Ο π. Γεράσιμος Φωκάς έλεγε: “Όταν πονάτε να το λέτε στον Θεό, όταν έχετε παράπονο, να Του το εκφράζετε, γιατί Θεέ μου, να Του λέτε … και μπορεί με το δικό Του τρόπο να σας απαντήσει, όπως απαντάει ένας πατέρας στο παιδί του …”

Κι ο Γιάννης ο Χελιδώνης μετά την εκδημία του μακαριστού Δεσπότη μας, έγραφε:

“Ὑπάρχουν κάποιες στιγμές, ἀπελπιστικὰ μοναχικὲς στὴ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὅπου ἡ ζωὴ φαντάζει φάρσα, παιγνίδι χωρὶς νόημα καὶ σκοπό. Ρωτᾶς καί ἡ ἀπάντηση: σιωπή. Θυμώνεις καί ἀναλογίζεσαι γιατί ὁ Πάνσοφος ἐπέλεξε ὡς τρόπο διαλόγου τὴ Σιωπή.

Ἡ μόνη ἀπάντηση θαρρῶ πὼς εἶναι τὰ λόγια ἑνὸς σοφοῦ: πὼς ὁ Θεός παίζει μαζί μας ἕνα παιχνίδι ἀθῶο καί παλιό, παίζει μαζί μας τὸ κρυφτὸ καὶ ἡ Σιωπὴ δὲν εἶναι παρὰ τὸ παράπονό του ὅτι λίγοι ψάχνουν νὰ τὸν βροῦν. Καὶ ἐδῶ ὁ παπα- Γεράσιμος δὲν ἄφησε παραπονεμένο τὸν Θεό.

Ἡ ὕπαρξή του ἦταν στραμμένη σάν βέλος στήν ἀναζήτηση, στό ψάξιμο τοῦ Ἑνὸς καί τοῦ Μοναδικοῦ γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου ἐγκατέλειψε τὰ πάντα, γιὰ νὰ τοῦ ἀνταποδώσει ὁ Ἀφανὴς τὰ πάντα”.

Πράγματι, ο παπά Γεράσιμος δεν άφησε παραπονεμένο τον Θεό!

“Άπασα η επίγειος ζωή ημών, από της γεννήσεως μέχρι και της τελευταίας αναπνοής, θα φανή εν τη υστάτη αυτής τελειώσει ως ενιαία τις άχρονος πράξις. Θα είναι δυνατόν να ίδωμεν το περιεχόμενον και την ποιότητα αυτής εν ριπή οφθαλμού. Αναλογίσθητε καθαρόν τι σκεύος ιδεώδους κρυστάλλου, πλήρες ύδατος.

Ευθύς εξ αρχής δυνάμεθα να είπωμεν εάν το ύδωρ είναι διαυγές ή ουχί, και μέχρι τίνος βαθμού. Ούτω θα συμβή και εις ημάς κατά την στιγμήν της μεταβάσεως ημών εις τον άλλον κόσμον. Εκάστη κίνησις, και η πλέον παροδική, της καρδίας ή του νοός, αφήνει ίχνος τι επί του όλου σώματος της ζωής ημών …”*

Όταν τον πρωτογνωρίσαμε και θαυμάσαμε παίρνοντας μία γεύση για το ποιόν της ζωής του, μας είπε:

“Είναι αρραβώνας”.

Ένας αρραβώνας αγάπης με τον Χριστό, αφιέρωσης της ζωής του, όχι μόνο να διατηρηθεί καθαρή η ψυχή του σαν διαυγές νερό σε κρυστάλλινο σκεύος, χωρίς το παραμικρό ίχνος ρύπου, αλλά και όσων τον άκουγαν, τον ακούνε, και θα τον ακούνε.

Σε αυτό το έργο είχε μεσίτρια την Παναγία μας που τέτοιες μέρες Της έκανε διπλές παρακλήσεις:

Πάντων θλιβομένων η χαρά, καί αδικουμένων προστάτις, καί πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, καί βακτηρία τυφλών, ασθενούντων επίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη καί αντίληψις, καί ορφανών βοηθός, Μήτερ τού Θεού τού Υψίστου, σύ υπάρχεις, Άχραντε, σπεύσον, δυσωπούμεν, ρύσασθαι τούς δούλους σου.

*Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, “Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί”, σελ. 59.

ΠΗΓΗ

simeiakairwn.wordpress.com