ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΓΙΩΤΑ!
«Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται» (Ματθ. 5,18)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου.
Εάν, ἀγαπητοί μου, ἔχετε τὴν
καλὴ συνήθεια νὰ μελετᾶτε, θὰ βρῆτε στὰ βιβλία σπουδαῖα πράγματα. Μετὰ
τὴν ἁγία Γραφή, ποὺ εἶνε ὁ βασιλεὺς τῶν βιβλίων, πολλὰ ὠφέλιμα διδάγματα
παίρνει κανεὶς ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν βίων τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μποροῦμε νὰ
ποῦμε ὅτι ἀποτελοῦν τὸ ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωὴ καὶ ὁ ἀγώνας τῶν
ἁγίων διὰ μέσου τῶν αἰώνων συνθέτουν τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία
εἶνε πολὺ διδακτική.
Ἂς ἀνοίξουμε λοιπὸν τώρα κ᾽ ἐμεῖς τὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, γιὰ νὰ διδαχθοῦμε.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἁγίους, ποὺ ἡ ζωή του ταυτίζεται μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 4ου αἰῶνος, εἶνε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
* * *
Τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα ὅλη ἡ Ἐκκλησία
ἀναστατώθηκε. Ποιά ἡ αἰτία; Ἕνας ἱερεὺς στὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ
ὠνομαζόταν Ἄρειος, κήρυξε τὴ βλάσφημη ἰδέα, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός,
ἀλλὰ εἶνε κτίσμα, τὸ πρῶτο καὶ ἐξαίρετο κτίσμα τῆς Δημιουργίας, κι ὅτι
ὑπῆρχε ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε Χριστός.
Ὄχι, τοῦ ἀπαντοῦν οἱ ὀρθόδοξοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Μέγα Ἀθανάσιο· ὄχι, χίλιες φορὲς ὄχι. Τὸ φρόνημά σου, Ἄρειε, εἶνε ἐσφαλμένο. Δὲν πηγάζει ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή. Ἡ ἁγία Γραφή, ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἀποδεικνύει ὅτι, προτοῦ νὰ πλασθῇ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, προτοῦ νὰ δημιουργηθοῦν τὰ βουνά, οἱ θάλασσες καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ὑπῆρχε ὁ Χριστός. Ὑπάρχει «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων». «Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθείς, οὐ ποιηθείς, ὁμοούσιος τῷ Πατρί, δι οὗ τὰ πάντα ἐγένετο» (Σύμβ. πίστ. 2).
Ἔτσι δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις· ὁ Ἄρειος μὲ τὴν κακοδοξία του, καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μὲ τὴ σημαία τῆς ὀρθῆς πίστεως, τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερικοί, ποὺ συμπαθοῦσαν τὶς ἰδέες τοῦ αἱρεσιάρχου, κρυπτοαρειανοί, προσπαθοῦσαν δῆθεν νὰ συμβιβάσουν τὰ πράγματα. Αὐτοὶ οἱ ψευτο-ειρηνοποιοὶ ἐπρότειναν, στὴ λέξι «ὁμοούσιος», οἱ ὀρθόδοξοι νὰ δεχτοῦν νὰ προσθέσουν ἕνα καὶ μόνο γράμμα, τὸ γιῶτα (ι), ὥστε ἡ λέξι νὰ γίνῃ «ὁμο-ι-ούσιος», καὶ τότε οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου θὰ ὑπέγραφαν τὸ Σύμβολο καὶ θὰ ἐπερχόταν ἡ συμφιλίωσι, ἡ εἰρήνη. Ἀλλὰ οἱ ὀρθόδοξοι δὲν δέχτηκαν. Τὸ γιῶτα δὲν προστέθηκε, τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως ἔμεινε ἀκέραιο, καὶ μέχρι σήμερα ἀκέραιο ἀκούγεται σὲ ὅλους ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.
Θὰ πῆτε ἴσως· Γιατί τόση ἐπιμονὴ σὲ μία λέξι; Τόση σημασία ἔχει γιὰ τὴν πίστι μας ἕνα γιῶτα;…
Ὄχι, τοῦ ἀπαντοῦν οἱ ὀρθόδοξοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Μέγα Ἀθανάσιο· ὄχι, χίλιες φορὲς ὄχι. Τὸ φρόνημά σου, Ἄρειε, εἶνε ἐσφαλμένο. Δὲν πηγάζει ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή. Ἡ ἁγία Γραφή, ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἀποδεικνύει ὅτι, προτοῦ νὰ πλασθῇ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, προτοῦ νὰ δημιουργηθοῦν τὰ βουνά, οἱ θάλασσες καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ὑπῆρχε ὁ Χριστός. Ὑπάρχει «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων». «Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθείς, οὐ ποιηθείς, ὁμοούσιος τῷ Πατρί, δι οὗ τὰ πάντα ἐγένετο» (Σύμβ. πίστ. 2).
Ἔτσι δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις· ὁ Ἄρειος μὲ τὴν κακοδοξία του, καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μὲ τὴ σημαία τῆς ὀρθῆς πίστεως, τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερικοί, ποὺ συμπαθοῦσαν τὶς ἰδέες τοῦ αἱρεσιάρχου, κρυπτοαρειανοί, προσπαθοῦσαν δῆθεν νὰ συμβιβάσουν τὰ πράγματα. Αὐτοὶ οἱ ψευτο-ειρηνοποιοὶ ἐπρότειναν, στὴ λέξι «ὁμοούσιος», οἱ ὀρθόδοξοι νὰ δεχτοῦν νὰ προσθέσουν ἕνα καὶ μόνο γράμμα, τὸ γιῶτα (ι), ὥστε ἡ λέξι νὰ γίνῃ «ὁμο-ι-ούσιος», καὶ τότε οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου θὰ ὑπέγραφαν τὸ Σύμβολο καὶ θὰ ἐπερχόταν ἡ συμφιλίωσι, ἡ εἰρήνη. Ἀλλὰ οἱ ὀρθόδοξοι δὲν δέχτηκαν. Τὸ γιῶτα δὲν προστέθηκε, τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως ἔμεινε ἀκέραιο, καὶ μέχρι σήμερα ἀκέραιο ἀκούγεται σὲ ὅλους ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.
Θὰ πῆτε ἴσως· Γιατί τόση ἐπιμονὴ σὲ μία λέξι; Τόση σημασία ἔχει γιὰ τὴν πίστι μας ἕνα γιῶτα;…
* * *
Ἀπαντοῦμε. Ὁ Χριστιανισμός,
ἀγαπητοί μου, μοιάζει μὲ ἕνα θαυμάσιο οἰκοδόμημα τὸ ὁποῖο ἔχει
κατασκευασθῆ βάσει σχεδίου κάποιου σοφοῦ ἀρχιτέκτονος· τὰ πάντα, καὶ οἱ
μικρότερες λεπτομέρειες τῆς οἰκοδομῆς, ἔχουν τὴ θέσι τους. Ὅλα εἶνε
συναρμολογημένα κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε ν᾽ ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο
ἀδιάσπαστο σύνολο. Δὲν μπορεῖς ν᾽ ἀφαιρέσῃς ἀπὸ τὴν οἰκοδομὴ οὕτε ἕνα
λιθαράκι. Τὸ ἀφαιρεῖς; τὸ οἰκοδόμημα κινδυνεύει. Τὸ ἕνα λιθάρι θὰ
συμπαρασύρῃ τὸ ἄλλο ἕως ὅτου ὅλη ἡ οἰκοδομὴ θὰ καταρρεύσῃ. Κάτι
παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Εἶνε μία θεία
οἰκοδομὴ ἡ Ἐκκλησία, ἕνα πνευματικὸ οἰκοδόμημα, τὸ μεγαλοπρεπέστερο ἀπ᾽
ὅλα τὰ πνευματικὰ οἰκοδομήματα τῆς ἱστορίας, ποὺ ὑψώνει τὴν κορυφή του
πρὸς τοὺς οὐρανούς. Κάθε διδασκαλία της, κι αὐτὴ ποὺ θεωρεῖται ἡ
μικρότερη, σὰν «ἕνα γιῶτα ἢ μία κεραία» (Ματθ. 5,18), τὰ πιὸ μικρὰ
στοιχεῖα τοῦ ἀλφαβήτου, εἶνε συνδεδεμένη τόσο στενὰ μὲ τὶς ἄλλες
κεντρικὲς διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὥστε ἐκεῖνος ποὺ ἀπορρίπτει τὶς
μικρὲς ἐντολὲς ἢ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας μας κινδυνεύει ν᾽ ἀπορρίψῃ καὶ
τὶς μεγάλες καὶ νὰ καταντήσῃ σιγὰ – σιγά, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβῃ, ἕνας
ὀρθολογιστής, ἄπιστος, ἄθεος. Οὔτε ἀφαίρεσι ἀλλὰ οὔτε καὶ προσθήκη
δέχεται ἡ Χριστιανικὴ πίστις. Εἶνε τὸ τέλειο.
Ὡς πρὸς τὴν περίπτωσι εἰδικὰ τοῦ Ἀρείου ἡ προσθήκη ἑνὸς γιῶτα στὴ λέξι ὁμοούσιος θὰ ἦταν ἕνας δυναμίτης πού θὰ ἔβαζε ὁ σατανᾶς στὰ θεμέλια τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ νὰ τὸν ἀνατρέψῃ. Διότι ἐκεῖνος ποὺ λέει τὸ Χριστὸ «ὁμοιούσιον» καὶ ὄχι «ὁμοούσιον», τὸν θεωρεῖ ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει προορισμὸ διὰ τῆς ἀρετῆς νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ τὸ Θεό. Μὲ τὴν προσθήκη τοῦ γιῶτα ἡ κεντρικὴ διδασκαλία γιὰ τὴ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ θὰ γινόταν θρύψαλα. Αὐτὸν τὸν κίνδυνο διαισθάνθηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ἡ ὑπόλοιπη χορεία τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ἀντέταξαν τὸ ἡρωϊκὸ ΟΧΙ στὶς ἀξιώσεις τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ποὺ ὑποστηρίζονταν ἀπὸ ὁμόφρονες πολλὲς φορὲς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου.
Ἡ Ὀρθόδοξη πίστι, ἀγαπητοί μου, εἶνε κάτι πολὺ λεπτό· εἶνε σὰν τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν δέχεται μέσα οὔτε τρίχα. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὴν ἀναμείξῃς μὲ ξένα στοιχεῖα. Πρέπει νὰ μείνῃ ἁγνή, ἀμόλυντη. Δυστυχῶς διάφορες αἱρέσεις –ἀπ᾽ τὶς ὁποῖες ἡ χειρότερη εἶνε οἱ χιλιασταί, ποὺ ἀνέστησαν στὴν ἐποχή μας τὸν ἀρειανισμό– ζητοῦν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὴν πίστι αὐτή.
Ὡς πρὸς τὴν περίπτωσι εἰδικὰ τοῦ Ἀρείου ἡ προσθήκη ἑνὸς γιῶτα στὴ λέξι ὁμοούσιος θὰ ἦταν ἕνας δυναμίτης πού θὰ ἔβαζε ὁ σατανᾶς στὰ θεμέλια τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ νὰ τὸν ἀνατρέψῃ. Διότι ἐκεῖνος ποὺ λέει τὸ Χριστὸ «ὁμοιούσιον» καὶ ὄχι «ὁμοούσιον», τὸν θεωρεῖ ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει προορισμὸ διὰ τῆς ἀρετῆς νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ τὸ Θεό. Μὲ τὴν προσθήκη τοῦ γιῶτα ἡ κεντρικὴ διδασκαλία γιὰ τὴ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ θὰ γινόταν θρύψαλα. Αὐτὸν τὸν κίνδυνο διαισθάνθηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ἡ ὑπόλοιπη χορεία τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ἀντέταξαν τὸ ἡρωϊκὸ ΟΧΙ στὶς ἀξιώσεις τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ποὺ ὑποστηρίζονταν ἀπὸ ὁμόφρονες πολλὲς φορὲς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου.
Ἡ Ὀρθόδοξη πίστι, ἀγαπητοί μου, εἶνε κάτι πολὺ λεπτό· εἶνε σὰν τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν δέχεται μέσα οὔτε τρίχα. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὴν ἀναμείξῃς μὲ ξένα στοιχεῖα. Πρέπει νὰ μείνῃ ἁγνή, ἀμόλυντη. Δυστυχῶς διάφορες αἱρέσεις –ἀπ᾽ τὶς ὁποῖες ἡ χειρότερη εἶνε οἱ χιλιασταί, ποὺ ἀνέστησαν στὴν ἐποχή μας τὸν ἀρειανισμό– ζητοῦν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὴν πίστι αὐτή.
* * *
Ἐκτροπές ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστι
συνέβαιναν ἀνέκαθεν· συναντοῦσαν ὅμως ἀντίστασι. Οἱ παρεκκλίσεις τῶν
αἱρετικῶν προκαλοῦσαν τὴν ἄμεση ἀντίδρασι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δὲν
ἀνεχόταν ὄχι μόνο τὴν ἀφαίρεσι ἢ τὴν προσθήκη καὶ ἑνὸς ἀκόμη γιῶτα στὸ
Σύμβολο τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ ἐκτροπὲς ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τάξι, φανερὲς
παραβάσεις τῶν θείων ἐντολῶν. Γνωρίζοντας καλὰ οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι
τῆς Ἐκκλησίας ὅτι τὸ σκανδαλῶδες παράδειγμα ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα
πιστῶν, ἐμπρὸς στὰ μάτια ὅλων, ὅταν ἁμαρτάνουν ἀδιάντροπα καὶ δὲν
ἐλέγχωνται, ἀνακόπτει τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα καὶ ἐπιδρᾷ ὀλέθρια στὴν
κοινωνία, οἱ ἀείμνηστοι ἐκεῖνοι ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας χτυποῦσαν μὲ ὁρμὴ
τὸ κακό· κι ὅταν εἶχαν μπροστά τους μία πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ γάγγραινα,
ἔκοβαν τὸ σαπισμένο μέλος, ἀφώριζαν τὸν σκανδαλοποιό. Ἁμάρτανες
δημοσίως; Τότε καὶ ἡ ἁμαρτία σου δημοσίως ἐλεγχόταν· καὶ ἂν τυχὸν ἐσὺ
ἐπέμενες στὴν ἁμαρτία καὶ δὲν μετανοοῦσες, τότε ἀφωριζόσουν, ὅσο ψηλὰ
κι ἂν στεκόσουν κατὰ κόσμον. Ἢ μετάνοια, ἢ ἀφορισμὸς παρατεινόμενος ὣς
τὸν τάφο…· μέση κατάστασι δὲν ὑπῆρχε. Αὐτὴ ἦταν ἡ γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας,
καὶ τὴ γραμμὴ αὐτὴ τὴν τηροῦσε αὐστηρά.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀκούγοντας τὴ μεγαλειώδη φωνὴ τοῦ προφήτου «Δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς», μάθετε δικαιοσύνη ὅσοι κατοικεῖτε πάνω στὴ γῆ (Ἠσ. 26,9), πρώτη αὐτὴ ἐφήρμοζε τὴ δικαιοσύνη. Στεκόταν στὸ ὕψος της. Δὲν χαριζόταν σὲ κανένα. Κανείς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν κατηγορήσῃ ὅτι ἔχει μὲν ἀνοιχτὰ τὰ μάτια γιὰ νὰ βλέπῃ τὰ ἁμαρτήματα τοῦ φτωχοῦ λαοῦ καὶ νὰ τὰ ἐλέγχῃ ἀκίνδυνα, ἐνῷ τὰ κλείνει γιὰ νὰ μὴ βλέπῃ καὶ τὰ μεγαλύτερα ἀκόμη δημόσια σκάνδαλα τῶν παρανομούντων καὶ ἐγκληματούντων ἀρχόντων τῆς πολιτείας. Ὄχι! Ἡ Ἐκκλησία σὰν πολυόμματος Ἄργος ὁ Πανόπτης –ὄχι σὲ μῦθο, ὄχι στὴ φαντασία, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα– περιέφερε τὰ βλέμματά της παντοῦ. Τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντας ἐπώπτευαν τὰ ἀκοίμητα μάτια τῶν ποιμένων. Πολυόμματα Χερουβίμ!
Καὶ τὰ ὅπλα ἦταν ἕτοιμα γιὰ ἄμυνα καὶ ἐπίθεσι. Οἱ μάχες δίνονταν κάτω κι ἀπ᾽ τὶς πιὸ δύσκολες συνθῆκες. Καὶ σὲ ἐποχὲς ἀκόμη βαρβαρότητος καὶ δεσποτισμοῦ, τότε ποὺ δὲν ἀκουγόταν καμμία φωνὴ διαμαρτυρίας καὶ ἐλέγχου, ἀλλὰ ὅλοι μεταβάλλονταν σὲ εὐτελεῖς κόλακες καὶ ἔσκυβαν τὰ κεφάλια τους καὶ τρέμοντας ὑποκλίνονταν ἐμπρὸς στὰ ἐστεμμένα κεφάλια διπόδων κτηνῶν, μόνο ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ στόμα θαρραλέων διακόνων της ἐξασκοῦσε τὸν δημόσιο ἔλεγχο, ἐπιτιμοῦσε καὶ ἀφώριζε βασιλιᾶδες καὶ αὐτοκράτορες.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀκούγοντας τὴ μεγαλειώδη φωνὴ τοῦ προφήτου «Δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς», μάθετε δικαιοσύνη ὅσοι κατοικεῖτε πάνω στὴ γῆ (Ἠσ. 26,9), πρώτη αὐτὴ ἐφήρμοζε τὴ δικαιοσύνη. Στεκόταν στὸ ὕψος της. Δὲν χαριζόταν σὲ κανένα. Κανείς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν κατηγορήσῃ ὅτι ἔχει μὲν ἀνοιχτὰ τὰ μάτια γιὰ νὰ βλέπῃ τὰ ἁμαρτήματα τοῦ φτωχοῦ λαοῦ καὶ νὰ τὰ ἐλέγχῃ ἀκίνδυνα, ἐνῷ τὰ κλείνει γιὰ νὰ μὴ βλέπῃ καὶ τὰ μεγαλύτερα ἀκόμη δημόσια σκάνδαλα τῶν παρανομούντων καὶ ἐγκληματούντων ἀρχόντων τῆς πολιτείας. Ὄχι! Ἡ Ἐκκλησία σὰν πολυόμματος Ἄργος ὁ Πανόπτης –ὄχι σὲ μῦθο, ὄχι στὴ φαντασία, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα– περιέφερε τὰ βλέμματά της παντοῦ. Τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντας ἐπώπτευαν τὰ ἀκοίμητα μάτια τῶν ποιμένων. Πολυόμματα Χερουβίμ!
Καὶ τὰ ὅπλα ἦταν ἕτοιμα γιὰ ἄμυνα καὶ ἐπίθεσι. Οἱ μάχες δίνονταν κάτω κι ἀπ᾽ τὶς πιὸ δύσκολες συνθῆκες. Καὶ σὲ ἐποχὲς ἀκόμη βαρβαρότητος καὶ δεσποτισμοῦ, τότε ποὺ δὲν ἀκουγόταν καμμία φωνὴ διαμαρτυρίας καὶ ἐλέγχου, ἀλλὰ ὅλοι μεταβάλλονταν σὲ εὐτελεῖς κόλακες καὶ ἔσκυβαν τὰ κεφάλια τους καὶ τρέμοντας ὑποκλίνονταν ἐμπρὸς στὰ ἐστεμμένα κεφάλια διπόδων κτηνῶν, μόνο ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ στόμα θαρραλέων διακόνων της ἐξασκοῦσε τὸν δημόσιο ἔλεγχο, ἐπιτιμοῦσε καὶ ἀφώριζε βασιλιᾶδες καὶ αὐτοκράτορες.
* * *
Ἂς προσέξουμε· ὄχι ἁπλῶς νὰ
προσέξουμε, ἀλλὰ ν᾽ ἀγωνισθοῦμε γι᾽ αὐτὴ τὴν πίστι. Ἔξω ἀπὸ τὴν πίστι
αὐτὴ δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Γι᾽ αὐτὴ τὴν πίστι ἂς φωνάξουμε κ᾽ ἐμεῖς μαζὶ
μὲ τοὺς πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων·
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀληθινὴ πίστι, αὐτὴ εἶνε ἡ ἁγία πίστι, αὐτὴ εἶνε ἡ αἰωνία πιστι. Σ᾽ αὐτὴν βαπτισθήκαμε καὶ σ᾽ αὐτὴν θὰ πεθάνουμε· ἀμήν.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀληθινὴ πίστι, αὐτὴ εἶνε ἡ ἁγία πίστι, αὐτὴ εἶνε ἡ αἰωνία πιστι. Σ᾽ αὐτὴν βαπτισθήκαμε καὶ σ᾽ αὐτὴν θὰ πεθάνουμε· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
1. Γραπτό κήρυγμα Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστινου στο φυλλάδιο «Γρηγορεῖτε», ΚΥΜΗ φ. 7/20-1-1951.
2. Απόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία, Ἐπισκόπου Βαβύλα γενναιότης, Ἀθῆναι 1954-55, σσ. 173
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου