ΜΕΡΟΣ ΙΖ
Τοῦ Διονύση Μακρῆ.
Ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα ὁ παπὰ -Θεμιστοκλῆς γινόταν καὶ πιὸ ἄνετος μὲ τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον τοῦ Στέργιου.
Ὁ κὺρ -Ἀνέστης ποὺ δὲν ἔπαψε ποτὲ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ γεύματος
νὰ τὸν περιεργάζεται κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐπιδόρπιου εὐθέως τὸν ρώτησε.- Παπὰ πῶς ἀποφάσισες νὰ φορέσεις τὰ μαῦρα γι’ ὅλη τὴ ζωή σου;
-Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ κὺρ-Ἀνέστη μου εἶχα μία ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὸ μαῦρο. Πρὶν φορέσω τὸ μαῦρο ράσο φοροῦσα τὰ μαῦρα ροῦχα καί τίς μαῦρες κουκοῦλες τοῦ ἀναρχικοῦ.
-Τί! Ἤσουν θαμώνας τῶν Ἑξαρχείων; ἀναφώνησε μὲ ἔκπληξη ἡ Κατερίνα.
-Ναὶ Κατερίνα μου. Περιπλανήθηκα σὲ ἄχρηστες θεωρίες καὶ ἀνούσιες φιλοσοφίες πρὶν συναντήσω τὸν Χριστό. Ἤμουν ἐπαναστάτης κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο στὴν ἐφηβικὴ ἀκόμη καὶ στά πρῶτα χρόνια τῆς φοιτητικῆς ζωῆς μου.
- Τί σὲ ἔκανε νὰ ἀλλάξεις καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο νὰ φθάσεις στὸ ἄλλο, εἶπε τότε ἡ κυρὰ -Χριστίνα.
- Εἶναι μεγάλη ἱστορία. Ξέρεις κυρὰ Χριστίνα στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία, ἐκεῖ ὅπου τὰ ἔνστικτα προηγοῦνται τοῦ μυαλοῦ γίνονται τραγικὰ λάθη. Καί τά λάθη αὐτά μᾶς ἀκολουθοῦν σὲ ὅλη τὴ ζωή μας καὶ σημαδεύουν ἀκόμη καὶ τήν καθημερινότητά μας.
-Ξέρω -ξέρω, καταλαβαίνω... εἶπε κουνώντας τὸ κεφάλι της ἡ κυρὰ Χριστίνα.
-Ἄστον ρε γυναίκα νὰ μιλήσει ὁ ἄνθρωπος, παρενέβη τότε καὶ εἶπε ὁ κυρ-Ἀνέστης.
- Ἕνας καυγᾶς μὲ τὸν πατέρα μου ἀποτέλεσε τὴν αἰτία νὰ φύγω ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή. Στὴν ἀρχὴ φιλοξενήθηκα ἀπὸ ἕναν φίλο μου πρωτοετῆ φοιτητὴ τότε τῆς θεολογικῆς Σχολῆς. Σ’ αὐτὸν ἔμεινα σχεδὸν δύο μῆνες. Τὸν θεωροῦσα θεοῦσο καὶ δὲν σᾶς κρύβω πὼς δὲν ἦταν λίγες οἱ στιγμὲς ποὺ διαφωνούσαμε γιὰ τὸν Χριστό! Μερικὲς φορές μοῦ ἐρχόταν νὰ τὸν πνίξω στὴν κυριολεξία ἀλλὰ κατὰ βάθος τὸν ζήλευα γιὰ τὴν ψυχικὴ ἠρεμία του. Ὁ Μανώλης ἔτσι εἶναι τὸ ὄνομά του εἶχε καί ἔχει μία ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸν δὲν ἦταν μόνο ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου ἀλλὰ κυρίως ἀδελφός του καὶ φίλος του. Ἡ καθημερινότητά του κυλοῦσε ἐν Χριστῷ. Τὰ πάντα προσπαθοῦσε νὰ τὰ περάσει ἀπὸ τὴν κρισάρα τῶν εὐαγγελικῶν διδαχῶν. Ἐκεῖνο πού μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση στὸν Μανώλη τότε ἦταν ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη του πρὸς ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐργαζόταν σκληρὰ καὶ ταυτόχρονα σπούδαζε. Ἔλεγε πάντα δόξα τῷ Θεῶ καὶ εἶχε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Χριστό. Ἂν καὶ διαφωνούσαμε καὶ ἐγὼ κοκκίνιζα ἀπὸ θυμὸ ἐκεῖνος ἔκλεινε τὴ συζήτησή μας πάντοτε μὲ τὴν ἑξῆς φράση: «Θεμιστοκλῆ μου δὲν θὰ πάψω ποτὲ νὰ ζητῶ ἀπὸ τὸν φίλο μου Χριστὸ νὰ σὲ ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ σὲ προσθέσει στὴν παρέα Του. Κάποτε θὰ διαπιστώσεις πὼς δὲν μοῦ χαλάει τὸ χατήρι. Θὰ δεῖς ποὺ θὰ κτυπήσει τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς σου». Ἀναγκάστηκα νὰ φύγω ἀπὸ τὸ σπίτι του ἐπειδὴ διαρκῶς μὲ παρακινοῦσε νὰ ἀποκαταστήσω τὴ σχέση μου μὲ τοὺς γονεῖς μου. Ὡστόσο, ὁ Μανώλης ἦταν αὐτὸς ποὺ μὲ βοήθησε νὰ μπῶ στὸ Πανεπιστήμιο. Πλήρωσε ἀκόμη καὶ τοὺς τρεῖς τελευταίους μῆνες τὸ φροντιστήριό μου. Ἀργότερα μοῦ ἀποκάλυψε ὅτι οἱ γονεῖς μου εἶχαν πληρώσει τὰ δίδακτρα μετὰ τὴν μυστικὴ ἐπίσκεψη ποὺ τοὺς ἔκανε. Ὡς φοιτητὴς ἦταν ὀργανωμένος. Εἶχε πλυντήριο, κουζίνα, ψυγεῖο. Μαγείρευε, σιδέρωνε, καθάριζε. Μὲ δίδαξε μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ τὴν ὑπομονή του. Σήμερα εἶναι ὁ καλύτερός μου φίλος.
- Ἔγινε κι αὐτὸς παπάς; ρώτησε ὁ κὺρ-Ἀνέστης!
-Ὄχι, ἂν καὶ τὸ ἐπεδίωξε. Ὁ γέροντας Παϊσιος τὸν ἀπέτρεψε καὶ δὲν μοῦ ἔχει ἀποκαλύψει ποτὲ τὴν αἰτία.
-Γνώριζε τὸν γέροντα Παϊσιο, εἶπε τότε ὁ Στέργιος.
-Ναί, ὁ Μανώλης εἶχε καὶ ἔχει πάντα καλὴ ἐπαφὴ μὲ ἁγίους ἀνθρώπους. Ὁ ἴδιος ὑποστηρίζει πὼς τοὺς στέλνει στὸ διάβα του ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ σβήσει καμιὰ ἁμαρτία. Μὲ πίεσε πολὺ ὁ Μανώλης νὰ δηλώσω καὶ τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ ὡς προτίμηση στὶς ἐξετάσεις μου. Τὸ ἔκανα μὲ μισή καρδιὰ τότε. Ἦταν ἡ τελευταία ἐπιλογή μου. Τελικὰ πέτυχα στὴ Θεολογικὴ Σχολή. Τότε δὲν καταλάβαινα ὅτι πίσω ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία αὐτὴ κρυβόταν τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἄργησα πολὺ νὰ τὸ συνειδητοποιήσω. Ἀντιδροῦσα μόνο καὶ μόνο στὴν ἰδέα ὅτι σπουδάζω θεολογία. Καὶ ἡ ἀντίδρασή μου αὐτὴ μὲ ἔσπρωξε νὰ εἰσχωρήσω στὴν ὁμάδα τῶν ἀναρχικῶν φοιτητῶν τῆς θεολογικῆς σχολῆς. Πολεμοῦσα τὸν Χριστὸ ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα πολεμοῦσα μὲ τὸν περιπλανώμενο ἑαυτό μου. Ἔφυγα, ὅπως ἤδη σᾶς εἶπα, ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Μανώλη καὶ μετακόμισα στὴ φοιτητικὴ λέσχη στοῦ Ζωγράφου. Ἦταν δύσκολα πολὺ γιὰ μένα. Ἡ μάνα μου μέσω τοῦ Μανώλη ποὺ ποτὲ δὲν μὲ ἐγκατέλειψε φρόντιζε τὴν ἔνδυσή μου ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ χαρτζηλίκι μου.
- Πῶς τὰ κατάφερνε; ρώτησε ἡ Κατερίνα.
- Μάζευα τὰ ροῦχα τῆς ἑβδομάδας καὶ τὰ ἔδινα στὸν Μανώλη νὰ τὰ
πλύνει, ἐπειδὴ εἶχε πλυντήριο. Ἐκεῖνος τὰ ἔφερνε ὄχι μόνο πλυμένα ἀλλὰ
καὶ σιδερωμένα. Ταυτόχρονα μὲ βοηθοῦσε οἰκονομικὰ λέγοντας πάρε αὐτὰ τὰ
χρήματα δανεικὰ γιὰ νὰ περάσεις τὴν ἑβδομάδα σου. Ὅταν πιάσεις δουλειά
μοῦ τὰ ἐπιστρέφεις. Γιὰ νὰ μὴν ὑποψιαστῶ τίποτε εἶχε καὶ ἕνα τευτέρι καὶ
τὰ ἔγραφε. Μὲ παρακινοῦσε νὰ διαβάζω. «Ἡ ἀναρχία -ἀναρχία καὶ τὸ
διάβασμα -διάβασμα»! Μὲ βοήθησε νὰ περνῶ τὰ μαθήματα. Τὰ βράδια συνήθως
τὰ περνοῦσα στὴν πλατεία Ἑξαρχείων. Ἀκολουθοῦσα τοὺς ὑπόλοιπους
ἀναρχικοὺς σὲ ἐπιθέσεις κατὰ τῆς ἀστυνομίας καὶ καταστημάτων. Πέρασαν
πολλά χρόνια γιὰ νὰ συνειδητοποιήσω ὅτι πίσω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπῆρχε κάποιο
συντονιστικὸ κέντρο ποὺ κατεύθυνε τὶς ἀναρχικὲς ὁμάδες ἐξυπηρετώντας
ἄλλους σκοποὺς ποὺ εἶχαν νὰ κάνουν μὲ πολιτικὲς κυρίως ἀποφάσεις.Ἤμουν στὸ δεύτερο ἔτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ὅταν σὲ μία πορεία γιὰ τὸ Πολυτεχνεῖο τὰ ΜΑΤ, οἱ μπάτσοι, ὅπως εἴθισται νὰ τοὺς ἀποκαλοῦμε, μᾶς στρίμωξαν στὰ προπύλαια. Εἴμαστε 14 ἄτομα ἐγκλωβισμένα στὴν ὁδὸ Κοραή. Διέξοδο δὲν ὑπῆρχε! Μᾶς ἔπιασαν ὅλους. Δύο μπάτσοι μὲ συνέλαβαν στὴν πόρτα τῆς τότε Ἰονικῆς Τράπεζας. Ὁ ἕνας μὲ κλώτσησε πολὺ ἄσχημα. Πονοῦσα. Ὁ ἄλλος τράβηξε τὸ μαντήλι ποὺ φοροῦσα στὸ πρόσωπό μου καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ μὲ χαστουκίσει. Σταμάτησε ὅμως μόλις εἶδε τὸ πρόσωπό μου. «Ἄστον σὲ μένα αὐτὸν εἶπε στὸ συνάδελφό του» καὶ μὲ τράβηξε πρὸς τὸ μέρος του. «Ἀκολοῦθα με καὶ μὴ μιλᾶς γιατί τὴν ἔβαψες» μοῦ ψιθύρισε. Μὲ τράβηξε πρὸς τὴν Σταδίου, ὁδηγώντας με στὸ λεωφορεῖο ποὺ ἦταν σταθμευμένο κοντὰ στὴν πλατεία Κλαυθμῶνος. Καθὼς πλησιάζαμε τὸ λεωφορεῖο, ἔκανε πὼς σκόνταψε καὶ μὲ ἄφησε νὰ φύγω. Αὐτὸς σηκώθηκε καὶ προσποιήθηκε πὼς μὲ κυνηγᾶ γιὰ νὰ μὴν προκαλέσει ὑποψίες. Διέσχισα τὴν πλατεία Κλαυθμῶνος καὶ κρύφτηκα στὸ ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων. Ὁ μπάτσος αὐτὸς ἦταν ὁ Νικόλας ὁ φίλος τοῦ Μανώλη μὲ τὸν ὁποῖο εἴχαμε πιεῖ δύο -τρεῖς φορὲς καφέ, ὅταν ἔμεινα στὸ σπίτι του. Εἶχα τρομοκρατηθεῖ καὶ πονοῦσε φοβερὰ τὸ πόδι μου. Κοίταξα πρὸς τὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀναρωτήθηκα σὲ τί ἀποσκοπεῖ ὅλη αὐτὴ ἡ συμπεριφορά μου. «Χριστέ, φίλε τοῦ Μανώλη ἐὰν ὑπάρχεις στὴν πραγματικότητα λύσε μου τὶς ἀπορίες ποὺ μὲ ταλανίζουν καὶ βοήθα με» μονολόγησα. Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ὁ Μανώλης τὰ ἐξέλαβε ὡς ἡ πρώτη εἰλικρινὴς προσευχή μου ἔνιωσα περίεργα μέσα μου. Ἡ ταραγμένη ψυχή μου ἠρέμησε. Δὲν ξέρω ἂν ἦταν προσευχή, ὅμως τὰ λόγια αὐτὰ λειτούργησαν ὡς βάλσαμο.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ πέρασα μὲ τὰ πόδια χαμηλά τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, διέσχισα τὴν πλατεία Μητροπόλεως, τὴν Πλάκα καὶ μέσω τῆς Συγγροῦ μὲ τὰ πόδια ἔφθασα στὸ Κουκάκι, ὅπου βρισκόταν τὸ σπίτι τοῦ Μανώλη. Ἐκεῖνος λὲς καὶ μὲ περίμενε. Τοῦ εἶχε τηλεφωνήσει ὁ Νικόλας καὶ τὸν εἶχε ἐνημερώσει τί εἶχε συμβεῖ. Ὁ φίλος μου δὲν μὲ ρώτησε τίποτε. Ἁπλά μοῦ εἶπε: «Πήγαινε νὰ κάνεις ἕνα ζεστὸ μπάνιο. Θὰ σοῦ στρώσω νὰ κοιμηθεῖς». Προσπάθησα νὰ τοῦ μιλήσω ἀλλὰ δὲν μ’ ἄφησε. «Ξεκουράσου θὰ τὰ ποῦμε αὔριο τὸ πρωί». Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὸ πρωὶ τοῦ ἐξήγησα τὶ εἶχε συμβεῖ. Ἐκ Θεοῦ ἦταν νὰ πέσεις στὰ χέρια τοῦ Νικόλα καὶ νὰ μὴν περάσεις τὴ βραδιά σου στὰ κρατητήρια τῆς Ἀσφάλειας. «Ξέρεις Μανώλη ἔχεις σὲ πολλὰ δίκαιο. Θέλω νὰ μὲ βοηθήσεις νὰ ἀλλάξω ζωὴ» τοῦ εἶπα. Καλέ μου Θεμιστοκλῆ ὁ Χριστὸς διάλεξε αὐτὸν τὸν τρόπο γιὰ νὰ σὲ προσεγγίσει. Ἐκεῖνος θὰ φροντίσει καὶ τὰ ὑπόλοιπα» ἀπάντησε ὁ φίλος μου.
Πραγματικὰ λίγες ἡμέρες μετὰ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ γνώρισα τὸν παπὰ –Γιώργη, ὁ ὁποῖος μὲ θυσιαστικὴ ἀγάπη μὲ προσέγγισε καὶ μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολόγησής γιάτρεψε καί ἑπούλωσε μία-μία τὶς πληγές μου. Μὲ συνόδευσε καὶ στὸ σπίτι μου ποὺ ἐπέστρεψα μετὰ ἀπὸ 13 ὁλάκερους μῆνες. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ πατέρας μου θὰ ἀντιδροῦσε μὲ τὴν ἐπάνοδό μου. Ὄχι μόνο δὲν ἀντέδρασε ἀλλὰ μὲ ὑποδέχθηκε μὲ ἕνα λιλιπούτειο γεῦμα, καλὴ ὥρα σὰν κι αὐτό σήμερα. Στὸ πρῶτο ἔτος τῆς Σχολῆς ἤμουν ἀναρχικός, στὸ τελευταῖο ἔτος χειροτονήθηκα διάκονος καὶ ἕναν χρόνο ἀργότερα ἱερέας. Ξέρετε ὁ Χριστὸς ἔχει ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο νὰ μᾶς προσκαλεῖ κοντά του. Κάτι ἀντίστοιχο ἔγινε καὶ στὸν Στέργιο.
Ἡ κυρὰ Χριστίνα καὶ ἡ Κατερίνα ἀπὸ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ παπᾶ-Θεμιστοκλῆ εἶχαν βουρκώσει. Ὁ Στέργιος καὶ ὁ κὺρ- Ἀνέστης ἦταν ἐμφανῶς συγκινημένοι. Ἡ ὁμολογία τοῦ παπά-Θεμιστοκλῆ ἦταν γεγονός ὅτι τούς εἶχε συγκλονίσει.
Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ, Θεολόγος, Δημοσιογράφος
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου