Φώτο από την Λιτανεία- Περιφορά της Τιμίας Κάρας του ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ.
Ελλάδα χώρα ΑΓΙΩΝ
Ο πρόσφατα νέος ΑΓΙΟΣ της Εκκλησίας μας Άγιος Αμφιλόχιος Μακρής παρευρισκόταν το 1953 στην ανακομιδή των Θείων Λειψάνων του ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ γεγονός που δείχνει ότι η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ είναι αγιότητα και γεννά ΑΓΙΟΤΗΤΑ
Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
ΣΉΜΕΡΑ θα πούμε πράγματα παράδοξα αλλά επίκαιρα που δένουν με αυτά που ζούμε.
Ελλάδα χώρα ΑΓΙΩΝ
Ο πρόσφατα νέος ΑΓΙΟΣ της Εκκλησίας μας Άγιος Αμφιλόχιος Μακρής παρευρισκόταν το 1953 στην ανακομιδή των Θείων Λειψάνων του ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ γεγονός που δείχνει ότι η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ είναι αγιότητα και γεννά ΑΓΙΟΤΗΤΑ
Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
ΣΉΜΕΡΑ θα πούμε πράγματα παράδοξα αλλά επίκαιρα που δένουν με αυτά που ζούμε.
3 Σεπτεμβρίου Μνήμη της Ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων του ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Επισκόπου Πενταπόλεως του Θαυματουργού και Μυροβλήτη.
Μια αυθεντική μαρτυρία από τον Σεπτέμβριο του 1953.
« Διαβάζουμε,την συγκλονιστικήν αφήγηση του αιωνοβίου Ἀρχιμανδρίτου Τιμοθέου Καλαμπερίδη, γιά τήν Ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου (Α’ Ἀνακομιδή τό ἔτος 1921, Β’ 1923, Γ’ 1927, Δ’ 1953):
-Ἀρχιμανδρίτης Τιμόθεος: Στό Μοναστήρι ἦλθα τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1952, σέ ἡλικία 55 ἐτῶν. Τόν ἑπόμενο χρόνο –συγκεκριμένα στίς 2 Σεπτεμβρίου 1953– ἔγινε ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.
Ἡ Ἀνακομιδή –πού ἀποφασίσθηκε τό καλοκαίρι– ἔγινε ἀφοῦ σουρούπωσε. Θά ἦταν 8 μέ 9, βραδάκι πιά. Δέν εἶχαμε ἠλεκτρικά• Μέ τά λούξ δουλεύαμε. Ὅλοι, γύρω–τριγύρω, μέ ἀναμμένες λαμπάδες καί κεριά.
Στήν ἀρχή διαβάσθηκε ἡ Ἀκολουθία. Ἀφοῦ βγάλαμε τά ἅγια λείψανα, τά τοποθετήσαμε σέ λεκάνες. Τά πλύναμε μέ ροδόσταμο καί ἄλλα ἀρώματα. Σέ ὁρισμένα Λείψανα ἦταν τό ὕφασμα κολλημένο πάνω. Τά καθαρίσαμε. Κάναμε Παννυχίδα καί τά τοποθετήσαμε στό Ναό γιά προσκύνημα. Ἡ εὐωδία πού χυνόταν ὁλόγυρα, δέν γίνεται νά περιγραφεῖ! Τί πρᾶγμα ἦταν αὐτό, καταπληκτικό!
Τά τοποθετήσαμε στήν μέση τοῦ Ναοῦ. Τήν Κάρα καί τά ὑπόλοιπα Λείψανα. Βάλαμε καί τήν ἀρχιερατική μίτρα, τήν πατερίτσα καί τά δικηροτρίκηρα. Περνοῦσε ὁ κόσμος καί ἀσπαζόταν μέ συγκίνηση. Ξέχασα νά σοῦ πῶ, ὅτι ὁ Δεσπότης εἶπε σέ μένα καί στόν π. Ἀμφιλόχιο Μακρῆ νά φροντίσουμε γιά τόν εὐτρεπισμό τῶν Λειψάνων.»
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΕΛΙΝΟΣ
Από τόν Α’ τόμο τοῦ διτόμου ἔργου ΜΙΛΗΣΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ (σελίδες 44-45)
Το ποιος ήταν και είναι ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ το γνωρίζει όλη η Οικουμένη διότι την περιτρέχει καθημερινά ολάκερη.
ΚΑΙ νοιάζεται για τον ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ όπως το μαρτυρούσε η Βιοτή και ο Θεόπνευστος Λόγος του.
Όμως το τι άκουσε ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ από Αόρατο Ασκητή στο Περιβόλι της Παναγίας μας στον Άθωνα και αφορά τις μέρες μας λίγοι το γνωρίζουν και δύνανται να το συνδέσουν με το σήμερα .
« Αποφεύγοντας λοιπόν να παρασταθούμε και παρακολουθήσουμε είτε γενικά, είτε με λεπτομέρειες την παραμονή του ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ στη χερσόνησο του Άθω, την καταγεμάτη διδαχή, συγκίνηση και δέος, θα βρεθούμε κοντά σε μία επίσκεψη που έκανε μιά από κείνες τις ημέρες στα Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην ακροτοπιά, που, όπως λένε, ψέλνουν αγγελικά.
Ήταν μία ταλαιπωρία, για να φθάσει ώσαμε εκεί.
Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένοιωθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Στα Κατουνάκια οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν και έμελπαν την υμνολογία χρωματίζοντας το λόγο σαν άγγελοι. Κάτι το ασύλληπτο, το “ραντίζον την ψυχήν θεικήν δρόσον και αγαλλίασιν”.
Στο Ησυχαστήριό τους, περίφημο για την Αβραμιαία φιλοξενία του, εμόναζαν και τότε κάπου δώδεκα αδελφοί, οι οποίοι ζούσαν μεταξύ τους με άκρα υπακοή, απλότητα και αγάπη.
Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια κατάνυξη, που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα, αιθεροπιανόταν, ξέφευγε από τη χοική ουσία και επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από κεί.
Κάπου δέκα λεπτά της ώρας πορεία, κάτω από το Ησυχαστήριό τους, ήταν το φρικτό Καρούλι, ένας απόκρημνος βράχος πάνω από εκατό μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις ακριές του βρεχόταν από το μανιασμένο κύμα της ακρογιαλιάς.
Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιός είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλαιά ράσα που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες.
Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα.
Τον υποδέχθηκαν όμως όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με Αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια με αγριόμελο, ευχαριστήθηκαν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους να παρακολουθήσει τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά τα λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν ακτίνες “Θείου Φωτός!” .
Όπου καθώς σε μιά στιγμή ύστερα από τις πρώτες περοποιήσεις σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, τον πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς το φοβερό βράχο του Καρουλίου, συναπαντούν έναν άγνωστο “περίεργο” ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…
-Ευλογείτε…ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι απόμεινε εκστατικός.
-Ο Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
–Πώς προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον πρό πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών;
Σα να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος.
Εκείνος εκύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε.
Είχε λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το ποορατικό χάρισμα; Άθελά του δάκρυσε.
-Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ… παρακαλώ, δεχθείτε…τον ασπασμόν μου. Κι επλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
-Χθες οι δαίμονες φρύαξαν… ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μεταβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν “Αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού” εξηφανίσθησαν.
-Διατί;
-Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τί νέα από τον κόσμο;
-Τι νέα… Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και…
-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
-Σας αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε, έπιασε να λέει ο ασκητής. Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ’ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας…
-Θάρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
-Τί φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
-Τέλος τα βασίλεια. Πόλεμοι… ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
-Ο φόβος… επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρείς για το φοβερό βράχο…” http://dimitriosmamoglou.blogspot.com/2009/01/o.html
ΣΤΩΜΕΝ καλώς .
Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας .
Μια αυθεντική μαρτυρία από τον Σεπτέμβριο του 1953.
« Διαβάζουμε,την συγκλονιστικήν αφήγηση του αιωνοβίου Ἀρχιμανδρίτου Τιμοθέου Καλαμπερίδη, γιά τήν Ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου (Α’ Ἀνακομιδή τό ἔτος 1921, Β’ 1923, Γ’ 1927, Δ’ 1953):
-Ἀρχιμανδρίτης Τιμόθεος: Στό Μοναστήρι ἦλθα τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1952, σέ ἡλικία 55 ἐτῶν. Τόν ἑπόμενο χρόνο –συγκεκριμένα στίς 2 Σεπτεμβρίου 1953– ἔγινε ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.
Ἡ Ἀνακομιδή –πού ἀποφασίσθηκε τό καλοκαίρι– ἔγινε ἀφοῦ σουρούπωσε. Θά ἦταν 8 μέ 9, βραδάκι πιά. Δέν εἶχαμε ἠλεκτρικά• Μέ τά λούξ δουλεύαμε. Ὅλοι, γύρω–τριγύρω, μέ ἀναμμένες λαμπάδες καί κεριά.
Στήν ἀρχή διαβάσθηκε ἡ Ἀκολουθία. Ἀφοῦ βγάλαμε τά ἅγια λείψανα, τά τοποθετήσαμε σέ λεκάνες. Τά πλύναμε μέ ροδόσταμο καί ἄλλα ἀρώματα. Σέ ὁρισμένα Λείψανα ἦταν τό ὕφασμα κολλημένο πάνω. Τά καθαρίσαμε. Κάναμε Παννυχίδα καί τά τοποθετήσαμε στό Ναό γιά προσκύνημα. Ἡ εὐωδία πού χυνόταν ὁλόγυρα, δέν γίνεται νά περιγραφεῖ! Τί πρᾶγμα ἦταν αὐτό, καταπληκτικό!
Τά τοποθετήσαμε στήν μέση τοῦ Ναοῦ. Τήν Κάρα καί τά ὑπόλοιπα Λείψανα. Βάλαμε καί τήν ἀρχιερατική μίτρα, τήν πατερίτσα καί τά δικηροτρίκηρα. Περνοῦσε ὁ κόσμος καί ἀσπαζόταν μέ συγκίνηση. Ξέχασα νά σοῦ πῶ, ὅτι ὁ Δεσπότης εἶπε σέ μένα καί στόν π. Ἀμφιλόχιο Μακρῆ νά φροντίσουμε γιά τόν εὐτρεπισμό τῶν Λειψάνων.»
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΕΛΙΝΟΣ
Από τόν Α’ τόμο τοῦ διτόμου ἔργου ΜΙΛΗΣΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ (σελίδες 44-45)
Το ποιος ήταν και είναι ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ το γνωρίζει όλη η Οικουμένη διότι την περιτρέχει καθημερινά ολάκερη.
ΚΑΙ νοιάζεται για τον ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ όπως το μαρτυρούσε η Βιοτή και ο Θεόπνευστος Λόγος του.
Όμως το τι άκουσε ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ από Αόρατο Ασκητή στο Περιβόλι της Παναγίας μας στον Άθωνα και αφορά τις μέρες μας λίγοι το γνωρίζουν και δύνανται να το συνδέσουν με το σήμερα .
« Αποφεύγοντας λοιπόν να παρασταθούμε και παρακολουθήσουμε είτε γενικά, είτε με λεπτομέρειες την παραμονή του ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ στη χερσόνησο του Άθω, την καταγεμάτη διδαχή, συγκίνηση και δέος, θα βρεθούμε κοντά σε μία επίσκεψη που έκανε μιά από κείνες τις ημέρες στα Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην ακροτοπιά, που, όπως λένε, ψέλνουν αγγελικά.
Ήταν μία ταλαιπωρία, για να φθάσει ώσαμε εκεί.
Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένοιωθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Στα Κατουνάκια οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν και έμελπαν την υμνολογία χρωματίζοντας το λόγο σαν άγγελοι. Κάτι το ασύλληπτο, το “ραντίζον την ψυχήν θεικήν δρόσον και αγαλλίασιν”.
Στο Ησυχαστήριό τους, περίφημο για την Αβραμιαία φιλοξενία του, εμόναζαν και τότε κάπου δώδεκα αδελφοί, οι οποίοι ζούσαν μεταξύ τους με άκρα υπακοή, απλότητα και αγάπη.
Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια κατάνυξη, που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα, αιθεροπιανόταν, ξέφευγε από τη χοική ουσία και επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από κεί.
Κάπου δέκα λεπτά της ώρας πορεία, κάτω από το Ησυχαστήριό τους, ήταν το φρικτό Καρούλι, ένας απόκρημνος βράχος πάνω από εκατό μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις ακριές του βρεχόταν από το μανιασμένο κύμα της ακρογιαλιάς.
Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιός είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλαιά ράσα που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες.
Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα.
Τον υποδέχθηκαν όμως όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με Αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια με αγριόμελο, ευχαριστήθηκαν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους να παρακολουθήσει τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά τα λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν ακτίνες “Θείου Φωτός!” .
Όπου καθώς σε μιά στιγμή ύστερα από τις πρώτες περοποιήσεις σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, τον πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς το φοβερό βράχο του Καρουλίου, συναπαντούν έναν άγνωστο “περίεργο” ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…
-Ευλογείτε…ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι απόμεινε εκστατικός.
-Ο Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
–Πώς προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον πρό πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών;
Σα να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος.
Εκείνος εκύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε.
Είχε λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το ποορατικό χάρισμα; Άθελά του δάκρυσε.
-Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ… παρακαλώ, δεχθείτε…τον ασπασμόν μου. Κι επλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
-Χθες οι δαίμονες φρύαξαν… ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μεταβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν “Αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού” εξηφανίσθησαν.
-Διατί;
-Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τί νέα από τον κόσμο;
-Τι νέα… Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και…
-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
-Σας αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε, έπιασε να λέει ο ασκητής. Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ’ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας…
-Θάρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
-Τί φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
-Τέλος τα βασίλεια. Πόλεμοι… ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
-Ο φόβος… επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρείς για το φοβερό βράχο…” http://dimitriosmamoglou.blogspot.com/2009/01/o.html
ΣΤΩΜΕΝ καλώς .
Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου