Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

Γέροντας Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης: «Ἡ μοναξιὰ εἶναι ἕνα γενικὸ σμπαράλιασμα, γδέρνεται μόνος του ὁ ἄνθρωπος»

 

κλειστὴ καρδιὰ δὲν ἔχει πληρωθῇ ἀκόμη ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Εἶναι βουτηγμένη στὴν μοναξιά της, στὴν θλῖψι της, στὴν ἀγωνία της, στὸν προβληματισμό της, στὴν ἐρημιά της. Εἶναι ἄδεια. Ὅπως, ὅταν τὸ στομάχι μας μείνη ἄδειο, διαμαρτύρεται καὶ συρικνοῦται, κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν κλειστὴ καρδιά.

Ὅλος ὁ ἄνθρωπος κλείνεται ἐν ἑαυτῷ, ἀντὶ νὰ ἀνοιχθῆ πρὸς τὸν Θεόν, ἀντὶ νὰ χωρέση ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὰ σκεπάση ὅλα. Τότε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τρώγεται μὲ τὰ νύχια του, βγάζει τὰ μάτια του μόνος του, τσακώνεται μὲ τὸν ἑαυτό του. Οἱ λογισμοί του, οἱ περιπέτειές του, τὰ πάθη του, οἱ νόμοι συγκρούονται μέσα του. Καὶ τί γίνεται ὁ ἄνθρωπος; Ὅπως κάποιος ποῦ κρατάει ἕνα μαχαίρι κόβει τὰ πάντα καὶ τὰ πετάει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου διασπᾶται, κατακρεουργεῖται.

Καὶ ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι κλειστή, σκοτεινή, ἀκυριάρχητη, διότι ἔκανε αὐτοκράτορά της κάποιον ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ τῆς δώση εἰρήνη καὶ ἠρεμία, μέσα της βασιλεύει ἡ παγωνιά, οἱ φόβοι, ἡ μοναξιά.

Τί σημαίνει μοναξιά; ὅτι δὲν ἔχω καθόλου τὸ βίωμα τῆς ἐγγύτητος τοῦ ἄλλου. Τὸν καθένα τὸν ζῶ σὰν “ὁ ἄλλος”. Ὅλοι εἶναι “ὁ ἄλλος”: ἐσὺ καὶ ἐγώ, τὸ θέλημά σου καὶ τὸ θέλημά μου, ἡ ἀγάπη σου καὶ ἡ ἀγάπη μου. Γι’ αὐτὸ καὶ πάντα διερωτώμεθα: “Ἄραγε μὲ ἀγαπάει ὁ ἄλλος; Ἄραγε μὲ σκέπτεται; Ἄραγε μὲ θυμᾶται;”. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ζῶ τὸν ἄλλον ὡς ἕναν ξένο. Βλέπετε τὴν παγωνιὰ τῆς ὑπάρξεώς μας, τὴν ἀπομόνωσί μας, τὴν ἀποξένωσί μας ἀπὸ τὴν ζωή. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ζεστάνη πλέον τὴν καρδιά μας, νὰ λειώση καὶ νὰ ἐξαφανίση τοὺς πάγους οἱ ὁποῖοι τὴν κατακλύζουν, πρὶν μπῆ αὐτὸ τὸ φῶς καὶ αὐτὸ τὸ πῦρ, τὸ ὁποῖο ζεσταίνει καὶ φωτίζει τὰ πάντα εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς ὑπάρξεώς μας.

Ἡ μοναξιὰ εἶναι ἕνα γενικὸ σμπαράλιασμα, εἶναι τὸ ἀλληλοφάγωμα τοῦ εἶναι μας. Ἀλληλοσυγκρούονται οἱ ὁρμές μας, τὰ πάθη μας, οἱ πόθοι μας, τὰ ἄγχη μας, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνωμε καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη λόγος. Διαπληκτίζονται οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἐν ἑαυτῷ, γδέρνεται μόνος του ὁ ἄνθρωπος, γράφει τὴν ἱστορία τῆς σκλαβιᾶς του καὶ τῆς δυστυχίας του. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήση μόνος του…

Ἔρχομαι, παραδείγματος χάριν, καὶ σοῦ ἀνοίγω τὴν καρδιά μου. Σοῦ λέγω, σοῦ λέγω, ἐσὺ μοῦ χαμογελᾶς, κουνᾶς τὸ κεφάλι σου, ἐπιβεβαιώνοντας ὅσα σοῦ λέγω, χωρὶς νὰ πῆς λέξι. Ὅτὰν τελειώσωμε, θὰ σοῦ πῶ: “Σὲ εὐχαριστῶ· πόσα μοῦ ἔμαθες σήμερα! πόσα μοῦ εἶπες!”. Στὴν πραγματικότητα τίποτε δὲν μοῦ εἶπες. Ἀλλὰ τὰ πάντα μοῦ εἶπες, γιατί ἐγὼ ἔτσι ἔζησα. Ἔνοιωσα ὅτι σὲ μετέλαβα. Σὲ ἔβαλα μέσα στὴν καρδιά μου, καθὼς σοῦ ἀνοιγόμουν. Μόλις ἀνοίξης κάτι, ἀμέσως μπαίνει τὸ φῶς. Ἡ κροῦσις λοιπὸν ὑποδηλοῖ τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς, ποῦ κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παύση νὰ συζητᾶ μὲ τὸν ἑαυτό του. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συζητάω καὶ μέσα μου καὶ μὲ τὸν ἄλλον. Πρέπει κάποιον νὰ προτιμήσω: ἢ τὸ ἐγὼ μοῦ ἢ τὸν ἕτερον. Εἶναι δηλαδὴ τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μία ἀνθρώπινη βουληφόρα ἐνέργεια.

Ἐὰν ζοῦμε τὸν πόνο τὴν ἀγωνία, τὴν πτῶσι καὶ τὴν κατάρα τοῦ Ἀδάμ, εἶναι διότι τὸ θέλουμε· μᾶς ἀρέσει, μᾶς ἱκανοποιεῖ· νοιώθουμε αὐτάρκεια· εἶναι κάποιος δρόμος ποὺ τὸν ἔχομε συνηθίσει. Οἱ ἄνθρωποι γενικῶς ζοῦν μέσα στὴν μοναξιά τους. Νομίζεις πὼς ὅλοι εἶναι χιονάνθρωποι. Ἔχουμε συνηθίσει νὰ βλέπωμε γύρω μας ἀνθρώπους πονεμένους, δυστυχισμένους.

Δὲν ὑπάρχει καμία ἀσθένεια ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἀπομόνωσις, καὶ δὲν ὑπάρχει καμία ἀπομόνωσις ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἀσθένεια.

Τί σημαίνει ἀσθένεια, “ἀσθενὴς εἰμι”; Ὅπως, ὅταν ἔχωμε πυρετό, γίνεται μέσα μας ἀγὼν αἱμοσφαιρίων, μικροβίων, ἰῶν καὶ ὅλα αὐτὰ παλεύουν ποιό θὰ νικήση, ἔτσι ἔχομε καὶ ἀγῶνα μέσα στὸ εἶναι μας, μιὰ πάλη, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ ζήσωμε. Ἀλλὰ συνηθίζομε στὴν μοναξιὰ καὶ δὲν μπορουμε κατόπιν νὰ κάνωμε τίποτε. Ὅπως συνηθίζει κανεὶς τὸ κουβεντολόϊ, τὴν κατάκριση, τὴν ἀγάπη, τὸ μῖσος, ἔτσι ἀκριβῶς “δοκιμάζεται” ὁ ἄνθρωπος καὶ γίνεται ἔμπειρος στὸ νὰ ζῇ τὴν μοναξιά του.

Συνθηκολογεῖ μὲ τὴν μοναξιά του καὶ κουράζεται νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν θέσι τοῦ πόνου, νὰ πηδήση καὶ νὰ βρῇ τὴν λύτρωσί του. Ὅπως ἀγαπᾶμε τὴν νωθρότητά μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ σηκωθοῦμε γιὰ νὰ ἀγρυπνήσωμε, ὅπως ἀγαπᾶμε τὴν μαλθακότητά μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ σκεπασθοῦμε μὲ ἕνα ἐλαφρὸ κάλυμμα, ὅπως ἀγαπᾶμε τὴν ραθυμία μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιτείνωμε τὴν προσευχή μας ἢ νὰ καθίσωμε νὰ διαβάσωμε, ἔτσι ἀκριβῶς ἔχομε συνηθίσει τὴν δραματικότητα τῆς κλεισμένης καρδιά μας, τὴν κόλασί μας. Καὶ τί γίνεται τότε; Χρειάζεται κανεὶς νὰ μισήση τὴν κατάστασί του αὐτή, νὰ καταλάβη ὅτι εἶναι ὁ θάνατός του καὶ ὅτι στὸ χέρι του εἶναι νὰ ἀνοίξη τὴν θύρα.

“Ἰδοὺ ἕστηκα καὶ κρούω” λέγει ὁ Χριστός, ποὺ σημαίνει ὅτι διαρκῶς κρούει, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ἀνοίξω, γιατί ἔχω μάθει νὰ μὴν ζῶ μαζί Του.

Πηγή: “Ζωὴ ἐν Πνεύματι”, ἀρχιμ. Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης, ἐκδ. Ἐν Πλώ, σελ. 209-212

Συντάκτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου