Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Είπε ο αββάς Στρατήγιος για τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, Ηγούμενο του Σινά, την ημέρα της κουράς του, «μέγας αστήρ γενήσεται».

Σινά Θεοβάδιστο Όρος_monastery of the God-trodden Mount Sinai_Гора Синай_ΣΙΝΑ mt sinai icon 
Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ο Σιναΐτης (606 η 649)
Εορτάζει στις 30 Μαρτίου και την Δ’ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Ήλθε κάποτε ο αββάς Μαρτύριος, ο Γέροντας του αββά Ιωάννου, στον μέγα αββά Αναστάσιο τον Σιναΐτη, και εκείνος όταν τους είδε λέγει στον αββά Μαρτύριο:
«Πες μου, αββά Μαρτύριε, από που είναι αυτός ο νέος και ποιος τον έκειρε μοναχό»;
Και εκείνος του απήντησε: «Δούλός σου είναι, πάτερ, και εγώ τον έκειρα».
«Πω πώ! αββά Μαρτύριε –του λέγει με θαυμασμό- ποιος να το ειπή ότι Ηγούμενο του Σινά έκειρες»! Και δεν διεψεύσθη ο Άγιος, διότι ύστερα από σαράντα χρόνια έγινε Ηγούμενός μας.
Και ο αββάς Στρατήγιος, την ημέρα που εκάρη μοναχός ο αββάς Ιωάννης, σε ηλικία είκοσι ετών, προείπε περί αυτού, ότι θα αναδειχθεί μεγάλος αστήρ.
Άλλοτε πάλι τον ίδιο Ιωάννη τον επήρε μαζί του ο Γέροντας του, ο αββάς Μαρτύριος, και επήγαν στον μέγα αββά Ιωάννη τον Σαββαΐτη που έμενε τότε στην έρημο του Γουδά.
Μόλις λοιπόν τον είδε ο Γέροντας, σηκώθηκε έβαλε νερό, ένιψε τα πόδια του Ιωάννου και κατεφίλησε το χέρι του, ενώ του αββά Μαρτυρίου δεν του ένιψε τα πόδια. Όταν δε του εζήτησε εξήγησι γι᾿ αυτό ο μαθητής του Στέφανος, ο Γέροντας απήντησε:
«Πίστευσε, τέκνο μου ότι εγώ δεν γνωρίζω ποιος είναι αυτός ο νέος. Εγώ τον ηγούμενο του Σινά υποδέχθηκα και τα πόδια του Ηγουμένου ένιψα».Μωϋσής Προφήτης-Σινά-προσευχή_Prophet Moses the God-seer_Моисей пророк Икона_Byzantine Orthodox Icon_ΜΩΥΣΗΣ23331Αλλά και την ημέρα που ενθρονίστηκε ως Ηγούμενός μας και είχαν έλθει στο Μοναστήρι μας εξακόσιοι περίπου ξένοι, όταν εκάθησαν στην τράπεζα και έτρωγαν, έβλεπε κάποιον με κοντά μαλλιά, τυλιγμένο με ένα σεντόνι όπως οι Ιουδαίοι, ο οποίος έτρεχε παντού και διέταζε εξουσιαστικά τους μαγείρους, τους οικονόμους, τους κελλαρίτας, και τους άλλους διακονητάς. Όταν λοιπόν έφυγε ο κόσμος και εκάθησαν οι διακονηταί να φάγουν, ανεζητείτο αυτός που έτρεχε παντού και διέταζε, και δεν ευρισκόταν. Τότε ο δούλος του Θεού, Πατήρ ημών Ιωάννης, μας είπε: «Αφήστέ τον. Δεν έκανε τίποτε το παράξενο ο κύριος Μωυσής με το να διακονήση στον ιδικό του τόπο»!
Σε κάποια άλλη περίστασι όταν είχε πέσει ξηρασία στα μέρη της Παλαιστίνης αφού τον παρεκάλεσαν οι περίοικοι, προσευχήθηκε και έπεσε πλούσια βροχή. Και δεν είναι απίστευτο αυτό, διότι «θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει ο Κύριος και της δεήσεως αυτών εισακούσεται».
Κατά τη μαρτυρία του Δανιήλ του Ραϊθηνού, κάποιος μοναχός ονομαζόμενος Μωυσής, ένοιωσε στην καρδιά του να ανάβη αγάπη προς τον μονήρη βίο. Γι’ αυτό παρακάλεσε πολύ μία ημέρα τον θεοφόρο αυτόν Πατέρα να τον κρατήσει κοντά του, για να διδαχθή από αυτόν την αληθινή φιλοσοφία. Ο άγιος βέβαια στην αρχή δεν ήθελε να τον κρατή­σει κοντά του, εκείνος όμως επέμενε, χρησιμοποιώντας για μεσίτες πολλούς από τους πατέρες, με τις παρακλήσεις εκείνων, τον έκαμψε τον μακάριο, ώστε να τον κρατήσει κοντά του ως υποτακτικό.
Ιωάννης της Κλίμακος_St. John Climacus of the Ladder_ Св Иоа́нн Ле́ствичник_Εμμ. ΤζάνεςΟ άγιος έστειλε μία ημέρα τον υποτακτικό του αυτόν να μεταφέρει λίγο χώμα εκλεκτό για τις λαχανίδες του κήπου τους. Ο Μωυσής πράγματι έφθασε στον τόπο που του υπέδειξε και πρόθυμα υπάκουσε. Παρά την προθυμία όμως, με την ο­ποία άρχισε την εργασία εκείνη, όταν έφθασε το μεσημέρι, κουράσθηκε, γιατί ήταν ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού και η ζέστη πάρα πολύ μεγάλη. Έτσι κάθησε να ξεκουρασθεί στη σκιά κάποιου πελώριου βράχου, που ήταν εκεί κοντά, χωρίς να προσέξει, ότι ήταν έτοιμος να καταπέ­σει. Καθώς μάλιστα ξεκουραζόταν αμέριμνος, α­ποκοιμήθηκε. Την ώρα ακριβώς εκείνη ο άγιος βρισκόταν στο κελλί του και προσευχόταν, χω­ρίς όμως να ξεχνά βέβαια και το νεαρό υποτακτι­κό του. Σε κάποια στιγμή όμως καταλήφθηκε και αυτός από έναν ύπνο λεπτότατο, εξαιτίας προφα­νώς της μεγάλης ζέστης του καλοκαιριού. Στον ύπνο του ακριβώς αυτόν ένιωσε κάποια στιγμή να τον σκουντά ένας άνδρας ιεροπρεπής και επι­τιμητικά να του λέγει: -«Πώς αμερίμνως υπνείς, ο δε Μωυσής εν κινδύνω διατελεί;». Πώς μπο­ρείς, δηλαδή, να κοιμάσαι, Ιωάννη, τη στιγμή που ο υποτακτικός σου Μωυσής βρίσκεται σε με­γάλο κίνδυνο;
Στο άκουσμα των λόγων εκείνων ο άγιος ανα­πήδησε και επιδόθηκε πάραυτα με όλη τη θέρμη και το ζήλο της καρδιάς του σε μία απεγνωσμένη προσευχή για τη σωτηρία του μαθητού. Η προσευχή αυτή έκανε τότε το θαύμα της, γιατί ο Μωυσής άκουσε μέσα στο βαθύ ύπνο του τον γέρο­ντά του να τον φωνάζει και, ξυπνώντας, έσπευσε παρευθύς προς το μέρος του. Μόλις έκανε όμως κάποια βήματα, ο τεράστιος λίθος, κάτω από τον οποίο ήταν ξαπλωμένος, κατέπεσε, αφήνοντας εμβρόντητο το Μωυσή, που έσπευσε να διηγηθεί στο γέροντά του τα όσα διέτρεξαν. Στο άκουσμα των πιο πάνω ο «ταπεινόνους» γέροντας δόξαζε τότε «κρυφίαις βοαίς και βίαις αγάπης» τον πα­ντοδύναμο Κύριο, που άκουσε την προσευχή του και έσωσε το νεαρό εκείνο και υπάκουο υποτα­κτικό (ΡG. 88, 604ΑΒ).
Όταν δε επρόκειτο να πορευθεί στον Κύριον ο άγιος Ιωάννης, κατά τις τελευταίες του στιγμές βρέθηκε κοντά του ο θαυμαστός α­δελφός του αββάς Γεώργιος, τον οποίον ζώντας ακόμη εγκατέστησε Ηγούμενο του Σινά, και κλαίγοντας, έλεγε:
-«Ιδού αφίεις με και υπάγεις; εγώ ηυχόμην, ίνα συ με προπέμψης. ουδέ γαρ ειμί ικανός εκτός σου ποιμάναι την συνοδίαν, ω Κύριέ μου, μάλ­λον δε εγώ σε προπέμπω». Με αφήνεις, δηλαδή, και φεύγεις; Εγώ ευχόμουν καθημερινά, ώστε συ να με κατευοδώσεις με τις ευχές σου στο μεγάλο ταξίδι, γιατί δε νιώθω δυνατός στη διακυβέρνη­ση των αδελφών, χωρίς τη συμπαράστασή σου! Ακούγοντας τα πιο πάνω, ο άγιος προσπάθησε τότε να παρηγορήσει τον κατά σάρκα και κατά πνεύμα εκείνον αδελφό, λέγοντας τα πιο κάτω:
-«Μη λυπού, μηδέ μερίμνα. εάν γαρ εύρω παρρησίαν προς Κύριον, ου μη σε εάσω τελειώσαι ενιαυτόν όπισθέν μου». Μην ανησυχείς, δη­λαδή, αδελφέ μου, και μην έχεις μέρι­μνα. Εάν εύρω παρρησία ενώπιον του Κυρίου, δεν θα σε αφήσω πίσω μου να συμπληρώσεις χρόνο. Δεν πέρασε, χρόνος ολόκληρος και ο αδελφός του Γεώργιος «εντός δέκα μηνών απήλθε και αυτός προς Κύριον». 
***
Αγάπη και ταπείνωσις! Ιερό ζεύγος! Η μία υψώνει και η άλλη συγκρατεί όσους υψώθηκαν και δεν τους αφήνει ποτέ να πέσουν.
 Δεν λέγει ο Ψαλμωδός «ενήστευσα» ούτε «αγρύπνησα» ούτε «εκοιμήθηκα κατά γής», αλλά «εταπεινώθην, και έσωσέ με συντόμως ο Κύριος» (πρβλ. Ψαλμ. ριδ΄ 6). Η μέν μετάνοια μας ανεγείρει, το δε πένθος κρούει την πύλη του ουρανού, η δε οσία ταπείνωσις την ανοίγει.
Όταν απουσιάζη το φως, όλα είναι ζοφώδη, και όταν απουσιάζη η ταπείνωσις, όλα τα κατορθώματά μας είναι άχρηστα.
Εκείνος πού έχει γίνει ταπεινός βαθειά και εσωτερικά, δεν κλέπτεται και δεν ζημιώνεται από λόγους χειλέων. Διότι δεν προφέρει η θύρα του στόματος ό,τι δεν έχει ο θησαυρός της καρδιάς.
Ο εραστής μου, είπε η οσία ταπείνωσις, δεν επιπλήττει, δεν καταδικάζει τους άλλους, δεν επιζητεί πρωτεία, δεν χρησιμοποιεί σοφιστείες, έως ότου ενωθή μαζί μου, διότι μετά την ένωσί μας δεν υπόκειται πλέον στον νόμο.
Να προτιμάς να λυπής τους ανθρώπους μάλλον και όχι τον Θεόν
«Θα μας αναγνωρίσουν όλοι ως μαθητάς του Θεού, όχι διότι μας υποτάσσονται οι δαίμονες, αλλά διότι τα ονόματά μας έχουν γραφή στον ουρανό της ταπεινώσεως» (πρβλ. Λουκ. ι΄ 20).
Ίδιον των προχωρημένων στην αρετή είναι να υπομένουν γενναία και ευχάριστα τις ύβρεις. Ίδιον όμως των αγίων και των οσίων είναι να παρέρχωνται αβλαβώς τους επαίνους. «Μη ημίν, Κύριε, μη ημίν, αλλ΄ ή τώ ονόματί σου δός δόξαν» (Ψαλμ. ριγ΄ 9).
ΣΙΝΑ_Mount Sinai_Синай_0_bafc9_84879bc7_origΑπολυτίκιον Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος Ήχος πλ. δ’.
Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας• και τοις εκ βάθους στεναγμοίς, εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας• και γέγονας φωστήρ τη οικουμένη, λάμπων τοις θαύμασιν, Ιωάννη, Πατήρ ημών όσιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον Ήχος α’. Χορός αγγελικός.
Καρπούς αειθαλείς, εκ της βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, των τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε. Κλίμαξ γαρ έστι, ψυχάς ανάγουσα γήθεν προς ουράνιον, και διαμένουσαν δόξαν, των πίστει τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριαν
Την ουρανοδρόμον ην Ιακώβ, κλίμακα προείδεν, ετεχνήσω πνευματικώς, Πάτερ Ιωάννη, συνθήκη των σων λόγων. δι’ ης προς αφθαρσίας βαίνομεν μέθεξιν.
Κλίμακος συνθέτην της νοεράς, δεύτε Ιωάννην, ευφημήσωμεν ευλαβώς· πάσι γαρ υπάρχει, διδάσκαλος και μύστης, προς αρετών την κτήσιν ο οσιώτατος.
Μένει η τριάς θεολογικών, αρετών παμμάκαρ, ας μοι δώρησαι σαίς ευχαίς, ίνα πίστει τρέχω, και α ελπίζω λάβω, αγάπη του Κυρίου, Ος με ηλέησε.
Αναβαίνων Πάτερ προς τον Θεόν, δειλιώ πτωχείαν, όταν λάβω μου κατά νούν· όλος γαρ πηλώδης, ειμί ουχί πυρώδης, ως θέλει του Χριστού μου το θείον πρόσταγμα.
Ξένον με συντήρει των κοσμικών, θείε Σιναίτα, μεριμνών των φθοροποιών, όλον δε τον πόθον, του Ιησού ενθείς μοι, ευλόγει μου πορείαν, τριακοντάβαθμον.
Θείων εννοιών την σεπτήν σκηνήν, Πάτερ προσκυνούντες, ασπαζόμεθα αισθητώς, σε τον ευεργέτην, χορείας μοναζόντων, ας δαψιλώς ποτίζεις, νάμασι Κλίμακος.
Ήχος β΄. Ότε εκ του ξύλου.
Δεύτε, αναβάντες αδελφοί, Κλίμακα σεπτήν Ιωάννου, ευθύς χωρήσωμεν, άνω γαρ ο Κυρίος, ημάς προσδέχεται, και τα γέρα χαρίζεται, καμάτων τιμίων, ούς περ ως μαρτύριον της συνειδήσεως, στέφων, εις νυμφώνα εισάξει, ένθα δήμος πάντων Αγίων, ευαρεστησάντων εκ προθέσεως.
iconandlight.wordpress.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου