Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

Διωγμοι!

«Οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! Καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος, καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3, 11-12)

ΑΓΩΝΙΣΘ 

ΟΛΟΙ οἱ ἀπόστολοι, ἀγαπητοί μου, ὅλοι βρίσκονταν διαρκῶς σὲ ἐργασία καὶ κόπο, σὲ ταλαιπωρίες καὶ θυσίες, γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἴδιο, καὶ μὲ τὸ παραπάνω μάλιστα, ὁ Παῦλος, ποὺ τὸν ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα. Νουθετεῖ καὶ ἑτοιμάζει τὸ μαθητή του Τιμόθεο γιὰ τὰ παθήματα ποὺ περιμένουν κι αὐτὸν ἀλλὰ καὶ κάθε χριστιανό. Μὴ νομίσουμε, πὼς ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν κυλάει ἀμέριμνη καὶ στρωμένη μὲ ῥοδοπέταλα. Καὶ ἀπόδειξι ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος. Ἡ ζωή του δὲν ἦταν ἤρεμη καὶ ἀτάραχη. Ὑπέφερε πολλά κανένας ἄλλος δὲν ὑπέφερε τόσα ὅσα ὑπέφερε ὁ Παῦλος.
Καὶ δὲν εἶνε μόνο οἱ κόποι καὶ οἱ περιπέτειές του˙ δὲν εἶνε μόνο οἱ ὁδοιπορίες, τὸ κρύο, ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, οἱ κίνδυνοι σὲ ξηρὰ καὶ σὲ θάλασσα˙ αὐτά, τέλος πάντων, ὠφείλονταν σὲ φυσικὰ αἴτια. Τὸ χειρότερο εἶνε, ὅτι συχνὰ εἶχε ἐπὶ πλέον καὶ διωγμούς. Οἱ δὲ διωγμοὶ τοῦ Παύλου ὑποκινοῦνταν ἀπὸ ἀνθρώπους˙ ἀνθρώπους κακούς, ποὺ ἐχθρεύονταν τὸ ἱερὸ ἔργο του, ἐνωχλοῦνταν, τὸν μισοῦσαν καὶ ἀντιδροῦσαν μὲ μανία.

Σπανίως ὁ Παῦλος ἔφευγε ἀπὸ μιὰ πόλι μὲ εἰρηνικὸ τρόπο. Τὶς περισσότερες φορὲς ἔφευγε κυνηγημένος. Τί βλέπουμε στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, τὸ θεόπνευστο βιβλίο, ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἡμερολόγιο τῶν Ἀποστόλων; Διωκόμενος ἔφυγε ἀπὸ τὴ Δαμασκό, μόλις πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε, καὶ ἦλθε ἐν συνεχείᾳ στὰ Ἰεροσόλυμα (βλ. Πράξ. 9, 24-26). Διωκόμενος ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας καὶ ἦλθε στὸ Ἰκόνιο (βλ. Αὐτ. 13, 50-52). Διωκόμενος ἀπὸ τὸ Ἰκόνιο ἦλθε στὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας (14, 1-8). Διωκόμενος ἀπὸ τὰ Λύστρα μετὰ ἀπὸ λιθοβολισμὸ ἦλθε στὴ Δέρβη (14, 19-20). Διωκόμενος ἐπίσης ἀργότερα, ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, ἀφοῦ προηγουμένως φυλακίσθηκε, ἔρχεται στὴ Θεσσαλονίκη (16, 12-40). Διωκόμενος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἔρχεται στὴ Βέροια (17, 5-10). Διωκόμενος κι ἀπὸ τὴ Βέροια ἔρχεται στὴν Ἀθήνα (17, 13-15)… Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν ἕνας διαρκὴς διωγμός.
Ἐν τούτοις οὐδέποτε ἀπελπίσθηκε. Γεμᾶτος πίστι στὸ Χριστό, ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς ἀλλὰ νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, συνέχισε μέχρι τέλους τὸν ἀγῶνα. Κι ὅταν πλησίαζε πιὰ ὁ θάνατός του, γράφει στὸν Τιμόθεο αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε˙ «Καὶ πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3, 12). Καὶ ὅλοι, δηλαδή, ὅσοι πιστεύουν μὲ συνέπεια στὸ Χριστό, κι αὐτοὶ τὰ ἴδια θὰ συναντήσουν, κι αὐτοὶ θὰ διωχθοῦν.

* * *

Ἡ προφητεία αὐτὴ ἐκπληρώθηκε πράγματι ἄπειρες φορὲς μέσα στὴ ζωὴ κάθε χριστιανοῦ ἀλλὰ καὶ στὴν ἱστορία ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπῆρξε ἅγιος ποὺ νὰ μὴ διώχθηκε. Διωγμοὺς ὑπέστησαν οἱ ἀπόστολοι. Διωγμοὺς ὑπέστησαν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων. Τότε οἱ μοχθηροὶ Νέρωνες, Δέκιοι, Διοκλητιανοὶ κι ἄλλοι ειδωλολάτρες αὐτοκράτορες ἔβαλαν σκοπό τους νὰ ἐξοντώσουν τοὺς χριστιανούς, νὰ ξερριζώσουν τὸ δένδρο ποὺ φύτεψε στὴ γῆ ὁ Χριστός. Στὰ χρόνια ἔπειτα τῶν Ἁγίων πατέρων διωγμοὺς ὑπέμεινε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ γίγας αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ πέντε φορὲς ἐκθρονίσθηκε καὶ ἐξωρίσθηκε. Διωγμοὺς δἐχθηκαν ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καὶ μάλιστα ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ποὺ ἐξωρίσθηκε στὴ μακρινὴ Κουκουσό, χωρὶς ὅμως νὰ δειλιάσῃ καὶ νὰ καμφθῇ τὸ φρόνημά του, ὅπως δείχνουν τὰ τελευταῖα του λόγια «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἀλλὰ μήπως στὰ μετέπειτα χρόνια; Διωγμοὶ ἐπὶ εἰκονομαχίας, διωγμοὶ ἐπὶ φραγκοκρατίας, διωγμοὶ ἐπὶ τουρκοκρατίας. Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε΄ ἀπαγχονίσθηκε, τὸν κρέμασαν στὰ προπύλαια τοῦ πατριαρχείου. Διωγμοὺς ὑπέστησαν καὶ ἀργότερα πολλοὶ κληρικοί, 400 δὲ καὶ πλέον ῥασοφόροι τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος μαρτύρησαν μαχόμενοι ἐναντίον ξενοκινήτων ἀθέων. Ἀλλὰ διωγμοὺς ὑπέστησαν καὶ λαϊκοὶ χριστιανοί, ποὺ προτίμησαν νὰ ὑποστοῦν τὰ πάντα, παρὰ νὰ προδώσουν τὴν ἁγία πίστι τοῦ Χριστοῦ.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα˙ Ποιά εἶνε ἡ αἰτία τῶν διωγμῶν τῶν χριστιανῶν; Γιατί τόση κακία τῶν διωκτῶν ἐναντίον ἀθώων ἀνθρώπων, ποὺ ὄχι μόνο κανένα δὲν βλάπτουν, ἀλλὰ καὶ τόσο εὐεργετικοὶ εἶνε σὲ ὅλους;
Πίσω ἀπὸ τὴ μανία τῶν διαφόρων διωκτῶν, παλαιοτέρων καὶ νεωτέρων, δὲν βρίσκεται τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ μῖσος τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων κατὰ τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου καίει τὸν πονηρὸ καὶ τὰ ὄργανά του, τοὺς κάνει νὰ ἐξεγείρωνται καὶ σὰν λύκοι καταδιώκουν τὰ ἄκακα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. Πραγματικὴ αἰτία διωγμοῦ δὲν ὑπάρχει. Προφάσεις μόνο καὶ συκοφαντίες; ἐπιστρατεύονται κατὰ καιρούς. Ἄλλοτε εἶπαν, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἀσεβοῦν δῆθεν στὴ θρησκεία τῶν εἰδωλολατρῶν, ἄλλοτε ὅτι παρανομοῦν ἀπέναντι στὸ κράτος καὶ δὲν τηροῦν τὶς ὑποχρεώσεις τους, ἄλλοτε ὅτι ἔκαναν ἀπάνθρωπα ἐγκλήματα ἤ ἀκόμη καὶ φρικτὲς ἀνηθικότητες. Καὶ τί δὲν εἶπαν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν! Κι ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸ διωγμό τους στὰ μάτια τῆς κοινωνίας.
Ἀλλʼ ὅποιος εἶνε ἀδίστακτος στὶς συκοφαντίες, εἶνε σκληρὸς καὶ ὠμὸς καὶ στὰ μέσα καὶ τοὺς τρόπους τοὺ διωγμοῦ. Ὅλα τὰ μέσα, ποὺ μποροῦν νʼ ἀσκήσουν πίεσι, χρησιμοποιήθηκαν. Στοὺς διωγμούς, ποὺ κήρυξαν δεδηλωμένοι ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ εἴτε στοὺς τρεῖς πώτους αἰῶνες, εἴτε καὶ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, χρησιμοποιήθηκαν στὴν ἀρχὴ μὲν ἡ κολακεία, οἱ ὑποσχέσεις καὶ ὅ,τι ἄλλο μπορεῖ νὰ δελεάσῃ, ἔπειτα δὲ ἡ ἀπειλή, οἱ διαταγές, ἡ ἐπικήρυξι, οἱ δίκες καὶ καταδίκες, ὁ ὑποβιβασμὸς καὶ ἡ καθαίρεσι ἀπὸ ἀξιώματα, ἡ στέρηση ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἡ σύλληψι, ὁ περιορισμός, ἡ φυλάκισι, τὰ δεσμά, τὰ κτυπήματα, ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα, τὰ ποικίλα μαρτύρια, τέλος δὲ ὁ θάνατος μὲ τοὺς πιὸ ἀπάνθρωπους τρόπους, ἀπὸ τὸν ἀκαριαῖο ἀποκεφαλισμὸ μέχρι τὸν βραδὺ βασανισμό, τὴν παράδοσι σὲ πεινασμένα θηρία, σὲ σπαθιά, τροχούς, φωτιὲς καὶ μύρια ἄλλα. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς δεδηλωμένους ὑπάρχουν καὶ οἱ ὕπουλοι ἐχθροὶ τοῦ χριστιανισμοῦ, ποὺ ἀσκοῦν ἀκήρυκτο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν πολλὲς φορὲς ἐκ τοῦ ἀφανοῦς. Αὐτὸς ὁ διωγμός, ποὺ γίνεται «μὲ τὸ γάντι» καὶ «σφάζει μὲ τὸ βαμπάκι», συνηθίζεται περισσότερο στὰ νεώτερα χρόνια, στὴν ἐποχὴ ποὺ καυχᾶται γιὰ τὸν πολιτισμό της. Αὐτὸ τὸ εἶδος διωγμοῦ φαίνεται πῶς θὰ χρησιμοποιηθῇ ἰδίως στὸ μέλλον, στὰ χρόνια τοῦ ἀναμενομένου μεγάλου ἀντιχρίστου. Αὐτὸς ὁ διωγμός, ποὺ εἶνε χειρότερος ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τοῦ παρελθόντος, ἔχει ἄλλα μέσα. Μέσα τοῦ συγχρόνου καὶ τοῦ μελλοντικοῦ διωγμοῦ εἶνε ἡ ἔμμεση πίεσι, ἡ ἐκμετάλλευσι τῆς ἀνάγκης, ὁ μελετημένος δελεασμός, ὁ πονηρὸς ἐξαναγκασμός, ἡ σιωπηρὰ περιφρόνησι, ἡ λεπτὴ εἰρωνεία, ὁ ἀφʼ ὑψηλοῦ χλευασμός, ἡ διακριτικὴ ἀπομόνωσι, ὁ κοινωνικὸς παραγκωνισμός, ὁ «νόμιμος» καὶ «κανονικὸς» ἀφορισμός…
Ἴσως ὅμως κάποιος σκανδαλισμένος ἀπορήσῃ˙ Πῶς ὁ πανάγαθος Θεὸς ἐπιτρέπει τέτοιους διωγμούς;
Ἀπαντώντας στὴν ἀπορία αὐτὴ λέμε ὅτι, παρʼ ὅλα τὰ ἀνωτέρω, ὁ διωγμὸς εἶνε ἕνας πειρασμὸς ἐξωτερικός, ὄχι ἐσωτερικός. Πλήττει ἀπʼ ἔξω. Γιʼ αὐτό, μολονότι βαρὺς καὶ δυσάρεστος, δὲν εἶνε τόσο ἐπικίνδυνος, ὅσο θὰ νόμιζε κανείς. Βέβαια οἱ ἀμελεῖς καὶ δειλοὶ σὲ καιρὸ διωγμοῦ γίνονται ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπομακρύνονται. Οἱ γενναῖοι ὅμως καὶ ἀληθινὰ πιστοὶ δὲν βλάπτονται. Ἀντιθέτως μάλιστα ὠφελοῦνται. Ὅπως παρατηροῦμε στὴν ἱστορία, ὁ διωγμός – μέσα στὴν παντοδύναμη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ – μεταβάλλεται καὶ σὲ εὐεργεσία. Μὲ τὸ διωγμὸ λ.χ., ποὺ ἔγινε στὴν πρώτη ἐκκλησία ὅταν μαρτύρησε ὁ διάκονος Στέφανος, οἱ ἀπόστολοι διασκορπίσθηκαν ἔξω ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα κʼ ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἁπλώθηκε καὶ σʼ ἄλλες περιοχές (βλ. Πράξ. 8, 1-5). Μποροῦμε νὰ παρομοιάσουμε τὸν διωγμὸ μὲ τὸ κλάδεμα τοῦ κλήματος. Ὅπως τὸ κλάδεμα φαίνεται ὅτι καταστρέφει τὸ κλῆμα, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα τὸ ζωογονεῖ, γιατὶ τὸ ἀπαλλάσσει ἀπὸ περιττοὺς καὶ ἀρρωστημένους βλαστούς, ἔτσι ἐνεργεῖ καὶ ὁ διωγμὸς ἐπάνω στὴν κάθε ψυχὴ καὶ σʼ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Καθαρίζει τὸ σῶμα καὶ ἐντείνει τὴν πνευματική του ζωή. Ὁ μέγας ἀμπελουργός, ὁ Κύριος καὶ Θεός, φροντίζοντας γιὰ τὴν προκοπὴ τῶν παιδιῶν του ἐπισκέπτεται τὸ ἀμπέλι του μὲ τὸ κλαδευτήρι καὶ «καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ» (Ἰωάν. 15, 2). Συνεπῶς ὁ διωγμὸς ἀποδίδει ἀγαθοὺς καρποὺς καὶ ἔχουμε ἐκ τοῦ πικροῦ γλυκύ.
Ὁ διωγμὸς εἶνε γνώρισμα τῆς ζωῆς τῶν ἁγνῶν χριστιανῶν. Ἀντιθέτως, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα, χαρακτηριστικὸ τῆς πορείας τῶν πονηρῶν καὶ διεστραμμένων ἀνθρώπων εἶνε ἡ προκοπή τους «ἐπὶ τὸ χεῖρον». Γιʼ αὐτὸ ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα λέει˙ «Εἶνε ἀδύνατο, ἄνθρωπος ποὺ βαδίζει τὸ δρόμο τὴς ἀρετῆς νὰ ζῇ χωρὶς θλῖψι καὶ ὀδύνη πειρασμῶν. Πῶς ἀλήθεια εἶνε δυνατόν, αὐτὸς ποὺ βαδίζει τὸ “στενὸ δρόμο τῶν θλίψεων” (Ματθ. 7, 14); αὐτὸς ποὺ ἄκουσε ὅτι “Στὸν κόσμο θὰ ἔχετε θλῖψι” (Ἰωάν. 16, 33); Ἄν ὁ Ἰὼβ ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἔλεγε “Δοκιμαστήριο εἶνε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ γῆ” (Ἰὼβ 7, 1), πόσο μᾶλλον τότε;… Δὲν εἶνε δυνατὸν ἄνθρωπος, ποὺ καταπολεμεῖ τοὺς πονηρούς, νὰ μὴ βρίσκεται σὲ θλῖψι. Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ πυγμαχῇ καὶ συγχρόνως νὰ καλοπερνᾷ, δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ παλεύῃ καὶ συγχρόνως νʼ ἀπολαμβάνῃ. Λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἀθλητὰς κανείς νὰ μὴ ζητάῃ ἀνέσεις, κανείς νὰ περνάῃ μὲ γαλήνη. Ἡ παροῦσα ζωὴ εἶνε πάλη, ἀγώνας, πόλεμος, θλῖψι, στενοχώρια, δοκιμαστήριο, στάδιο ἀγώνων. Ἄλλος εἶνε ὁ καιρὸς τῆς ἀνέσεως˙ αὐτὸς εἶνε τῶν ἱδρώτων, αὐτὸς εἶνε τῶν κόπων ὁ καιρός» (εἰς τὴν Β΄ Τιμ. Ὁμιλ. 8, 3˙ Ε.Π.Ε. 23, 616).
Οἱ ἁγνοὶ καὶ τίμιοι, καὶ ἄν ἀκόμη κάποτε, σὲ καιρὸ ἀγνοίας, ὑπῆρξαν διῶκται τοῦ Χριστοῦ, ὅταν γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια, ἀμέσως ἀλλάζουν, καὶ εἶνε πρόθυμοι νὰ ὑποστοῦν τὰ πάντα γιʼ αὐτὸν. Στὴν ἱστορία συχνὰ παρουσιάζεται τὸ φαινόμενο, διῶκται καὶ δήμιοι χριστιανῶν νὰ γίνωνται κι αὐτοὶ χριστιανοὶ καὶ μάρτυρες. Στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀνήκει καὶ ὁ Παῦλος, ποὺ κάποτε ὑπῆρξε διώκτης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλʼ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἶδε τὸ φῶς ἔξω ἀπʼ τὴ Δαμασκὸ κι ἄκουσε τὴ φωνὴ «Σαοὺλ, Σαούλ, τί μὲ διώκεις;» (Πράξ. 9, 5) ἔγινε ὁ ἴδιος κήρυκας τῆς ἀληθείας του καὶ διωκόμενος γιὰ τὸν Κύριο.

* * *

Καὶ σήμερα ἀσφαλῶς, ἀγαπητοί μου, ὁ διωγμὸς συνεχίζεται, ὑπὸ σύγχρονη μορφή. Ὅλοι οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ἔχουν λάβει πεῖρα. Μαθηταὶ σχολιάζονται, περιπαίζονται, χάνουν βαθμοὺς γιὰ τὰ φρονήματά τους, καὶ μαθήτριες ὀνειδίζονται διότι ἀρνοῦνται νὰ φορέσουν παντελόνι. Φοιτηταὶ ἀδικοῦνται, διότι δὲν ὠργανώθηκαν σὲ ἀντίχριστες συνδικαλιστικὲς πατατάξεις. Νέοι ὁδηγοῦνται στὴν ἀστυνομία, διότι διανέμουν ὀρθόδοξα ἔντυπα ἤ καταστρέφουν ἀπρεπεῖς διαφημίσεις ἤ διαμαρτύρονται σὲ ἀσεβῆ κινηματοθέτρα. Νέες χάνουν τὴν δουλειά τους, διότι δὲν ἐνδίδουν σὲ ἀνἠθικες ἀξιώσεις προϊσταμένων τους. Στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὶ ἀπειλοῦνται, διότι θεωροῦν ἀπαράδεκτες τὶς βλασφημίες καὶ τὴ διαφθορά. Ἐργαζόμενοι δέχονται παρατηρήσεις ἤ καὶ ἀπολύονται, ἐπειδὴ δὲν κλέβουν καὶ δὲν λένε ψέμματα. Μάρτυρες γίνονται κατηγορούμενοι, διότι ἀρνοῦνται νὰ ὁρκισθοῦν. Οἰκογενειάρχες ἐκδιώκονται ἀπὸ σπίτια, διότι εἶνε πολύτεκνοι. Ὀρθόδοξοι μηνύονται στὰ δικαστήρια, διότι ἀντιδροῦν στὴν προπαγάνδα τῶν αἱρετικῶν. Θεολόγοι φιμώνονται καὶ ἀφορίζονται, διότι κηρύττουν τὴν ἀλήθεια. Ἱερεῖς εἰσάγονται σὲ δίκες, ἐπειδὴ κυνηγοῦν λύκους ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ποίμνη τους. Ἐπίσκοποι διώκονται καὶ ἐκθρονίζονται γιὰ τὴν ἀκεραιότητά τους… Ὅλα αὐτὰ βεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια, ὅτι «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (ἔ.ἀ.).
Ἄς μιμούμεθα λοιπὸν κʼ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, τὰ παραδείγματα παλαιοτέρων καὶ νεωτέρων ἡρώων τῆς πίστεώς μας καὶ ἄς ἔχουμε χαρὰ ὅσες φορὲς στὴ ζωή μας συμβαίνει διωγμὸς πρὸς δόξαν Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶπε˙ «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθʼ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. 5, 11).

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 359-368 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).

augoustinos-kantiotis.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου