Συνάδελφός
μου στὸ γραφεῖο, μὲ ποντιακὴ καταγωγὴ καὶ καρδιά, μοῦ διηγήθηκε ὅτι
κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ ’90 παρακολουθοῦσε ἀργὰ τὸ βράδυ κρατικὸ κανάλι.
Παρουσιαζόταν ἕνα ντοκιμαντὲρ γιὰ τὴ γενοκτονία τῶν Ποντίων καὶ μὲ αὐτὴν
τὴν ἀφορμὴ διάφοροι ἄνθρωποι κατέθεταν τὶς μαρτυρίες τους. Κάποια
στιγμὴ μίλησε ἕνας γηραιὸς κύριος ποντιακῆς καταγωγῆς μὲ κατάλευκα
μαλλιά. Ἦταν καθηγητὴς πανεπιστημίου. Αὐτός, μὲ πολὺ συγκίνηση, εἶπε τὰ
ἑξῆς: «Ἀρκετὰ χρόνια πρίν, ὅταν ἤμουν πενηντάρης, μιλοῦσα μὲ μιὰ θεία
μου ποὺ ἦταν γιαγιὰ πιά. Μοῦ μιλοῦσε μὲ μεγάλο παράπονο γιὰ τὴν πατρίδα
μας, τὸν Πόντο, καὶ γιὰ τοὺς προγόνους μας. Πάνω στὴν κουβέντα τῆς εἶπα
πὼς σύντομα θὰ ἔκανα ταξίδι – προσκύνημα στὸν Πόντο. Κρεμάστηκε πάνω μου
καὶ μὲ παρακάλεσε μὲ λυγμούς, ὅταν πάω, νὰ τῆς κάνω ἕνα χατίρι.
Μοῦ
διηγήθηκε ἐπακριβῶς ποῦ βρισκόταν τὸ πατρικό της σὲ χωριὸ τοῦ Πόντου.
Μοῦ ἐξήγησε μὲ λεπτομέρεια τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ χωριοῦ, τοὺς δρόμους,
καὶ μοῦ προσδιόρισε μὲ ἀκρίβεια τὴ θέση τοῦ σπιτιοῦ. Μοῦ εἶπε, μόλις τὸ
βρῶ, νὰ ζητήσω ἀπ’ τοὺς Τούρκους ποὺ θὰ ἔμεναν πιὰ ἐκεῖ νὰ βροῦν ἕνα
κασελάκι, ποὺ εἶχε κρύψει σὲ συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ παλιοῦ ἀρχοντικοῦ.
Μοῦ περιέγραψε πλήρως τὸ κασελάκι καὶ τὸ τὶ περιεῖχε μέσα. Ἀσημικά,
παλιὰ κοσμήματα, λίρες κλπ, ἕναν μικρὸ θησαυρὸ δηλαδή. Μοῦ εἶπε νὰ τὰ
ἀφήσω στοὺς Τούρκους γιὰ ἀμοιβή, μὲ προϋπόθεση νὰ μοῦ δώσουν ἕναν
κρεμαστὸ σταυρὸ ποὺ εἶχε μέσα τὸ κασελάκι.
Αὐτὸς
ὁ σταυρὸς ἦταν ὁ βαφτιστικὸς τοῦ μικροῦ παιδιοῦ της, ποὺ τὸ ἔχασε κατὰ
τὴ γενοκτονία. Αὐτὴ εἶχε γλιτώσει. Εἶχε γλιτώσει μόνο τὴ ζωή της, γιατὶ ἡ
χαροκαμένη ψυχή της μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πῶς πέρασε μέσα στὶς πικρὲς
ἀναμνήσεις ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα. Ἔσβησε τὰ παρακαλετά της μέσα στὰ δάκρυα καὶ
τῆς ὑποσχέθηκα νὰ κάνω ὅ,τι θὰ περνοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι μου, ἀλλὰ μέσα μου
δὲν εἶχα πολλὲς ἐλπίδες. Πράγματι, ἔκανα τὸ ταξίδι, ἔκανα ὅ,τι
ἐπιθυμοῦσα γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ μετὰ κατευθύνθηκα γιὰ τὸ χωριὸ τῆς
θείας μου. Ἡ περιγραφή του ἦταν τόσο λεπτομερής, ποὺ βρῆκα τὸ σπίτι πολὺ
εὔκολα. Παλιὸ λιθόκτιστο δίπατο ἀρχοντικό. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μοῦ
ἄνοιξε ἕνας Τοῦρκος λίγο μικρότερος σὲ ἡλικία ἀπὸ ἐμένα.
Εὐτυχῶς
ἤξερε ἄπταιστα ἀγγλικά, γιατὶ ἐτύγχανε σεβαστὸ πρόσωπο τῆς δημόσιας
διοίκησης τῆς περιοχῆς, μὲ μεγάλο ἀξίωμα (Νομάρχης;) καὶ μπορούσαμε νὰ
συνεννοηθοῦμε πολὺ ἄνετα. Τοῦ διηγήθηκα μὲ λεπτομέρεια ὅ,τι μοῦ εἶχε πεῖ
ἡ θεία μου. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ταράχθηκε καὶ μετὰ μοῦ εἶπε αποφασιστικά:
“Κοῖτα νὰ δεῖς, τώρα καλύτερα νὰ φύγεις, γιατὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι
ὁμοεθνεῖς μου στὸ σπίτι καὶ δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω ἐλεύθερα. Ξαναέλα τὸ
ἀπόγευμα τὴν τάδε ὥρα ποὺ θὰ εἶμαι μόνος νὰ τὰ ποῦμε καλύτερα”.
Πράγματι, ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπε καὶ, ὅταν ξαναπῆγα, μὲ ὑποδέχθηκε μέσα στὸ
σπίτι πιά. Ἀφοῦ ἤπιαμε τὸν καφέ, χωρὶς νὰ μιλήσει, ἔφυγε ἀπ΄ τὸ δωμάτιο
ὑποδοχῆς καὶ σὲ λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στὰ χέρια του τὸ κασελάκι τῆς
θείας μου.
Κυριολεκτικὰ
μοῦ ἔπεσε τὸ φλιτζάνι τοῦ καφὲ ἀπ’ τὰ χέρια. “Ὥστε τὸ βρήκατε ἤδη”,
ψέλλισα σαστισμένος. “Ναί, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ εἶμαι σὲ
αὐτὸ τὸ σπίτι. Πάρε το. Πιστεύω ὅτι σοῦ ἀνήκει”, πρόσθεσε. “Μὰ δὲν τὸ
θέλω”, εἶπα διστακτικά. “Μόνο τὸ σταυρουδάκι θέλω. Αὐτὸ μόνο ζήτησε ἡ
θεία μου. Σᾶς παρακαλῶ κρατῆστε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα”. “Κοῖτα νὰ δεῖς”, εἶπε
θυμωμένα, “θὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Αὐτὰ δὲν εἶναι δικά μου. Τόσα
χρόνια τὰ φύλαγα, μέχρι ποὺ ἦρθες ἐσύ. Στὴ θεία σου ἀνήκουν. Νὰ τῆς τὰ
πᾶς”. “Μά, τὸ σταυρουδάκι”, ψέλλισα φοβισμένα. Τότε μὲ μιὰ κίνηση ἄνοιξε
τὸ πουκάμισό του καὶ φάνηκε κρεμασμένο στὸν λαιμό του τὸ σταυρουδάκι.
“Αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ στὸ δώσω. Δὲν μπορῶ, γιατὶ εἶναι δικό μου”…
Πραγματικὰ ζαλίστηκα. Δὲν καταλάβαινα τὶ ἐννοοῦσε. “Εἶναι δικό μου.
Ἀκοῦς;” εἶπε δυνατά. “Εἶναι δικό μου, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχασε
ἡ θεία σου πρὶν σαράντα χρόνια”. Ἔμεινα νὰ τὸν κοιτῶ μὲ ἀνοιχτὸ τὸ
στόμα. Βούρκωσα. Ἦταν ὁ χαμένος μου ξάδερφος. Ἔπεσα στὴν ἀγκαλιά του καὶ
τὸν ἔσφιξα. Ἔκλαιγα μὲ ἀναφιλητά. Τὸ ἴδιο καὶ αὐτός. Ὅταν συνήλθαμε,
μοῦ εἶπε: “Δὲν ἤξερα ὅτι ἡ μητέρα μου ἔζησε. Ἔμεινα πίσω. Ἄλλοι Τοῦρκοι
πήρανε τὸ σπίτι καὶ μὲ μεγαλώσανε σὰν παιδί τους. Τώρα εἶναι πεθαμένοι.
Ἔχω τὴ δικιά μου οἰκογένεια ἐδῶ πιά”. Τοῦ ζήτησα νὰ μὲ ἀκολουθήσει στὴν
Ἑλλάδα. Νὰ δεῖ τὴ μάνα του. Ἀρνήθηκε. “Δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πιά. Τὰ
παιδιά μου ἔχουν μεγαλώσει. Εἶναι ἀξιωματικοὶ στὸν τουρκικὸ στρατό. Καὶ
σὲ ὑψηλὲς θέσεις. Δὲν ξέρουν ὅτι εἶναι Ἕλληνες. (σημ.: Ἀπ’ τὴ συνέχεια
τῆς διήγησης θὰ φανεῖ ὅτι σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ψευδόταν, γιὰ νὰ προφυλάξει
τὰ παιδιά του) Ἂν φύγω στὴν Ἑλλάδα, τὰ παιδιά μου μπορεῖ νὰ πάθουν κακὸ
ἐδῶ. Δὲν πρέπει νὰ ἔχω καμία σχέση μὲ τὴν Ἑλλάδα”.
Ἐπέμενα
καὶ τὸν παρακάλεσα νὰ ἔρθει τουλάχιστον ἕνα ταξίδι σὰν τουρίστας καὶ νὰ
ἐπωφεληθεῖ γιὰ νὰ δεῖ τὴ μάνα του καὶ τοὺς ἄλλους συγγενεῖς του. “Δὲν
γίνεται”, μοῦ ἀπάντησε. “Γιὰ νὰ καταλάβεις, ἐδῶ ἔχω μεγάλη δημόσια θέση.
Σὰν ἐμένα ὑπάρχουν πολλοὶ ἐδῶ. Ἐγὼ τοὺς προσέχω. Μὲ ἔχουν ἀνάγκη. Ἂν
πάω στὴν Ἑλλάδα, θὰ δώσω στόχο ὅτι κάτι συμβαίνει καὶ θὰ κινδυνέψουν καὶ
ἄλλοι. (σημ.: Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνεται ὅτι, ταυτόχρονα μὲ τὸ ἀξίωμα
ποὺ κατεῖχε σὰν Τοῦρκος, ἦταν καὶ τοπικὸς ἡγέτης τῶν Κρυπτοχριστιανῶν.
Τὸ πιθανότερο ἦταν καὶ τὰ παιδιά του νὰ τὸ γνωρίζανε, ἀλλὰ
προφυλαγόντουσαν ἐξαιρετικά) Νὰ δώσεις πολλὰ φιλιὰ στὴ μάνα μου. Νὰ μὴν
λυγίσει. Νὰ κάνει ὑπομονή. Νὰ τῆς πεῖς ὅτι θὰ συναντηθοῦμε στὴν ἄνω
Ἰερουσαλήμ. Ἀγκαλιαστήκαμε καὶ πάλι καὶ χωρίσαμε δακρυσμένοι.
Ἐπέστρεψα
στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔτρεξα ἀμέσως μὲ τὸ κασελάκι στὴ θεία μου, γιὰ νὰ τῆς
τὸ δείξω καὶ νὰ τῆς πῶ τὰ φοβερὰ νέα. Ἀλλὰ τὶ δυσάρεστη ἔκπληξη μὲ
περίμενε. Οἱ συγγενεῖς μου μοῦ διηγηθήκανε πώς, λίγο μετὰ τὴν ἀναχώρησή
μου γιὰ τὴν Τουρκία, ἡ θεία μου ἄφησε τὴν τελευταία της πνοή. Ἴσως ὁ
καλὸς Θεὸς τὴν πῆρε κοντά του γιὰ νὰ μὴν ἀκούσει ὅτι τόσα χρόνια ζοῦσε
τὸ παιδάκι της καὶ αὐτὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἔχει στὴν ἀγκαλιά της. Μὲ
ἀρκετὰ δάκρυα εἶχε ματώσει τὴν καρδιά της τόσον καιρό. Δὲν θὰ ἄντεχε νὰ
ἀκούσει κάτι τέτοιο.
Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ἐκκλησιαστική Διακονία καί Μαρτυρία, τεῦχ. 377, 11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου