Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

ΜΑΡΣΕΛΙΝΟ.

 


 Κεῖνα τὰ χρόνια τὰ παλιά

σὲ μιὰ μικρὴ Μονή,

γράφθηκε ἀπροσδόκητα 

ἡ ἱστορία αὐτή. 

Οἱ μοναχοί, ποὺ ἔμεναν

στὸ Μοναστήρι αὐτό, 

μετάνοια καὶ δάκρυα

προσφέραν στὸν Χριστό. 


Ἀγαπημένοι ἤτανε 

ζούσανε μὲ εἰρήνη

καὶ μες στὸ Μοναστήρι τους

χαίρονταν τὴ γαλήνη. 


Μιὰ μέρα ὅμως ξαφνικά, 

μέσα εἰς τὴ Μονή τους 

δῶρο τοὺς ἔστειλε ὁ Θεός

ποὺ ἄλλαξε τὴ ζωή τους. 


Τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ 

ἄνοιξαν κατὰ τὸ ἔθος 

κι ἀπ' ἔξω μὲς στὴν κούνια του 

ἔκλαιγε ἕνα βρέφος. 


Ἡ μάνα ποὺ τὸ γέννησε 

τὸ ἄφησε ἐκεῖ

δὲν ἠμποροῦσε νὰ δεχθεῖ 

τοῦ κόσμου τὴ ντροπή. 


Ὁ μοναχὸς τὸ σήκωσε 

σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά του

καὶ τὸ φερε νὰ ζεσταθεῖ 

στὴν ἱερὴ φωλιά του. 


"Ποιανοῦ εἶναι τοῦτο τὸ παιδί;

ποιὸς τὸ 'φερε ἐδῶ"; 

ἐρώτησε ὁ Γέροντας 

ποὺ εἶχαν ἀρχηγό.  


Αὔριο νὰ ρωτήσετε 

στὰ γύρω τὰ χωριὰ 

μήπως κάτι ἀκούσετε 

ποὺ θὰ μᾶς ἀφορᾶ. 


Ρώτησαν καὶ κανένας τους 

δὲν ἤξερε γι' αὐτό

οὔτε κανένας γνώριζε 

αὐτὸ τὸ μυστικό. 


Οἱ μέρες φεύγαν γρήγορα 

κι οἱ μῆνες ἕνας - ἕνας 

καὶ γιὰ τὸ ἄμοιρο παιδί

δὲν ρώταγε κανένας. 


"Θὰ τὸ κρατήσουμε ἐμεῖς", 

εἶπεν ὁ ἀρχηγός

"καὶ νὰ δεχτοῦμε ταπεινά

πὼς τὸ 'στειλε ὁ Θεός"


Τὸ ντύναν, τὸ στολίζανε, 

τὸ 'χαν σὰν μπιμπελὸ 

ὅλοι τὸ ἀγαπούσανε 

τὸ νιόφερτο μωρό. 


Μιὰ μέρα τὸ βαπτίσανε 

στὸν Ἅγιο τὸν Μαρτίνο 

ὅλοι νονοί του γίνανε 

τὸ εἶπαν "Μαρσελίνο". 


Μαζί τους τὸ ἐπαίρνανε 

στὴν κάθε τους δουλειά

σὰν ἀγγελούδι ἔτρεχε 

μέσα στὴν Ἐκκλησιά. 


Ὅλοι τὸ συμβουλεύανε 

νὰ μάθει τὸ καλό

νὰ σέβεται τοὺς μοναχούς

τὸν γέρο ἀρχηγό. 


Πήγαινε ὅπου ἤθελε

ἔμπαινε στὰ κελιά 

καὶ μὲ τὴν ἐξυπνάδα του 

τοὺς γέμιζε χαρά. 


Ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸν ἄφηναν 

οὐδέποτε νὰ μπεῖ 

ἤτανε μία αἴθουσα 

στὴν ἔξω τὴν αὐλή. 


Σ' αὐτὴν ἀποθηκεύανε 

τὰ σκεύη τὰ ἱερὰ 

εἰκόνες, δισκοπότηρα

κι ἀγάλματα παλιά. 


Ἀνάμεσα στ' ἀγάλματα 

πάντοτε ὑψωμένος

στεκόταν πάνω στὸν Σταυρὸ 

γλυκὺς ὁ Ἐσταυρωμένος. 


Λειψὸ ἦταν ἐκεῖ τὸ φῶς

στὰ σκοτεινὰ οἱ "Φίλοι"

τὰ πρόσωπά τους φώτιζε 

θαμπὰ ἕνα καντήλι. 


Δὲν θέλαν ὁ μικρούλης τους 

τ' ἀγάλματα νὰ ἰδεῖ, 

σταλιὰ παιδάκι ἤτανε

μήπως καὶ φοβηθεῖ. 


Μιὰ μέρα ὅμως ὁ μικρός, 

κούρνιασε γιὰ νὰ ἰδεῖ 

ποῦ ἔκρυβε ὁ Γέροντας 

τῆς πόρτας τὸ κλειδί. 


Κι ὅταν ἐκεῖνος ἔφυγε 

ἄρπαξε τὸ κλειδί 

κι εὔκολα κατάφερε 

στὴν αἴθουσα νὰ μπεῖ. 


Κανεὶς δὲν τὸν κατάλαβε

καὶ μὲ τὸ λίγο φῶς 

εἰσῆλθε στὰ ἐνδότερα

ὅπου ἦταν ὁ Χριστός. 


Μόλις τὸν εἶδε στὸν Σταυρό 

λυπήθηκε ἡ ψυχή του 

καὶ κλαίγοντας τὸν ρώτησε 

γιατὶ ἡ Σταύρωσή Του; 


"Πές μου τὶ ἔκανες Ἐσύ 

καὶ σ' ἔχουν σταυρωμένο; 

Πές μου τὸν λόγο γρήγορα 

νὰ ἀκούσω περιμένω. 


Εἶμαι μικρὸς κι ἀδυνατῶ 

ἐκεῖ ψηλὰ νὰ φτάσω. 

δὲν ἠμπορῶ μονάχος μου 

γιὰ νὰ σὲ κατεβάσω. 


Ὅμως μπορῶ γιὰ χάρη σου 

ὅταν τὰ καταφέρνω 

γιὰ νὰ μὴν εἶσαι νηστικός, 

ψωμί, κρασί νὰ φέρνω. 


Ἔδωσε τὴν ὑπόσχεση 

κι ἀμέσως ἔξω βγῆκε 

καὶ γιὰ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ 

σ' ὄμορφ' ἀγῶνα μπῆκε. 


Κάθε φορὰ στὴν τράπεζα

αὐτὸ εἶχε στὸ μυαλό του 

νὰ βρεῖ ψωμί, νὰ βρεῖ κρασί

νὰ πάει στὸν Χριστό του. 


Καὶ στὴν ἀρχὴ ἦταν εὔκολο 

τὸ κανε μὲ ἡσυχία 

νὰ μὴν κινήσει πρόσεχε

κάποιου τὴν ὑποψία. 


Μὲ τὸ ψωμὶ στὰ χέρια του 

ἄρχιζε τὴν πιλάλα 

καὶ μὲ μιὰ κούπα μὲ κρασί 

ἀνέβαινε τὴ σκάλα. 


Μὲ κάθε ἐπιφύλαξη

ξεκλείδωνε τὴν πόρτα 

νὰ μὴν φανοῦν τὰ ἴχνη του 

φρόντιζε πρῶτα - πρῶτα. 


Ἔφτανε ἐμπρὸς στὸν φίλο Του 

στὰ μάτια Τὸν κοιτοῦσε 

κι ἀπ' τὰ καλὰ ποὺ τοὔφερε 

νὰ φάει Τοῦ ζητοῦσε. 


"Φάγε καί... φάγε γρήγορα

πρὶν ἔλθουν καὶ μὲ βροῦνε. 

Κάτι ὑποψιάστηκαν, 

μὲ παρακολουθοῦνε". 


Ἄφηνε τὰ ἐδέσματα 

καὶ ἔφευγε εὐθύς, 

γιατὶ ἔπρεπε στὸ πόστο του 

νὰ βρίσκεται νωρίς. 


Καὶ ὁ μεγάλος φίλος Του 

τοὔκανε τὸ χατήρι 

καὶ τὸ ψωμί του ἔτρωγε 

κι ἄδειαζε τὸ ποτήρι. 


Πόση χαρὰ αἰσθανότανε

σὰν τἄβλεπε ἀδειασμένα! 

"Σ' εὐχαριστῶ", Τοῦ φώναζε 

μὲ μάτια δακρυσμένα. 


Τὸ ἴδιο πάντα πρόγραμμα 

εἶχε ὁ Μαρσελίνος

τὸ μέλημά του ἤτανε 

ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος. 


Οἱ μοναχοὶ τὸ βλέπανε 

πὼς κάτι τοῦ συμβαίνει 

καὶ τὸν παρακολούθησαν 

νὰ δοῦνε ποῦ πηγαίνει. 


Τὸν εἶδαν πὼς δὲν ἔτρωγε

καθόλου τὸ ψωμί του 

καὶ πὼς ὅταν τελειώνανε 

τὸ ἔπαιρνε μαζί του. 


Σὲ κάποια νόμισαν γωνιά, 

πὼς βρῆκε ἕνα ζωάκι

γιὰ νὰ μὴν μένει νηστικό, 

τοῦ πήγαινε ψωμάκι. 


Ὅμως τοὺς παραξένευε 

γιατὶ μικρὸ παιδὶ 

κρατοῦσε στὰ χεράκια του 

μιὰ κούπα μὲ κρασί;


Ξεκίνησαν προσεκτικὰ 

τὴν ἐπιτήρησή του 

δὲν θέλαν νὰ πικράνουνε 

τὴν ἄδολη ψυχή του 


Ὁ Γέροντας τοὺς ἔδωσε 

κρυφὰ τὴν ἐντολὴ 

νὰ δοῦν ὁ Μαρσελίνος τους 

τὶ κάνει τὸ ψωμί. 


ΜΙὰ μέρα ποὺ καμώθηκε 

πὼς φαγητὸ δὲν θέλει 

ζήτησε ἀπ' τὸ ντουλάπι τους

μονάχα ἕνα καρβέλι! 


Μὲ τὸ ψωμὶ στὰ χέρια του 

καὶ μιὰ ὀκὰ κρασί 

στὸν Σταυρωμένο φίλο του 

ἀνέβηκε ἀστραπή


Μπῆκε ὁλόχαρος ἐκεὶ 

καὶ ἔτρεξε στὸ βάθος 

τὴν πόρτα δὲν τὴν ἔκλεισε 

κι αὐτό, ὄχι ἀπὸ λάθος! 


Τὸν φώτισε ὁ Κύριος 

οἱ μοναχοὶ νὰ δοῦν 

τὰ ὅσα θὰ συνέβαιναν 

κι αὐτοὶ νὰ ὠφεληθοῦν. 


Ὁ μοναχὸς ποὺ ἔτρεξε 

κοντά του γιὰ νὰ ἰδεῖ 

μπροστὰ στὴν πόρτα στάθηκε 

ποὺ ἦταν ἀνοιχτή. 


Βλέπει τὸν Μαρσελίνο τους

μπρὸς στὸν Ἐσταυρωμένο 

νὰ λέγει λόγια τοῦ Θεοῦ 

μέσα στὸ Φῶς λουσμένο. 


"Ἔχω δυὸ μέρες νὰ φανῶ, 

μὲ παρακολουθοῦν, 

δύσκολα τὰ οἰκονομῶ, 

φοβᾶμαι μὴ μὲ δοῦν. 


Σήμερα τὰ κατάφερα 

καὶ πῆρα πιὸ πολλά. 

Νὰ μὴν τὰ φᾶς ὅλα μαζί 

νὰ ἔχεις καὶ μετά.  


Ποιὸς εἶναι ὁ Πατέρας Σου 

πὲς μου ποιὰ μάνα ἔχεις; 

Γιατὶ Σὲ ἀφήσαν στὸν Σταυρό, 

τοὺς πόνους πῶς ἀντέχεις"; 


"Μάνα μου εἶναι ἡ Παναγιά. 

Πατέρας μου ὁ Θεός. 

βρίσκονται στὸν Παράδεισο, 

ἐκεῖ ποὖναι τὸ Φῶς"! 


"Μὰ ἡ Παναγιά, μοῦ εἴπανε 

πὼς εἶναι ἰδική μου. 

Αὐτὴν ἔχω προστάτιδα 

καὶ Μάνα στὴ ζωή μου. 


Μάνα ἐγὼ δὲν γνώρισα

ποιὰ εἶναι δὲν τὸ ξέρω

ἤθελα νὰ τὴν ἔβλεπα, 

πῶς νὰ τὰ καταφέρω;


Στὸ λέγω ὅμως καθαρά, 

ὅταν στὰ χρόνια φτάσω, 

θ' ἀνέβω πάνω στὸ Σταυρό 

καὶ θὰ Σὲ κατεβάσω"! 


Κάλεσε τότε τὸ παιδί

νὰ πάει ἐκεῖ σιμά, 

τὰ χέρια Του κατέβασε, 

τὸ πῆρε ἀγκαλιά! 


"Ἡ παιδική σου ἡ καρδιά, 

εἶναι καρδιὰ μεγάλη"

τοὖπε καὶ τὸν ἐφίλησε 

ἐπάνω στὸ κεφάλι. 


Σήμερα στὸν Παράδεισο 

μαζί Μου θ'ἀνεβεῖς 

ἐκεῖ ποὖναι ἡ μάνα σου 

παιδί μου νὰ τὴ δεῖς". 


Ὕστερα ξανασήκωσε 

ὄρθιο τὸ κορμί, 

ἀφοῦ γιὰ τὸν Παράδεισο 

ἔφυγε τὸ παιδί. 


Ὁ μοναχὸς ποὺ ἔβλεπε 

τὴν ἱερὴ σκηνή, 

ἔβγαλε ἀπ' τὰ σπλάχνα του 

μιὰ δυνατὴ κραυγή. 


Δάκρυσε ὁ Καλόγερος 

πόνεσε ἡ ψυχή του 

ἄψυχο σὰν ἀντίκρυσε 

τὸ λατρευτὸ παιδί του 


Κοπήκανε τὰ πόδια του 

μάτωσε ἡ καρδιά του 

σὰν εἶδε τὰ θαυμάσια 

ποὺ γίνανε σιμά του. 


Μπροστά του ὀλοζώντανο 

εἶδε τὸν Λυτρωτή

νὰ σκύβει πάνω στὸ παιδί! 

νὰ κλάψει ἤ νὰ χαρεῖ; 


Ἄκουσε τὸν διάλογο, 

τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ

ποὺ ἔδιναν ἀπάντηση 

σ' ἐκεῖνα τοῦ παιδιοῦ. 


Τρέξανε οἱ Καλόγεροι 

καὶ εἶδαν τὸ παιδί

γονατιστὸ κι ὁλόφωτο 

μπροστὰ στὸν Λυτρωτή. 


Μὲ σεβασμὸ τὸ σήκωσαν 

μέσα στὴν ἀγκαλιά τους 

τὸ φίλησαν, τὸ κλάψανε, 

μὲ πόνο στὴν καρδιά τους. 


Ξέρουν, ὁ Μαρσελίνος τους

τὸ ὄμορφο λουλούδι, 

πὼς εἶναι Ἅγιος τοῦ Θεοῦ, 

πὼς εἶναι ἀγγελούδι! 


Ὁ ἄγγελός τους ἔφυγε 

πονέσαν καὶ πονᾶνε, 

μὲ τοὺς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ 

πάντα θὰ τὸν τιμᾶνε. 


Ὅλοι τους τὸ ὁμολογοῦν, 

ἄν καὶ τὰ μάτια τρέχουν 

πὼς θησαυρὸ ἀνεκτίμητο 

μὲς στὴ Μονή τους ἔχουν. 


Ποιὸς θὰ μπορέσει ἀπὸ μᾶς 

νὰ μοιάσει στ' ἀγγελούδι 

καὶ στὸν Σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ 

ν' ἀφήσει ἕνα λουλούδι; 


Ποιὸς ἔχει καθαρὴ καρδιὰ 

σὰν κείνη τοῦ παιδιοῦ 

νὰ πεῖ καὶ νὰ εἰσακουσθοῦν, 

δυὸ λόγια τοῦ Χριστοῦ; 


Ὅσοι θὰ μοιάσουν στὰ παιδιά, 

μᾶς εἶπε στὶς Γραφές Του 

αὐτοί, μονάχα θὰ βρεθοῦν 

στὶς ἱερὲς αὐλές Του. 


Δός μας, Χριστέ, μετάνοια 

καὶ καθαρὴ καρδιά, 

ἁπλοϊκοὶ νὰ γίνουμε 

σὰν τὰ μικρὰ παιδιά. 


Νὰ μιμηθοῦμε ταπεινὰ 

τὸν Ἅγιο Μαρσελίνο, 

νὰ κοινωνοῦμε ἄξια 

τὸν Ἅρτον καὶ τὸν Οἶνον. 


Ἐσταυρωμένε Ἰησοῦ, 

δέξου τὴν προσευχή μας 

Σοῦ τὴν προσφέρουμε ἁγνή

μέσα ἀπ' τὴν ψυχή μας!


Ἀρχιμ. Δαμασκηνοῦ Ζαχαράκη,

μακαριστοῦ προηγουμένου τῆς Ἱερὰς Μονῆς Ἀγάθωνος Φθιώτιδος.

apantaortodoxias.blogspot.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου