Δύο περιστατικὰ σὲ κοιμητήρια
Δύο περιστατικὰ εἶναι ἡ ἀφορμὴ τῶν ὅσων θὰ σημειώσουμε. Καὶ τὰ δύο
συνέβησαν σὲ χῶρο κοιμητηρίου. Τὸ πρῶτο: Βρισκόμουν σ'ἕνα κοιμητήριο, ἀναμένοντας
τὴ σειρὰ γιά τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία συγγενικοῦ προσώπου. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἀκούω δύο
κυρίες νὰ μὲ καλοῦν:
— Παππούλη!... Παππούλη!...
Σταμάτησα καὶ τὶς περίμενα. Τί θέλετε; τὶς ρώτησα.
—Ἕνα τρισάγιο θέλουμε νὰ μᾶς κάνετε...
—Δέν ἔχω ἔλθει γιὰ τρισάγιο! ἀπαντῶ.
Ξενίστηκαν κάπως. Καὶ μὲ ρωτᾶνε:
—Γιατί; Δὲν κάνετε τρισάγια; Παπὰς δὲν εἶστε;...
—Παπάς εἶμαι! Ἀλλ᾽ ἐδῶ ἦλθα γιὰ ἄλλο λόγο... Ἀλλὰ μιὰ πού
συναντηθήκαμε, ἄς μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ρωτήσω: «Στὴν Ἐκκλησία πηγαίνετε;».
—Γιά νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς, δὲν πᾶμε στὴν ἐκκλησία!
—Ποτέ;...
—Μᾶλλον ποτέ!
—Τότε -λέω -τί τὸ θέλετε τὸ Τρισάγιο; Ξέρετε; Ἂν πηγαίνατε στὴν ἐκκλησία,
ἐκεῖ θὰ μπορούσατε νὰ προσευχηθῆτε ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τῆς κεκοιμημένης συγγενοῦς
σας (Μαρία, μοῦ εἶχαν πεῖ τὸ ὄνομα), μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸν Χριστό!
—Πώς; μὲ ρωτοῦν μὲ ἔκπληξι.
—Δέν μοῦ λέτε -συνεχίζω: Ποῦ εἰσακούεται περισσότερο ἡ προσευχή
σας; Ὅταν μνημονεύουμε τὸ ὄνομα ἑνὸς κεκοιμημένου πάνω σ᾽ ἕνα μνῆμα ἤ ὅταν
μνημονεύουμε τὸ ὄνομα μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι ἡ
Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάστασις;
Οἱ δύο κυρίες μὲ ἄκουγαν προσεκτικά. Καὶ μοῦ ἀπάντησαν:
—Ἔ βέβαια, μπροστὰ στὸ Χριστό.
—Ἀκοῦστε, λοιπόν! Ἂν θὰ πηγαίνατε στὴν Ἐκκλησία, θὰ βλέπατε, ὅτι σὲ
κάποια στιγμὴ ὁ λειτουργὸς καλεῖ ὅλους ν'ἀρχίσουν νὰ μνημονεύουν μέσα τους τὰ
γνωστά τους ὀνόματα, πρῶτα τούς κεκοιμημένους καὶ ὕστερά τούς ζῶντας. Λέει ὁ
λειτουργός: «Καὶ ὧν ἕκαστος κατὰ διάνοιαν ἔχει καὶ πάντων καὶ πασῶν».
• Σημασία ἔχουν τρία θαυμαστὰ γεγονότα:
Πρῶτον: Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, μπροστὰ στὸν ὁποῖον μνημονεύουμε ὀνόματα
(καθένας τὰ δικά του, μέσα ἀπό τά φανερὰ ἢ μυστικὰ «δίπτυχά» του); Ὁ Χριστὸς
βέβαια βρίσκεται παντοῦ, καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Εἶναι «ὁ ἄνω τῷ Πατρὶ
συγκαθήμενος καὶ ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνῶν». Βρίσκεται ὡς Θεάνθρωπος καὶ
προσφέρεται πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ἔχει συντελεσθῆ τὸ μεγάλο θαῦμα: Τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ἔχουν
μεταβληθῆ σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ἐκφώνησε ὁ ἱερέας «Τά Σὰ ἐκ τῶν
Σῶν...», μὲ τὴν ἐπίκλησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἡ μεταβολὴ τῶν Τιμίων
Δώρων. Μπροστά μας, λοιπόν, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός.
Δεύτερον: Ἡ λειτουργία γίνεται γιὰ ὅλους. Λέει ὁ λειτουργός: «Ἔτι
προσφέρομέν σοι τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης». Ὅσοι κι ἂν
βρίσκωνται στὸ Ναό, μέσα σ᾽ αὕτη τὴ σύναξι βρίσκεται ὅλη ἡ οἰκουμένη. Καὶ ἂν καὶ
σεῖς βρίσκεστε, ἔχετε τότε τὴ μεγάλη εὐκαιρία νὰ παρακαλῆτε τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ
τὴ Μαρία, πού στὸ μνῆμα της ἤλθατε, καὶ γιὰ ὅποια ἄλλη Μαρία...
—Πάτερ, δὲν τὰ εἴχαμε ξανακούσει αὐτά...
Τρίτον: Τώρα ποῦ τὰ ἀκούσατε, παρακαλῶ δῶστε μιὰ ὑπόσχεσι στὸν ἑαυτό
σας, ὅτι δὲν θὰ λείπετε ἀπό τὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ θὰ λέτε: «Μνήσθητι, Κύριε, τοὺς
κεκοιμημένους (ὀνομαστικὰ) καὶ ἀνάπαυσέ τους». Καὶ ὕστερα: «Μνήσθητι,
Κύριε, τοὺς ζώντας (ὀνομαστικὰ) καὶ ἔλεησέ τους...».
Ἔφυγαν εὐχαριστημένες οἱ δύο κυρίες...
* * *
Ἀλλὰ πᾶμε νὰ συναντήσουμε σ᾽ ἕνα ἄλλο κοιμητήριο δύο ἄλλες
κυρίες...
• Μαζὶ μὲ ἕνα φίλο κληρικὸ βγαίνουμε ἀπό το κοιμητήριο, ὕστερα ἀπό
τὴν ταφὴ εὐσεβοῦς χριστιανῆς. Λίγο πρίν, στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, εἶχα πεῖ λίγα
λόγια. Συνοπτικά: «Πορευόμεθα πρὸς τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ἢ μεταστάσα
βρίσκεται τώρα σ᾽ ἕνα ἄλλο κόσμο, στὸν οὐράνιο, ἐκεῖ ποό ὅλους μᾶς περιμένει ἢ
αἰώνια ζωὴ μὲ τὸν Χριστό...».
• Ὅπως βγαίναμε, ἀκούσια ἀκούσαμε διάλογο μεταξὺ δύο γυναικῶν μὲ
σεμνὴ ἐμφάνισι. Ἔλεγε ἢ μία στὴν ἄλλη:
—Ἄκουσες τί εἶπε αὐτὸς ὁ παπάς; Ὅτι ἡ... (ὄνομα τῆς μετστάσης) πῆγε
στὸν οὐρανό. Καὶ ποιὸς κατέβηκε ἀπὸ κεῖ, νὰ μᾶς πῆ, ὅτι ὑπάρχει ἄλλος
κόσμος;...
Παράπλευρα μὲ τὶς δύο κυρίες προχωροῦσε μία νεαρὴ κοπέλλα.
Στρέφεται πρὸς τὶς δύο εὐσεβοφανεῖς κυρίες καὶ λέει:
—Τί εἴπατε; Ποιὸς κατέβηκε ἀπό τὸν οὐρανό; Δὲν πιστεύετε, ὅτι
κατέβηκε ὁ Χριστός; Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ ἀνοίξη τὸ δρόμο πρὸς τὴν οὐράνια βασιλεία
Του...
• Στὸ μεταξὺ οἱ δύο κληρικοὶ εἴχαμε πλησιάσει... Μόλις μᾶς ἀντιλήφθηκαν
οἱ δύο κυρίες, σὰν νὰ ντράπηκαν...
—Μᾶς συγχωρεῖτε! Μᾶς συγχωρεῖτε!... εἶπαν σαστισμένες.
—Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχώρηση! τοὺς εἶπα... Νὰ σᾶς ρωτήσω κάτι: Στὴν ἐκκλησία
πηγαίνετε;
—Ναί, πάτερ! Καὶ οἱ δυό μας εἴμαστε στὴν ἐκκλησία. Βοηθᾶμε ὅσο
μποροῦμε.
—Ἔ, καλές μου κυρίες, δὲν ξέρετε γιατί πᾶμε στὴν ἐκκλησία; Κυρίως
γιὰ μία λαχτάρα, πού τὴ φανερώνουμε στὸ «Πιστεύω», γιὰ τὸ «Προσδοκῶ ἀνάστασιν
νεκρῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον». Ὅταν κοινωνῆτε, τί σᾶς λέει ὁ λειτουργός; «Εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Οἱ καλοπροαίρετες κυρίες μᾶς ἄκουγαν...
• Ἄς ἀκούσουμε ὅλοι, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι «παρεΐστικη»
σύναξις, οὔτε μιὰ κοινωνικὴ ὑποχρέωσις. Εἶναι ἡ κοινωνία μας μὲ τὸν Χριστὸ ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι. Εἶναι ἡ σάλπιγγα τοῦ «θανάτῳ θάνατον πατήσας». Εἶναι ὁ ἀποχαιρετισμὸς
τῶν ἀδελφῶν μας πού ἀναχωροῦν πρὶν ἀπό μᾶς καὶ τοὺς προπέμπουμε μὲ τὸ «Καλὸ
παράδεισο!» - «Καλὴ ἀνάπαυσι!» - «Καλὴ ἀντάμωσι!». Ναί, ἐκεῖ στοὺς οὐρανοὺς εἶναι
ἢ μόνιμη πόλις μας, ἢ γλυκειά μας πατρίδα, τὸ ἀχειροποίητο σπίτι μας (Ἑβρ. ιγ'
14. Β' Κορ. ε' 1. Α' Θεσ. ε' 9. Β' Θεσ. β' 14).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου