Όχι
μόνον οι Έλληνες, αλλά και αυτοί οι Αλβανοί ετίμων, εσέβοντο και ως
'Αγιον τον επίστευαν και εκείνοι, όσον και οι Χριστιανοί. Είχε έλθει και
με αυτούς εις ψυχικήν επαφήν και οι Αλβανοί τον απεθέωσαν, βαπτίζοντάς
τον «Τζιομπάν Μπαμπά», Μεγάλον Αφέντην. Συχνότατα οι αγάδες,
«πηγαίνοντας εκεί όπου εδίδασκεν εις τας έξω περιάδας, τον ήκουαν και ως
άνθρωπον του Θεού τον εκήρυττον», πληροφορεί ο βιογράφος του. Έναν
θρόνον, επενδεδυμένον με μεταξωτόν ύφασμα (κατηφέ), επί του οποίου
αναβαίνων εκήρυττε, λέγεται ότι του τον είχε δωρήσει ο Κουρτ πασάς του
Μπερατιού.
Αλλά μέγας ήτο ο σεβασμός και πολλή η τιμή
προς τον 'Αγιον Κοσμάν και αυτού του φοβερού Αλή πασά, διότι ο 'Αγιος
του είχε προείπει την μελλοντικήν σταδιοδρομίαν του. Καθώς αναφέρει ο
Φραντζής, εκήρυττεν ανύποπτος ο 'Αγιος έξω του Τεπελενίου, όταν οι
Τούρκοι διέλυσαν βιαίως την συγκέντρωσιν και επεχείρησαν να κακοποιήσουν
τον Κοσμάν. Αλλ' ο 'Αγιος προφθάσας εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ζητών
εν αυτή άσυλον. Τότε ήνοιξε η θύρα ενός αρχοντικού και προέβαλεν εις το
κατώφλιόν της η φοβερά και επιβλητική σιλουέττα της Χάμκως, μητρός του
Αλή. Έπιασε από το χέρι τον 'Αγιον και τον έμπασεν εις το σπίτι της.
Μετ' ολίγον ενεφανίσθη και ο υιός της, φυγόδικος τότε, ο κατόπιν Αλή
πασάς των Ιωαννίων. Κατά την ώραν του φαγητού ο 'Αγιος με την προφητικήν
ματιάν του διέγνωσε το μέγα και παράδοξον μέλλον του νέου. Ο Κοσμάς
κοιτάζων κατάματα τον Αλή, του είπε: «Θα γίνης μεγάλος άνθρωπος· θα
κυριεύσης όλη την Αρβανιτιά· θα υποτάξης την Πρέβεζα, την Πάργα, το
Σούλι, το Δέλβινο, το Γαρδίκι και αυτό το τάχτι του Κουρτ πασά. Θα
αφήσης μεγάλο όνομα εις την Οικουμένην». Και προσέθεσεν ακόμη: «Αυτή
είναι η θέλησις της Θείας Προνοίας. Ενθυμήσου όμως σε όλη τη διάρκεια
της εξουσίας σου να αγαπάς τους Χριστιανούς, αν θέλης να μείνη η εξουσία
εις τους διαδόχους σου». Την επομένη πρωίαν ηρώτησε και πάλι τον Κοσμάν
ο Αλής δια το μέλλον του και αν θα υπάγη εις την ΚΠολιν. Και ο 'Αγιος
τότε είπε: «Και στην Πόλιν θα πας, μα με κόκκινα γένεια!» Ο Αλής δεν
εννόησε την τελευταίαν φράσιν και απεχωρίσθηκαν, χαιρετισθέντες φιλικώς.
Όταν ο 'Αγιος είχε πλέον εκλείψει, ο Αλή
πασάς κύριος ήδη του Μπερατιού, έκτισε μεγαλοπρεπή ναόν εις τον τόπο
μαρτυρίου του, «επειδή τον εγνώρισεν ως αληθή άνθρωπον του Θεού δια την
προφητείαν και δι' άλλα». Θέλων μάλιστα να λάβη η ενέργειά του εκείνη
ευρύτερον λαϊκόν χαρακτήρα, εξέδωσε δύο διαταγάς του προς όλα τα πέριξ
χωρία δια να συντρέξουν τον σκοπόν του. Συχνότατα ειδοποιούσε και
μετακόμιζε την κάραν του Αγίου, την οποία ησπάζετο με την μεγαλυτέραν
ευλάβειαν. Όταν κάποιος φανατικός Μουσουλμάνος ωνείδισε τον Αλήν δια την
προς έναν άπιστον επιδεικνυομένην ευλάβειαν, το θηρίο εκείνο απήντησε:
«Φέρετέ μου έναν Μουσουλμάνο, σαν κι αυτόν τον Χριστιανό, και να του
φιλήσω και τα πόδια
»
Μερικά χρόνια αργότερον, όταν ο Αλή πασάς
εσχεδίαζε την εναντίον του Σουλτάνου ανταρσίαν του, εκάλεσε το πνεύμα
και πάλιν του Αγίου Κοσμά εις βοήθειάν του. Διέταξε και έφεραν από το
Κιλικόντασι του Μπερατιού την κάρα του «πρωτομάρτυρος Κοσμά του
Αποστόλου τούτου και προδρόμου του δευτέρου μάρτυρος της Ελληνικής
Παλιγγενεσίας Ρήγα του Φεραίου», την οποίαν αυτός «περιέβαλε αργύρω και
επεχρύσωσε και περιεκόσμησεν, επιθείς και αδάμαντας», και ωργάνωσε μίαν
απιθάνως μεγαλοπρεπή λιτανείαν καθ' όλην την προς Ιωάννινα διαδρομήν
της, της οποίας το τελευταίον μέρος παραστατικώτατα και καταλεπτώς
περιγράφει ο Γάλλος βιογράφος του 1822 του Αλή, ο Ζερώμ ντε λα Λανς.
Γράφει ο αυτόπτης εκείνου του περιστατικού Γάλλος:
«Συναντήσαμε στο δρόμο το λείψανο του Αγίου
Κοσμά κι ακολουθήσαμε κι εμείς μαζί με το άλλο πλήθος προς το Σεράι.
Στην αγορά οι καταστηματάρχες έβγαιναν στις πόρτες των μαγαζιών τους κι
έκαναν τον σταυρό τους ευλαβικά. 'Απειρο πλήθος ήταν στοιβαγμένο από εδώ
κι από εκεί κατά τη διάβαση της πομπής. Ένα απόσπασμα από καβαλάρηδες
σωματοφύλακες του Αλή ακολουθούσε τους Ρωμιούς καλογέρους. Οι ψαλμωδίες
των μοναχών ενώνονται με την προσευχή του πλήθους, που μεγαλόφωνα
πρόφεραν τις λέξεις Κύριε Ελέησον'».
«Το νεκροταφείο που ήταν απέναντι από το
Σεράι, μαύριζε από τον κόσμο, που είχε μαζευτή στο πέρασμα της
λιτανείας. Η πομπή τέλος μπήκε στην κεντρική αυλή, γιομάτη κι αυτή από
πλήθος. Οι Έλληνες καλόγεροι πέρασαν μέσα από διπλούς στίχους
σωματοφύλακες του Αλή, παρατεταγμένους από δω και από κει. Φορούσαν τις
επίσημες στολές τους, κόκκινες και χρυσοκέντητες, και στα σελάχια τους
λαμποκοπούσαν τα καθάρια τους άρματα».
«Ξαφνικά, στο ύψος της μεγάλης σκάλας, που
έφερνε στο εσωτερικό του παλατιού, παρατήρησα ένα θέμα περίεργο και
ανεκδιήγητο. Εκατόν πενήντα χριστιανόπουλα από εκείνα που ζούσαν στο
Σεράι, ασπροντυμένα και ολοκάθαρα, χύθηκαν στον πυλώνα του παλατιού,
κρατώντας στα χέρι τους ασημένια θυμιατά! Χανούμισσες με τους διάφανους
λευκούς φερετζέδες βγήκαν πίσω από τα παιδιά. Ανέβαιναν περίπου σε
τριακόσιες και στριμώχτηκαν όλες στο βάθος του πυλώνα, από δω κι από κει
της μεγάλης πύλης της εισόδου. Από μακριά μου έκαναν την εντύπωση
ομιλών από άσπρα φαντάσματα. Έξαφνα είδα τον Αλή να προχωρή, έχοντας στο
πλευρό του μιαν ωραία, ξεσκέπαστη γυναίκα. Ήταν η κυρά-Βασιλική,
ολόμαυρα ντυμένη, που βημάτιζε σεμνά πλάι στον τύραννο, με δακρυσμένα τα
μεγάλα μάτια της και κοιτάζοντας χάμω ντροπαλά. Κι ενώ οι καλόγηροι,
που σήκωναν το λείψανο, ανέβαιναν σιγά-σιγά την πέτρινη σκάλα, όλο
εκείνο το πλήθος γονάτισε. Πρώτος έδωσε το παράδειγμα ο Αλής.
«Στον πυλώνα, μέσα στην αυλή, τα παιδόπουλα
του Σεραϊού, οι σωματοφύλακες και ο άλλος λαός, στο νεκροταφείου,
απέναντι, έξω στο δρόμο χιλιάδες άνθρωποι προσκυνούσαν τον 'Αγιο
γονατιστοί. Η φωνή του παπά ακούστηκε τότε διακριτική κι ηχηρή: Από
λιμού, λοιμού και πολέμου σώσον ημάς, Κύριε!' Ο Αλής κι η Βασιλική
σηκώθηκαν τότε κι ασπάστηκαν με ευλάβεια τη γυάλινη θυρίδα της ασημένιας
κάσσας. Τα παιδόπουλα κουνούσαν τα θυμιατήρια τους, που γιόμιζαν την
ατμόσφαιρα μ' άσπρα σύννεφα καπνού.
«Έπειτα όλοι χάθηκαν στο βάθος του Σεραϊού κι ο λαός διαλύθηκε!» (1)
Η τελετή της λιτανεύσεως της κάρας του
Αγίου είτε έτσι είχε γίνει, είτε μεγαλοποιημένη παρεστάθη από τον
αυτόπτην αποθησαυριστήν της, φανερώνει κοντά εις τα πολλά δείγματα, και
την απεριόριστον πίστιν του Αλή εις τον Αιτωλόν 'Αγιον, που κάποτε
ηκούσθη να λέγη τα εξής δι' αυτόν: «Τούτο το καλόγερο, ωρέ, ήταν αληθινό
προφήτη. Ήρθε σπίτι μου, στο Τεπελένι, και με ευκήθηκε, ωρέ, και μου
είπε όλα όσα έκαμα, σαν να τα είχε γραμμένα στο κιτάπι!».
Αλλά και σήμερα ακόμη οι Αλβανοί με όχι
ολιγώτερο θαυμασμόν εκφράζονται και χαριτωμένους θρύλους διηγούνται δια
τον «Αφέντη» 'Αγιον.
(1) Εφημ. «Έθνος», Αθήναι 19 Οκτωβρίου 1927Αποστολική Διακονία της Ελλάδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου