Παναγιώτης Ι. Μπούμης
Ομότ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Α
Πολύς λόγος γίνεται σχεδόν κάθε χρόνο γιά ἕναν κοινό ἑορτασμό τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν λοιπῶν χριστιανῶν. Τό πρῶτο ἐρώτημα τό ὁποῖο προβάλλει εἶναι ἄν ὁ χαρακτηρισμός «κοινός» εἶναι ὀρθός καί ἐάν ἀκριβολογεῖ. Γιατί πρέπει νά ἔχουμε ὑπ' ὄψη μας τό ἀρχαῖο ρητό: «Ἀρχή σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις» καί μάλιστα στήν ἑλληνική γλώσσα.
Μέ τόν χαρακτηρισμό «κοινός» προφανῶς καί προχείρως προτείνουν νά ἑορτάζεται τό Πάσχα τήν ἴδια ἡμέρα ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς. Δηλαδή συγχρόνως, τήν ἴδια μέρα. Ἑπομένως κάλλιστα θά μιλούσαμε γιά ἕναν σύγχρονο ἑορτασμό τοῦ Πάσχα.
Καί λέμε αὐτό, γιατί ὁ ὅρος σύγχρονος εἶναι πιό συγκεκριμένος, ἐνῶ ὁ ὅρος κοινός εἶναι πιό ἀόριστος ἤ μᾶλλον πιό εὐρύτερος. Μπορεῖ νά ἐννοήσει κάποιος καί τόν ἀπό κοινοῦ ἑορτασμό μεταξύ δύο μερῶν στόν ἴδιο χῶρο, καί ὄχι μόνο στόν ἴδιο χρόνο.
Αὐτή ἡ διαφορά γίνεται καλλίτερα αἰσθητή, ὅταν μιλᾶμε γιά κοινή θεία Λειτουργία ἤ γιά σύγχρονη θεία Λειτουργία. Σύγχρονες θεῖες λειτουργίες ἔχουμε καί κάνουμε καί σήμερα τουλάχιστον κάθε Κυριακή, ἀλλά δέν λέμε ὅτι κάνουμε κοινές θεῖες λειτουργίες. Ὁ ὅρος, λοιπόν, κοινός εἶναι παραπλανητικός, μπορεῖ νά μᾶς περιπλέξει, ἐνῶ ὁ ὅρος σύγχρονος ἀποδίδει καλλίτερα τά πράγματα. Ἀκριβολογεῖ περισσότερο.
Καί τώρα ὡς πρός τήν οὐσία: Σύγχρονο ἑορτασμό τοῦ Πάσχα μποροῦμε μέ κατάλληλες συνεννοήσεις καί συμφωνίες ἀστρονομικές - ἐπιστημονικές καί διεκκλησιαστικές νά πραγματοποιήσουμε οἱ χριστιανοί εὐκολότερα, ἐφ' ὅσον μάλιστα ὑπάρχουν οἰκογένειες ἀπό μεικτούς γάμους, π.χ. Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικοῦ. Ἑπομένως ἑορτασμό τήν ἴδια μέρα, τήν ἴδια Κυριακή, μποροῦμε νά καθορίσουμε.
Συγκεκριμένης ὅμως καί σταθερῆς ἡμερομηνίας τοῦ χρόνου δέν μποροῦμε νά προσδιορίσουμε, γιατί, ὅπως εἶναι φυσικό καί γνωστό, ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα ὁπωσδήποτε γίνεται Κυριακή.
Ἄλλωστε καί τήν κάθε Κυριακή ἑορτάζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί δέν θά τήν ἑορτάσουμε τό Πάσχα; Τό πρόβλημα ὅμως στό μή μόνιμο καί μή σταθερό καθορισμό μιᾶς συγκεκριμένης ἡμερομηνίας ἔγκειται στό γεγονός ὅτι οἱ Κυριακές τοῦ χρόνου (τοῦ κάθε χρόνου) δέν συμπίπτουν στήν ἴδια ἡμερομηνία.
Ἐκτός ὅμως ἀπ' αὐτό γιά τόν προσδιορισμό ἑνός σύγχρονου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά λάβουμε ὑπ' ὄψη καί ἄλλες δύο προϋποθέσεις-παραμέτρους πού ἔχουμε ἀπό τούς θείους καί ἱερούς κανόνες (ζ΄ ἀποστολικό καί α΄ Ἀντιοχείας) τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι ὁ ζ΄ (7ος) ἀποστολικός κανόνας, ὁ ὁποῖος ἐπικυρώθηκε καί ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμ. Σύνοδο ὁρίζει: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος τήν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετά Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι, καθαιρείσθω». Καί μήν πεῖ κάποιος ὅτι ὁ κανόνας ἀφορᾶ μόνο τούς κληρικούς, γιατί ὁ α΄ (1ος) καν. τῆς Ἀντιοχείας ὁμιλεῖ κατά λέξη καί «περί τῶν Λαϊκῶν».
Ὡς πρός τήν αἰτιολόγηση αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό «Πηδάλιον» (σελ. 10) γράφει στήν ἑρμηνεία του: «Ὕστερα μέν ἀπό τήν ἰσημερίαν, διατί, ἡ ἰσημερία μέ τό νά ἦναι μέτρον διαιρετικόν τοῦ τελείου ἐνιαυτοῦ, ἀνίσως πρό τῆς ἰσημερίας ἑορτάσωμεν, κάμνομεν δύω φοραῖς Πάσχα εἰς τόν αὐτόν χρόνον, καί ἀκολούθως δύω φοραῖς σημαδεύομεν τόν θάνατον τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐάν δέ μετά τήν ἰσημερίαν ἑορτάσωμεν, ἕνα μόνον Πάσχα κάμνομεν τόν χρόνον, καί ἀκολούθως ἕνα καταγγέλλομεν τόν θάνατον τοῦ Χριστοῦ».
Ὡς πρός δέ τήν προϋπόθεση ὅτι πρέπει νά ἑορτάζουμε μετά τούς Ἰουδαίους αἰτιολογεῖ ὡς ἑξῆς καί ἱστορικῶς στήν ἴδια ἑρμηνεία: «Ἐπειδή καί κατ' αὐτήν τῶν πραγμάτων τήν ἀλήθειαν, πρῶτον τότε οἱ Ἰουδαῖοι τό ἐδικόν τους πάσχα ἑώρτασαν, καί ὕστερον ἡ τοῦ Κυρίου ἀνάστασις ἔγινε, τῆς ὁποίας τύπον καί ἐνθύμησιν φέρει τό πάσχα ὁποῦ τώρα κατ' ἔτος ἡμεῖς ἑορτάζομεν».
Ἑπομένως τό νά ἑορτάζουμε συγχρόνως, τήν ἴδια Κυριακή τοῦ ἴδιου χρόνου, τό Πάσχα ὅλοι οἱ χριστιανοί εἶναι δυνατόν νά καθοριστεῖ. Αὐτά, νομίζουμε, εἶναι ἀρκετά ὡς πρός ἕναν σύγχρονο ἑορτασμό τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.
Ὡς πρός ἕναν ὅμως κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα ―μέγα κατόρθωμα― χρειάζονται καί ἄλλες προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες ἐγκαινίασαν οἱ Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ καί Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καί τίς ὁποῖες παραθέτουμε ἐν συνεχείᾳ.
B
Ἐδῶ καί 55 περίπου χρόνια (τό 1965) συνέβη ἕνα «βαρυσήμαντο ἱστορικόν γεγονός», ὅπως τό χαρακτήρισε ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μεταξύ τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ μετά καί τή συνάντησή τους στά Ἱεροσόλυμα (στήν «ἁγία γῆ», τό 1964) ἦρε, ἀκύρωσε, ἔλυσε, μαζί μέ τόν Πάπα Ρώμης Παῦλο τόν ΣΤ΄ τά ἀναθέματα τοῦ 1054 μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά τό γεγονός αὐτό καί κάθε χριστιανός ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα μαζί μέ τόν ἀείμνηστο καθηγητή Νικόλαο Νησιώτη ἔχει τήν ἐλπίδα «ὅτι ἡ πρᾶξις αὕτη (τῆς ἄρσεως) θά εἶναι ἀπαρχή καλῆς θελήσεως τῆς Ρώμης νά ἄρῃ ἐν ἀγαθῇ θελήσει καί ἄλλα ἀναθέματα ἀμοιβαίως (τουτέστι ἡ Ἀνατολή γιά τή Δύση καί ἡ Δύση γιά τήν Ἀνατολή)».
Τό ἑπόμενο ἔτος, στήν ἐπέτειο αὐτῆς τῆς ἄρσεως, ὁ Πατριάρχης Ἀθηγόρας ἔκανε μία δήλωση, ἡ ὁποία, νομίζουμε, ἔχει μεγάλη σημασία καί γιά τή γενόμενη πράξη τῆς ἐν λόγῳ ἄρσεως, ἀλλά καί γιά τή μελλοντική πορεία πρός ὁλοκλήρωση τῆς ἐπανενότητας μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.
Πιό συγκεκριμένα: Ἔδωσε μία κανονική γραμμή γιά ἐπιτυχημένη συνέχιση αὐτῆς τῆς πορείας καί συνεργασίας μεταξύ τους καί γιά ἀποτελεσματική συνέχιση τῶν διμερῶν ἐπιτροπῶν καί τῶν συνομιλιῶν τους, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς δίνουν μέχρι σήμερα τήν ἐντύπωση ὅτι πᾶνε πότε μπρός-πίσω καί πότε δεξιά-ἀριστερά.
Πράγματι, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας σέ Δήλωσή του τῆς 7.12.1966, τ. ἔ. στήν πρώτη ἐπέτειο τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, ἔλεγε: «Δηλοῦμεν, ὅτι ἐν ταπεινώσει θά διακονήσωμεν περαιτέρω τῇ Ἀληθείᾳ τῆς Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ἑτοίμως ἔχοντες, ἵνα διά σειρᾶς νέων ἐκκλησιαστικῶν πράξεων ἀγάπης συνεχίσωμεν τό ἔργον τῆς Πράξεως τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965, τόπον διδόντες τῇ δυνάμει καί ἐνεργείᾳ τοῦ Παναγίου Πνεύματος».
Στήν ἴδια γραμμή ἀκολούθησαν καί οἱ λόγοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου τοῦ Α΄, ὁ ὁποῖος διαβεβαίωνε σέ μήνυμά του (τῆς 3.12.1977) πρός τόν Πάπα Ρώμης Ἰωάννη-Παῦλο τόν Β΄, μέ τήν εὐκαιρία τῆς δωδέκατης ἐπετείου τῆς γενόμενης ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054, τά ἑξῆς: «Ἕτοιμοί ἐσμεν ἵνα καταρρίψωμεν πάντα τά ἀνά μέσον ὑμῶν καί ἡμῶν ἀπό τῶν αἰώνων ὑψωθέντα μεσότοιχα». Μεσότοιχα τέτοια ἀσφαλῶς εἶναι καί οἱ ἐσφαλμένες θέσεις, ἀλλά καί τά ἀκολουθήσαντα τό 1054 νεότερα ἀναθέματα.
Πρός ἐνίσχυση γιά τήν πραγματοποίηση τῶν ἀνωτέρω μεταφέρουμε τούς πρωτοποριακούς λόγους τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τό ἔργο του «Περί τοῦ μή δεῖν ἀναθεματίζειν ζῶντας ἤ τεθνηκότας», ὅπου ἐκτός τῶν ἄλλων λέει: «Τά γάρ αἱρετικά δόγματα, τά παρ' ὧν παρελάβομεν, ἀναθεματίζειν χρή, καί τά ἀσεβῆ δόγματα ἐλέγχειν, πᾶσαν δέ φειδώ (= φροντίδα, ἔγνοια) ἀνθρώπων ποιεῖσθαι, καί εὔχεσθαι ὑπέρ τῆς αὐτῶν σωτηρίας. Γένοιτο δέ πάντας ἡμᾶς . . . ἀπαντῆσαι ἐν ἡμέρᾳ τῆς ἀναστάσεως αὐτῷ τῷ ἐπουρανίῳ νυμφίῳ, προσφέροντας αὐτῷ πλείστους ἐν δόξῃ ὠφεληθέντας ἐκ τῆς ἡμῶν συμπαθείας, χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ αὐτοῦ».
Στήν ἴδια γραμμή κινήθηκε καί μία μελέτη μας, τήν ὁποία συντάξαμε μετά ἀπό τίς πολλές τότε καί μετέπειτα συζητήσεις μέ τόν τίτλο: «Τά ἀναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως καί κανονικότης τῆς ἄρσεως αὐτῶν» (1980). Σ' αὐτήν περιλαμβάνονται ἐνδεικτικῶς καί τά ἑξῆς κεφάλαια: «Ὁλοκλήρωσις καί ἐπέκτασις τῆς ἐκ μέρους τοῦ Πάπα γενομένης ἄρσεως» (σελ. 197 ἑξ.), καθώς καί «Ἐπικύρωσις καί ὁλοκλήρωσις τῆς ὑπό τοῦ Πατριάρχου γενομένης ἄρσεως» (σελ. 209 ἑξ.), μέ τίς ἑξῆς δύο τελευταῖες παραγράφους σ' αὐτό: 3. «Τό χρέος τῆς ὁλοκληρώσεως» (σελ. 222), καί 4. «Προϋποθέσεις τῆς ἐπικυρώσεως-ὁλοκληρώσεως τῆς ἄρσεως» (σελ. 225).
Ἡ μελέτη αὐτή ὑποβλήθηκε ὡς διατριβή ἐπί ὑφηγεσίᾳ στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μέ τήν ὁποία καί ἀνακηρύχθηκα παμψηφεί ὑφηγητής (ὑπῆρχε τότε ἀκόμη ὁ θεσμός αὐτός) τῆς ἕδρας τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς ἐν λόγῳ Σχολῆς.
Μήπως, λοιπόν, πρέπει καί σήμερα νά ἐπανασυνδεθοῦμε μέ αὐτή τή γραμμή καί νά τή συνεχίσουμε ὡς Ὀρθόδοξοι πρωτοστατοῦντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου; Μήπως δηλαδή θά πρέπει πρῶτα νά συζητηθοῦν καί νά λυθοῦν αὐτά τά θέματα καί νά ἀρθοῦν κανονικῶς καί ἐπισήμως τά σχετικά ἀναθέματα, γιά νά μπορέσουμε νά συζητήσουμε μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί τῶν πρεσβειῶν τῶν προηγούμενων γενεῶν ἁγίων χριστιανῶν ἀποτελεσματικά καί χωρίς πολινδρομήσεις καί ἀμφιβολίες ἤ ἀμφισημίες τήν πολυπόθητη ἑνότητα;
Ἐπίσης τό ὅτι δέν ἀκυρώθηκε ἡ γενόμενη ἄρση (1965) ἔχουμε ὡς μαρτυρία τό γεγονός τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης (2016), ὅπου κανένας ἐκ τῶν συνέδρων ἐπισκόπων οὔτε ἀπό τούς ἐκπροσώπους τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν δέν ἔθεσε τέτοιο θέμα οὔτε κἄν τό ἔθιξε. Καί ἐπί πλέον στήν ἴδια Σύνοδο τέθηκε καί συζητήθηκε διεξοδικῶς καί τό θέμα τῆς ὑπάρξεως καί ἄλλων Ἐκκλησιῶν, μέ πρώτη φυσικά τή Ρώμη, σάν νά εἶχαν δεχθεῖ τά μέλη της τή γενόμενη ἄρση.
Ἀλλά τίθεται τό κανονικό ἐρώτημα, ποιοῦ εἴδους συζήτηση κάνουμε περί ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ὅταν ἔχουμε κατά καιρούς ἐκφέρει διάφορους ἀφορισμούς καί ἀναθεματισμούς γιά ζῶντες καί κεκοιμημένους (τῶν) χριστιανῶν μελῶν αὐτῶν καί μάλιστα τῆς Ρώμης; Ὅταν μεσολαβοῦν ἀναθέματα, δέν ἔχουμε σχίσματα-σχίσμα καί πῶς τό σχίσμα θά τό ὀνομάσουμε Ἐκκλησία;
Καί ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ τίθεται καί τό ἑξῆς παρεμφερές ἐρώτημα: Καί ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀφορίσει τούς ἀπομακρυθέντες ἀπό αὐτήν Διαμαρτυρομένους (Προτεστάντες), πρᾶγμα τό ὁποῖο προφανῶς δέχτηκε καί ἡ Ὀρθόδοξη πλευρά; Δέν πρέπει ὅλα αὐτά νά ληφθοῦν ὑπόψη;
Γι' αὐτό μήπως θά πρέπει νά προηγηθεῖ ἐκεῖνο πού εἴχαμε γράψει παλαιότερα: Ὅτι πρῶτα πρέπει νά ἀρθοῦν οἱ μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν διαφορές καί τά ἀναθέματα καί ὕστερα ἀπό κοινοῦ νά ἀρθοῦν καί οἱ ἀφορισμοί ἀπό τούς Προτεστάντες κ.ἄ., κατόπιν τῶν ἀπαραίτητων κανονικῶν ἐνεργειῶν καί διαδικασιῶν. Καί μήν ξεχνᾶμε ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Κύριος πρός τούς ἀποστόλους καί παραδόθηκε καί στούς διαδόχους τους: «Ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ματθ. 18,18). Καί βεβαίως καί οἱ ἀφορισμοί-ἀναθεματισμοί εἶναι ἕνα «δέσιμο».
Ἑπομένως πρέπει νά συνεχίσουμε τήν εὐαγγελική, πατερική καί πατρική γραμμή. Πρῶτα πρέπει νά τακτοποιήσουμε καί νά ἐντάξουμε διά κανονικῶν πράξεων ἄρσεως ἀναθεματισμῶν ζῶντες καί κεκοιμημένους χριστιανούς στόν ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό, στό καθόλου σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καί ὕστερα νά μιλᾶμε γιά τοπικές Ἐκκλησίες καί ἐκκλησιαστικές κοινότητες.
Ὅταν ἡ συνέχεια αὐτῶν τῶν τμημάτων τῆς Ἐκκλησίας ἔχει «διακοπεῖ», πῶς μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἑνιαία καί ἀδιάσπαστη Ἐκκλησία; Ἐκτός καί ἀγνοοῦμε, ἀπαξιώνουμε καί ἔτσι «ἀποδοκιμάζουμε» τίς γενόμενες ἀφοριστικές πράξεις τῶν προγενέστερων ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν καί τῶν χριστιανικῶν πληρωμάτων, περιφρονώντας αὐτούς. Ὁποία συνέπεια καί ποιά ἀκολουθία!
Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους τό πιό συνετό, συνεπές καί κανονικό εἶναι νά γίνει ἡ «λύση» τῶν ἀναθεματισμῶν διά τῆς ἐνδεδειγμένης ἄρσεως ἐπισήμως, ἀλλά καί ταπεινοφρόνως, ὅπως λέει καί ὁ Ἀθηναγόρας στήν ἀνωτέρω δήλωσή του. Καί ἐάν οἱ πράξεις ἐκεῖνες τοῦ 1054 δέν παραθεωρήθηκαν, ἄν καί ἦταν μεμονωμένες, τ.ἔ. ἀπό ὁρισμένα πρόσωπα καί ἀπό ἀντικανονικές ἀφορμές ἤ δικαιολογίες ἀπό τή μία πλευρά ἤ γιά ἀμυντικούς λόγους ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὅμως πῶς μποροῦμε νά ἀγνοήσουμε καί νά ὑποτιμήσουμε τίς ἐπακολουθείσασες ἀφοριστικές πράξεις, οἱ ὁποῖες ἐρείδοντο καί σέ δογματικά καί κανονικά θέματα;
Ὁπότε, γιά νά ἀρθοῦν τά ἐξενεχθέντα ἀναθέματα, πρέπει πρῶτα αὐτά νά διακριθοῦν καί νά διαχωριστοῦν ἀπό τά ἀναθέματα πρός τούς ἀνθρώπους, ἀπό ἐκεῖνα τά ἀναθέματα πρός τά δογματικά-κανονικά θέματα καί νά κατευθυνθοῦν πρός αὐτά, ὅπως ὑποδεικνύει ἀνωτέρω καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Περί τοῦ μή δεῖν ἀναθεματίζειν» γιά τούς πρώτους καί «ἀναθεματίζειν χρή» γιά τά δεύτερα. Ἀλλά ὡς πρός αὐτά θά λέγαμε ὅτι δέν χρειάζεται καμμία ἄρση ἀφορισμοῦ, ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἐσφαλμένα, ἀλλά ὑπάρχει ἀνάγκη διορθώσεως ἤ ἀντικαταστάσεως σύμφωνα καί μέ τήν αὐθεντική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας (Ἁγία Γραφή καί ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων) καί τήν προσεκτικότερη μελέτη. Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας μίλησε γιά διακονία «τῇ ἀληθείᾳ τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας».
Α. Τέτοια λάθη-ἀστοχίες εἶναι μεταξύ ἄλλων κυρίως καί κατά πρῶτον τό Filioque (ὅτι δηλ. τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ). Τό μεσότοιχο αὐτό καί ἡ πέτρα σκανδάλου σήμερα βέβαια ἔχει ξεθωριάσει φυσιολογικῶς, ὅπως συμβαίνει πολλές φορές στά ἀνθρώπινα μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀλλά καί ἀπό τήν ἀνακάλυψη κατά θεία παραχώρηση ὅτι αὐτό (τό Filioque) ὀφείλετο καί σέ μία κακή ἀπόδοση, κακή μετάφραση, τοῦ πρωτότυπου ἑλληνικοῦ κειμένου στή λατινική γλώσσα.
Καί ἰδίως ὀφείλετο στή μή κατάλληλη χρησιμοποίηση ἀπό τούς μεταφραστές τῶν γραμματικῶν προθέσεων τόσο τῆς Ἑλληνικῆς ὅσο καί τῆς Λατινικῆς γλώσσας. Τούς διέφυγε τῆς προσοχῆς ὅτι οἱ προθέσεις ex καί a (ab) τῆς Λατινικῆς ἀντιστοιχοῦν πρός τίς προθέσεις ἐκ-παρά καί ἀπό τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσας. Καί αὐτό εἶναι βασικό καί σημαντικό, γιατί ἐνῶ οἱ πρῶτες προθέσεις ex καί ἐκ(-παρά) σημαίνουν τήν ἄμεση προέλευση π.χ. ἑνός προσώπου ἀπό ἄλλο, ἀντιθέτως οἱ προθέσεις a καί ἀπό σημαίνουν τήν ἔμμεση (διά μέσου ἄλλου προσώπου) προέλευση ἑνός προσώπου ἀπό ἄλλο.
Ἔτσι ὅταν λέμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται, προέρχεται ex Patre, σημαίνει τήν ἄμεση προέλευση ἀπό τόν Πατέρα, ἐκ μέρους τοῦ Πατρός, ἐνῶ, ὅταν λέμε ὅτι προέρχεται a Patre, σημαίνει ὅτι ἐμμέσως προέρχεται καί ἀπό τόν Υἱό (Filioque).
Γι' αὐτό πολύ ὀρθῶς ἡ Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδος θεοφωτίστως-θεοφρουρήτως στή μέν Ἑλληνική γλώσσα ὅρισε «τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον», στή δέ Λατινική γλώσσα ὅρισε «qui ex Patre procedit», χωρίς νά παρασυρθεῖ ἀπό τή λατινική μετάφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὁπότε μετά ταῦτα τό μεσότοιχο αὐτό τῆς ἀσυνεννοησίας μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως κατ' οὐσίαν δέν ὑφίσταται, ἤρθη ἐκ μέσου αὐτῶν. Ὑπολείπεται ὅμως νά ἀποσυρθεῖ καί ἐπισήμως ἀπό τό λατινικό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Β. Ἀλλά καί τό ἄλλο μεγάλο μεσότοιχο τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἐξουσίας κλονίζεται, χάνει τή δύναμή του, ἄν ἀκολουθήσουν καί οἱ δύο πλευρές πιστά τόν γ΄ καν. τῆς ὡς ἄνω Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, καθώς καί τούς κη΄ καν. τῆς Δ΄ καί λστ΄ τῆς Πενθέκτης, οἱ ὁποῖοι κανόνες ἀπό συμφώνου κάνουν λόγο γιά πρεσβεῖα, ὁ δέ γ΄ καν. τῆς Β΄ εἰδικότερα γιά πρεσβεῖα τιμῆς, μέ πρῶτο στήν ἀρίθμηση τῆς σειρᾶς τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπο.
Τώρα, ἄν θέλουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἐπίσκοποι νά ἀναγνωρίζουν στόν Πάπα Ρώμης καί πρωτεῖο ἐξουσίας γιά ποιμαντικούς-ἀμυντικούς-συνεκτικούς λόγους, αὐτός εἶναι καί δική τους ὑπόθεση. Ἐπί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ὅμως δέν μποροῦν νά τό ἀπαιτοῦν. Ἄλλωστε οὔτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶχε κάποια ἐξουσία ἐπί τῶν ἄλλων Ἀποστόλων ἤ τῆς Συνόδου τους, χωρίς νά παύσει νά εἶναι στόμα καί στῦλος καί τῆς πρώτης, ἀλλά καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ ὅλες τίς ἀνωτέρω προϋποθέσεις καί ἐνέργειες ἀποδεικνύεται ὅτι μποροῦμε νά ἀκολουθήσουμε καί νά συνεχίσουμε μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τήν πορεία πού ἐγκαινίασε ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας μέ τόν Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄, ὥστε νά ἐπιτύχουμε καί ἕναν πράγματι κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα ἐκτός ἀπό ἕναν μόνο σύγχρονο καί ἐπιφανειακό.
Καλή Ἀνάσταση καί καλό Πάσχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου