
Ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό τους τὴν Φαράκλα ὑπῆρχε σὲ κάποιο λόφο τὸ εξωκλῆσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ σχολεῖο του στὰ πρῶτα χρόνια. Ἐκεῖ πήγαινε πολὺ τακτικὰ ὁ μικρὸς Ἰάκωβος καὶ προσηύχετο στὴν Ἁγία.
Ἀφηγεῖται λοιπὸν ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἰάκωβος τὴν συνάντηση μὲ τὴν Ἁγία: «Μὲ τὰ χέρια μου ἔσκαψα τὸ χῶμα καὶ δημιούργησα λαξευτῇ σκάλα, γιὰ νὰ μποροῦν ἄνετα οἱ προσκυνητὲς νὰ ἀνεβαίνουν στὸ εξωκλῆσι. Ἔκοβα ἕναν φουντωτὸ θάμνο, σκούπιζα τὴν ἐκκλησία, ἄναβα καὶ τὰ καντηλάκια καὶ καθόμουνα καὶ κοίταζα τὶς εἰκόνες, μέσα στὴν ἀπόλυτη σιωπὴ τῆς νύκτας πάνω στὸ ἐρημικὸ λόφο.
Οὔτε φοβόμουν μόνος, οὔτε λογισμὸς δειλίας μ’ ἐνόχλησε ποτέ.
Ἔβλεπα τότε τὴν Ἁγία σὰν μοναχή, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ Ἱερό, νὰ διασχίζει τὸ ναό της καὶ ἔξω στὴν αὐλὴ νὰ σκύβει καὶ νὰ πλένει τὰ καντήλια της. Μὲ τὸ παιδικό μου τὸ μυαλὸ ἔλεγα ὅτι ἡ Ἁγία πλένει τὰ πιάτα της, ὅπως ἡ μητέρα μου κάθε βράδυ, ὅσο κουρασμένη καὶ νὰ ἦταν, πάντα ἔπλενε τὰ πιάτα, γιατί σκεφτόταν μὴν τυχὸν πεθάνει τὴ νύκτα καὶ τὸ πρωὶ βροῦν οἱ γυναῖκες ἄπλυτα πιάτα καὶ σκανδαλιστοῦν γιὰ τὴν ἔλλειψη νοικοκυροσύνης.
Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν μου τὸ γεγονὸς αὐτό, νόμιζα ὅτι καὶ ἡ Ἁγία τὴ νύκτα ἔπλενε τὰ πιάτα της.
Ἕνα βράδυ καθὼς πήγαινα ὡς συνήθως στὸ εξωκλῆσι καὶ ἐνῷ βρισκόμουν λίγα μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, βλέπω τὴν Ἁγία σὰν μοναχὴ νὰ στέκεται ἀπ’ ἔξω καὶ νὰ μοῦ λέει:
Ἔλα ἐδῶ, Ἰάκωβε, νὰ σοῦ μιλήσω!
Ἐγὼ δείλιασα, κόπηκαν τὰ πόδια μου καὶ τῆς λέω:
Φοβοῦμαι νὰ ἔρθω κοντά σου. Πές μου ἀπὸ ἐδῶ ποὺ στέκομαι, τί θέλεις νὰ μοῦ πεῖς. Κοντὰ σοῦ φοβοῦμαι νὰ ἔρθω.
Τότε μοῦ λέει ἡ Ἁγία:
Γιατί μὲ φοβᾶσαι; Ἐσὺ τόσο καιρὸ ἔρχεσαι καὶ περιποιεῖσαι τὴν ἐκκλησία μου καὶ μοῦ ἀνάβεις τὰ καντήλια μου! Θέλω πολλὰ νὰ σοῦ πῶ. Ζήτησέ μου τί χάρη θέλεις ἀπὸ μένα, τί χάρισμα νὰ σοῦ δώσω.
Τότε τῆς λέω:
Νὰ ρωτήσω τὴν μητέρα μου καὶ θὰ σοῦ πῶ, καὶ ἀμέσως γύρισα καὶ ἔφυγα τρέχοντας γιὰ τὸ σπίτι μου.
Λέω στὴν μητέρα μου ὅτι εἶδα τὴν Ἁγία Παρασκευὴ καὶ μοῦ ζήτησε νὰ τῆς πῶ τί χάρη θέλω νὰ μοῦ κάνει.
Εἶδες παιδί μου τὴν Ἁγία Παρασκευή; Πῶς τὴν εἶδες; Τί συνέβη ἀκριβῶς; Μὲ ρώτησε ἡ μητέρα μου.
Ἀφοῦ λοιπὸν τῆς ἐξήγησα λεπτομερῶς τὰ γεγονότα, μοῦ εἶπε:
Παιδί μου, νὰ ζητήσεις ἀπὸ τὴν Ἁγία τὴν τύχη σου νὰ σοῦ δώσει.
Τὸ ἄλλο βράδυ πῆγα στὸ ἐξωκκλήσι καὶ βλέπω πάλι τὴν Ἁγία σὰν μοναχὴ νὰ μὲ περιμένει ἔξω ἀπὸ τὸ ναό της. Στέκομαι λίγο μακριὰ καὶ τῆς λέω:
Τὴν τύχη μου θέλω νὰ μοῦ δώσεις.
Τότε ἡ Ἁγία μοῦ λέει:
Ἡ τύχη σου…; Στὴ ζωή σου θὰ δεῖς δόξες καὶ τιμὲς πολλὲς καὶ τὸ χρυσάφι θὰ περνάει ἀπὸ τὰ χέρια σου (καὶ ἔκανε μιὰ κίνηση μὲ τὸ χέρι της ἡ Ἁγία δείχνοντας τὴ μεγάλη ποσότητα, τὴν ἀφθονία), ἀλλὰ δὲν θὰ σ’ ἀγγίζει.
Καὶ πράγματι, ἔλεγε ὁ γέροντας, ἀμέτρητα χρήματα πέρασαν ἀπὸ τὰ χέρια μου, ἀλλὰ ὅλα πῆγαν στὸν προορισμό τους, στοὺς πάσχοντες, στοὺς φτωχούς, στοὺς ἔχοντες ἀνάγκη. Καὶ ἄλλα πολλὰ μοῦ εἶπε ἡ Ἁγία Παρασκευὴ καὶ πάλι τρέχοντας γύρισα στὸ σπίτι μου».
«Εὕρισκα σπηλιὲς καὶ μέσα κεῖ προσευχόμουν…»
Μ’ ὃλ’ αὐτά, ἀπὸ ἐννέα περίπου ἐτῶν, τὸ Ἰακωβάκι τὸ φωνάζανε πάντοτε νὰ διαβάσει εὐχὲς καὶ νὰ σταυρώσει. Ὁ παπα-Θοδόσης ἤτανε σὲ ἄλλο χωριό. Τὸν καλούσανε στὶς ἀρρώστιες καὶ σὲ κάθε δύσκολη περίσταση. Ἀρρώσταιναν τὰ ζῶα; φωνάζανε τὸ Ἰακωβάκι νὰ τὰ διαβάσει καὶ γινόσανε καλά. Στὰ παιδάκια πάλι τὸ ἴδιο. Ἀκόμα καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες, ποὺ δυσκολευόσανε νὰ γεννήσουν, καλούσανε τὸ Ἰακωβάκι. Πήγαινε μὲ λαδάκι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, σταύρωνε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, προσευχότανε κι ἔφευγε. Ἡ γυναῖκα ἐλευθερωνόταν.
Ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ εἶχε τὸ Εὐχολόγιο καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι τους τὴ Σύνοψη. Ἀλλὰ στὶς περιπτώσεις ἀσθενειῶν, ποὺ τὸν φωνάζανε νὰ διαβάσει εὐχές, διάβαζε, ὅσο ἤτανε κάτω ἀπὸ δέκα-ἕντεκα ἐτῶν, ὅ,τι τύχαινε, ὅ,τι πρωτοάνοιγε στὰ δύο τοῦτα βιβλία, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κρίνει κάθε φορὰ ποιά εὐχὴ ἀκριβῶς χρειάζεται στὴν περίπτωση.
Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα κάθε μέρα μετὰ τὸ σχολεῖο πήγαινε καὶ ἄναβε τὰ καντηλάκια στὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς (τὸ σχολεῖο του). Πήγαινε μόνο του καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ μένει μέχρι τὸ νύχτωμα.
Πηγή: «Ἕνας ἅγιος γέροντας – ὁ μακαριστὸς π. Ἰάκωβος», Ἔκδοση Ἱερὰς Μονῆς Ὁσίου Δαβὶδ Γέροντος, 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου