Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΠΑ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΝ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗ.
~ …Ψάχνοντας τον Έφραίμ, βρεθήκαμε στά Κατουνάκια. Ή αδελφότητα των Δανιηλαίων είναι άπό παλιά ένα καλό στέκι, γιά νά φέρη κανείς γυροβολιά τήν «έρημο», όπως χαρακτηρίζονται εκείνα τα βραχώδη τόπια του ’Άθωνα. Στην συνοδία αυτήν ό μετά τον Γέροντα πατήρ Μόδεστος ξεχώριζε για τό ιλαρόν του προσώπου, τήν ακακία του τρόπου του καί τήν απλότητα τής καρδιάς. Αργότερα, πού έγινε Γέροντας του Κελιού, αυτά έγιναν εμφανή και επίσημα στολίδια στο πρόσωπο του πατρός Μοδέστου. Ήταν καί αυτός γνήσιο παιδί τής αθωνικής πολιτείας. Ό απλός καί ανεπιτήδευτος λόγος του ήτανε νάμα Χάριτος. Τό χέρι του τό ασπαζόσουν όπως του Χριστού καί τής Παναγίας στις άγιες εικόνες. Έφερνε καί αυτός σεβαστικά τό ψωμί στο στόμα του σαν τούς παλιούς ανθρώπους. Μειδιούσε σαν παιδί καί σοβαρευότανε σαν μεγάλος μέσα στήν ελαχιστότατα του. Μιλούσε όχι από καθέδρας, άλλ’ από τον σκίμποδα του αγιορείτου μαθητού…
… Ό λόγος του ήταν πάντοτε μέσα άπό τήν προσευχή βγαλμένος καί όχι άπό ακούσματα καί άναγνώσεις. Γι’ αυτό ήταν πάντα καθαρός καί οίκοδομητικός. Ήταν λαλιά πού λάμβανε από τήν προσευχή καί όχι από τις ανεύθυνες κουβέντες των περίεργων. Κάποια φορά τον ρώτησε καθηγητής, πού έπαιρνε μέρος στούς θεολογικούς διαλόγους με τούς ετεροδόξους, αν πρέπη να συμμετέχη. Ό παπα-Έφραίμ ασυζητητί τον προέτρεψε να μη παύση να συμμετέχη, άλλα ό λόγος του να είναι σαφής καί ζωντανός, γιατί με τα μεσοβέζικα καί αυτοί μπερδεύονται καί εμείς σύγχυση λαμβάνουμε.
Τούς προσερχομένους ήκουε με πολλή προσοχή. Γιά τον παπα-Έφραίμ
εκείνη τήν ώρα ύπήρχε μόνον ό συνομιλητής του στον κόσμο καί κανένας
άλλος. Συνεσταλμένα του έλεγε
κάποια πράγματα, γι’ αυτό εν κατακλείδι συνιστούσε παράκληση στην Παναγία την Γοργοϋπήκοο:
-Άς αφήσουμε καί την Παναγία να μιλήσει.
Έτσι, κάθε μέρα, επιστρέφοντας τό καράβι από την Δάφνη, αποβίβαζε προσκυνητές για παράκληση στην Παναγία. Πέθανε ό παπα-Έφραίμ, τελείωσε αυτός ό τρόπος ευαγγελισμού του κόσμου. Οί σημερινοί Γεροντάδες είναι τόσο αύτάρκεις, που δεν χρειάζεται ή Παναγία! Τα γνωρίζουν όλα καί τα μπορούν όλα!
Οταν του ζήτησαν να ήγουμενεύση στην Μεγίστη Λαύρα, μετά την κοινοβιοποίηση τής Μονής, αγχώθηκε πολύ. Πίστευε βαθιά πώς οί ηγούμενοι κρατούν τό ’Όρος, είναι ή αρχή του τόπου. Οταν έβλεπε ήγούμενο, από μακριά μετάνιζε.
Θεώρησε τον εαυτό του ανάξιο καί πολύ λίγο γιά μιά τέτοια θέση. Προσευχήθηκε θερμά στην Παναγία καί πήρε πληροφορία να μείνη στην καλύβα του. Τον ρώτησα πώς εννοεί την πληροφορία καί μου απήντησε:
-Ευθύς πού είπα «όχι», ξελάφρωσα έφυγε μεγάλο βάρος από την καρδιά μου.
Ό παπα-Έφραίμ δεν παραμύθιαζε κανένα. Ούτε «είδα» ούτε «άκουσα την Παναγία».
Είχε
χαρίσματα ό γέρος, χωρίς να τά κάνη σημαιάκια. Τό ’78 ζητήσαμε την μονή
Δοχειαρίου. Ήταν αρνητικοί από τον Πρώτο του ’Όρους μέχρι τον πολιτικό
διοικητή καί την πατριαρχική Εξαρχία. Μόνον ό παπα-Έφραίμ έλεγε:
-Ή Παναγία έσάς θέλει. Θά άργήση, αλλά θά άνοιξη ή πόρτα.
-Γέροντα, επτά αδελφότητες ζητούνε την Δοχειαρίου εμένα θά προτιμήσουνε;
-Εσένα θέλει ή Παναγία. Τό ’80 κοινοβιάσαμε στο μοναστήρι.
Οταν τα Χριστούγεννα τού ’78 συνείκασε τήν ανέχεια τού μοναστηριού αδελφός, έδειλίασε καί, πνιγμένος στους λογισμούς τής φτώχειας, έπισκέφθηκε τον παπα-Έφραίμ. Ευθύς ώς άντίκρυσε τον Γέροντα, εκείνος τον έπέπληξε:
– Όχι χρήματα, πάτερ Γαβριήλ. Τό μοναστήρι έχει τήν Παναγία. Αύτή τα καλύπτει όλα.
Σε κάποια άλλη συνάντηση είχα μαζί μου δύο δοκίμους. Σε μια στιγμή φώναξε:
-Αυτός είναι δικός σου.
Γιά τον άλλον σιώπησε. Έτσι κι έγινε. Ό ένας είναι σήμερα παπάς στο μοναστήρι κι ό άλλος έγγαμος στον κόσμο.
Πειρακτικά τού είπα:
-Γιατί χτυπάτε πόρτες πού δεν ανοίγουν στ’ αλήθεια;
Μου άποκρίθηκε:
-Και ό γείτονας να άκούση κέρδος τό έχουμε. Ποτέ δεν ζητούσε υπερβολές. ’Ήθελε όμως αύτό τό λίγο πού κάνεις να τό ενεργής κάθε μέρα. Ποτέ να μη μένης ατείχιστος από προσευχή.
Επίσης, είχε σαν πληροφορία τήν εύωδία ή τήν δυσωδία. Κάποια περίοδο άσθενείας του προθυμοποιήθηκε ίερεύς να τού λειτουργή. Στο κλείσιμο τής έβδομάδος είσήλθε στο άγιο Βήμα καί ώσφράνθηκε βρώμα αφόρητη. «Κύριε, τί έγινε; Εμένα τό Ιερό μου μοσχομύριζε». Κάλεσε τον παπά στο πετραχήλι.
-Άν έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί βεβηλώνεις καί μαγαρίζεις τό Θυσιαστήριο;
Καί άλλη μαρτυρία: Τον ρώτησαν τί είναι ή μασονία.
-Τί να πούμε εμείς; Πάρτε τό κομποσχοίνι να μιλήσει ό Θεός. Μετά τούς πρώτους κόμπους έξήλθε βρώμα.
Καί άλλοτε σέ άλλη ερώτηση ώσφράνθηκαν εύωδία Χάριτος.
Είχε νουν Χριστου ό Γέροντας. Κάποτε πήγε στο χωριό του. Στήν γωνιά τής εκκλησιάς βρήκε πεταμένη την παλιά κολυμβήθρα, στήν οποία είχε βαπτισθή. Τήν αγκάλιασε και την τραγούδησε σάν τήν μάννα πού έσωσε από τήν απώλεια τό παιδί της. Ποιος σκέφθηκε ποτέ να τό κάνη αυτό: να άσπασθή τήν κολυμβήθρα του; Δεν ήθελε επ’ ούδενί να φεύγη ό μοναχός από τό μοναστήρι του:
-‘Όπως καί να έχουν τά πράγματα, περιχαρακώνεται με τήν έπίβλεψη του Γέροντα καί των αδελφών. Έκανε κάποιες προσευχές· μόνος του τίποτα. Ό άνθρωπος είναι όπως τά ζωντανά. Θέλει αγελαδάρη γιά να προχωρήση.
Οί κουβέντες του ήταν ωμές καί αληθινές σάν τό χωριάτικο ψωμί. Έλεγε τά πράγματα μέ τό όνομά τους, χωρίς να φοβάται να χρησιμοποιήση λέξεις πού θεωρούνται κακές.
Ήταν πολύ τίμιος μέ τον εαυτό του καί μέ ό,τι έπαγγέλλετο.
-Κάνεις πανηγύρι στο Κελλί σου, πάτερ Έφραίμ;
-Τά δικά μας τά Κελλιά λέγονται ξεροκάλυβα. Τό πρόγραμμα είναι ήσυχαστικό. Ούτε γιορτάζουμε ούτε σέ πανηγύρια πηγαίνουμε.
Δέν έβαζε μέριμνα στις γιορτές γιά ψάρια, ψάλτες καί δεσποτάδες· ούτε γιά κειμήλια καί θησαυρούς. Τό απέριττο, τό φτωχό, τό άπλό ήταν ό πλούτος τής καλύβης τού Όσιου Έφραίμ.
-Καμιά φορά στούς γείτονες Δανιηλαίους πηγαίνουμε, γιατί σ’ όλους εδώ γύρω στις δυσκολίες μάς συμπαραστέκονται.
Στήν παράκληση:
-Πές, άββά, λόγον αγαθόν.
Πάντοτε ξεκινούσε:
– Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο άπελέκητο.
Τό «αγράμματος» τό ώμιλούσε μέ έμφαση, γιά να άκουστη καλύτερα. Τα ολίγα πού έλεγε ήταν ευαγγελικά, πατερικά.
Έμοιαζαν με την ρητίνη πού βγαίνει από τον κορμό του δένδρου Οταν τό τραυματίσης. Τίποτε δεν ήταν φερτό. Ολα ήταν πηγαία, βγαλμένα από τα βράχια των Κατουνακίων. Στούς μικρούς μοίραζε ανεμώνες, άλλα στούς μεγάλους καί έπηρμένους προσέφερε κάτι αγκάθια, πού τρυπούσαν καί τις πιο σκληρές καρδιές. Καί τό αγκάθι τό πετούσε εντελώς απρόοπτα, για να είναι αφυπνιστικό. Τήν ώρα πού θαύμαζες τον λόγο του κι έκανες σκέψεις υψηλές για τό πρόσωπό του, σου πέταγε τ’ ακόντια καί τα βέλη. Περιέφερες ερευνητικά τα μάτια, για να δεις από που έρχονται. Καί αναρωτιόσουνα: «Από τον Έφραίμ εξακοντίζονται, τον άγιο, πού εγώ τον ευλαβούμαι;». Τον κούραζε τό ήθος τών νέων μοναχών. Μέ σκυμμένο τό κεφάλι εξομολογείτο:
-Οί Γεροντάδες στήν σκεπή έχουν κρεμασμένα τα ψαρικά τους. Τριάντα χρόνια ποτέ δέν σκέφθηκα ούτε να τα κοιτάξω ούτε να τα ξεκρεμάσω. Σήμερα όλα τα έψαξαν, όλα τα κατέκτησαν. Δέν μ’ αρέσει, άλλα σιωπώ.
Ό Γέροντας είχε καί τις «επισκέψεις» τού Θεού. Οσο καί να τού στοίχιζαν, τις ύπέμενε καρτερικά. Τον γιατρό τον άκουγε όπως τό μικρό παιδί καί πειθαρχούσε στις υποδείξεις του. Ήταν καλός άσθενής. Οταν έπεσε στήν στρωμνή τής κακώσεως, δέν τον έπισκέφθηκα. Δέν άντεχα να βλέπω άετό του ’Άθωνα τυλιγμένο στήν κουβέρτα. Θέλω να πιστεύω πώς ζή, σκαλίζει σφραγίδες, λειτουργεί, προσεύχεται. Μετά τήν όσιακή του κοίμηση, άδειασαν τά Κατουνάκια…
Ό Θεός να μάς λυπηθεί, να βλαστήση ή έρημος Έφραίμ, Μόδεστο, Χριστόδουλο. Αμήν.
από το βιβλίο: ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου