Ένα θέμα που δημιουργεί αρκετή
σύγχυση σε πολλούς συνανθρώπους μας, ακόμη και σε βαπτισμένους
χριστιανούς, είναι το θέμα των ονείρων και των οραμάτων.
Δεν είναι εύκολο τις περισσότερες φορές να διακρίνει κανείς αν τα όνειρα ή τα οράματα προέρχονται από τον Θεό, από δαιμονική ενέργεια ή είναι απλώς φυσικά γεγονότα.
Δεν είναι εύκολο τις περισσότερες φορές να διακρίνει κανείς αν τα όνειρα ή τα οράματα προέρχονται από τον Θεό, από δαιμονική ενέργεια ή είναι απλώς φυσικά γεγονότα.
Γι' αυτό και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην αποδοχή τους ή όχι, κάτι
που μας έχουν επισημάνει οι περισσότεροι νηπτικοί και ασκητικοί
διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας.
Έτσι, κατά τους πατέρες αυτούς, το όνειρο, το όραμα ή και το θαύμα ακόμη, δεν παρουσιάζονται με καθαρότητα ενώπιόν μας, μάλλον η ερμηνεία και η αξιολόγησή τους δεν γίνονται αφ' εαυτών, αλλ' εξαρτώνται από τις δικές μας προϋποθέσεις: ανάλογα με τον βαθμό διακρίσεως που διαθέτουμε προβαίνουμε και στην εκτίμηση των παραπάνω φαινομένων. Αυτό σημαίνει ότι η ερμηνεία που θαδώσουμε μπορεί να γίνει αφορμή για πρόοδο ή οπισθοδρόμηση στην πνευματική μας ζωή, αφού η ερμηνεία θα χρωματιστεί από το περιεχόμενο της καρδιάς μας. Έτσι δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιο όραμα για παράδειγμα θεωρείται ως εκ Θεού προερχόμενο, ενώ στην πραγματικότητα είναι δαιμονικής εμπνεύσεως, όπως πιθανόν και το αντίστροφο. Τον πρώτο λόγο λοιπόν στα θέματα αυτά τον έχει, καθώς είπαμε, η αρετή της διακρίσως.
Η απόκτηση της αρετής αυτής δεν είναι καθόλου εύκολη. Η διάκριση θεωρείται γενικά από την πατερική μας παράδοση ως ένα από τα σπουδαιότερα χαρίσματα του Θεού, που για να το αποκτήσει κανείς χρειάζεται να καθαρίσει τον νου και την καρδιά του από ό,τι βρώμικο και εμπαθές έχουν ως περιεχόμενό τους. Ανάλογα δε με τον βαθμό καθάρσεως γεύεται αντιστοίχως και του χαρίσματος της διακρίσεως. Η διάκριση δηλαδή είναι αποτέλεσμα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο. Έτσι όσο βλέπει κανείς να ενεργούν μέσα του τα πάθη και οι αμαρτίες δεν πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στην κρίση και τη διάκρισή του. Συνήθως στις περιπτώσεις αυτές η κρίση υπόκειται στον νόμο της πλάνης. Πλανεμένη λοιπόν η ζυγαριά της κρίσεως στη διάνοια του ανθρώπου πλανεμένα θα εκτιμά και τα όνειρα ή τα οράματα ή και αυτά ακόμη που φαίνονται ως θαύματα.
Πολύ περισσότερο βεβαίως ισχύει η παραπάνω αλήθεια, αν συνειδητοποιήσει κανείς ότι τα φαινόμενα των ονείρων και των οραμάτων έχουν πολλαπλή την καταγωγή τους. Μέσα από αυτά, καθώς είπαμε, μπορεί να δρα ο Θεός, μπορεί όμως και ο διάβολος, ή μπορεί και να είναι απλώς κάτι το φυσικό. Κατά τους νηπτικούς πατέρες μας, το πιο σύνηθες είναι να δρα μέσα από αυτά κυρίως ο πονηρός.
Αυτός προσπαθεί μέσω της φαντασίας να πλησιάσει και να πλανήσει τον άνθρωπο, προκειμένου να τον οδηγήσει στην καταστροφή του. Για να πετύχει μάλιστα τον σκοπό του, πέρα από τρομακτικές μορφές που μπορεί να πάρει, φτάνει στο σημείο να εμφανιστεί, κατά τον απόστολο, και ως «άγγελος φωτός». Μπορεί ακόμη να εμφανιστεί ως Χριστός, ως Παναγία, ως κάποιος άλλος άγιος, πάντως με τέτοιον τρόπο, ώστε να κάνει τον άνθρωπο να τον εμπιστευθεί.
Μερικές εμφανίζεται μέσα σε τέτοιο φως, που δημιουργεί κλίμα χαράς και παρηγοριάς, αναμιγμένης όμως με υπερηφάνεια και υπεροψία, σαφές δείγμα της πλάνης.
Ακριβώς λοιπόν έχοντας αυτά υπόψιν οι Πατέρες μας προειδοποιούν με τα κείμενά τους και μας λένε να μην έχουμε εμπιστοσύνη σε τέτοια πράγματα, όταν μας παρουσιάζονται, διότι μπορεί να είναι δαιμονικές καταστάσεις και επιρροές. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος για παράδειγμα, ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος, σε ειδικό λόγο του για τα όνειρα αναφέρει ότι «όποιος πιστεύει στα όνειρα είναι παντελώς άσοφος και άπειρος».
Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να εγείρει την ένσταση: μήπως έτσι, απορρίπτοντας τα όνειρα και τα οράματα και τα περεμφερή, απορρίψουμε και τα εκ Θεού προερχόμενα; Διότι κανείς δεν αρνείται ότι πηγή μερικές φορές αυτών είναι ο Θεός. Οι Πατέρες μας λοιπόν προβλέποντας μία τέτοια ένσταση, ή μάλλον αντιμετωπίζοντας την την εποχή τους, μας πρόλαβαν και σ' αυτό. Κι η απάντησή τους, όσο περίεργα και παράδοξα ηχεί τούτο, είναι και πάλι αρνητική. Δηλαδή και από τον Θεό να προέρχονται, και πάλι πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Και η αιτιολογία είναι ότι μπορεί να φαίνονται πως είναι εκ Θεού και να μην είναι.
Ας παραθέσουμε προς επιβεβαίωση των παραπάνω τα λόγια ενός μεγάλου και πάλι νηπτικού Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας, του αγίου Διαδόχου επισκόπου Φωτικής, από το έργο του «Κεφάλαια Γνωστικά 100». Λέει συγκεκριμένα στο 38ο κεφάλαιο: «Εμείς είπαμε βεβαίως για τη διαφορά καλών και κακών ονείρων, όπως ακούσαμε από πεπειραμένους Γέροντες. Όμως μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη αρετή το να μη δίνει κανείς σημασία στα όνειρα. Διότι τα όνειρα δεν είναι τίποτε άλλο, τουλάχιστον τα περισσότερα, από είδωλα των λογισμών που περιφέρονται εδώ κι εκεί ή, όπως είπα, φαντασίες, διά των οποίων εμπαίζουν τους ανθρώπους οι δαίμονες. Επομένως αν δεν αποδεχθούμε κάποτε κάποιο όραμα που θα σταλεί σ' εμάς από την αγαθότητα του Θεού, δεν θα οργισθεί εναντίον μας, διότι το αρνηθήκαμε, ο πολυπόθητος Κύριος Ιησούς. Διότι γνωρίζει ότι αυτό το κάνουμε από φόβο μήπως μας απατήσουν οι δαίμονες».
Και συνεχίζει ο όσιος στο επόμενο κεφάλαιο, το 39ο: «Ας είναι για υπόδειγμα (αναφορικά προς τη συμβουλή στο προηγούμενο κεφάλαιο) ότι ένας δούλος προσκαλείται υπό του Κυρίου του από την εξώπορτα σε ώρα νυκτερινή και ύστερα από πολυχρόνια απουσία του. Ο δούλος φοβούμενος μήπως η φωνή, λόγω ομοιότητος, δεν είναι του κυρίου του, δεν ανοίγει τελείως τη θύρα σ' αυτόν. Διότι αν απατηθεί, θα εκθέσει σε κίνδυνο την περιουσία που του εμπιστεύθηκε. Όταν δε έγινε ημέρα, ο κύριος του υπηρέτη όχι μόνον δεν οργίσθηκε εναντίον του, αλλά και τον επαίνεσε όλως ιδιαιτέρως, επειδή από την υπερβολική πίστη να μη χάσει τίποτε από τα πράγματά του, θεώρησε και τη φωνή του ακόμη ως απατηλή».
Νομίζουμε ότι τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η επιφυλακτικότητά μας στο θέμα ονείρων, οραμάτων, θαυμάτων είναι σημείο σοφίας και σύνεσης εκ μέρους μας, εφόσον γίνεται για λόγους πίστεως και αγάπης προς τον Κύριο. Ταυτοχρόνως είναι σημείο πνευματικής μας προόδου να θέτουμε τέτοιες καταστάσεις, όταν επιμένουν, υπό την κρίση φωτισμένων και εμπείρων πνευματικών.
Ασφαλώς, κάνοντας αυτό η χάρη του Θεού θα είναι μαζί μας, λόγω ακριβώς της ταπεινώσεως μας.
Πηγή: Πρωτοπρ. Γεώργιος Δορμπαράκης. askitikon.eu
Έτσι, κατά τους πατέρες αυτούς, το όνειρο, το όραμα ή και το θαύμα ακόμη, δεν παρουσιάζονται με καθαρότητα ενώπιόν μας, μάλλον η ερμηνεία και η αξιολόγησή τους δεν γίνονται αφ' εαυτών, αλλ' εξαρτώνται από τις δικές μας προϋποθέσεις: ανάλογα με τον βαθμό διακρίσεως που διαθέτουμε προβαίνουμε και στην εκτίμηση των παραπάνω φαινομένων. Αυτό σημαίνει ότι η ερμηνεία που θαδώσουμε μπορεί να γίνει αφορμή για πρόοδο ή οπισθοδρόμηση στην πνευματική μας ζωή, αφού η ερμηνεία θα χρωματιστεί από το περιεχόμενο της καρδιάς μας. Έτσι δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιο όραμα για παράδειγμα θεωρείται ως εκ Θεού προερχόμενο, ενώ στην πραγματικότητα είναι δαιμονικής εμπνεύσεως, όπως πιθανόν και το αντίστροφο. Τον πρώτο λόγο λοιπόν στα θέματα αυτά τον έχει, καθώς είπαμε, η αρετή της διακρίσως.
Η απόκτηση της αρετής αυτής δεν είναι καθόλου εύκολη. Η διάκριση θεωρείται γενικά από την πατερική μας παράδοση ως ένα από τα σπουδαιότερα χαρίσματα του Θεού, που για να το αποκτήσει κανείς χρειάζεται να καθαρίσει τον νου και την καρδιά του από ό,τι βρώμικο και εμπαθές έχουν ως περιεχόμενό τους. Ανάλογα δε με τον βαθμό καθάρσεως γεύεται αντιστοίχως και του χαρίσματος της διακρίσεως. Η διάκριση δηλαδή είναι αποτέλεσμα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο. Έτσι όσο βλέπει κανείς να ενεργούν μέσα του τα πάθη και οι αμαρτίες δεν πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στην κρίση και τη διάκρισή του. Συνήθως στις περιπτώσεις αυτές η κρίση υπόκειται στον νόμο της πλάνης. Πλανεμένη λοιπόν η ζυγαριά της κρίσεως στη διάνοια του ανθρώπου πλανεμένα θα εκτιμά και τα όνειρα ή τα οράματα ή και αυτά ακόμη που φαίνονται ως θαύματα.
Πολύ περισσότερο βεβαίως ισχύει η παραπάνω αλήθεια, αν συνειδητοποιήσει κανείς ότι τα φαινόμενα των ονείρων και των οραμάτων έχουν πολλαπλή την καταγωγή τους. Μέσα από αυτά, καθώς είπαμε, μπορεί να δρα ο Θεός, μπορεί όμως και ο διάβολος, ή μπορεί και να είναι απλώς κάτι το φυσικό. Κατά τους νηπτικούς πατέρες μας, το πιο σύνηθες είναι να δρα μέσα από αυτά κυρίως ο πονηρός.
Αυτός προσπαθεί μέσω της φαντασίας να πλησιάσει και να πλανήσει τον άνθρωπο, προκειμένου να τον οδηγήσει στην καταστροφή του. Για να πετύχει μάλιστα τον σκοπό του, πέρα από τρομακτικές μορφές που μπορεί να πάρει, φτάνει στο σημείο να εμφανιστεί, κατά τον απόστολο, και ως «άγγελος φωτός». Μπορεί ακόμη να εμφανιστεί ως Χριστός, ως Παναγία, ως κάποιος άλλος άγιος, πάντως με τέτοιον τρόπο, ώστε να κάνει τον άνθρωπο να τον εμπιστευθεί.
Μερικές εμφανίζεται μέσα σε τέτοιο φως, που δημιουργεί κλίμα χαράς και παρηγοριάς, αναμιγμένης όμως με υπερηφάνεια και υπεροψία, σαφές δείγμα της πλάνης.
Ακριβώς λοιπόν έχοντας αυτά υπόψιν οι Πατέρες μας προειδοποιούν με τα κείμενά τους και μας λένε να μην έχουμε εμπιστοσύνη σε τέτοια πράγματα, όταν μας παρουσιάζονται, διότι μπορεί να είναι δαιμονικές καταστάσεις και επιρροές. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος για παράδειγμα, ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος, σε ειδικό λόγο του για τα όνειρα αναφέρει ότι «όποιος πιστεύει στα όνειρα είναι παντελώς άσοφος και άπειρος».
Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να εγείρει την ένσταση: μήπως έτσι, απορρίπτοντας τα όνειρα και τα οράματα και τα περεμφερή, απορρίψουμε και τα εκ Θεού προερχόμενα; Διότι κανείς δεν αρνείται ότι πηγή μερικές φορές αυτών είναι ο Θεός. Οι Πατέρες μας λοιπόν προβλέποντας μία τέτοια ένσταση, ή μάλλον αντιμετωπίζοντας την την εποχή τους, μας πρόλαβαν και σ' αυτό. Κι η απάντησή τους, όσο περίεργα και παράδοξα ηχεί τούτο, είναι και πάλι αρνητική. Δηλαδή και από τον Θεό να προέρχονται, και πάλι πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Και η αιτιολογία είναι ότι μπορεί να φαίνονται πως είναι εκ Θεού και να μην είναι.
Ας παραθέσουμε προς επιβεβαίωση των παραπάνω τα λόγια ενός μεγάλου και πάλι νηπτικού Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας, του αγίου Διαδόχου επισκόπου Φωτικής, από το έργο του «Κεφάλαια Γνωστικά 100». Λέει συγκεκριμένα στο 38ο κεφάλαιο: «Εμείς είπαμε βεβαίως για τη διαφορά καλών και κακών ονείρων, όπως ακούσαμε από πεπειραμένους Γέροντες. Όμως μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη αρετή το να μη δίνει κανείς σημασία στα όνειρα. Διότι τα όνειρα δεν είναι τίποτε άλλο, τουλάχιστον τα περισσότερα, από είδωλα των λογισμών που περιφέρονται εδώ κι εκεί ή, όπως είπα, φαντασίες, διά των οποίων εμπαίζουν τους ανθρώπους οι δαίμονες. Επομένως αν δεν αποδεχθούμε κάποτε κάποιο όραμα που θα σταλεί σ' εμάς από την αγαθότητα του Θεού, δεν θα οργισθεί εναντίον μας, διότι το αρνηθήκαμε, ο πολυπόθητος Κύριος Ιησούς. Διότι γνωρίζει ότι αυτό το κάνουμε από φόβο μήπως μας απατήσουν οι δαίμονες».
Και συνεχίζει ο όσιος στο επόμενο κεφάλαιο, το 39ο: «Ας είναι για υπόδειγμα (αναφορικά προς τη συμβουλή στο προηγούμενο κεφάλαιο) ότι ένας δούλος προσκαλείται υπό του Κυρίου του από την εξώπορτα σε ώρα νυκτερινή και ύστερα από πολυχρόνια απουσία του. Ο δούλος φοβούμενος μήπως η φωνή, λόγω ομοιότητος, δεν είναι του κυρίου του, δεν ανοίγει τελείως τη θύρα σ' αυτόν. Διότι αν απατηθεί, θα εκθέσει σε κίνδυνο την περιουσία που του εμπιστεύθηκε. Όταν δε έγινε ημέρα, ο κύριος του υπηρέτη όχι μόνον δεν οργίσθηκε εναντίον του, αλλά και τον επαίνεσε όλως ιδιαιτέρως, επειδή από την υπερβολική πίστη να μη χάσει τίποτε από τα πράγματά του, θεώρησε και τη φωνή του ακόμη ως απατηλή».
Νομίζουμε ότι τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η επιφυλακτικότητά μας στο θέμα ονείρων, οραμάτων, θαυμάτων είναι σημείο σοφίας και σύνεσης εκ μέρους μας, εφόσον γίνεται για λόγους πίστεως και αγάπης προς τον Κύριο. Ταυτοχρόνως είναι σημείο πνευματικής μας προόδου να θέτουμε τέτοιες καταστάσεις, όταν επιμένουν, υπό την κρίση φωτισμένων και εμπείρων πνευματικών.
Ασφαλώς, κάνοντας αυτό η χάρη του Θεού θα είναι μαζί μας, λόγω ακριβώς της ταπεινώσεως μας.
Πηγή: Πρωτοπρ. Γεώργιος Δορμπαράκης. askitikon.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου