Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Ὁ γέροντας Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης καί τό… ἀτύχηµα τοῦ δεσπότη.

 

Χωμένος στό ἐργαστήρι του, τό µικρό ξυλουργεῖο πού διατηροῦσε σέ εἰδικά διαµορφωµένο χῶρο δίπλα στό ἀσκητικό του κελί στήν ἔρηµο τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἀφοσιωµένος στό ἐργόχειρό του, τήν κατασκευή µικρῶν ξύλινων σταυρῶν, ὁ γέροντας ἀσκητής ἀδυνατοῦσε νά ἀκούσει τό νεαρό διάκο τοῦ δεσπότη, ὁ ὁποῖος ἔστεκε στήν αὐλόπορτα τοῦ κελιοῦ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.

Εὐλογεῖτε, γέροντα. Γέροντα εὐλογεῖτε, φώναζε καί ξαναφώναζε ἀλλά ἀπόκριση δέν ἔπαιρνε. Πῆρε τότε τήν ἀπόφαση καί ἄνοιξε τήν αὐλόπορτα µπαίνοντας µέσα. Πῆγε κατευθείαν στό χῶρο ἀπό ὅπου ἀκουγόταν ὁ θόρυβος. Εἶδε τόν γέροντα σκυµµένο νά σκαλίζει µέ ἐπιµέλεια καί ἀφοσίωση ἕνα ξύλο ἐνῶ ταυτόχρονα ἔλεγε συντονισµένα τήν προσευχή «Κύριε ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν µε». Εἶχε γυρισµένη τήν πλάτη καί δέν εἶδε πού µπῆκε ὁ νεαρός διάκονος.

Ὡστόσο, χωρίς νά γυρίσει νά τόν δεῖ εἶπε: «Καλῶς τον-καλῶς τον!»

-Γέροντα εὐλογεῖτε!

-Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός νά σέ εὐλογεῖ καί νά σέ ἐνδυναµώνει στό δρόµο τῆς σωτηρίας.

– Μέ ἔστειλε ὁ δεσπότης νά σοῦ πῶ, πώς σέ λίγο ἀναχωρεῖ. Θά ἤθελε νά σέ χαιρετίσει.

-Δέν ἔρχοµαι, δέν ἔρχοµαι! Πές στό Σεβασµιώτατο ὅτι θά τόν ἐπισκεφθῶ αὔριο στό κελί του. Ἄλλωστε ἡ Παναγία µας µέ πληροφόρησε ὅτι θά τόν κρατήσει ἕναν ὁλάκερο µήνα στό Περιβόλι Της.

-Γέροντα δέν καταλάβατε. Ὁ δεσπότης ἔχει ἑτοιµασθεῖ γιά νά ἀναχωρήσει. Θά βγεῖ ἔξω.

-Πήγαινε Διάκο καί πές του πώς θά τόν δῶ αὔριο.

Ὁ νεαρός διάκονος ἔκανε µία βαθειά ὑπόκλιση στόν γέροντα καί γύρισε στό κελί πού διατηροῦσε ὁ δεσπότης στά Καυσοκαλύβια, προκειµένου αὐτός ἀλλά καί τά καλογέρια του νά ἀναπνέουν ἁγιορείτικο ἀέρα καί θυµίαµα καί νά λαµβάνουν τίς ξεχωριστές καί µοναδικές πνευµατικές δωρεές καί εὐλογίες πού ἡ Ἁγία Θεοτόκος προσφέρει στούς «κηπουρούς» τοῦ περιβολιοῦ Της!

-Σεβασµιώτατε, ὁ γέροντας εἶπε πώς θά σᾶς δεῖ αὔριο. Ἀρνήθηκε νά ἔρθει λέγοντας ὅτι ἡ Παναγία θά σᾶς κρατήσει ἀκόµη ἕνα µήνα στά Καυσοκαλύβια.

-Τοῦ εἶπες βρέ εὐλογηµένε πώς φεύγω.

– Ναί σεβασµιώτατε, τό εἶπα πολλές φορές ἀλλά φαίνεται πώς δέν τό κατάλαβε.

-Δέσποτα µήν τόν παρεξηγεῖς τόν παπά-Βασίλειο. Ἔχει πολλές παραξενιές, εἶπε ἕνας ἄλλος µοναχός.

-Καλά-καλά. Τό µουλάρι εἶναι ἕτοιµο;

-Ναί, ἐλᾶτε νά σᾶς βοηθήσουµε νά ἀνεβεῖτε γιατί ἔχουµε ἀρκετό δρόµο µπροστά µας. Τό πλοῖο δέν θά ἔρθει στά Καυσοκαλύβια λόγω καιροῦ καί πρέπει νά πᾶµε ἀπό τό µονοπάτι µέχρι τή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἐκεῖ θά προσεγγίσει τό ταχύπλοο, πού θά µᾶς µεταφέρει στήν Οὐρανούπολη.

Ὁ Δεσπότης,  ἀφοῦ ἀσπάστηκε µέ εὐλάβεια τίς ἱερές εἰκόνες καί τά καλογέρια πού θά ἔµεναν στό κελί ἀνέβηκε στό ζωντανό. Ἀκολούθησαν πίσω του δύο ἱεροµόναχοι καί ὁ διάκος καθώς καί δύο λαϊκοί, πνευµατικά παιδιά τοῦ φιλοµόναχου ἐπισκόπου, ἕνας ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν γιατρός.

Δέν εἶχε περάσει οὔτε µισή –ὥρα ἀπό τήν ἀναχώρηση του, ὅταν οἱ µοναχοί πού εἶχαν µείνει πίσω στό κελί, εἶδαν τή συνοδεία τοῦ ἐπισκόπου καί τόν ἴδιο νά ἐπιστρέφουν.

-Σεβασµιώτατε τί πάθατε, γιατί γυρίσατε πίσω;

-Δέν βλέπεις βρέ εὐλογηµένε τό πόδι µου; Κάτι τρόµαξε τό µουλάρι καί µέ ἔριξε κάτω. Εὐτυχῶς πού δέν ἔσπασα τό πόδι µου, ὅπως λέει ὁ Κώστας (σ.σ. ὁ γιατρός).

-Εἶναι πάντως πολύ δυνατό τό χτύπηµα. Φοβᾶµαι σεβασµιώτατε, µήν τυχόν καί τό ἔχετε ραγίσει. Γι’ αὐτό καλό θά ἦταν νά τό κρατήσετε σέ ἀκινησία 20-30 ἡµέρες, µίας καί ἀδυνατοῦµε νά βγάλουµε ἀκτίνες γιά νά δοῦµε τό µέγεθος τῆς ζηµιᾶς. Τό θετικό εἶναι, ὅπως ἤδη σᾶς εἶπα, ὅτι µπορεῖτε καί κουνᾶτε τό πόδι σας καί τό πατᾶτε. Ἡ Παναγιά σᾶς φύλαξε δεσπότη µου καί δέν χτυπήσατε σέ καµιά πέτρα πέφτοντας…

-Ναί Κώστα εἶδες τίς πέτρες πού ἦταν µόλις ἕνα µέτρο πιό κάτω ἀπ’ ἐκεῖ πού µέ ἔριξε τό µουλάρι. Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγιά µέ φύλαξαν.

Καταπονηµένος ὁ Ἐπίσκοπος ξάπλωσε νά ξεκουραστεῖ, ἀφοῦ οἱ πόνοι ἀπό τό χτύπηµα ἦταν πλέον πιό ἔντονοι.

Ἡ εἴδηση τοῦ ἄτυχου συµβάντος κυκλοφόρησε ἀστραπιαία σέ ὅλη τή σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων. Ὅλοι τό ἔµαθαν ἐκτός ἀπό τόν παράξενο –ἀπόµακρο µοναχό τόν π. Βασίλειο. Πολλοί µοναχοί ἔτρεξαν γιά νά εὐχηθοῦν περαστικά στόν τραυµατισµένο Ἐπίσκοπο ἀλλά δέν µπόρεσαν νά τόν δοῦν προσωπικά, ἀφοῦ ὁ Κώστας ὁ γιατρός, τοῦ συνέστησε ξεκούραση.

Τήν ἑπόµενη ἡµέρα τό πρωί ὁ δεσπότης πονοῦσε λιγότερο. Μέ δυσκολία ὡστόσο, παρακολούθησε τό µοναχικό κανόνα, µεσονυκτικό καί ὄρθρο καί κοινώνησε τῶν ἀχράντων µυστηρίων. Ἦταν περίπου 11 τό πρωί, ὅταν τό κατώφλι τοῦ ἐπισκοπικοῦ κελιοῦ στά Καυσοκαλύβια περνοῦσε ὁ παπά-Βασίλειος.

Μόλις τόν εἶδε ὁ διάκος νά στέκεται ἀγέρωχα στήν πόρτα θυµήθηκε τά προορατικά λόγια του, ὅτι ὁ δεσπότης θά ἔµενε ἄλλον ἕναν µήνα στά Καυσοκαλύβια κατά τήν πληροφόρηση πού εἶχε ἀπό τήν Παναγία µας.

-Εὐλογεῖτε σεβασµιώτατε, εὐλογεῖτε!

-Ὁ Κύριος πάτερ µου, ὁ Κύριος. Κάτσε τοῦ λόγου σου νά πιοῦµε ἕνα καφεδάκι.

-Γιατί εἶναι µπαταρισµένο σεβασµιώτατε τό πόδι σας; Τί πάθατε; Ρώτησε µέ διαγραφόµενη ἔκπληξη καί ἀπορία στό πρόσωπό του ὁ παράξενος ψηλός στό ἀνάστηµα µοναχός.

Τότε ὁ δεσπότης θυµήθηκε τά λόγια πού εἶπε ὁ πάπα-Βασίλης στό Διάκο του.

-Ἔχω ἕνα παράπονο Βασίλειε νά σοῦ ἐκφράσω. Καλά εἶπες στό Διάκο µου ὅτι ἡ Παναγία σέ πληροφόρησε πώς θά µείνω ἀκόµη ἕνα µήνα καί ἀρνήθηκες χθές νά ἔρθεις νά µέ κατευοδώσεις. Δέν µποροῦσες µωρέ εὐλογηµένε νά µέ ἐνηµερώσεις νά µήν φύγω καί πάθω τό ἀτύχηµα; εἶπε χαριτολογώντας ὁ Ἐπίσκοπος.

-Μά τί συνέβη; Γιά ποιό ἀτύχηµα µιλᾶτε σεβασµιώτατε;

-Δέν ἔµαθες πῶς µέ γκρέµισε τό µουλάρι καθώς πηγαίναµε ἀπό τό µονοπάτι γιά τή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας;

-Ὄχι, ὄχι! Εὐλογεῖτε σεβασµιώτατε δέν τό ἔµαθα. Χτυπήσατε πολύ;

-Χτύπησα, ὅσο χρειάζεται νά µείνω, ὅπως εἶπες στό Διάκο ἕνα ἀκόµη µήνα, ἐνῶ τρέχουν πολλά θέµατα στή Μητρόπολη µου.

– Ἔτσι ἤθελε ἡ Παναγιά σεβασµιώτατε; Φαίνεται πώς σᾶς χρειάζεται στό περιβόλι Της.

Ὁ δεσπότης γνώριζε ὅτι ὁ παπά-Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης ἔφερε ὡς δῶρο τῆς Παναγίας τό προορατικό χάρισµα. Ἔτσι ἀπό διάκριση ἀπέφυγε νά τόν ρωτήσει γιά τό πῶς γνώριζε ὅτι ἡ παραµονή του ἐκτός τῶν δύο ἑβδοµάδων πού ἤδη εἶχαν συµπληρωθεῖ θά ἐπιµηκυνόταν γιά ἄλλες τριάντα ἡµέρες!

Σ’ ἀντίθεση µέ τόν Ἐπίσκοπο ὁ νεαρός Διάκος κινούµενος κυρίως ἀπό περιέργεια καί ἐκ τῆς ἀπουσίας πνευµατικῆς πείρας ἀπευθύνθηκε στόν γέροντα Βασίλειο.

-Γέροντα γνωρίζατε ὅτι θά πάθαινε ἀτύχηµα ὁ δεσπότης καί µοῦ τό ἀποκρύψατε;

-Ὄχι, εὐλογηµένε. Ἐάν εἶχα τέτοια πληροφορία θά τήν ἀπέκρυπτα; Χριστιανοί εἴµαστε…

-Τότε γιατί δέν ἀνταποκριθήκατε στήν πρόσκληση τοῦ σεβασµιωτάτου καί µοῦ εἴπατε πῶς θά τόν δεῖτε σήµερα;

-Διάκο γίνεσαι αὐθάδης καί ἀσεβής ἀπέναντι στόν γέροντα! Εἶπε τότε ὁ δεσπότης, προσπαθώντας νά δώσει τέλος στήν αὐθάδεια τοῦ νεαροῦ διακόνου του.

-Ἄστο σεβασµιώτατε, τό παιδί. Ἔχει καλή διάθεση καί ἀπό ἀγάπη µέ ρωτάει.

Ὁ διάκονος ἀπό ντροπή λόγω τῆς δηµόσιας ἐπίπληξης τοῦ δεσπότη εἶχε κοκκινίσει σάν τό παντζάρι καί εἶχε σκύψει τό κεφάλι, ὡς ἔνδειξη ἀναγνώρισης τοῦ λάθους του, τό ὁποῖο προκλήθηκε ἀπό τήν πνευµατική ἀπειρία καί τήν ἀπουσία ἀνάλογων βιωµάτων.

Ὁ παπά –Βασίλης µέ µία µόνο δρασκελιά ἔφθασε τότε δίπλα του καί τόν ἀγκάλιασε. Ἐκεῖνος αὐθόρµητα γονάτισε πιάνοντας µέ τά χέρια του τά πόδια τοῦ παράξενου γέροντα.

-Σεβασµιώτατε, µιᾶς καί θά µείνετε δέν µοῦ στέλνεις τό διάκο αὔριο νά µέ βοηθήσει νά µεταφέρουµε λίγες πέτρες; Φαίνεται γεροδεµένο παιδί.

-Μέ τήν εὐχή µου Βασίλειε, πάρτον µαζί σου νά σέ βοηθήσει.

Τήν ἑπόµενη ἡµέρα ὁ διάκος στεκόταν πρωί-πρωί ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ πατρός Βασιλείου στό κελί τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στά Καυσοκαλύβια.

Ὁ γέροντας τοῦ ἔγνεψε νά περάσει µέσα καί τόν ὁδήγησε στήν Ἐκκλησία γιά νά προσκυνήσει. Μέσα στό κελί ὑπῆρχε τάξη. Ὅλα ἦταν τακτοποιηµένα. Ὁ γέροντας τοῦ πρότεινε νά καθίσει σέ ἕνα µικρό σκαµνάκι µέχρι νά ἑτοιµάσει ἕνα κέρασµα.

-Ἀπό ποῦ εἶσαι διάκο;

-Ἀπό τήν Ἀθήνα γέροντα. Στήν Ἀθήνα γεννήθηκα καί µεγάλωσα. Οἱ γονεῖς µου ὅµως κατάγονται ἀπό τήν Κρήτη ὁ πατέρας µου καί ἀπό τή Νάξο ἡ µητέρα µου ἀλλά ζοῦν µόνιµα στόν Πειραιά.

-Γέροντα –συνέχισε ὁ διάκος- συγνώµη γιά τή χθεσινή ἀπρέπειά µου.

-Συγχωρεµένος νά εἶσαι. Γιά νά µήν σοῦ µείνει καµιά ἀπορία καί γιά νά διώξεις τούς λογισµούς τοῦ πονηροῦ πού σέ ταλανίζουν ἀπό χθές ἐµφυτεύοντας διάχυτα τό φόβο θά σοῦ πῶ ἐξοµολογητικά τό πῶς µέ πληροφόρησε ἡ Παναγιά µας. Λίγο πρίν ἔρθεις καθώς ἐργαζόµουν στό ξυλουργεῖο ἄκουσα τόν δεσπότη νά σέ προστάζει νά ἔρθεις νά µέ προσκαλέσεις. Κίνησα τότε νά µεταβῶ στό κελάκι µου νά σουλουπωθῶ λίγο ἀφήνοντας τό ἐργόχειρό µου. Τότε ὅµως ἄκουσα τή γλυκιά φωνή τῆς Παναγιᾶς µας πού µέ πληροφοροῦσε πώς ὁ δεσπότης θά ἔµενε ἄλλες τριάντα ἡµέρες. Σύνδεσα τήν πληροφορία µέ τή συνέχιση τοῦ ἐργόχειρου καί τήν προσευχή κι ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ σήµερα τόν δεσπότη.

-Δηλαδή δέν εἶχες πληροφορία γιά τό ἀτύχηµα;

-Ὄχι βρέ εὐλογηµένε. Τί λές ἄν εἶχα τέτοια πληροφορία δέν θά ἐνηµέρωνα τό σεβασµιώτατο; Τί σόι χριστιανός θά λεγόµουν τότε;

Ὁ διάκος χαµογέλασε. Ἀλλά καί πάλι δέν ἱκανοποιήθηκε πλήρως.

-Ἔχεις πολλά  νά µάθεις ἀκόµη, διάκο. Ἕνα ὅµως νά ξέρεις στήν ἱερατική πορεία σου. Ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται ἀλλά ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο µόνο διά τῆς ταπεινώσεως. Χωρίς ταπείνωση κανένας δέν προσεγγίζει τό Θεό.

Ταπείνωση, ταπείνωση, ταπείνωση! Αὐτή εἶναι ἡ συνταγή πού ἀνοίγει διάπλατα τήν πόρτα τοῦ οὐρανοῦ. Ταπείνωση, ταπείνωση, ταπείνωση! Χωρίς αὐτή ὁ ἄνθρωπος εἶναι µηδενικό ἐνῶ ὅταν πορεύεται µαζί της γίνεται µικρός θεός κατά τή σοφή ρήση τοῦ προφητάνακτος Δαυίδ. Ἄντε τώρα ἔλα νά µέ βοηθήσεις νά µεταφέρουµε αὐτές τίς πέτρες.

Διάκε, εἶπε ὁ παπά Βασίλης

«Νά σκέπτεσαι τό θάνατο ἑπτά φορές τήν ὥρα

ὑπῆρχαν κι ἄλλοι στή ζωή πού δέν ὑπάρχουν τώρα.

Σέ κάθε βῆµα πρόσεχε τοῦ Σατανᾶ τό βρόχι

µήν ἀδικήσεις ὀρφανούς, γυναῖκες, χῆρες ὄχι.

Πιστά τούς νόµους φύλαγε χωρίς καµιά προσθήκη

τάς ἐντολᾶς τοῦ Μωυσῆ, τή Νέα Διαθήκη.

Τῆς µέρας τ’ ἁµαρτήµατα καί πρίν ὁ ἥλιος δύσει

µέ κάθε τρόπο τοῦ Θεοῦ νά τάχεις ὅλα σβήσει».

 

Πηγή: “Γέρων Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης, Νουθεσίες – Διδαχές”, Διονύσιος Α. Μακρής, Μέρος Α’, εκδ. Αγαθός Λόγος, σελ. 7-15

 

 

Συντάκτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου