O π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος (2015) διηγείται…Όταν
τον Φεβρουάριο, πήγα στην Αμερική στην Αριζόνα, και είδα το γέροντά
μου, μου έκανε μια ερώτηση, μου είπε «προσφέρεις πενήντα χρόνια τον λόγο
του Θεού, και από ότι ξέρω από την πρώτη μέρα που έγινες διάκονος,
άρχισες να κάνεις κηρύγματα εις την Νέα Μηχανιώνα. Και τα συνεχίζεις
μέχρι σήμερα, πενήντα ολόκληρα χρόνια. Έγραψες και βιβλία πολύ ωφέλιμα.
Μπορεί να έσωσες και εκατό χιλιάδες ψυχές και διακόσιες. Συ όμως, θα
σωθείς ή θα κολασθείς;» Θέλετε να το επαναλάβω;
Τον κοίταξα με βουβό το στόμα και το επαναλαμβάνει «παπά μου, συ θα σωθείς ή θα κολασθείς;»
Πριν από χρόνια, μου είπε, πήγα στο Ντητρόιτ, και κει με κάλεσαν σ’ ένα σπίτι να εξομολογήσω έναν ογδοντάχρονο, ο οποίος δεν ήθελε εξομολόγηση στην ουσία, αλλά ήθελε να του κάνω ερμηνεία ενός ονείρου που είδε. Εγώ άρπαξα όμως την ευκαιρία, και από το όνειρο έβγαλα την εξομολόγηση. Και είπε, και είπε, και είπε αυτός ο ογδοντάχρονος άνθρωπος, πολλές και φοβερές αμαρτίες, ακατανόμαστες, που δεν μπορούμε ούτε καν να τις ονομάσουμε, στις εξωτερικές μας συζητήσεις, λέει, όχι μέσ’ την εκκλησία, ούτε έξω καν. Τόσο φοβερές ήταν αυτές οι αμαρτίες. Προσπάθησα λοιπόν να του βάλω μέσα, τη συναίσθηση της βαρύτητος της αμαρτίας, και ότι αύριο μεθαύριο, είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει θα βρεθεί μπροστά στην Κρίσιν του Αγίου Θεού.
Και τότε εκείνος ο άνθρωπος, κάτω απ’ τη χάρη του Αγίου Θεού, ως άλλος ληστής, είπε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», δεν είπε «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου», είπε «Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», αυτό είπε, και άρχισε να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει … Μισή ώρα, μια ώρα, μιάμιση ώρα, δύο ώρες… και ’γω καθόμουν και έκλαιγα μαζί του.
Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή, και έφυγα. Αυτός κάλεσε όλους τους δικούς του, και είπε πόσο ανάλαφρος ένοιωθε, γιατί ήταν και πολύ γεμάτος. Πάμπλουτος εν τω μεταξύ, με εκατομμύρια εκατομμυρίων χρημάτων, και άρχισε να αγκαλιάζει όλους και το υπηρετικό προσωπικό, και να θέλει να χορεύει τους Ελληνικούς χορούς από την χαρά του την πολλή, γιατί ξελάφρωσε, πέταξε όλη τη σαβούρα του, και την πήρε ο Σταυρός του Κυρίου, και χαρά, χαρά, χαρά, «πετάω σαν άγγελος, νοιώθω νάχω φτερά, νοιώθω νάχω φτερά», και έψαλλε ό,τι θυμόταν απ’ την πατρίδα του, μικρό παιδί, γιατί ήτο Ελληνοαμερικανός.
…Και από τα πολλά πηδήματα και την πολλή του τη χαρά, αισθάνθηκε κούραση, λέει, «Ας ξαπλώσω παιδιά μου λίγο τώρα, πέντε λεπτά έτσι, να ξεκουραστώ. Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, που δέχτηκες εμένα τον αμαρτωλό, Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ», και πέθανε.
Θάνατος οσιακός, όπως αυτού του ανθρώπου, που ήταν απάνω στο Σταυρό του κακούργου.
Πριν από χρόνια, μου είπε, πήγα στο Ντητρόιτ, και κει με κάλεσαν σ’ ένα σπίτι να εξομολογήσω έναν ογδοντάχρονο, ο οποίος δεν ήθελε εξομολόγηση στην ουσία, αλλά ήθελε να του κάνω ερμηνεία ενός ονείρου που είδε. Εγώ άρπαξα όμως την ευκαιρία, και από το όνειρο έβγαλα την εξομολόγηση. Και είπε, και είπε, και είπε αυτός ο ογδοντάχρονος άνθρωπος, πολλές και φοβερές αμαρτίες, ακατανόμαστες, που δεν μπορούμε ούτε καν να τις ονομάσουμε, στις εξωτερικές μας συζητήσεις, λέει, όχι μέσ’ την εκκλησία, ούτε έξω καν. Τόσο φοβερές ήταν αυτές οι αμαρτίες. Προσπάθησα λοιπόν να του βάλω μέσα, τη συναίσθηση της βαρύτητος της αμαρτίας, και ότι αύριο μεθαύριο, είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει θα βρεθεί μπροστά στην Κρίσιν του Αγίου Θεού.
Και τότε εκείνος ο άνθρωπος, κάτω απ’ τη χάρη του Αγίου Θεού, ως άλλος ληστής, είπε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», δεν είπε «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου», είπε «Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», αυτό είπε, και άρχισε να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει … Μισή ώρα, μια ώρα, μιάμιση ώρα, δύο ώρες… και ’γω καθόμουν και έκλαιγα μαζί του.
Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή, και έφυγα. Αυτός κάλεσε όλους τους δικούς του, και είπε πόσο ανάλαφρος ένοιωθε, γιατί ήταν και πολύ γεμάτος. Πάμπλουτος εν τω μεταξύ, με εκατομμύρια εκατομμυρίων χρημάτων, και άρχισε να αγκαλιάζει όλους και το υπηρετικό προσωπικό, και να θέλει να χορεύει τους Ελληνικούς χορούς από την χαρά του την πολλή, γιατί ξελάφρωσε, πέταξε όλη τη σαβούρα του, και την πήρε ο Σταυρός του Κυρίου, και χαρά, χαρά, χαρά, «πετάω σαν άγγελος, νοιώθω νάχω φτερά, νοιώθω νάχω φτερά», και έψαλλε ό,τι θυμόταν απ’ την πατρίδα του, μικρό παιδί, γιατί ήτο Ελληνοαμερικανός.
…Και από τα πολλά πηδήματα και την πολλή του τη χαρά, αισθάνθηκε κούραση, λέει, «Ας ξαπλώσω παιδιά μου λίγο τώρα, πέντε λεπτά έτσι, να ξεκουραστώ. Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, που δέχτηκες εμένα τον αμαρτωλό, Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ», και πέθανε.
Θάνατος οσιακός, όπως αυτού του ανθρώπου, που ήταν απάνω στο Σταυρό του κακούργου.
(Λίγο καιρό πριν ο Γέροντος Εφραίμ, επέβλεπε τον τάφο του...)
Γιαννης Τζημας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου