Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Ίδε ο άνθρωπος.

81829
Για την Romfea.gr | Αρχιμ. Πορφύριος, Ηγούμενος Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας

Τις προάλλες είχαμε την ευλογία να παρακολουθήσομε την αναγόρευση ενός αγίου ανδρός, σε διδάκτορα του Α.Π.Θ., και την εξαιρετική του αγόρευση γιά τον νέο του τίτλο.
Κατέληξε στην ομιλία του ο πατήρ Κάλλιστος λέγοντας, αν το εκφράζω σωστά, ότι ο Εικοστός Πρώτος αιώνας θα είναι ο αιώνας του ανθρώπου.
§ Πριν αρκετά χρόνια δεχθήκαμε προς εξομολόγηση μία παράξενη ιστορία. Σημειωτέον, γιά να μην υπάρχει παρεξήγηση, ο εξομολόγος μπορεί να χρησιμοποιεί τις καταστάσεις, οφείλει όμως να διασφαλίζει την ταυτότητα, την τιμή και την αξιοπρέπεια του προσώπου, που αναφέρεται ενώπιον του Θεού.

Εξάλλου τα γεροντικά είναι γεμάτα από τέτοιες ιστορίες. Λεπτομέρειες κάποτε γράφουν την ιστορία της Εκκλησίας. Και όλα αυτά είναι ο πλούτος της χάριτος του Θεού.
Ήρθε λοιπόν ένα ζευγάρι από μακρυνή προς εμάς πόλη, και ήθελε να εξομολογηθεί ο σύζυγος.
«- Εδώ και ένδεκα χρόνια, πάτερ μου, έχω μία ερωτική σχέση με έναν συνάδελφο. Δεν κατάλαβα πώς ξεκίνησε αυτό, αλλά αισθάνομαι πολύ άσχημα και θέλω να σταματήσει. Σας παρακαλώ να με βοηθήσετε.»
- Αδερφέ μου, θα συγχωρήσουμε την αμαρτία, αυτή είναι η εντολή του Χριστού. Αλλά, νομίζω πως το πρόβλημά σας είναι θέμα διατροφής, απαντήσαμε.
- Διατροφής; Δεν μπορώ να το καταλάβω.
- Μήπως εκείνον τον καιρό που ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια, είχατε καμία μεγάλη αλλαγή στην ζωή σας;
- Α, ναι. Τώρα που το λέτε. Ήταν η χρονιά που μετακομίσαμε στην πόλη. Και τί να κάνουμε τώρα;
......
Ο άνθρωπος ήταν αξιοπρεπέστατος και ήθελε να απαλαγεί από την ταλαιπωρία που τον βασάνιζε. Με την άδειά του, μιλήσαμε σε διατροφολόγο, ο οποίος και του ετοίμασε την ανάλογη δίαιτα, πλούσια σε αρρενογόνες ορμόνες, και πήγαν. Έγιναν κάποιες απαραίτητες μετρήσεις, και το ζεύγος, αφού έκαναν ένα μεγάλο ταξίδι, επέστρεψαν στο σπίτι τους. Μετά από δύο ή τρεις μήνες, δεχθήκαμε ένα τηλεφώνημα με πολλές ευχαριστίες, ευγνωμοσύνη και μεγάλη χαρά. Ο παράνομος δεσμός είχε διαλυθεί και όλα προχώρησαν, συν Θεώ, ανάλογα.
§ Πριν χρόνια, στο αγιορείτικο μοναστήρι μας, είχαν έρθει μία ομάδα νεαρών φοιτητών, εκ των οποίων ο ένας μάς μιλούσε γιά υπερβολικά γεγονότα «χάριτος». Η άγνοια, η απειρία μας και η συμπάθεια προς τον νεαρό μας έκανε σχεδόν να τα πιστέψουμε. Όταν όμως αναφέραμε την περίπτωση στον Σεβαστό μας Γέροντα, εκείνος είπε: Είσαι σίγουρος, παιδί μου, ότι είναι σημεία χάριτος; -Τί άλλο, Γέροντα, θα μπορούσε να είναι; - Μανιοκατάθλιψη, παιδί μου.
Πέρασαν δύο τρία χρόνια και ο νεαρός, όπως μαθαίναμε, συγκατοικούσε με έναν άλλον νέον άνδρα και, χωρίς καμία προφύλαξη, μέσα στους δρόμους και μέσα στα αστικά, εξέφραζαν τον «έρωτά» τους. Όταν όμως ωρίμασε και ήθελε να κάνει την ζωή του, συμβουλεύτηκε ψυχίατρο, όπως ο ίδιος μας ανέφερε, και με κατάλληλη αγωγή, κάπως πολυχρόνια, ισορρόπησε και συνεχίζει να ζη.
Πόσοι έγιναν αυτόχειρες ή θύματα;
§ Είμασταν πάλι στο μοναστήρι μας, είμουν αρχοντάρης και αργά κάποιο απόγευμα δεχτήκαμε τρεις νεαρούς φοιτητές φιλόλογους. Ως «συναδέλφους» στις κοσμικές μας σπουδές, τους δείξαμε περισσή αγάπη. Τα παιδιά ζήτησαν να εξομολογηθούν, και ο Γέροντας όρισε έναν πνευματικό να τους δει. Το πρωΐ οι δύο κοινώνησαν. Μετά την Ακολουθία έφυγαν γιά προσκύνημα σε άλλο μοναχικό σκήνωμα.
Πέρασε καιρός, και μία ημέρα ξαναήρθε ο ένας από τους τρεις, πετυχημένος πλέον φιλόλογος, με σπουδές στην Ευρώπη και σπουδαία θέση στην κοινωνία της πατρίδας του. Η κουβέντα ήρθε και στην επίσκεψη με τους φίλους.
-Θυμάσαι που δεν κοινώνησα; (Σαν ταινία κινηματογράφου πέρασαν μπροστά μου οι σκηνές από την ωραία εκείνη παρέα.) Ανέφερα στον πνευματικό κάτι λογισμούς αμφιβόλους- πώς το λέει στους Χαιρετισμούς- και δεν με άφησε να κοινωνήσω ο παπα... . Είμαστε πολύ φίλοι με τα παιδιά και όλα τα συζητούσαμε. Και οι τρεις δεν είχαμε ολοκληρωμένες σχέσεις - έτσι λέει η νέα γενιά τις σαρκικές πτώσεις - αλλά τούς άλλους τούς άφησε.
Στον δρόμο τα συζητήσαμε και τα είπαμε όλα. Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, γιά διανυκτέρευση, μάς βάλαν σε δίκλινα. Οι άλλοι μείναν μαζί και εγώ με έναν άγνωστο, που δεν πατούσε καλά. Ε, πάτερ, την νύχτα εκείνη, ένοιωθα τέτοια απόρριψη και τέτοια αγριάδα στο μυαλό μου, που δεν άντεξα και ενέδωσα.
Ήρθε και στον δικό μου νου αγριάδα, και γεμάτος θυμό και οργή, που με δική μας, του πνευματικού μας, υπαιτιότητα, ένα παιδί εξώκειλε, (έτσι το θεώρησα) πήγα αγριεμένος και ανέφερα την ιστορία στον Γέροντα, ο οποίος όταν θλιβόταν, τα χείλη του γινόταν δυό άσπρες γραμμές. Δεν είπε τίποτα. Μόνο φώναξε τον «πνευματικό». Δεν ξέρω τί τόν είπε. Όταν τον είδα αργότερα, τον εξομολόγο, ήταν σαν να τον έδειραν ή σαν να κουβαλούσε αμέτρητο βάρος στην πλάτη του, σχεδόν ράκος.
§ Ήρθε στο μοναστήρι ο γνωστός μας, και σε όλο το Άγιον Όρος, μακαρίτης από χρόνια, κύριος, με τον σχεδόν μόνιμο πλέον σύντροφό του, έναν νεαρό ναυτικό. Καθόταν στην βεράντα, και δεν με κατάλαβαν που τούς έφερνα το μοναστηριακό κέρασμα. Επιδίδονταν σε διάφορες πράξεις αβροφροσύνης και μόλις με είδαν, ο μικρότερος ταράχτηκε. Ο μεγαλύτερος αργότερα έγραψε ένα κείμενο γιά να μην κρίνουν οι αγιορείτες τα πάθη των προσκυνητών, γιατί πήγαν και στην έρημο, όπου οι πατέρες δεν αστειεύονται με «ευγένειες» κλπ και τους αγρίεψαν.
Άφησα το κέρασμα και έφυγα με ένα χαμόγελο και κανένα απολύτως σχόλιο. Εξομολογήθηκα όμως την ταραχή μου. Και ο Γέροντας με συμβούλευσε, να αγιάσει το χρυσό του στόμα. Χρυσολόγο τον έλεγε ο παπαΕφραίμ ο Κατουνακιώτης: «Παιδί μου, αν δεις κάποιον να αμαρτάνει, ¨ούδ’ ως σκιά¨ να μην είσαι παρών.»
§ Είχαν περάσει από την Ιερά Επιστασία κάποιοι κοσμικοί κληρικοί, σχεδόν χωρίς μαλλιά και χωρίς γένια. Ίσως και χωρίς μυαλά. Και ο γεροΠρωτεπιστάτης, γνωστός αλλά πλέον κεκοιμημένος, λέει στους άλλους: «Τέκνον, αυτός στην Αγγλία φορούσε περούκες και ντυνόταν γυναικεία.» Πέρασαν χρόνια, ήρθε η μετάνοια, εξελίχτηκαν τα πράγματα, και όταν έφυγε από την ζωή εκείνος με τις περούκες, ίσως και να του απέδωσαν φωτοστέφανο, όσοι τον γνώριζαν καλύτερα.
§ Άνθρωπος ιδιαίτερα σοβαρός και εχέφρων, από μακρυνή πόλη, ήρθε να αποθέσει το βάρος που κουβαλάει από ηλικία δέκα-δώδεκα ετών. Έβοσκε τα πρόβατά τους, και εκείνες τις μέρες είχαν απολυθεί δύο συγχωριανοί τους, τσομπάνηδες και αυτοί, εικοσάχρονα παιδιά. – Με έπιασαν, άγιε πνευματικέ, και με βίασαν. Γέρασα, είμαι κοντά στα εβδομήντα, εκείνοι ζουν ακόμα στο χωριό. Εγώ πήρα τα μάτια μου και έφυγα. Παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια. Αλλά όταν, καμιά φορά, αραιά και πού, πηγαίνω στο χωριό και τους βλέπω στο καφενείο, μέρχεται να τους σκοτώσω, εκεί μπροστά σε όλο το χωριό. Αλλά, μέχρι τώρα κάνω υπομονή.
Διαβάσαμε την συγχωρητική ευχή: Ά, σ’ ευχαριστώ. Τώρα φεύγω αναπαυμένος. Και χωρίσαμε. Δεν τον ξαναείδα. Δεν έμαθα αν πέθανε.
§ Στα χωριά μας, τέτοια φαινόμενα, ακούσια ή εκούσια, είναι πολύ συνηθισμένα. Λυπηρό.
.........................
Το θέμα γιά το οποίο μιλούμε, σίγουρα έγινε κατανοητό. Έχει σημασία αν υπάρχει σαρκική κατάσταση ή μόνο κάποια ¨θηλειδεία¨, στην φωνή ή στους τρόπους. Σίγουρα χρειάζεται αγάπη, πολλή αγάπη, ίσως, σε κάποιες περιπτώσεις, και γιατρός. Στήριγμα κυρίως. Χρειάζεται δυνατός ψυχικός κόσμος. Χρειάζεται πάντως αγάπη, πολύ, πάρα πολλή αγάπη. Και όλα ξεπερνιούνται.
Πάντως, δεν νομίζω να υπήρξε αγόρι, που έστω και μία φορά, μπορεί και περισσότερες, να μην έκανε το κοριτσάκι ή την ώριμη κυρία, έστω γιά πλάκα. Ακόμα και εκείνο το «αν υποψιαστώ» της τηλεόρασης.
Και πού μπορεί να επέμβει η Εκκλησία; Ταπεινώς φρονώ, πέρα από ακρότητες και φανφάρες, στο να ενισχύει την προσωπικότητα των παιδιών, ειδικά των αγοριών, από παιδική, γιά να μην πω βρεφική, ηλικία, και να εμπνεύσει την απόλυτη εμπιστοσύνη στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο οποίος έδωσε εντολή να μην τσακίσουμε τελείως το μισοσπασμένο και να μην σβύνουμε την τελευταία σπίθα στην φωτιά.
Σε Εκείνον που παίζει τον ρόλο του πατέρα γιά εμάς, τους άσωτους γιούς του. Σε εκείνον που είναι ο μοναδικός, φιλάνθρωπος, ως θεάνθρωπος, άρα και άνθρωπος, και είπε επιτακτικά σε όλους εμάς, τους αυτοδιόριστους κριτές: Σύ, δηλαδή εσύ που με διαβάζεις, αδελφέ, ή με βλέπεις και με ακούς, εμείς οι «σωστοί», που βλέπουμε τους άλλους αδελφούς μας να ζούμε μία ζωή άρρωστη και αδύναμη, που πέφτουν και ίσως περιμένουν να τους βοηθήσουμε να σηκωθούν, και εμείς τους τσαλαπατούμε, γιατί «είμαστε άντρες εμείς».
Και αν τύχει κανείς και θέλει να δει την παρέλασή τους, ας χειροκροτήσει. Δεν πειράζει. Οι άλλοι, ας μείνουμε πίσω από τις κουρτίνες, να βλέπουμε και να μην μας βλέπουν, γονατιστοί, με δάκρυα γιά το αρχαίο κάλλος που εξέπεσε, μπροστά στα εικονίσματα. Ας βάλουμε και λίγο θυμίαμα. Ποιός ξέρει; Ίσως κάποιος συγκινηθεί, εκείνη την στιγμή.
§ Κάθονταν οι επίσκοποι, και ο Νόνος, και έβλεπαν όσους έκαμναν την βραδυνή τους βόλτα στην Αντιόχεια. Κάποια στιγμή, άρχισε να μοσχομυρίζει ο αέρας και το άρμα της Πελαγίας φάνηκε από την στροφή του δρόμου. Όλοι θαύμασαν κάλλος, ομορφιά, άρωμα, στολίδια. Ακόμα και οι κληρικοί και οι επίσκοποι. Πλησίασε το άρμα.
Ο Νόνος έκρυψε τα μάτια του και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
-Ποιός είναι αυτός που κλαίει και δεν με θαυμάζει;
-Ο Επίσκοπος Νόνος.
Πρωΐ την άλλη μέρα η Πελαγία πήγε στο Επισκοπείο. –Όλοι ριγούν στο πέρασμά μου, Επίσκοπε Νόνε, και εσύ έκλαψες; Γιατί;
-Γιατί εσύ κάνεις τόσα γιά τους εραστές σου. Ενώ εγώ, τί κάνω εγώ, γιά τον εραστή μου τον Χριστό;
Τα πούλησε όλα η Πελαγία. Έγινε μοναχή. Και η Εκκλησία κέρδισε μία ακόμα αγία. Την Οσία Πελαγία την από εταιρίδων.
Να είχαμε λίγον νουν Χριστού;! Πόσο «αλλοιώς» θα είμασταν, προς εαυτούς και αλλήλους;
Πρόσχωμεν, αδελφοί! Προσευξώμεθα εκτενώς, αδελφοί, υπέρ ων Χριστός απέθανεν. Υπέρ πάντων ημών, των εν συναισθήσει βαθείᾳ αμαρτωλών, αλλ’ ουχί, το κατά δύναμιν, αμαρτανόντων.   http://www.romfea.gr/katigories/apopseis/1297-ide-o-anthropos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου