Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος και η Αγία Ιουστίνη ἡ παρθένος (258)
Δαυΐδ και Κωνσταντίνος, μάρτυρες πρίγκιπες της Γεωργίας (730).
Θεόφιλος ο Ομολογητής (8ος αἰ.)
Θεόδωρος ο Γαβράς ο Μεγαλομάρτυρας (1098)
Κασσιανός ο Έλληνας του Ούγκλιχ (1504)
Κυπριανός ο διά Χριστόν σαλός του Σουντάλ Ρωσίας (1622)
Γεώργιος ο Νεομάρτυρας ή Χατζή – Γεώργιος στην Φιλαδέλφεια (σημ. Αμμάν) Ιορδανίας, από Καρατζασου (1794)
Θεόδωρος Ουσακώφ του Σαναξάρ ο ναύαρχος του Ρώσικου ναυτικού (1817)
Θεοδόσιος ιερομόναχος ερημίτης στα Καρούλια Αγ. Ορους [κοίμησι] (1937)
Εορτάζουν στις 2 Οκτωβρίου
Αληθινή ζωή θα πει, ταπεινή και ήσυχη ζωή
Φώτης Κόντογλου
ΤΟΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΠΟΔΟΣ. Όπως και να κάνεις, δεν τον ευχαριστείς. Ούτε στον ήλιο τον βρίσκεις, ούτε στον ίσκιο. Ο κάθε ένας λέγει το κοντό του και το μακρύ του. Για ό,τι ενθουσιάζεται ο ένας, για το ίδιο στενοχωριέται ο άλλος. Άλλη φορά μπορεί οι άνθρωποι να μην ήτανε όλοι σύμφωνοι, μα για τους πιο πολλούς το καλό ήτανε καλό και το κακό κακό. Τώρα ο καθένας έχει σηκώσει μια παντιέρα και κάνει τον καπετάν Έναν… …Όσοι είναι ίσιοι και απλοί δεν έχουν καμιά σκοτούρα. Ζούνε μακριά από λιβανίσματα, από πονηριές ειδών-ειδών, από δυσπιστίες που φαρμακώνουνε τον άνθρωπο, από σκηνοθεσίες, από ψευτιές. Χαίρουνται για τα καλά, για τα απλά, για τα αγνά, για τα σεμνά, για τα ταπεινά. Ενώ οι άλλοι ολοένα ταράζονται, ολοένα ξαφνιάζονται.
***
Ταπεινή και ήσυχη ζωή, θα πει αληθινή ζωή. Όποιος ζει μακριά από την ταραχή του κόσμου και από τις διάφορες έγνοιες που φορτώνουνται οι άνθρωποι για να ζαλίζουνται, με την ιδέα πως χαίρουνται την ζωή, αυτός λοιπόν που ζει αποτραβηγμένος σε μια μικρή κι αγαπημένη συντροφιά, αυτός κατά την ιδέα μου ζει αληθινά….
[…] Αληθινά δεν ζει κανένας, αν δεν έχει συντροφιά τον εαυτό του, τις σκέψεις του, τα αισθήματά του. Πως μπορεί να ζει, σε καιρό που ο εαυτός του θα λείπει; Ζώντας με τον εαυτό μας, δεν γινόμαστε εγωιστές, όπως θα πούνε κάποιοι που κρίνουνε ξώπετσα. Ίσια – ίσια, μ’ αυτόν τον τρόπο ανθίζει μέσα μας ένα πάντερπνο περιβόλι, γεμάτο αγάπη για τους άλλους, κι η καρδιά μας πίνει από τη δροσερή πηγή που έβαλε ο Θεός μέσα μας. Εκείνος είπε: «Η βασιλεία του Θεού βρίσκεται μέσα σας». Και τι άλλο είναι η βασιλεία του Θεού, παρά η αληθινή ζωή; «Ότι παρά Σοι πηγή ζωής. Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως». «Σε Σένα, λέγει, βρίσκεται η πηγή της ζωής». Και πάλι, λέγει ο Χριστός: «Ουκ οίδατε ότι ναός Πνεύματός εστε». Οι άγιοι που ζήσανε την αληθινή ζωή, μιλάνε με τα παρακάτω λόγια: «Μην περιμένεις να λυτρωθείς από τους ανθρώπους κι από τα ξεγελάσματα που τα λένε διασκεδάσεις και απολαύσεις της ζωής. Καλότυχος είναι όποιος ξεμάκρυνε από τον κόσμο κι από την απατηλή ταραχή του, και προσέχει μοναχά στον εαυτό του. Όποιος δεν ένοιωσε την ειρήνη, δεν ένοιωσε πως ζει. Εκείνοι που παραδίνουνε τον εαυτό τους στις ηδονές και στις κοσμικές απολάψεις, και θαρρούνε πως κάνουνε ευτυχισμένο τον εαυτό τους, αυτοί κάθονται παντοτινά έξω από το ίδιο το σπίτι τους. Έμπα μέσα στο σπιτάκι που βρίσκεται μέσα σου, και θα δείς το παλάτι τ’ ουρανού. Γιατί, ένα είναι και τούτο και κείνο, κι από το ίδιο παραθύρι τα βλέπεις και τα δυό».
Αυτά κι άλλα τέτοια συλλογιζόμουνα,
καθισμένος στο φτωχικό μου. Τι λέγω; Στο παλάτι μου. Σ’ αυτό, όλα είναι
ταπεινά, μικρά κι αγαπημένα. Μήτε βίλλες θέλω, μήτε ψηλά κάγκελλα, μήτε
πορτιέρηδες, μήτε γυαλιστερά πράγματα, μήτε τίποτα, από τα τόσα που
θέλουνε νάχουνε οι άνθρωποι, και που γι’ αυτά δεν βρίσκουνε ησυχία, μέρα
και νύχτα. Πως τα σηκώνουνε, οι δύστυχοι, τέτοια βάρη ασήκωτα; Εγώ
τρέμω με τη θυσία που κάνουνε στη ματαιοδοξία τους! Πολλές φορές
στενοχωριέμαι πως κι εγώ έχω πολλά πράγματα, ενώ θα μπορούσα να ζήσω με
πολύ λιγώτερα. […] Σ’ έναν ασκητή που ζει σε μια ερημιά στ’ Άγιον Όρος,
έστειλε κάποιος 100 δραχμές, μήπως του χρειασθούνε, και κείνος τούγραψε:
«Δεν δύναμαι να κοιμηθώ από την ημέραν κατά την οποίαν έλαβα παρά της
αγάπης σου τας εκατόν δραχμάς. Τοσαύτα χρήματα, τι να τα κάμω,
ευλογημένε;». Θυμήθηκα τα λόγια που είναι γραμμένα στο χαρτί που κρατά ο
άγιος Εφραίμ: «Ασκητής ακτήμων, αετός υψιπέτης».
Είμαστε, λοιπόν, παραφορτωμένοι κι εμείς η δεν είμαστε; Τάχουμε όλα.
Έχουμε κι ένα περιβολάκι, μικρό, ίσαμε μια γαιδαροκυλίστρα.
Και όμως, αυτό το κομμάτι το χώμα είναι για μας θησαυρός ανεχτίμητος.
Πόσο έμορφο πράγμα είναι να μη σε ξέρει
κανένας, να σ’ έχουνε όλοι λησμονημένον!.. Να είσαι ένα με τα
μερμηγκάκια… Να είσαι ένα με τα πεταλούδια…! Ένα με τα πουλάκια που
κελαιδούνε αξέγνοιαστα αποπάνω μας. Με τον τζίτζικα, που φωνάζει
καθισμένος απάνω στο δέντρο, ντερβίσης που δεν φροντίζει για τίποτα.
Ναι. Θέλω να είμαι κι εγώ ένα απ’ αυτά, να
ζω ανάμεσά τους. Δεν θέλω να είμαι άνθρωπος, το πονηρότατο αυτό πλάσμα,
που από την πονηριά, από τη φιλοδοξία κι από την αχορταγιά, δεν έχει
καιρό να ζήσει, κι είναι ολοένα φουρτουνιασμένος!
***
“Η πόρτα στο καλύβι της κυρά-Γιάνναινας ήτανε χαμηλή, είχε και μια τρύπα, για παράθυρο. Αποπάνω το καλύβι ήτανε σκεπασμένο με κλαριά, με χορτάρια και με τενεκέδες. Μέσα μοναχά που κοιμόντανε. Όλα τ’ άλλα τα κάνανε απ’ έξω. Ζούσανε στον ανοιχτό αγέρα.
Η χήρα κυρά-Γιάνναινα ήτανε πάντα χαμογελαστή. Δεν την είδα ποτέ κατσουφιασμένη. Ήσυχη, λιγομίλητη, απροσποίητη, είχε μιαν ιεροπρέπεια που μου έκανε βαθιά εντύπωση, σαν να είχα μπροστά μου κάποιο αγιασμένο πρόσωπο. Συλλογιζόμουνα που τούτη η βουνίσια, ξυπόλητη, με τη ρόκα στο χέρι, με το μαντήλι ριγμένο στο κεφάλι της, με το υφαντό φουστάνι της, μ’ όλη την ταπείνωση που είχε απάνω της, ήταν σαν κάποιο επίσημο πρόσωπο.
…Μήτε απελπισία, μήτε αναστενάγματα, μήτε παράπονα. Γι’ αυτήν, όλα ήτανε καλά. Ω, βλογημένη γυναίκα, τι δύναμη που είχες μέσα σου! Όλο χαμογελαστή, καλόγνωμη, με τον καλό λόγο στο στόμα της, συμμαζεμένη, σεμνή, ταπεινή, αυστηρή. Ποιος της έμαθε τον καλό τρόπο μεσα στα βουνά; Από ποιον διδάχτηκε αυτή την αξιοπρέπεια; Μυστήριο! Να, τέτοιες ήτανε οι μανάδες που γεννήσανε παλληκάρια σαν τον Θανάση Διάκο, σαν τον Τζαβέλλα, τον Νικηταρά…
Μ’ όλη τη φτώχεια της, ήτανε κατακάθαρη. Ολοένα έπλενε ρούχα, ολοένα λουζότανε η ίδια, έλουζε τα παιδιά της. Μέσα το καλύβι έλαμπε. Κουβαλούσε νερό από μακριά, με το βαρέλι, γιατί το λιγοστό καλό νερό που έβγαινε κοντά τους το είχανε για να πίνουνε.
Η ομιλία της είχε πολλή χάρη και
εξυπνάδα. Έλεγε πολλά ρητά. Είχε και μεγάλη ευλάβεια. Θυμιάτιζε κάθε
βράδυ κι άναβε τα καντήλια ταχτικά στο ρημοκκλήσι της αγίας Βαρβάρας
μαζί με τον Χρήστο, τον μικρό της γιό. Μ’ όλο που δεν έμαθε καθόλου
γράμματα, ήξερε κάμποσες προσευχές κι ιστορίες γι’ αγίους και για
θάματα. Δε θυμάμαι να μου έκανε κανένας γραμματιζούμενος την εντύπωση που μου ‘κανε η αγράμματη κυρά-Γιάνναινα”.
(Κείμενο
του Φώτη Κόντογλου με τίτλο “Απλή και αληθινή ζωή. Αγαπημένο καταφύγιο”,
δημοσιευμένο στην εφημερίδα “Ελευθερία”, στο φύλλο της 18ης-6-1961.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου