίας;
Επιτρέπεται να έχει πόρους από μερίσματα και τόκους Εταιριών και Τραπεζών;
Επιτρέπεται να έχει εισοδήματα από μισθώσεις που έγιναν ύστερα από πλειοδοτικούς διαγωνισμούς;
Επιτρέπεται
αυτή να συμμετέχει σε παραγωγικές διαδικασίες που αναπόφευκτα οδηγούν
σε κλοπή της υπεραξίας της εργασίας συνανθρώπων μας;
Την
απάντηση πρέπει να την αναζητήσουμε στα βιβλία της Αγίας Γραφής και στα
κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, που περιέχουν τις αιώνιες αλήθειες
του Ευαγγελίου.
Η
πρώτη αλήθεια Ο Θεός ως ο Δημιουργός του Κόσμου είναι και ο πραγματικός
κύριός του. Οι άνθρωποι είμαστε απλώς πρόσκαιροι κάτοχοι εξουσιαστές
των πραγμάτων του φυσικού κόσμου νομείς των όμως όχι όπως την εννοεί το
άρθρο 974 του Αστικού μας Κώδικα με την αντίληψη ότι είμαστε κύριοι
αυτών.
Δεύτερη
αλήθεια συνέπεια της πρώτης Η νομική έννοια της κυριότητας, που έχει
τις ρίζες της στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, ως φυσικό δικαίωμα του ατόμου, ιερό,
απαραβίαστο, αποκλειστικό, απόλυτο αφού δεν τερματίζεται ούτε με τον
θάνατο, αλλά μεταβιβάζεται κληρονομικά, στηρίχθηκε θεωρητικά από τους
αστούς θεωρητικούς του 18ου αιώνα και είναι θεσμοθετημένη με τις
διατάξεις των άρθρων 999 και επόμενων του Αστικού μας Κώδικα, είναι
ψευδεπίγραφη, αφού η αληθινή της έννοια συνίσταται στο γεγονός ότι μόνος
Κύριος των πάντων είναι ο Θεός.
Με
βάση τις ανωτέρω αλήθειες, είναι αδιανόητο τα νομικά πρόσωπα της
Εκκλησίας να δηλώνουν σε επίσημα δημόσια κείμενα, όπως τα
συμβολαιογραφικά έγγραφα, ότι έχουν κυριότητα σε ακίνητα πράγματα
(κτήματα, διαμερίσματα κλπ) γιατί αυτό αντιστρατεύεται στην Χριστιανική
Πίστη.
Τρίτη
αλήθεια Τα μερίσματα που δίδουν οι Τράπεζες στους μετόχους των
προέρχονται από τους τόκους των δανείων που χορηγούν στους δανειολήπτες
των. Εδώ να σημειώσουμε ότι το ποσό των χορηγουμένων δανείων έναντι των
κεφαλαίων που διαθέτουν οι Τράπεζες σύμφωνα με τους κανόνες που
λειτουργούν της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών είναι πολλαπλάσια και
επομένως η απόδοση (δηλαδή οι τόκοι) των κεφαλαίων των είναι ληστρική. Η
Αγία Γραφή και η Ιερή Παράδοση απαγορεύουν την είσπραξη τόκων. (Λουκάς
κεφ. 6 34&36), Κανόνες ΙΖ΄της Α και Ι΄ της ΣΤ Οικουμενικών Συνόδων,
ομιλίες "Κατά τοκιζόντων" του Αγίου Γρηγορίου Νήσσης και "Προς τους
πλουτούντας" του Μεγάλου Βασιλείου. Με βάση αυτήν την αλήθεια είναι
Χριστιανικά ανεπίτρεπτο νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας να είναι μέτοχοι
Τραπεζών.
Τέταρτη
αλήθεια Η εργασία αποτελεί εντολή του Θεού. "Με τον ιδρώτα του
προσώπου του ο άνθρωπος να αποκτά το ψωμί του". Ο κάθε άνθρωπος πρέπει
να εργάζεται επιδιώκοντας την αυτάρκεια, χωρίς την αγωνιώδη μέριμνα για
το αύριο εμπιστευόμενος για το αύριο στην Θεία Πρόνοια και οπωσδήποτε
μακριά από την τυραννική δίψα του πλουτισμού. Ο μέγας Βασίλειος τον
πλουτισμό τον χαρακτηρίζει "νόσον".
Η
οικονομική επιστήμη έχει αποδείξει ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων
δημιουργούνται από την κλοπή της υπεραξίας που δημιουργείται από την
εργασία όλων όσοι εργάζονται σ΄αυτές. Πράγματι έτσι είναι γιατί τα μέσα
παραγωγής (έδαφος και κεφάλαιο) από μόνα τους χωρίς την εργασία δεν
παράγουν οικονομικά αγαθά, μένουν αδρανή.
Αυτό
αποδεικνύεται και διαχρονικά. Αυξάνεται ο όγκος παραγωγής αγαθών όταν
μειώνεται η ανεργία. Για την αλήθεια αυτή γίνεται συχνά λόγος και στην
Αγία Γραφή.(Βλέπε αναλυτικά το βιβλίο "ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ" του
Γ.Ροδίτη σελ.103έως 129 έκδοση 3η 2009)
Με
βάση και αυτήν την αλήθεια είναι Χριστιανικά ανεπίτρεπτο τα νομικά
πρόσωπα της Εκκλησίας να έχουν έσοδα από τη συμμετοχή τους ως μετόχων σε
επιχειρήσεις.
Επομένως
τα έσοδα της Εκκλησίας προκειμένου να συμβάλει “στήν ἐθνική προσπάθεια
ἀνακάμψεως καί τήν ἀνάπτυξη τοῦ φιλανθρωπικοῦ καί κοινωνικοῦ ἔργου τῆς”
πρέπει να προέλθουν από τις εισφορές των πιστών μελών της και μόνο.
Αυτή
είναι η παράδοση που έχουμε από τις Εκκλησίες των τριών πρώτων αιώνων
και την πρακτική αυτή πρέπει να προτείνουμε και στον Αρχιεπίσκοπο και σε
όλους τους Επισκόπους μας. Αν οι Επίσκοποί μας έχουν την γνώμη ότι αυτό
είναι ουτοπικό δεν μπορούμε να το πετύχουμε τότε το σφάλμα είναι δικό
τους γιατί αυτό οφείλεται στο ότι μια τέτοια πρακτική απαιτεί σωστή
διακονία του λόγου από μέρους των και δεν υπάρχει. Η πίστη μας απαιτεί
εναρμονισμό λόγων και έργων “Πίστης άνευ έργων νεκρά εστι”. Λόγια και
Έργα εναρμονισμένα με το Ευαγγέλιο.
Το
ανακοινωθέν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δυστυχώς αποδεικνύει ότι ο
Αρχιεπίσκοπος και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος είναι σε λάθος δρόμο. Με όσα
λένε ή με όσα όφειλαν να πουν και δεν λένε και με όσα κάνουν ή
παραλείπουν να πράξουν σε καίρια ζητήματα σκανδαλίζουν τους πιστούς.
Όταν
παραδείγματος χάριν σήμερα χτίζονται καζίνο, όταν ο τζόγος είναι
θεσμοθετημένος, όταν οι θεσμοθετημένοι κανονισμοί λειτουργίας των
Χρηματιστηρίων λειτουργούν ως μηχανισμοί αθέμιτου πλουτισμού των
ελαχίστων επιτηδείων και κλοπής του χρήματος των μεσαίων και λαϊκών
στρωμάτων, τότε είναι χρέος της ηγεσίας της Εκκλησίας να τα καταδικάσει
μέσω της διακονίας του λόγου.
Τέτοιοι
θεσμοί καλλιεργούν την πλεονεξία, ανυψώνουν το χρήμα από μέσο
συναλλαγών σε πρώτιστη αξία στην κλίμακα αξιών, το “θεοποιούν”, οδηγούν
στην “νόμιμη κλοπή” του ιδρώτα της εργασίας ανθρώπων από άνθρωπο. Έτσι
λειτουργώντας οι θεσμοί αυτοί , σκοτώνουν τις ψυχές όσων μετέχουν
σ΄αυτές τις κοινωνικές και οικονομικές πράξεις.
Τα
λόγια και έργα των Χριστιανών των πρώτων αιώνων ήταν εκείνα που νίκησαν
τους διωγμούς των τότε Ρωμαίων Αυτοκρατόρων και όχι οι εναγκαλισμοί με
κοσμικούς άρχοντες υλιστές, ενσυνείδητους και ασυνείδητους , αρνητές
της Χριστιανικής πίστης μας που αυτοπροβάλλονται ως προοδευτικοί.
Νικήτας Αποστόλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου