Οι ψυχές μετά τον θάνατο
Κάποτε που ο όσιος Νήφων, ο επίσκοπος Κωνσταντιανής, προσευχόταν κι είχε το βλέμμα στραμμένο στους ουρανούς, έλαμψε μπρος του θεϊκό φως. Ταυτόχρονα παρουσιάσθηκε ένας λευκοντυμένος άγγελος με στολή διακόνου. Κρατούσε χρυσό θυμιατήρι και θυμιάτισε πρώτα προς τον ουρανό και μετά τον όσιο.
Ξαφνικά άνοιξαν οι πύλες του ουρανού και οι άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν σαν μέλισσες, μεταφέροντας τις ψυχές των ανθρώπων που πέθαιναν. Τα πονηρά πνεύματα αγωνίζονταν να τις αρπάξουν και να τις γκρεμίσουν κάτω, αλλά οι άγγελοι αντιστέκονταν μαστιγώνοντας τους και σώζοντας τις ψυχές.
Σε μια στιγμή βλέπει ο άγιος ν’ ανεβάζουν μια ψυχή προς τον ουρανό. Μόλις όμως πλησίασαν στο τελώνιο της ανηθικότητας, άρχισε ο άρχοντας του τελωνίου να ταράζεται και ν’ αγριεύει.
– Με ποιο δικαίωμα, φώναζε, παίρνετε σεις αυτή την ψυχή που μας ανήκει;
Κι οι άγγελοι του αποκρίθηκαν:
– Απόδειξε μας ποια εξουσία έχεις επάνω στον άνθρωπο, αυτό.
– Μέχρι τον θάνατό του, είπε τότε το δαιμόνιο, κυλιόταν θεληματικά σ’ όλων των ειδών τις αισχρότητες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κατέκρινε και τους άλλους. Τι φοβερώτερα απ’ αυτά τα εγκλήματα θέλετε;
– Ναι, δικαιολόγησαν οι άγγελοι, ήταν δουλωμένος σ’ αυτά τα πάθη, αλλά τα έκοψε πριν πεθάνει.
– Όχι! Δεν είναι όπως τα λέτε, γρύλλισε ο δαίμονας. Πέθανε αμετανόητος. Μέχρι την τελευταία του πνοή παρανομούσε, χωρίς ποτέ να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του. Ήταν και είναι δικός μου σε όλα.
Τότε ένας από τους αγγέλους είπε:
– Δεν πρόκειται βέβαια να πιστέψουμε εσένα, που είσαι όλος βουτηγμένος στο ψέμα. Ας καλέσουμε τον άγγελο του. Εκείνος θα μας πει όλη την αλήθεια.
Τον κάλεσαν, γιατί φρουρούσε ακόμη το σώμα του νεκρού μέχρι την ταφή του. Μόλις ήρθε, τον ρώτησαν:
– Πες μας, αδελφέ, αυτή η ψυχή μετάνιωσε για τις αμαρτίες της ή πέθανε μαζί τους; Πες μας όλη την αλήθεια.
Τότε ο άγγελος απάντησε:
– Εγώ δεν είμαι άνθρωπος ούτε αισχρό πνεύμα για να λέω ψέματα, αλλά ενώπιον του Θεού σας βεβαιώνω: Από τη στιγμή που τον βρήκε η αρρώστια, πριν ακόμη να βαρύνει, συλλογίσθηκε τον θάνατο. Άρχισε τότε να κλαίει και να ομολογεί στον Θεό τις αμαρτίες του. Συνέχεια σήκωνε τα χέρια του προς τον Ύψιστο Ζητώντας έλεος. Αν ο Θεός θέλει, θα τον συγχωρήσει. Αν όχι, δόξα στη δικαιοκρισία του!
Μόλις τ’ άκουσαν αυτά οι άγγελοι, καταγέλασαν τον διάβολο. Έτσι η ταπεινωμένη ψυχή ελευθερώθηκε από την παγίδα των εχθρών της.
*
Σε λίγο βλέπει ο άγιος ν’ ανεβάζουν άλλη ψυχή. Ανήκε σ’ ένα βλάσφημο και σκληρό άνθρωπο. Οι δαίμονες τον κατηγορούσαν πολύ θυμίζοντας ένα-ένα τα άπρεπα λόγια που έλεγε στους ανθρώπους, όταν ζούσε.
Οι άγγελοι αντέλεγαν ότι έχει μερικά δικαιώματα σωτηρίας. Πολλές φορές π.χ., ενώ σκεφτόταν να κάνει κάτι κακό, αμέσως μετανοούσε κατηγορώντας και εξευτελίζοντας τον εαυτό του. Συχνά αναστέναζε πικρά και καμιά φορά δάκρυζε. Πότε-πότε έδινε και λίγη ελεημοσύνη στους φτωχούς. Αυτά έχοντας υπ’ όψιν τους οι άγγελοι του φωτός ισχυρίζονταν ότι ο Θεός θα ελεήσει αυτή την ψυχή. Οι δαίμονες αναστατωμένοι είπαν τότε:
– Αυτός από τα νιάτα του έκανε πράγματα που δεν ταίριαζαν σε χριστιανό: Λέρωνε τον εαυτό του με διάφορες αμαρτίες και μάλιστα σοδομιτικές. Πού να βάλουμε μετά τα αισχρόλογα και τους θυμούς του; Και, το χειρότερο, ως και φόνους έχει κάνει. Αν λοιπόν αυτός πρέπει να σωθεί, τότε πάρτε όλο τον κόσμο και όλους τους αμαρτωλούς της γης και σώστε τους δωρεάν. Γιατί εμείς άδικα κοπιάζουμε και ταραζόμαστε!
– Σκεφθείτε, άθλιοι, απάντησαν οι άγγελοι, ότι όλες αυτές τις αμαρτίες της νεότητας του τις έκοψε, και ο Θεός τον συγχώρησε! Κι αν καμιά φορά έκανε κάτι κακό, το καθάριζε με τη μετάνοια. Τι γυρεύετε λοιπόν, ανήμερα θηρία; Να καταδικασθεί αυτή η ψυχή; Αδύνατον, αφού όσα εξομολογηθούν οι άνθρωποι με δάκρυα και ταπείνωση, και δεν τα επαναλάβουν, τους τα συγχωρεί ο Θεός. Μόνον όσες αμαρτίες πάρουν μαζί τους τιμωρεί ο δίκαιος Κριτής.
Έτσι οι άγγελοι κατατρόπωσαν τα πνεύματα της πονηρίας και μπήκαν στην πύλη του ουρανού. Ελευθερώθηκε λοιπόν κι αυτό το πλάσμα του Θεού από τα νύχια των δαιμόνων κι Εκείνος που σώζει τον μετανοημένο, του χάρισε τη σωτηρία.
*
Βλέπει πάλι ο μακάριος ν’ ανεβάζουν κι άλλη ψυχή, που ήταν πολύ ευλαβής και θεοφοβούμενη. Όλη της τη ζωή την πέρασε με αγνότητα, σεμνότητα και πολλές ελεημοσύνες. Προς όλους έδειχνε αγάπη. Οι δράκοντες του αέρα την απειλούσαν τρίζοντας τα δόντια τους. Κι αυτή η καημένη, φοβισμένη από την αγριότητα τους Ζάρωσε στην αγκαλιά των αγγέλων του Θεού, ενώ οι άγγελοι που κατέβαιναν για να πάρουν άλλες ψυχές, της έδιναν θάρρος.
Όταν ανέβηκε στον ουρανό η αγία εκείνη ψυχή, πλήθη αγαθών πνευμάτων συγκεντρώθηκαν γύρω της και χαρούμενα έλεγαν:
– Δόξα τω Θεώ που λύτρωσε την ψυχή αυτή από τον φοβερό δράκοντα!
*
Πιο κάτω είδε πάλι ο όσιος Νήφων να σέρνουν οι δαίμονες μια ψυχή στα καταχθόνια. Ήταν κάποιου δούλου που είχε κρεμασθεί! Πίσω ακολουθούσε ο άγγελος του θρηνώντας πικρά για την απώλεια του. Ανάμεσα στα δάκρυά του έλεγε:
– Αχ, τους παμπόνηρους δαίμονες που βάζουν τους ανθρώπους να κάνουν τόσα κακά! Να, ο κύριος τούτου του δούλου υπακούοντας σ’ αυτούς οργιζόταν, τον χτυπούσε άγρια και τον άφηνε να πεθαίνει της πείνας. Κι αυτός ο δυστυχής έπεσε στην απόγνωση, πήρε το σχοινί και κρεμάσθηκε προσφέροντας ολόκληρο τον εαυτό του θυσία στον σατανά. Αχ, αλλοίμονο! Αυτόν που μου ανέθεσε ο Παντοδύναμος να τον φυλάω μετά το βάπτισμα του, μου τον άρπαξε ξαφνικά ο βρωμερός δράκοντας και τον κατάπιε! Πώς θα εμφανισθώ στον Κύριο μου θλιμμένος και πικραμένος; Αλλά και πως θ’ αντικρύσω τον Πλάστη μου λυπημένο για την απώλεια τούτης της ψυχής;
Ενώ έλεγε αυτά με πόνο, φάνηκε ένας άλλος άγγελος από τον ουρανό.
– Ο πατέρας μας Κύριος Σαβαώθ, του είπε, σε προστάζει: «Να πας στη Ρώμη, όπου βαπτίζεται αυτή την ώρα το παιδί ενός στρατιώτη. Ανάλαβε το και φύλαγε το. Κι εγώ θα τιμωρήσω τον κύριο του δούλου αυτού και θα τον μάθω να μην οργίζεται, ούτε να χτυπά τους δούλους του, ή να τους αφήνει να λιμοκτονούν».
Αυτά είπε ο άγγελος εκ μέρους του Θεού και ανέβηκε στον ουρανό, ενώ ο πρώτος κίνησε για τη Ρώμη κατά τη θεία προσταγή.
*
Ύστερα από λίγο βλέπει ο όσιος να κατεβαίνει ένας άλλος άγγελος. Κρατούσε μια φοβερή ρομφαία! Κάποιος ψυχομαχούσε εκείνη την ώρα και υπέφερε τρομερά. Ήταν τοκογλύφος και άσπλαχνος.
Ήρθε λοιπόν ο άγγελος του πυρός και στάθηκε στο κρεββάτι του ατενίζοντας προς τον ουρανό, σαν κάτι να περίμενε. Πράγματι ακούσθηκε μια φωνή:
– Πάταξε γρήγορα τον αντίχριστο και κόψε σκληρά την άσωτη ψυχή από τον δεσμό του σώματος! Ποτέ δεν έκανε το θέλημα μου αυτός ο αλητήριος, όσο ζούσε. Χτύπα τον για να μην ξαναπνίξει τους φτωχούς τοκίζοντας το χρυσάφι του.
Μόλις άκουσε τη φωνή ο τιμωρός άγγελος, έπληξε κατάκαρδα τον άθλιο τοκογλύφο, που αμέσως ξεψύχησε τρίζοντας τα δόντια και βογγώντας μέσα απ’ τα βάθη της ψυχής.
Ο όσιος Νήφων δοκίμασε απέραντη θλίψη για το κατάντημα των αμαρτωλών. Θαύμασε όμως και τη δίκαιη κρίση του Θεού.
Ένας ασκητής επίσκοπος. εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός 1985. (Ζ΄ εκδ.)
Από το βιβλίο: Χαρίσματα και χαρισματούχοι. Ανθολογία χαρισματικών εκδηλώσεων. Τόμος δεύτερος.
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, εκδ. 1989.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου