Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙΡΟΣ...


 

Θὰ σᾶς παρακαλέσω, γαπητοί μου, ν προσέξετε. Τ λόγια ατά, «καιρ δεκτῷ ἐπήκουσά σου», ενε λόγια το προφήτου σαΐου, τ ποα παναλαμβάνει ὁ Απόστολος Παλος (᾽Ησ. 49, 8 = Β΄ Κορ. 6,2). Ἂν τὰ καταλάβετε καὶ κυρίως ν τφαρμόσετε, κερδίσατε τ πρτο λαχεο. Τί σημαίνουν όμως τ λόγια ατά;


Θ᾽
ρχίσω π κάπως μακριά.

* * *

Ὁ τόπος μας, ἀ
γαπητοί μου, ενε φτωχός. Γι ατ ο νέοι μας φεύγουν, γίνονται μετανάστες. 
Τρέχουν, μαζεύουν ὅλα τ χαρτιά, τ ποβάλλουνγκαίρως, γι ν πάρουν τ διαβατήριο γι τ ξένα. Προσπαθε λοιπν ὁ μετανάστης νὰ ποβάλ τ χαρτιά του μπρόθεσμα, μέσα στν προθεσμία πο ρίζει πρεσβεία.

Καὶ
νέος κενος ποψήφιος, ποὺ θέλει ν διαγωνισθ γι τ πανεπιστήμιο, χι μόνο μελετ, λλ καὶ προσπαθεῖ γκαίρως, μέσα στὴν καθωρισμένη προθεσμία, ν ποβάλ τὰ χαρτιά του γιὰ ν δώσ ξετάσεις.

Τὸ
διο κα μπορος πο χει γραμμάτια· προσπαθε ν τ ξοφλήσ γκαίρως, ν μν ενε ληξιπρόθεσμος κα διαμαρτυρηθον.

κάθε ταξιδιώτης ἐπίσης ρωτάει πότε φεύγει τὸ τρανο τ εροπλάνο, γι νά νε γκαίρως στ σταθμό. Δν πάει τελευταία στιγμή.

Τί θέλω νὰ
π
πωςπάρχει καιρς γιὰ τὴ μετανάστευσι, προθεσμία γι τς ξετάσεις, χρόνος γι ξόφλησι τοῦ χρέους, ὥρα ναχωρήσεως γι τ ταξίδι, τσι πάρχει ένας καιρός ( ένας ορισμένος καιρός καί μιά ορισμένη προθεσμία...)  γι μιὰ πολὺ σπουδαία πόθεσι, σπουδαιότερη π κάθε λλη. 
Ποιά ενε πόθεσι αὐτή;

Τὸ
λέει καθαρ Απόστολος· εναι ἡ σωτηρία μας. 
λλ ποιός τ νιώθει; Πρέπει ν κατέβ γγελος, ν νοίξ τν καρδιά μας, νὰ ίξ μέσα μι σταγόνα πίστι, μι σταγόναπ τν πίστι τν γίων ποὺ γιορτάζουμε κάθε μέρα – διαβάστε τος βίους τους ν κλάψετε... 
Νὰ ῥίξ λοιπν γγελος στν καρδιά μας μι σταγόνα π τν πίστι ατή, γιὰ ν ασθανθομε ατ πο λέει πόστολος, τι «καιρ δεκτ πήκουσά σου». τι δηλαδ καιρὸς ατς πο ζομε δ στ γ ενε πολύτιμος, καιρὸς νεκτίμητος, γιατ μέσα σ ατν μπορες ν πετύχς τ σωτηρία σου.

Μέσα στὰ
δέκα, εκοσι, πενήντα κατ χρόνια τί μπορες ν κάνς; μένα ρωτᾷς; 
νοιξε τ βιβλία, διάβασε τ συναξάρια, δς τος γίους, ἄντε στὰ μνήματα καὶ θυμήσου τος νεκρούς, ψάξε τν καρδιά σου, κοίταξε τ στρα τ᾽ ορανο, κ πειτα ν μο πς κ μένα γιατί ρθες στν κόσμο ατόν. Τί μπορεῖς ν κάνς μέσα στ χρόνο ατν πο ζς;
 
Δὲν σο ζητ πολλά· μπορες, μόνο πέντε λεπτά, ν μιλς στ Θεό, ν κάνς προσευχή;  λτε λοι σες, πο σπαταλτε τ χρόνο σας σ τόσα νούσια πράγματα. Δὲν σς ζητ κάτι δύσκολο· π λο τ χρόνο σας μόνο πέντε λεπτ νὰ γονατίζετε καὶ ν κάνετε τν προσευχή σας. Προσευχήσου πέντε μόνο λεπτά. «Καιρῷ δεκτ πήκουσά σου»
Μέσα στὸν καιρ ατ πο διαθέτουμε, λα κ ξοικονόμησε λλα πέντε λεπτ γι ν νοίξς τν γία Γραφή Σὲ βλέπω ρα λόκληρη ν διαβάζς τν φημερίδα μέχρι τ ψιλ γράμματα· τὴν ξεκοκκαλίζεις στ σπίτι στ τρανο. λοιπόν, δν σο λέω μιὰ ρα - δυὸ ρες, λλ πέντε λεπτά. σ μως προτιμς ν ψάχνς στὰ ἀπορρίμματα. Καρφώνεις τ μάτια στ ασχρά, διαβάζεις μυθιστορήματακόμη κα τ νύχτα. λα λοιπόν, ν εσαι Χριστιανς βαπτισμένος, κινοιξε πέντε λεπτ τ Εαγγέλιο μαζ μ τ γυνακα καὶ τ παιδιά σου, ν᾽ ἀνοίξουν τ μάτια σου ν δς τι πάρχει κ νας λλος κόσμος. Μελέτησε πέντε λεπτά. «Καιρῷ δεκτ πήκουσά σου». 
Τί ἄλλο; λη βδομάδα χει 168 ρες.  Λοιπόν, π τς 168 ατς ρες τί σο ζητάει Θεός; Μι ρα γικκλησιασμό· τόσο εἶνε π τ «Ελογημένη βασιλεία το Πατρς…» μέχρι τὸ «Δι᾽ εχν τν γίων πατέρων…»
λα, Χριστιανέ μου, ν λειτουργηθς. 
Καλε διάβολος στν κινηματογράφο, καὶ μένουν κε μέσα μι ρα, δυ ρες, τρες ρες, τέσσερις ὧρες. Κανείς δ χασμουριέται, τεντωμένα ἔχουν μάτια κα ατιὰ νὰ ουφήξουν τ φαρμάκι το διαβόλου. Στν κκλησία, πο ενε τ μέλι, ἡ ζωὴ κα τ φς, κοιτάζουν τ ρολόι κα λένε πότε ν τελειώσουμε. 
Λοιπόν, ἀπ τς 168 ρες πού χει βδομάδα, λα μία ρα στν κκλησία νὰ γονατίσς, ν περάσουν τ για, ν ασθανθς μέσα σου τ Θεό, ν πς τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν λθς ν τ βασιλεί σου» (Λουκ. 23,42).φιέρωσε μία ρα ν κκλησιασθς. «Καιρ δεκτ πήκουσά σου». 
Σοῦ δίνει ὁ Θες μέρες. Κάθε χρόνος ενε να κομπολόϊ κα κάθε μέρα μιὰ χρυσῆ χάντρα. « χρόνος ενε χρμα». Λοιπόν, σο δίνει Θες κάθε χρόνο 365 μέρες.  , π τς 365 ατς μέρες φιέρωσε, Χριστιανέ, μία μέρα γιὰ ξομολόγησι. Γιὰ τν γεία το σώματος σὲ βλέπω καὶ τρέχεις στὰ ατρεα κα στ νοσοκομεα, φήνεις τ δουλειά σου κα κάθεσαι στνναμον ρες· παίρνεις κα εροπλάνο κα πς στ ξωτερικ γι τ σμα αὐτό, πο αριο θ γίν μι χούφτα χμα. 
Σο λέω λοιπν π τς 365μέρες ν διαθέσς μι μέρα, νὰ βρς να πνευματικ πατέρα, ν γονατίσς μπροστά του, νὰ πς τ κρίματά σου. λα μι μέρα ν ξομολογηθς. «Καιρῷ δεκτ πήκουσά σου». 

Οὔτε πέντε λεπτὰ γι προσευχή, οτε πέντε λεπτ γι γία Γραφή, οτε μι ρα γιὰ κκλησιασμό, οτε μι μέρα γι ξομολόγησι. 
Τί Χριστιανὸς εσαι τότε; 

* * *

Σᾶ
ς τ νέλυσα, γαπητοί μου. Τώρα ποιός π σς θ τ φαρμόσ; ποιός θὰ βάλ π αριο δρομολόγιο; Μέσα στν καιρ ατ πρέπει ν γίνουν ατά. Κα ὁ καιρς ενε λίγος, ἂς φαίνεται πολύς. Τ λέει κκλησία μας κάθε φορά. Πόσος εἶνε ὁ χρόνος τῆς ζως μας, πόσο θ ζήσουμε; 
Μήπως χρόνος ατς ενε ὁ τελευταῖος μας; μήπως μήνας ατς ενε τελευταος μας; μήπως ἡ βδομάδα αὐτ ενε τελευταία μας; Τί λέω; μήπως σημεριν μέρα ενε ἡ τελευταία μας; 
γνωστο.

Δὲ
ν διαβάσατε τίγινε; Κάποιος δήμαρχος κάλεσε σ να ξενοδοχεο τος φίλους του (πολιτικούς, ὑπουργος κ..), ν ορτάσ μαζί τους τ γενέθλια. Τοςποδεχόταν στν πόρτα, λοι ταν χαρούμενοι κα φωτογραφίζονταν. Τὸ τραπέζι στρωμένο, λουλούδια, μουσικές, τὰ πάντα τοιμα. Ατς εχε στν τσέπη τὰ χαρτι ν τος προσφωνήσ. λλ προτο ν καθίσ στ τραπέζι, τὸν πρόλαβε λλος. λαβε κλσι χωρς ν τ περιμέν.πως πέφτει κεραυνὸς τ καλοκαίρι, τσι το ρθε καρδιακ προσβολή. πεσε χάμω, τν πιάσανε καὶ τὸν πήρανε νεκρό. 
Ο λλοι πο ν φνε! σοι εστε πὸ χωριά, θὰ ξέρετε. κε πο βόσκουν στν κάμπο τ ρνίθια, σ μι στιγμὴ βουτάει ξαφνικὰ τ γεράκι, ρπάζει μι κόττα κα φεύγει, κα τ λλαρνίθια ταράζονται, ναστατώνονται. τσι νιωσαν κι ατοί. χάροςρχεται κα σ ρπάζει π που νά νε.

δελφοί μου, ως πότε θ μένουμε ναίσθητοι; ως πότε δν θ σκεπτώμαστε τν αωνιότητα; Τί ναβάλλουμε;

«Καιρῷ
δεκτ πήκουσά σου». Σ᾽ να ρχαο βιβλίο διάβασα, τι στ παλι τ χρόνια ταν νας βασιλιᾶς ποὺ ξάπλωνε συνεχς τ βασίλειό του μ τ φουστα του. Ατς εἶχε δυ σημαες· μι σπρη κα μι μαύρη. ταν πλησίαζε σ μι πόλι,ψωνε τν σπρη σημαία π να μνα κ λεγε· σο ενε ψωμένη σπρη σημαία, στρατιώτης δὲν πιτρέπεται ν πειράξ κανένα, οὔτε μύτη ν᾽ ἀνοίξ. Στ διάστημα ατ εχαν δικαίωμα λοι ν ζητήσουν π τν καλὸ βασιλιᾶ ,τι θέλουν. Περνοσε προθεσμία; στρατιτες κατέβαζαν τότε τνσπρη σημαία κα ψωναν τ μαύρη. 
Κα τότε… κλάψτε μάνες, κλάψτε σπίτια, κλάψτε μεγάλοι καὶ μικροί. Μὲ καταλάβατε; 
καλός μας Χριστός, βασιλις το κόσμου, ψώνει τώρα λευκ σημαία πάνω π τν κόσμο, τν τίμιο σταυρό του. 
λτε μαρτωλοί, λτε κόσμε, λτε λοι. σο πάρχει προθεσμία, «καιρῷ δεκτ», μς δέχεται. Θ ρθ μως μι μέρα πο θὰ κατεβάσῃ τ λευκ σημαία τς γάπης κα το λέους κα τν οκτιρμν του, καὶ τότε θ κλείσουν ο πόρτες. 
Θά ρθ μι μέρα, πο θ βρς τν πόρτα κλειστή. 
Θὰ χτυπς δ, παπς δν θ πάρχ, ξομολόγησι δν θὰ γίνεται, δὲν θ πάρχ συγχώρησι. 
Τότε, τότε, θ ενε ρα τς κρίσεως καὶ τς δικαιοσύνης.

δελφοί μου, σο ζομε στ μάταιο ατ κόσμο, ς μετανοήσουμε, ἂς κλάψουμε, ς ζητήσουμε τ λεος το Θεο. 
ς μς ξιώσ Θες νὰ διέλθουμε «τὸν πόλοιπον χρόνον τς ζως μν ν ερήν κα μετανοί» (θ. Λειτ.), διὰ πρεσβειν τς περαγίας Θεοτόκου κα λων τν γίων.
 
(†) ἐπσκοπος Αγουστνος 
 Κυριακ 11-7-1965

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου