Στή
Σύμη, τό νησάκι τῆς Δωδεκανήσου μέ τά ἑβδομήνταεφτά ἐξωκκλήσια καί
μοναστήρια, οἱ κάτοικοι εὐλαβοῦνται ἰδιαίτερα τούς Παμμεγίστους
Ταξιάρχες.
Ἄν καί τά ἱστορικά στοιχεῖα εἶναι πενιχρά, εἶναι ὅμως πλούσια ἡ συμιακή παράδοση, πού ἀναφέρεται στήν ἵδρυση τῆς μονῆς τοῦ Πανορμίτη:
Τήν ἄλλη μέρα ἡ εἰκόνα χάθηκε. Τή βρῆκε ὅμως ἡ γυναίκα στό Πάνορμο, κάτω ἀπό τό σχίνο, καί τή μετέφερε πάλι στό σπίτι της. Αὑτό ἐπαναλήφθηκε καί τρίτη φορά, κι ἔκανε τήν εὐλαβή γυναίκα ν’ ἀπορεῖ καί νά λυπᾶται, γιατί ὁ Ταξιάρχη δέν ἤθελε νά μείνει στό σπίτι της.
Τήν ἀπορία της τήν ἔλευσε ὁ ἴδιος ὁ ἀρχάγγελος ὅταν παρουσιάστηκε λαμπροντυμένος κι ἀστραφτερός στ’ ὄνειρο της, καί τῆς δήλωσε ὅτι θέλει νά μείνει στό Πάνορμο. Τότε ἐκείνη φανέρωσε στήν πόλη τό γεγονός, κι ἔτσι δόθηκε ἀφορμή καί χτίστηκε μιά μικρή ἐκκλησία πρός τιμήν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ἀργότερα ἡ ἐκκλησία ἔγινε μεγαλύτερη καί, τέλος σχηματίστηκε γύρω της μοναστήρι.
Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἡ γυναίκα πού βρῆκε τό εἰκόνισμα τοῦ ἀρχαγγέλου, ἦταν τό Μαριγιώ τοῦ Πρωτενιοῦ, μιά εὐλαβής Συμιακιά, που εἶχε στή ζωή της καί ἄλλες ἐπισκέψεις ἀπό τόν Ταξιάρχη.
Κάποτε ξεκίνησε μέ τά κορίτσια τῆς γειτονιᾶς νά πᾶνε στό ἐξωκλήσι τοῦ Πανορμίτη γιά ν’ ἀνάψουν τά καντήλια. Ἡ βραδιά ἦταν φεγγαρόλουστη καί τό ξωκκλήσι φάνταζε ἀσημωμένο στήν ἄκρη τοῦ μυχοῦ τοῦ λιμανιοῦ.
Πέρασαν μέσα, προσκύνησαν κι ἄναψαν τά καντήλια. Ἀφοῦ συγύρισαν, ἔπεσαν νά κοιμηθοῦν μέσα στήν ἐκκλησία, γιατί τό πρωί θά εἶχαν Λειτουργία.
Σέ λίγο ὅλες κοιμόταν βαθιά. Μόνο τό Μαριγιώ δέν εἶχε ὕπνο. Ἕνας φόβος, μιά ἀνησυχία τῆς ἔσφιγγε τήν καρδιά. Ἐπί τέλους κοιμήθηκε, μά σέ λίγο ἀκούει μιά βαρειά κι ἐπιβλητική φωνή νά βγαίνει ἀπό τό ἱερό:
-Μαριγιώ τοῦ Πρωτενιοῦ, πάρε τά κορίτσια καί φύγε!
Ξύπνησε τρομαγμένη, ἄναψε τό καντήλι τοῦ ἀρχαγγέλου πού εἶχε σβήσει, καί ξανακοιμήθηκε. Σέ λίγο ὅμως ἀκούει τήν ἴδια φωνή, πιό βαρειά καί προστακτική:
-Φύγε, Μαριγιώ. Φύγε σοῦ λέω.
-Πανορμίτη μου, γιατί μέ διώχνεις; Ἄσε με νά πάρω ἕναν ὕπνο! Παραπονέθηκε ἁπλοϊκά ἡ γυναίκα, κι ἔγειρε πάλι νά κοιμηθεῖ.
Τότε ἀκούει, γιά Τρίτη φορά τή φωνή, ἀλλ’ ἀγριεμένη τώρα καί βροντερή τόσο, πού ἔκανε νά τρίξει ἡ εἰκόνα τοῦ Πανορμίτη:
-Φύγε σοῦ λέω, Μαριγιώ. Φύγε μέ τά κορίτσια! Μή θέλεις νά μέ ντροπιάσεις!
Αὐτή τή φορά κι ἐκείνη ἀγριεύτηκε. Ξύπνησε τά κορίτσια καί πῆραν γρήγορα τόν ἀνήφορο. Ὅταν ἀνέβηκαν ἀρκετά, γυρίζουν πίσω τους καί τί νά δοῦνε!
Στό λιμάνι τοῦ Πανορμίτη εἶχα ἀράξει δυό τούρκικες φρεγάτες, κι ὁ τόπος τριγύρω ἦταν γεμάτος ἀπό κόκκινα φέσια καί κάτασπρα σαρίκια... Ὁ Ταξιάρχης τίς εἶχε γλυτώσει ἀπό τά χέρια τῶν Τούρκων.
Ὑπάρχουν ἐκεῖ ἐννέα μοναστήρια τῶν Ταξιαρχῶν, ὅσα δηλαδή καί τά τάγματα τῶν Ἀσωμάτων Ἀγγέλων.Τό
πιό φημισμένο μοναστήρι εἶναι ὁ Πανορμίτης, ἀφιερωμένο στόν ἀρχάγγελο
Μιχαήλ καί χτισμένο στά βυζαντινά χρόνια πάνω στά ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ,
τοῦ Πανορμίου Ποσειδώνα. Ἔτσι ὁ Πανορμίτης πῆρε ὄχι μόνο τή θέση,
ἀλλά καί τήν ἰδιότητα τοῦ ἀρχαίου θεοῦ, γιατί ἀπό τότε θεωρεῖται
προστάτης τῶν θαλασσινῶν μας. Γι’ αὐτό τά περισσότερα συμιακά καΐκια
ἔχουν τ’ ὄνομά του.
Ἄν καί τά ἱστορικά στοιχεῖα εἶναι πενιχρά, εἶναι ὅμως πλούσια ἡ συμιακή παράδοση, πού ἀναφέρεται στήν ἵδρυση τῆς μονῆς τοῦ Πανορμίτη:
Τήν ἄλλη μέρα ἡ εἰκόνα χάθηκε. Τή βρῆκε ὅμως ἡ γυναίκα στό Πάνορμο, κάτω ἀπό τό σχίνο, καί τή μετέφερε πάλι στό σπίτι της. Αὑτό ἐπαναλήφθηκε καί τρίτη φορά, κι ἔκανε τήν εὐλαβή γυναίκα ν’ ἀπορεῖ καί νά λυπᾶται, γιατί ὁ Ταξιάρχη δέν ἤθελε νά μείνει στό σπίτι της.
Τήν ἀπορία της τήν ἔλευσε ὁ ἴδιος ὁ ἀρχάγγελος ὅταν παρουσιάστηκε λαμπροντυμένος κι ἀστραφτερός στ’ ὄνειρο της, καί τῆς δήλωσε ὅτι θέλει νά μείνει στό Πάνορμο. Τότε ἐκείνη φανέρωσε στήν πόλη τό γεγονός, κι ἔτσι δόθηκε ἀφορμή καί χτίστηκε μιά μικρή ἐκκλησία πρός τιμήν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ἀργότερα ἡ ἐκκλησία ἔγινε μεγαλύτερη καί, τέλος σχηματίστηκε γύρω της μοναστήρι.
Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἡ γυναίκα πού βρῆκε τό εἰκόνισμα τοῦ ἀρχαγγέλου, ἦταν τό Μαριγιώ τοῦ Πρωτενιοῦ, μιά εὐλαβής Συμιακιά, που εἶχε στή ζωή της καί ἄλλες ἐπισκέψεις ἀπό τόν Ταξιάρχη.
Κάποτε ξεκίνησε μέ τά κορίτσια τῆς γειτονιᾶς νά πᾶνε στό ἐξωκλήσι τοῦ Πανορμίτη γιά ν’ ἀνάψουν τά καντήλια. Ἡ βραδιά ἦταν φεγγαρόλουστη καί τό ξωκκλήσι φάνταζε ἀσημωμένο στήν ἄκρη τοῦ μυχοῦ τοῦ λιμανιοῦ.
Πέρασαν μέσα, προσκύνησαν κι ἄναψαν τά καντήλια. Ἀφοῦ συγύρισαν, ἔπεσαν νά κοιμηθοῦν μέσα στήν ἐκκλησία, γιατί τό πρωί θά εἶχαν Λειτουργία.
Σέ λίγο ὅλες κοιμόταν βαθιά. Μόνο τό Μαριγιώ δέν εἶχε ὕπνο. Ἕνας φόβος, μιά ἀνησυχία τῆς ἔσφιγγε τήν καρδιά. Ἐπί τέλους κοιμήθηκε, μά σέ λίγο ἀκούει μιά βαρειά κι ἐπιβλητική φωνή νά βγαίνει ἀπό τό ἱερό:
-Μαριγιώ τοῦ Πρωτενιοῦ, πάρε τά κορίτσια καί φύγε!
Ξύπνησε τρομαγμένη, ἄναψε τό καντήλι τοῦ ἀρχαγγέλου πού εἶχε σβήσει, καί ξανακοιμήθηκε. Σέ λίγο ὅμως ἀκούει τήν ἴδια φωνή, πιό βαρειά καί προστακτική:
-Φύγε, Μαριγιώ. Φύγε σοῦ λέω.
-Πανορμίτη μου, γιατί μέ διώχνεις; Ἄσε με νά πάρω ἕναν ὕπνο! Παραπονέθηκε ἁπλοϊκά ἡ γυναίκα, κι ἔγειρε πάλι νά κοιμηθεῖ.
Τότε ἀκούει, γιά Τρίτη φορά τή φωνή, ἀλλ’ ἀγριεμένη τώρα καί βροντερή τόσο, πού ἔκανε νά τρίξει ἡ εἰκόνα τοῦ Πανορμίτη:
-Φύγε σοῦ λέω, Μαριγιώ. Φύγε μέ τά κορίτσια! Μή θέλεις νά μέ ντροπιάσεις!
Αὐτή τή φορά κι ἐκείνη ἀγριεύτηκε. Ξύπνησε τά κορίτσια καί πῆραν γρήγορα τόν ἀνήφορο. Ὅταν ἀνέβηκαν ἀρκετά, γυρίζουν πίσω τους καί τί νά δοῦνε!
Στό λιμάνι τοῦ Πανορμίτη εἶχα ἀράξει δυό τούρκικες φρεγάτες, κι ὁ τόπος τριγύρω ἦταν γεμάτος ἀπό κόκκινα φέσια καί κάτασπρα σαρίκια... Ὁ Ταξιάρχης τίς εἶχε γλυτώσει ἀπό τά χέρια τῶν Τούρκων.
* * *
Γιά
τόν Πανορμίτη ἔχουν νά ποῦν, πώς ἄν τοῦ τάξεις κάτι καί δέν τοῦ τό πᾶς,
θά σοῦ τό πάρει ὁπωσδήποτε. Ἀκόμη, ἄν τοῦ ἀφαιρέσεις κάτι ἀπό τό
μοναστήρι, δέν θά σ’ ἀφήσει νά φύγεις, ἄν δέν σοῦ τό πάρει πίσω.
Μιά συμιακή παράδοση ἀναφέρει, πώς τόν περασμένο αἰώνα εἶχε προσεγγίσει στό λιμάνι τοῦ Πανορμίτη ἕνα καράβι μέ Ἕλληνα καπετάνιο καί τούρκικο πλήρωμα. Ὅταν ξεκίνησαν νά φύγουν, στάθηκε ἀδύνατο νά βγοῦν ἀπ’ τό λιμάνι. Ἡ αἰτία ἦταν μιά χήνα τοῦ μοναστηριοῦ, πού ἔκλεψαν οἱ ναῦτες, τήν ἔσφαξαν καί τήν ἔφαγαν. Μόνο ἀφοῦ ἔταξαν στόν ἀρχάγγελο ἀσημένια τή χήνα, μπόρεσε τό καράβι σαλπάρει. Σήμερα, μπροστά στό εἰκονοστάσι τοῦ Πανορμίτη, κρέμεται μιά ἀσημένια χήνα, πού πιστοποιεῖ τό θαῦμα.
Στό μουσεῖο τῆς μονῆς ὑπάχουν ποικίλα τάματα, πού μόνη της ἡ θάλασσα ἔφερε ὥς ἐκεῖ μέσα σέ μπουκάλια, κουτιά ἤ ὁμοιώματα καραβιῶν. Ἀπό τότε πού χτίστηκε τό μοναστήρι, οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοί ἔριχναν στή θάλασσα ὅ,τι ἔταζαν στόν Ταξιάρχη. Καί τό τάμα πήγαινε μόνο του κι ἄραζε στό λιμάνι, ἀρκεῖ αὐτός πού τό’ στελνε νά εἶχε θερμή πίστη.
Συχνά οἱ ναυτικοί μας, ὅταν κινδυνεύουν, ἐπικαλοῦνται τή βοήθεια τοῦ Πανορμίτη καί ρίχνουν τό τάμα τους μ’ ἕνα μπουκάλι στή θάλασσα. Γιατί ἔχουν ἀκούσει, ὅτι σίγουρα μιά μέρα θά φτάσει στόν προορισμό του. Τότε καμπάνες τῆς μονῆς θά σημάνουν χαρμόσυνα, κι ὁ ἡγούμενος μέ τή συνοδεία του θά κατεβεῖ στήν προκυμαία γιά νά τό παραλάβει. Εἶναι συνήθως λιβάνι, κεριά λίγα χρήματα κι ἕνα κομμάτι χαρτί μέ τά ὀνόματα αὐτῶν πού κινδυνεύουν ἤ πού εἶναι ἄρρωστοι.
Ταπεινά συνήθως εἶναι τά τάματα τοῦ λαοῦ κερί καί λάδι. Ὑπάρχουν ὅμως καί τά ὁλόχρυσα ἀφιερώματα μπροστά στό εἰκόνισμά του, πού μαρτυροῦν τίς πολλές θαυματουργικές εὐεργεσίες.
Μιά συμιακή παράδοση ἀναφέρει, πώς τόν περασμένο αἰώνα εἶχε προσεγγίσει στό λιμάνι τοῦ Πανορμίτη ἕνα καράβι μέ Ἕλληνα καπετάνιο καί τούρκικο πλήρωμα. Ὅταν ξεκίνησαν νά φύγουν, στάθηκε ἀδύνατο νά βγοῦν ἀπ’ τό λιμάνι. Ἡ αἰτία ἦταν μιά χήνα τοῦ μοναστηριοῦ, πού ἔκλεψαν οἱ ναῦτες, τήν ἔσφαξαν καί τήν ἔφαγαν. Μόνο ἀφοῦ ἔταξαν στόν ἀρχάγγελο ἀσημένια τή χήνα, μπόρεσε τό καράβι σαλπάρει. Σήμερα, μπροστά στό εἰκονοστάσι τοῦ Πανορμίτη, κρέμεται μιά ἀσημένια χήνα, πού πιστοποιεῖ τό θαῦμα.
Στό μουσεῖο τῆς μονῆς ὑπάχουν ποικίλα τάματα, πού μόνη της ἡ θάλασσα ἔφερε ὥς ἐκεῖ μέσα σέ μπουκάλια, κουτιά ἤ ὁμοιώματα καραβιῶν. Ἀπό τότε πού χτίστηκε τό μοναστήρι, οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοί ἔριχναν στή θάλασσα ὅ,τι ἔταζαν στόν Ταξιάρχη. Καί τό τάμα πήγαινε μόνο του κι ἄραζε στό λιμάνι, ἀρκεῖ αὐτός πού τό’ στελνε νά εἶχε θερμή πίστη.
Συχνά οἱ ναυτικοί μας, ὅταν κινδυνεύουν, ἐπικαλοῦνται τή βοήθεια τοῦ Πανορμίτη καί ρίχνουν τό τάμα τους μ’ ἕνα μπουκάλι στή θάλασσα. Γιατί ἔχουν ἀκούσει, ὅτι σίγουρα μιά μέρα θά φτάσει στόν προορισμό του. Τότε καμπάνες τῆς μονῆς θά σημάνουν χαρμόσυνα, κι ὁ ἡγούμενος μέ τή συνοδεία του θά κατεβεῖ στήν προκυμαία γιά νά τό παραλάβει. Εἶναι συνήθως λιβάνι, κεριά λίγα χρήματα κι ἕνα κομμάτι χαρτί μέ τά ὀνόματα αὐτῶν πού κινδυνεύουν ἤ πού εἶναι ἄρρωστοι.
Ταπεινά συνήθως εἶναι τά τάματα τοῦ λαοῦ κερί καί λάδι. Ὑπάρχουν ὅμως καί τά ὁλόχρυσα ἀφιερώματα μπροστά στό εἰκόνισμά του, πού μαρτυροῦν τίς πολλές θαυματουργικές εὐεργεσίες.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
(σελ.237-241)
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου