Γιάννης Πεγειώτης

Ήταν μια δύσκολή ώρα . Κατάκοποι στην δύσκολη υποχώρηση.

Προδομένοι πολεμήσαμε και όσοι μπορέσαμε όταν έσπασαν οι γραμμές πιάσαμε το δάσος για να βρούμε τρόπον να φκούμε που τον κλοιόν των αρματων τζιαι των φουσάτων που φέραν για να μας γεμώσουν ειρήνην τον τόπον.

Ειμαστεν εφτά. Οι πέντε κατάκοποι εκάτσαν γυρόν που μιαν βρύσην νάκραν νου χωρκού ερειπωμένου.

Ο κοσμος έφυεν να σωθει. που το θάνατον τζιαι τα άλλα κακά πούταν μεάλα . Εν αντέχεις γιε μου να τα πεις. Πραξεις πονεν των αδρωπων…

Οι θκυό πούχαμεν λλίον κουράγιον κόμα . Ειδαμεν έναν λεωφορείον ξαπόλυτον στην άκραν του δρόμου.

Ήταν ποτζείνα πουστείλαν γεμάτα αθρώπους εφέδρους για ενισχύσεις όσων επολεμούσαν μερόνυχτα δίχα αναπαήν δίχα λλίον ύπνον θεονήστιτζοι διψασμένοι.

Κάποτες επεμπαν τους σε τόπους που πκιον ο στρατος μας εν ητουν τζιαμε. Υποχωρούσαν μπροστά στα άρματα πούρκουνταν.Έτσι εχάθην κόσμος που λάθη μηάλα…

Ρε σειρά Γιώρκο τα λαστιχα του εν γερά. Δοκίμασε αν ημπόρεις να το σταρτάρεις.. Ευτύς άνοιξα την πόρταν του οδηγού. Έσιυψα που κάτω που το «σουίτς «εφκαλα τα σύρματα .

Επίντωσα τα σαν τον υπνωτισμένον. Επήεν να σταρτάρει. Επιααα ασημένον χαρτιν που τα τσιαρα τζιαι ένωσα τα καλά.Τζείνον ήτουν. Εξεκίνησεν μιαν ομορφκιάν.

Εμπάτε μέσα λαλώ τους τζιαι αλόπως καποιος που μας εσιει Αγιον τζιαι γλέπει τον. Εφκέησαν ούλλοι. Ετανήσαμεν τζιαι του Λοκατζη που πόνεν το πόιν του. Ήτουν γεματωμένον.

Επκιαμεν χωματόδρομους, παραδρόμια. Σσιόν, σσιόν εφκαιναμεν που την φωθκιάν. Στις χωματόστρατες ήβραμεν αλλο πέντε.Το σύνολον δώδεκα εφτάσαμεν κατά την νύχταν κάτω του Πενταδακτυλου.

Ητουν ένας χώρος συγκεντρώσεως όσων ήβραν τρόπον τζιαι εποφυαν την αιχμαλωσιαν για τες πόμπες που εκρούζαν το δάσος τζιαι τους αθρώπους.

Ούλλον τον πόλεμον πκιον οδήγουν το λεωφορείον ωστη τζιαι εγένειν εκεχειρία, κατάπαυση του πυρος τζιαι επήρα το στην Αθαλασσαν. Εκαμνα δρομολόγια.Τζιαι που τζιαμέ πάρε φέρε μοναδες

Το Δεκεβρην λαλει μου ο Διοικητης. Εμπα μέσα να πα να το πάρουμεν του αθρώπου που τόσιεν . Αν μεν ηζιει να το δώκουμεν των παιθκιων του

Επηαμεν εις τον Λυθροδόνταν. Ο αθρωπος που τόσιεν μόλις εξεβην που το νοσοκομείον. Εν επίστευκεν στα αμμάθκια του. Είπεν μας την ιστορίαν. Επηρεν το κατά πρώτον εις την Τζερύνειαν .

Τζιαμε στο ΓΣΠραξανδρος. Εκατέβασεν τους στρατιώτες . Εκόψα μες τες μεάλες μάχες της Πολυκατοικίας .Ετραυματίστην.

Που τζιαμε εν ηξερεν ηνταλος ευρέθην το λεωφορείο του πόξω που το χωρκον του Πενταδακτυλου γαι να μας σώσει. Εδάκρυσεν. Εφιλησα τον ..

Είπα του ευκαριστώ. ήπιαμεν καφεν τζιαι εμπήκαμεν μες το λαντ ρόβερ του Διοικητη να πάμεν πίσω στο στρατοπεδον. Ο οδηγός ο Λεμεσιανος εκαμνεν τον σταυρον του. Εισιετε ευτζιες λαλεί μου ο διοικητης…

Ως το ογδοντα πέντε εθώρουν το μες τους δρόμους της Χώρας. Εσιερέτουν το σαν να ταν ένας συγγενης μου, ενας αρφός μου που στάθειν ώραν περίστασην.

Ασσεν καλά ο μάστρος μου που μουμαθεν τα ηλεκτρικά των αυτοκινητων, Ελάλεν εν λοάται μηχανικος να μεν ηξερει τα ηλεκτρικά.Που να ξερεν ηντα καλον έκαμεν τόσων παιθκιων τόσων μανάων…

Εικόνα από: Pinterest

το «σπιτάκι της Μέλιας»

oikohouse.wordpress.com