Ἀδελφοί μου,
Ἡ Μάρθα τρέχει, ἀγωνίζεται, μεριμνᾶ·
τὸ σπίτι γεμίζει φωνές, βήματα, πιάτα·
ἡ καρδιά της κουράζεται, ἀλλὰ ἀγαπᾶ.
Ἡ διακονία της εἶναι καλή, ἀπαραίτητη, ἔντιμη. Κι ὅμως, μπροστὰ στὸν ἴδιο τόν Κύριο, ὅλα αὐτὰ γίνονται μικρὰ· περιττά.
Ἡ Μαρία καθισμένη στὰ πόδια Του, ἀφήνει τὰ πάντα· δὲν τρέχει, δὲν φροντίζει, δὲν μεριμνᾶ.
Μένει μόνο ἡ καρδιά της ἀνοιχτή, ἕτοιμη νὰ δεχθεῖ τὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου, ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου.
Ἐκείνη ἀναγνωρίζει τὴν παρουσία Του· ἐκείνη καταλαβαίνει ὅτι ὅλα τὰ ἄλλα χάνονται μπροστὰ σ’ Αὐτόν.
Καὶ ὅπως μιὰ ψυχὴ ποὺ ἔχει ἀνοιχτεῖ στὴν χάρη Του, ἀδελφοί μου, ἔτσι καὶ ἡ Μαρία βιώνει: μιὰ γλυκιὰ ἡσυχία, μιὰ οὐράνια χαρά, μιὰ εὐδαιμονία ποὺ δὲν περιγράφεται.
Καὶ ὅταν ἡ φωνή Του ρωτᾶ:
«Τί θέλεις νὰ σοῦ δώσω; Ζήτησέ μου ὅ,τι θέλεις», ἡ ψυχή της ἀπαντάει, ὄχι μὲ λόγια πολλά, ὄχι μὲ αἰτήματα φυσικά:
«Κύριε, μόνον Ἐσένα θέλω.
Ἔλθε καὶ σκήνωσον ἐν ἐμοί.»
Καὶ τότε καταλαβαίνουμε τὸ νόημα τῆς «ἀγαθῆς μερίδος».
Δὲν εἶναι ἡ φροντίδα, δὲν εἶναι ἡ μέριμνα, δὲν εἶναι τὸ ἔργο· εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ Τὸν ἀφήσεις νὰ μείνει στὴν καρδιά σου, τὸ νὰ ἀναγνωρίζεις τὴν οὐσία πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ προσωρινά.
Ἡ γυναῖκα τοῦ πλήθους, ποὺ φωνάζει γιὰ τὸ θαῦμα τῆς γέννησης, κατανοεῖ τὸ φυσικὸ θαῦμα:
τὸν Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς διδάσκει: ἡ μακαριότητα ὑπερβαίνει κάθε θαυμασμό.
Βρίσκεται στὴν καρδιὰ ποὺ Τὸν βλέπει, Τὸν ἀκούει, Τὸν φυλάσσει.
Ὅταν ὁ Κύριος εἶναι παρών, ὅλα τὰ ἔργα διακονίας, ὅλες οἱ μέριμνες, ὅλα τὰ τρεξίματα φωτίζονται·
καὶ τότε μόνο καταλαβαίνεις τί σημαίνει: Ἕνα χρειάζεται. Μόνον ἕνα. Τὸν Χριστό.
Ἂς ἀφήσουμε κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὴν ψυχή μας νὰ κάτσει παρὰ τούς πόδας Του.
Ἂς σταματήσουμε τὸ τρέξιμο,
τὴν ἀκατάπαυστη φροντίδα·
ἂς Τὸν ἀναγνωρίσουμε, ἂς Τὸν δεχθοῦμε.
Καὶ τότε, ὅλη μας ἡ ζωὴ θὰ γεμίσει ἀπὸ τὴν ἴδια ἡσυχία, τὴν ἴδια χαρά, τὴν ἴδια μακαριότητα ποὺ γεύτηκε ἡ Μαρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου