Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Οι ιερές εικόνες είναι παράθυρα με θέα στην αποκάλυψη του Θεού!






Οι ιερές εικόνες είναι παράθυρα με θέα στην αποκάλυψη του Θεού!



Ο Δημήτρης Χατζηαποστόλου, αγιογράφος και δάσκαλος, μιλά για τη σωτηριολογική αποστολή της εικονογραφίας. Απόδειξη των λόγων του είναι και η τοιχογράφηση της Σιμωνόπετρας και του μετοχιού της


Καλλιτέχνης χωρίς πίστη, ζωγράφος χωρίς όραση
___
Η τέχνη ήταν πάντα μέσα στη ζωή, ήταν ζήτημα ζωής από την εποχή που σκάλιζαν οι άνθρωποι σχέδια στις πέτρες. Ο καλλιτέχνης, αιώνες τώρα παίρνει έναν δρόμο εσωτερικό, με πολλά μονοπάτια, συχνά δύσβατα, με σκοπό να συναντήσει στην έξοδο τον άλλον. Τι είναι αυτό που δεν κάνει τα έργα τέχνης εφήμερα και μέσα από αυτά να καταφέρουμε να δούμε τις σκιές του παρελθόντος και να υποψιαστούμε την παρουσία του, όταν ο καλλιτέχνης θα μιλά πια μόνο μέσα από τα έργα του; Συνομιλήσαμε γι’ αυτό με τον Δημήτρη Χατζηαποστόλου, τον ζωγράφο και δάσκαλο, έναν άνθρωπο, με όχι χωρίς κόπο αποκτημένη αίσθηση της αξίας της εικόνας. Ο Δημήτρης Χατζηαποστόλου ανακουφίζει τον συνομιλητή του ανακοινώνοντάς του την σωτηριολογική αποστολή της εικονογραφίας. Ο π. Σταμάτης Σκλήρης θα γράψει για τον Χατζηαποστόλου: « Ώριμος σε σπουδές και καλλιτεχνική καλλιέργεια, κάτοχος ζωγραφικής δεξιοτεχνίας και εκφραστής πνευματικής ωριμότητος, ο αγιογράφος Δημήτρης Χατζηαποστόλου μάς προσφέρει ένα ντοκουμέντο όλων των ανωτέρω με την τοιχογράφηση της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους και του μετοχίου της στην Ανάληψη των Αθηνών». Ο Δημήτρης Χατζηαποστόλου γεννημένος στην Καβάλα αποφοίτησε από την Ριζάρειο και αργότερα από την σχολή Καλών Τεχνών, σήμερα εικονογραφεί και διδάσκει.


Πότε μπήκε η ζωγραφική σαν κύρια απασχόληση στην ζωή σας;


Λοιπόν, μετά το Λύκειο της Ριζαρείου ξαναβρήκα την παλιά μου αγάπη. Έκανα φροντιστήριο σχεδίου και έδωσα εξετάσεις για την Καλών Τεχνών, κι έτσι πήρα το δρόμο μου στην ζωγραφική. Παιδί, θυμάμαι, στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Φάληρο, παρατηρούσα εικόνες με ναζαρηνή τεχνοτροπία και σκεφτόμουν ότι θα ήθελα «να τα έκανα κάπως διαφορετικά». Ήθελα κάτι πιο χαρούμενο, χρωματιστό και «ζωγραφικό» κι ας μην είχα ποτέ ζωγραφίσει εικόνα μέχρι να μπω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εντέλει, μπαίνοντας στη Σχολή αναδύθηκε μέσα μου ένας έρωτας για τις εικόνες και τα έργα της λεγόμενης «παλαιολόγειας περιόδου». Πειραματίστηκα με τα υλικά, διάβασα το βιβλίο του Daniel Thompson για την αυγοτέμπερα, ανακάλυψα την ΕΚΦΡΑΣΗ του Κόντογλου και την ΕΡΜΗΝΕΙΑ του Διονυσίου του εκ Φουρνά.



Πώς και ασχοληθήκατε με την διδασκαλία της εικονογραφίας;


Όταν τελείωσα τη σχολή πήγα φαντάρος, γύρισα, παντρευτήκαμε με την Λυδία. Με το που γυρίζουμε από Σκιάθο, «ταξίδι του μέλιτος», με καλεί ο Ξυνόπουλος, καθηγητής τότε φορητής εικόνας και τοιχογραφίας στη Σχολή και με προτείνει σε μία σχολή στην Πλάκα στην οποία ζητούσαν δάσκαλο να διδάξει φορητή εικόνα και τοιχογραφία. Μέχρι τότε οι δουλειές που είχα ήταν σκηνικά και κουστούμια για το θέατρο και την τηλεόραση με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, την Ειρήνη Παπά και λιγότερο κάποιες παραγγελίες για εικόνες και τοιχογραφίες. Σκεφτόμουν πως, αν δείξω αυτό που ξέρω με μία μέθοδο κατανοητή, που να μπορεί να «επιβεβαιώνεται» στα έργα των παλαιών δασκάλων και στα δικά μου, θα βελτιωθώ αλλά θα βοηθήσω ενδεχομένως και άλλους. Μάλλον είχε επιτυχία η προσπάθεια, γιατί στην συνέχεια πολλοί από τους μαθητές μου θέλησαν να συνεχίσουν κοντά μου και αυτό με ώθησε να ξεκινήσω ένα δικό μου χώρο. Έτσι, γεννήθηκε το Ζωγραφείον Εικόνων, ένας χώρος σπουδής στην εικονογραφική τέχνη, τότε στην οδό Μυκάλης, λίγο πιο κάτω από την Ομόνοια.




Μας μιλάτε για την «ζωγραφική της εικόνας», γιατί όχι «αγιογραφία»;


Λοιπόν, άκου να δεις, μέχρι το 1950 κανείς δεν εννοούσε εικονογραφία όταν έλεγε «αγιογραφία». Στα εκκλησιαστικά κείμενα, όταν γίνεται αναφορά σε κάποιον «αγιογράφο», σημαίνει ότι έγραφε βίους αγίων, όπως για παράδειγμα ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Στο Συνοδικό πάλι της αναστήλωσης των εικόνων, πουθενά δε μιλά για αγιογράφους, παρά μόνο για ζωγράφους. Οι ζωγράφοι λοιπόν, παίρνουμε «επιτήδεια υλικά» και την τέχνη μας και φτιάχνουμε τις εικόνες μέσα στην εκκλησία, όπως ο παπάς παίρνει ψωμί και κρασί και διά της ιερωσύνης του ιερουργεί σώμα και αίμα Χριστού. Ο Κόντογλου επινόησε τον όρο «αγιογραφία», επειδή θέλησε να διαφοροποιηθούμε από τη δυτικότροπη ζωγραφική και το ναζαρηνό ύφος και να επιστρέψουμε στην ορθόδοξη εικονογραφία. Επομένως, την εποχή εκείνη, η επιλογή του ήταν δικαιολογημένη και απαραίτητη. Στις μέρες μας όμως, φτάσαμε σε μια διαστρέβλωση της κληρονομιάς του Κόντογλου, με εμμονή σε ξηρογραφικές επαναλήψεις και συντηρητισμό που φτάνει στην κονσέρβα. Αυτά τα πράγματα δεν χαρακτήριζαν τον Κόντογλου σε καμία περίπτωση. Το πρώτο που μαθαίνεις διαβάζοντας τον Κόντογλου, είναι ότι η εικόνα δεν είναι «θρησκευτική τέχνη». Θρησκευτική τέχνη μπορούμε να χαρακτηρίσουμε όλη τη δυτική αναγέννηση, ενώ αντιθέτως η εικόνα δεν έχει σχέση με το θρησκευτικό γεγονός ως ανθρώπινη προσπάθεια προσέγγισης του Θεού. Η Εκκλησία μας δεν είναι καν θρησκεία, είναι η αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στον κόσμο και οι εικόνες είναι παράθυρα με θέα σ’ αυτή την αποκάλυψη.





Αποκάλυψη λοιπόν, εικόνες και εικονογραφική τέχνη...



Ακριβώς, εικονογραφία, ζωγραφική, όπως θέλεις ονόμασέ το. Το λέγανε, άλλωστε, απλούστερα οι παλαιότεροι: το ευαγγέλιο των αγραμμάτων. Δεν είναι το πρόβλημα τα ονόματα και οι λέξεις. Το θέμα είναι το αν και πώς έρχεται η εικαστική γλώσσα να υπηρετήσει το μήνυμα του ευαγγελίου. Έχουν μπει τα πράγματα στη θέση τους, τουλάχιστον θεωρητικά και θεολογικά, να ‘ναι καλά ο Γιώργος ο Κόρδης και τόσοι άλλοι, το θέμα όμως είναι να τα μελετήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε τι έχουμε στα χέρια μας. Χάνουμε το κάλλος αυτής της τέχνης, όταν την προσεγγίσουμε με «παλαιοημερολογίτικη» λογική, όταν τη βλέπουμε ως συνδυασμό μαγείας και ρετσέτας. Ξερή, ξύλινη, ουσιαστικά πεθαμένη, η τέχνη αυτή, όταν συνιστά επανάληψη μιας ξερής συνταγής δεν έχει τίποτα να σου δώσει, καθώς έχει χάσει αυτό που είναι πρωταρχικά, η γραφή της όντως ζωής, ζωγραφική. Κάτι ανάλογο υπάρχει και στη ζωή της εκκλησίας, όπου μιλάμε για την ψυχή, τη Δευτέρα Παρουσία, τον Παράδεισο και δε λέμε τούτο το απλό, ότι το σώμα μας θα αναστηθεί! Και ο Χριστός με το σώμα Του ανελήφθη στα δεξιά του Πατρός, αυτή τουλάχιστον είναι η θεολογία της εκκλησίας μας. Το σώμα, αντίστοιχα, η σάρκα της εικόνας είναι η ζωγραφική της και από την παράδοσή της και τη δυναμική της εκκλησίας η εικόνα θεολογεί και τέρπει ως τέχνη.



Πιστεύετε πως στην τέχνη της εικονογραφίας υπάρχει ανάγκη ή προοπτική για κάτι νέο, για κάτι σύγχρονο ή μοντέρνο;


Στη τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Κι αν ακόμη δε ζει ο δάσκαλός σου ή δεν τον έχεις γνωρίσει καν – γιατί μπορεί να λειτουργεί διδακτικά το έργο ενός παλαιού μάστορα- ζωγραφίζεις με άμεση αναφορά σε αυτόν. Όταν ζωγραφίζεις, δηλαδή, και λες ότι αυτό που κάνω τώρα το «βλέπουν» οι παλαιότεροι ζωγράφοι, έχεις ένα σημείο αναφοράς.
Στην ιστορία της τέχνης των εικόνων δεν υπάρχουν άλματα, αλλά μικρές μεταβολές. Αυτό άλλωστε μας επιτρέπει να λέμε ότι αυτή η εικόνα είναι του τάδε αιώνα. Όλα μοιάζει να έχουν μια πορεία αδιαίρετη, όπου καθετί σχολιάζει τα προηγούμενα και προετοιμάζει αυτό που θα ακολουθήσει. Με το νέο ελληνικό -ελλαδικό πες καλύτερα- κράτος είχαμε, δυστυχώς, την διακοπή αυτής της συνέχειας και από την περίοδο του Όθωνα και μετά, την τάση πλέον να θεωρούμε οτιδήποτε ελληνικό ως υποδεέστερο και παρακατιανό, «εφάμιλλο των ευρωπαϊκών» λέγανε... Από τον Κόντογλου, όμως, και έπειτα πάμε να πατήσουμε στα πόδια μας και νομίζω ότι θα βρούμε τον βηματισμό μας. Όσο η Εκκλησία είναι ζωντανή, παράγει ζωντανή και αληθινή τέχνη. Όταν η Εκκλησία χάνει τον προσανατολισμό της απέναντι στην αλήθεια του Χριστού, δεν είναι περίεργο που αποτυγχάνει και στην τέχνη της.


Πιστεύετε πως δεν μπορεί να ζωγραφήσει μία εικόνα του Χριστού κάποιος που δεν πιστεύει;


Ζωγράφος που δεν πιστεύει; Λοιπόν, αυτό το λες και καλό, σύντομο, μετανεωτερικό ανέκδοτο! Όχι, δεν μπορεί. Μπορεί, ίσως, να κάνει κάτι καλό από τεχνικής απόψεως, αλλά είναι αυτό που λέει ο Ταρκόφσκι, «καλλιτέχνης δίχως πίστη, είναι σαν ένα ζωγράφο δίχως όραση»… Αυτό πάντως που έχω καταλάβει, δουλεύοντας μετά από τόσα χρόνια, είναι πως η ζωγραφική είναι η δημιουργία ενός κόσμου, εικαστικού μεν, αλλά κόσμου αυθύπαρκτου και ο καλλιτέχνης αναδεικνύεται ως δημιουργός κατ’ εικόνα του δημιουργού του, ένας Θεός «εν σμικρώ», ενώ η αξία του έργου του έγκειται στην μετοχή του έργου του στο «αρχαίον κάλλος». Ο ζωγράφος, τώρα, των εικόνων μετέρχεται της ίδιας δημιουργίας, με την διαφορά πως αυτήν τη δημιουργία την αντιπροσφέρει ευχαριστιακά στον δημιουργό μέσα από τη σύναξη των πιστών. Ε, λοιπόν, αυτό εξυψώνει τον ζωγράφο και το έργο του σε μία ιερατική τάξη! Οπωσδήποτε, κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι ευχαριστιακός, αυτό τον κάνει εξάλλου αληθινό πρόσωπο. Η εν ελευθερία ευχαριστία τον κάνει να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα πλάσματα, βασίλειον ιεράτευμα, ιερέας και βασιλέας.



«Όταν η Εκκλησία χάνει τον προσανατολισμό της, αποτυγχάνει στην τέχνη της» …οι θεατρινισμοί των κληρικών, οι γλυκανάλατες εκφωνήσεις, οι …εκθέσεις ιδεών αντί κηρύγματος και η ευθύνη των πιστών στη λειτουργική σχέση
Τί είναι αυτό που κάνει μία εικόνα να «λειτουργεί» μέσα στην εκκλησία




Είναι ένα περίεργο «θαύμα» που συμβαίνει. Είσαι μέσα στην εκκλησία ή ακόμη και στο σπίτι σου και βλέπεις τον Παντοκράτορα, γιατί μία εικόνα μπορεί να λειτουργεί παντού με τον ίδιο τρόπο, είναι λοιπόν αυτό μια ζωντανή αίσθηση και μνήμη του σαρκωμένου, σταυρωμένου, αναστημένου, αναληφθέντος και πάλιν ερχομένου Χριστού. Από τη στιγμή που μας χαρίστηκε να ζωγραφίζουμε τον Χριστό, αφού γεννήθηκε ουσιαστικά εξεικονισμένος όπως λένε οι Πατέρες, λειτουργεί αυτή η εικόνα ως «σήμα λαλούν» αυτού του γάμου, του δείπνου, της βασιλείας του Χριστού, του παράδοξου εραστή. Όπως ο ερωτευμένος έχει τη φωτογραφία της αγαπημένης του και την κοιτάζει και λιώνει, έτσι κι εμείς κοιτάμε την εικόνα του Χριστού. Τώρα, δεν έχει σημασία τι φωτογραφικές ποιότητες έχει το χαρτί. Δεν μας ενδιαφέρει το στυλ, αλλά το πρόσωπο και η αλήθεια του! Είναι αυτό που αγαπάμε, αυτό που ερωτευθήκαμε; Μας δίνει αυτήν την αίσθηση; Τελικά, η λειτουργική εικόνα του Ιησού Χριστού μπορεί να είναι το κατάλυμα των ανθρωπίνων ερώτων...


Άρα, έχουν όλοι οι πιστοί ευθύνη απέναντι σ ‘αυτήν τη «λειτουργική» σχέση, μέσα στην εκκλησία;


Ευθύνη είπες; Στις πιο πολλές εκκλησία που μπαίνεις, βγαίνεις καταρρακωμένος. Σε πολύ λίγες εκκλησίες μπορείς ν’ αναπαυθείς σήμερα. Βλέπεις, συνήθως, φώτα υπερβολικά, τα μάρμαρα γυαλισμένα σαν σαπούνι, τα πλαστικά λουλούδια, τους μπρονζέ τσίγκινους «βωμούς» για τα κεριά με απορροφητήρες ψησταριάς, τα μεγάφωνα τα εκκωφαντικά μέχρι παραμορφώσεως, τους ψάλτες με κανταδόρικη ή αμανετζίδικη κακοφωνία συνεπικουρούμενη με ηλεκτρονικούς ισοκράτες… Βλέπεις και τους κληρικούς, πολλές φορές, να έχουν μια θεατρινίστικη και άσχετη με το μήνυμα του Ευαγγελίου παρουσία, με γλυκανάλατες εκφωνήσεις και εκθέσεις ιδεών και στοχασμών αντί κηρύγματος και μάλιστα την ώρα του «κοινωνικού» και με την πλάτη στα τίμια δώρα. Δυστυχώς, πολύ λίγοι ιερείς έχουν συναίσθηση του «ευλογημένη η βασιλεία» που αναγγέλλουν στην αρχή της λειτουργίας και του «πιστεύω Κύριε και ομολογώ» που λένε στην αγία μετάληψη. Μετά ερχόμαστε και αναρωτιώμαστε αν η τέχνη της εκκλησίας είναι ζωντανή! Το ερώτημα είναι αν η εκκλησία και η λατρεία της είναι ζωντανή! Αφού ρωτάς λοιπόν, αυτή είναι η ευθύνη των πιστών σήμερα, η θλίψη μέσα στην γιορτή.



Δηλαδή, φοβάστε πως μέσα στον χώρο της εκκλησίας, αντί για τον πόθο της διακονίας θα επικρατήσει ο πόθος για καριέρα των κληρικών;


Τί να πω, μερικές φορές μου φαίνεται πως συμβαίνει ήδη αυτό! Η εκκλησία όμως δεν υπάρχει για να διακοσμεί τα πράγματα, υπάρχει για να πονάει για αυτά, για την αλήθεια των πραγμάτων! Ελάχιστοι, δυστυχώς, μέσα στον κόσμο ως άγαμοι κληρικοί διακονούν και δείχνουν να έχουν σχέση με το Ευαγγέλιο του Χριστού. Οι περισσότεροι σου δίνουν την εντύπωση πως έχουν σχέση με τον εαυτό τους… Η σχέση, όμως, του κλήρου με τους πιστούς θα έπρεπε να είναι αντίστοιχη με αυτήν που έχουν οι γονείς με τα παιδιά τους. Ο παπάς που είναι μέσα στη εκκλησία και λειτουργεί, είναι πατέρας των πιστών, άσχετα με τις ηλικίες, αυτό θα πει παπάς, μπαμπάς! Με αυτήν την έννοια η Εκκλησία, ως Ιεραρχία, έχει τεράστιες ευθύνες για το πώς αναπαράγει τα πρόσωπα μέσα στην εκκλησία. Ποιοι αρχιερείς και επίσκοποι και με ποια κριτήρια διαλέγουν τους αυριανούς επισκόπους και τους ποιμένες, που σαν δάσκαλοι θα μας σπουδάσουν στην βασιλεία του Θεού…


Στο Άγιον Όρος ακόμα λένε τον παπά «δάσκαλο»! Εδώ αυτό το «αρχιμανδρίτης» είναι σόλοικο!


Στο Άγιον Όρος ξέρεις, ακόμα λένε τον παπά «δάσκαλο»! Εδώ κατά κανόνα, σπάνια θα βρεις αρχιμανδρίτη που να είναι αυτό που πρέπει. Ακόμη και αυτό το «αρχιμανδρίτης» είναι σόλοικο! Για ποια μάνδρα μιλάμε; Ηγούμενος τίνος; Στα μοναστήρια το να «θέλεις» να γίνεις παπάς είναι κώλυμα ιερωσύνης! Τον παλιό καλό καιρό, όταν θέλανε να εκλέξουν επίσκοπο ψάχνανε στα μοναστήρια…



Θα έλεγε κανείς πως ακούγεστε απογοητευμένος… Αλήθεια, σε τί ελπίζετε;



Κοίταξε, πρέπει να γοητευτείς πρώτα για να μπορείς να απογοητευθείς! Από μικρό παιδί ζω και αναπνέω μέσα στην εκκλησία και δυστυχώς μου «μυρίζει» από χιλιόμετρα αυτή η παρεκτροπή. Οι άνθρωποι που είναι μέσα στην εκκλησία και δεν τη διακονούν ως «σώμα Χριστού» αλλά ως χώρο ανάδειξης, φαίνονται από μακριά. Δεν απογοητεύομαι όμως, με την έννοια ότι αυτή η Εκκλησία μάς δόθηκε κι έχει τούτο το θετικό, υπάρχει από πίσω μια άλλη υπόσταση, ο Παράκλητος που μας παρηγορεί και η Εκκλησία του Χριστού μένει ζωντανή. Αν ψάξει κανείς θα βρει και εκκλησίες όμορφες και ενορίες ζωντανές και ιερείς αληθινούς πατέρες. Οπότε, εκεί θέλει λίγο φιλότιμο και ο καθένας ας κάνει τον αγώνα του από το δικό του μετερίζι. Το δικό μου είναι εδώ, στην διδασκαλία, στη σκαλωσιά και στο καβαλέτο.
__________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΘΡΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 05.06.2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου